Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ιστορίες του Χαλ.




                          Ιστορίες του Χαλ
                     Του Γιώργου Μητά (γεν. 1966)
                            (εκδόσεις ΚΙΧΛΗ)

Είχα πολύ καιρό να διαβάσω διηγήματα, συνήθως διαβάζω μυθιστορήματα, τα τελευταία που διάβασα (και τα ευχαριστήθηκα) ήταν των νοτιοαμερικάνων συγγραφέων Λ. Σεπούλβεδα και Κ. Μ. Ντομίνγκες. 

Κατ’ αρχήν ξεφύλλισα τις «Ιστορίες του Χαλ» και η πρώτη εντύπωση ήταν η αισθητικότητα, αν θέλετε, της γραφής. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πολυτονικό σύστημα  -είτε μας αρέσει είτε όχι, τα σημάδια τονισμού είναι εμφαντικά και  εξωραϊζουν τις λέξεις-   έτσι άρχισε η ανάγνωση εκείνη που απαιτεί την αφοσίωσή μου.

Τρία διηγήματα όπου οι ιστορίες των ηρώων εξελίσσονται στην Αγγλία, στο Kingston upon Hull- του Yorkshire, ή  Χαλ όπως συνήθως αποκαλούν την πόλη, που είναι χτισμένη στον ποταμόκολπο του ποταμού Χαλ, κάπου κοντά στη Β. Θάλασσα.

Έχουμε ένα τοπίο μιας πόλης διαποτισμένης από ανάσες, πλημμυρίδες και άμπωτες ενός ποταμού που χύνεται στη Β. Θάλασσα. ΄Ένα τοπίο βροχερό, λασπερό, ατμώδες, ομιχλώδες,  σκοτεινό, όπου το ημίφως