Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Αυτοί που ζουν μόνο Αυγούστους.


  του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗ.

 Χθες με επισκέφθηκε για συνέντευξη ένας Γάλλος δημοσιογράφος ονόματι Marc Pennec, ο οποίος εργάζεται στην εφημερίδα Ouest France.

Μιλήσαμε περί κρίσης, περί φύσης αλλά και για το ζουμί του πετεινού.
Όσην ώρα συζητούσαμε για την μοναδική αλήθεια που είναι η οικονομία της φύσης και για το τεράστιο ψέμα, δηλαδή το σύστημα που φτιάξαμε και εντός του ζούμε, σκεφτόμουν όλα αυτά που γίνονται αυτές τις μέρες με την κυβέρνηση να ψάχνει από πού θα κόψει χρήμα.
Σκεφτόμουν την κατάντια των επιστημών και των “επιστημόνων”. Να τρώνε τη ζωή και τα νιάτα τους μέσα στα πανεπιστήμια για να μην μπορούν κατόπιν να μοιράσουν δυο γαϊδάρων άχυρα, που έλεγε και η γιαγιά μου, η τελειόφοιτη δευτέρας τάξης δημοτικού.
Αφού το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι φτιαχτό και πλαστό, ό,τι κι αν κάνεις, με ό,τι κι αν ασχοληθείς, ούτε νόημα έχει, ούτε άκρη πρόκειται να βγει ποτέ. Φτιάχνεις τον έναν δείκτη και χαλάνε άλλοι δέκα. Άσε την υποκρισία και την κοροϊδία του εαυτού σου και της “επιστήμης” σου. Αφήνεις, λες, ανέγγιχτες τις συντάξεις και τους μισθούς, αλλά κόβεις από την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια κι έτσι αναγκάζεις τους πολίτες να πληρώνουν από τον μισθό ή την σύνταξή τους για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους αυτές τις πρωτογενείς, οπότε είναι σαν να τους έκοψες το εισόδημα. Υποκρισία μέγιστη. Διότι είναι εξ ορισμού υποκριτικό το να λες πως ασχολείσαι σοβαρά για να φτιάξεις την οικονομία του χρήματος.
Το σύστημα είναι δεδομένο, πεπερασμένο και τελειωμένο. Έχει φτάσει στο ζενίθ της όποιας ανάπτυξής του. Και τώρα δεν γίνεται τίποτε άλλο από το να μηχανεύονται οι παγκόσμιοι τοκογλύφοι και οι πολυεθνικές κόλπα για να ρουφήξουν το αίμα όσων ξεγελούσαν με ψίχουλα τόσα χρόνια για να τους έχουν γρανάζια την κυκλοφορία του χρήματος προς τα πάνω. Τώρα πλέον δεν τους χρειάζονται και τους πετούν στην άκρη σαν άψυχα τσουβάλια. Επίσης, για να απομυζήσουν και τις τελευταίες πλουτοπαραγωγικές πηγές και να τις θέσουν κι αυτές στην υπηρεσία της “ανάπτυξης” που τόσα χρόνια πρεσβεύουν και η οποία έφερε αυτή την άθλια κατάσταση.
Κι αναρωτιόμουν. Είναι τόσο γελοίοι ή έχουν υποστεί τέτοια πλύση εγκεφάλου όλοι αυτοί οι επιστήμονες που έχουν σπουδάσει σ’ αυτά τα κατευθυνόμενης εκπαίδευσης πανεπιστημιακά ιδρύματα ανά τον κόσμο; Είναι δυνατόν να μη βλέπουν ότι ασχολούνται με ένα ψέμα; Είναι δυνατόν να μη βλέπουν ότι ό,τι υποστήριζαν ως ανάπτυξη τόσα χρόνια, δεν ήταν παρά η ασφαλής οδός προς την εξαθλίωση και την καταστροφή; Είναι δυνατόν να πιστεύουν ακόμα ότι μπορεί να υπάρξει συνεχής και αυξανόμενη ανάπτυξη ενός πλαστού συστήματος που προσπαθεί να επιβιώσει πάνω σε έναν πεπερασμένο πλανήτη; Δεν βλέπουν ότι όλο αυτό εντός του οποίου αναλώνουν τη ζωή τους, είναι ένα καρκίνωμα επί της γης;
Τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα αλλά τελείως θολά για όποιον δέχτηκε να γίνει υποχείριο του καπιταλισμού. Από τα τελευταία γρανάζια εργαζόμενους καταναλωτές έως τους κορυφαίους, οι οποίοι υπέστησαν λοβοτομή αποκτώντας πανεπιστημιακή εκπαίδευση στα ονομαστά ιδρύματα του καθεστώτος. Γι αυτό επιλέγονται να κυβερνούν τις χώρες και τον πλανήτη. Για να μην αλλάξει η ρότα που βαδίζει ολοταχώς προς το ολοκαύτωμα.
Όποιος είναι απεξαρτημένος κατά μεγάλο ποσοστό από το σύστημα, όποιος αρνείται ή σνομπάρει την χειραγωγούμενη εκπαίδευση, όποιος νιώθει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι και όχι όπως τον κατασκευάζει και του τον δίνει το σύστημα, όποιος αντιλαμβάνεται πως η ζωή είναι έξω από όλο αυτό το άθλιο ψεύδος του δήθεν χρηματοοικονομικού πλούτου, βλέπει πεντακάθαρα την απλή λύση, την ευημερία, την μοναδικότητα της ζωής αλλά και την γελοιότητα όλων αυτών που δίνουν, λένε, μάχες για να μας αναπτύξουν και να μας οδηγήσουν με ασφάλεια στην έξοδο από την κρίση. Δυστυχισμένοι θα πεθάνουν έχοντας ζήσει μόνο Αυγούστους.
  

Πόσο χρήμα κοστίζει η δροσιά;

Μόλις έρθει ένας καύσωνας ή ένας δριμύς χιονιά τον χειμώνα, τότε ο σύγχρονος άνθρωπος θυμάται πως εκτός από εργαζόμενος – άνεργος – καταναλωτής, είναι και βιολογικό ον.
Βλέπει πως είναι ανήμπορος και όμηρος των φυσικών φαινομένων, όσα λεφτά και να χει.
Κι αν γίνει και κάνας σεισμός, τότε σαν τα μυρμήγκια τρέχουν όλοι να βγουν από τις φωλίτσες τους. Βλέπουν πως ούτε η τεχνολογία τους λειτουργεί, ούτε μπορεί να τους σώσει.
Αυτές τις μέρες με τις υψηλές θερμοκρασίες τα σύγχρονα αυτά όντα που έχουν από καιρό απαρνηθεί τη φύση (τους), τρέχουν πανικόβλητα στις ακρογιαλιές και ψάχνουν δέντρα για να βάλουν από κάτω το κορμί τους, πολλές φορές και το όχημά τους.
Κι άλλη κουβέντα στο στόμα τους δεν έχουν από την κάψα, από το καμίνι, από τη λάβα των τσιμέντων. Ακόμα και τα εμετικά ΜΜΕ ξέχασαν την σωτηρία της χώρας και ασχολούνται με το καμίνι της, κάνοντας προβλέψεις και εικασίες για την δροσιά που θα ρθει από Τρίτη και μετά.
Όλα παραλύουν μπροστά στη δύναμη της φύσης. Όσα λεφτά κι αν έχει η χώρα, όσο πλούσιοι σε χρήμα κι αν είναι οι πολίτες της.
Κι αντί αυτό να τους κάνει να αναρωτηθούν για τη στραβή ζωή και να αλλάξουν ρότα, περιμένουν πότε θα περάσει το κακό για να ασχοληθούνν ξανά με την παραγωγή χρηματικού πλούτου, συνεχίζοντας να δίνουν ως αντίτιμο τη ζωή τους και να καταστρέφουν τη φύση, που θα τους το αντιγυρίσει με πιότερη σκληρότητα στο μέλλον.
Κι ολοένα και πιο αδύναμοι όπως εξελίσσονται οι άνθρωποι ως οργανισμοί ζώντες εντός κλιματιζόμενων κλουβιών και τρεφόμενοι μεταλλαγμένα σκουπίδια, δεν έχουν καμιά ελπίδα επιβίωσης κόντρα στα φυσικά φαινόμενα.
Την δημοσιεύω εδώ διότι δείχνει πολύ καθαρά ότι το προσωπικό φορμάτ το έχουν κάνει εδώ και χρόνια, και το κάνουν και τώρα, διάφοροι ανά την Ελλάδα άνθρωποι, οι οποίοι κόντρα στο ρεύμα του καταναλωτισμού βιώνουν όσο γίνεται πιο ελεύθεροι από τα δεσμά αυτού του άθλιου χρηματοοικονομικού συστήματος την ζωή τους.

Γιάννης Μακριδάκης.

Αφιερωμένο στην Ελλάδα που ξεπουλάει

Καθόμουν σήμερα στην παραλία, στα Μαγεμένα, λίγο μετά την ανατολή κι αγνάτευα όλη την πανέμορφη δυτική ακτογραμμή του νησιού μας. Από τον Μάναγρο και την Σιδηρούντα, μέχρι τον κάβο των Μεστών. Κι από πάνω απλωνόταν ήρεμη και γοητευτική ολόκληρη η ορεινή ραχοκοκαλιά αυτού του εξαιρετικού τόπου.  Από το Πελινναίο το δίκορφο και το Όρος, μέχρι τις χαμηλότερες κορφές των αλλεπάλληλων λόφων της νότιας μεριάς. Συμπλήρωναν την μαγική εικόνα.
Αγνάντευα την  πατρίδα μας σήμερα το χάραμα και το μάτι μου δεν μπορούσε να την χορτάσει. Πώς να την αντέξει ο σύγχρονος άνθρωπος τόσην ομορφιά, σκεφτόμουν. Ιδίως όταν από τα μικράτα του η κοινωνία και τα σχολειά τού έχουν παραφουσκώσει τον εγκέφαλο με φούμαρα και ευτελή ιδανικά.
Θυμήθηκα το συγκινητικό γράμμα που απέστειλε η Γερμανίδα δημοσιογράφος –μου διαφεύγει το όνομά της- το οποίο ανέγνωσε ο Γιώργος ο Χαλάτσης μεγαλοφώνως στο καφενείο της Σιδηρούντας πριν δυο Κυριακές, κατά τη διάρκεια της λαϊκής συνέλευσης για το θέμα των Βιομηχανικών ΑΠΕ. Έγραφε λοιπόν η κυρία, που έρχεται μονίμως διακοπές επί είκοσι χρόνια στην Βολισσό, ότι δεν έχει δει πιον όμορφο τόπο στα μάτια της από το νησί μας, από την δυτική του μεριά για την ακρίβεια και από τα βουνά και τις ακρογιαλιές του, κι έκλεινε την επιστολή της με μια απίστευτη έκκληση: «Προστατέψτε τον τόπο σας, παρακαλώ».
Κι ενώ οι ξένοι άνθρωποι μας παρακαλούν να κρατήσουμε την ψυχή μας αμόλυντη, κάποιοι από μας, αμετανόητοι, συνεχίζουν να μην βλέπουν καν την ομορφιά. Ίσως δεν είναι ικανοί, γι αυτό βλέπουν μόνο ξερά βουνά και βράχια, κι αυτό είναι δυστυχία μέγιστη. Συνεχίζουν να κλείνουν τα μάτια και την ψυχή τους μπρος στο μεγαλείο αυτού του τόπου. Συνεχίζουν να πρεσβεύουν σχέδια αλαζονικά για έργα μη αναστρέψιμης καταστροφής, λες και μετά από αυτούς το νησί θα σβήσει. Λες και δεν υπάρξουν επόμενοι κάτοικοι πάνω του, λες και η ομορφιά του τόπου δημιουργήθηκε χτες, για να την εκποιήσουν οι ίδιοι, να την εκπορνεύσουν με σκοπό το χρήμα και μια κάποια «ανάπτυξη». Κι ύστερα τέλος.
Και το παράλογο είναι πως αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι τεκνοποιούν. Φέρνουν στον κόσμο και στον τόπο μας παιδιά, που θα μεγαλώσουν αλλά θα έχουν στερηθεί το δικαίωμα να αγναντέψουν τούτη δω την ομορφιά αυτού του υπέροχου τόπου. Θα τους το έχουν στερήσει οι ίδιοι οι γονείς τους αυτό το δικαίωμα στο κάλλος και στη φύση την ανέγγιχτη.
Διότι, φίλες και φίλοι συμπατριώτες, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν έχουμε το δικαίωμα να τα αγγίξουμε. Δεν νομιμοποιούμαστε για κανέναν απολύτως λόγο να απλώσουμε βέβηλο χέρι πάνω τους. Διότι είμαστε πολύ μικροί, πολύ προσωρινοί, τιποτένιοι για την ακρίβεια, εμπρός στο μεγαλείο και την αιώνια παρουσία τους.
Τα βουνά μας φίλες και φίλοι, όπως και τις ακρογιαλιές μας δεν έχουμε δικαίωμα να τα ξεπουλήσουμε και να τα καταστρέψουμε για οποιουδήποτε ύψους χρηματικό όφελος, πόσω μάλλον για ψυχία που προτείνει ο αποικιοκράτης Ισπανός της πολυεθνικής.
Εκεί λοιπόν στα Μαγεμένα, πρωί Ιουλίου του ’12, με το πρώτο φως της μέρας, μη μπορώντας να χορτάσει η ψυχή μου Χίο, ένιωσα άξαφνα παράξενα. Ένιωσα τόσο τυχερός που ζω σ’ αυτή την ιστορική περίοδο και μπόρεσα να μεταλάβω έστω και τόση από την ομορφιά του νησιού, και τόσο άτυχος συνάμα, που μου έλαχε να ανήκω σε μια γενιά που, κατά πως δείχνουν τα πράγματα, δεν μπόρεσε ακόμη να φανεί αντάξια αυτού του απαράμιλλου κάλους που της έλαχε να την περιβάλλει.
Στο νου μου έγινε αμέσως ένα μοντάζ και μπήκαν στις βουνοκορφές οι απαίσιοι γιγαντιαίοι πυλώνες με τις φτερωτές, τα καλώδια και τις λάμπες τους, πληγώθηκαν αμέσως τα βουνά με εκσκαφές και τσιμέντα, είδα τον υπέροχο τόπο μας βιασμένο από ξένους «επενδυτές» αποικιοκράτες, τους οποίους αφήσαμε να προβούν στο ανόσιο έργο τους, άλλοι με την αδιαφορία μας κι άλλοι με την στρεβλή μας άποψη περί ανάπτυξης και ιδανικών της ζωής.
Σε λίγο άρχισε μια μπουλντόζα να δουλεύει εκεί, στο λιμανάκι των Λημνιών, για τα έργα της μικρής μαρίνας που έχουν ξεκινήσει, και το μουγκρητό της με τρόμαξε. Συνήλθα κάπως από τις σκέψεις μου, μα αντί να προσγειωθεί ο νους μου στην πραγματικότητα, έκανε αμέσως τον  παραλληλισμό με τις άλλες μπουλντόζες, τις πολλές και τις τεράστιες, του «επενδυτή», που θα κάνουν απόβαση μαζί με γερανούς, με νταλίκες ατελείωτες και θα αρχίσουν να πληγώνουν το κορμί αυτού του μοναδικού τόπου .

Γιάννης Μακριδάκης.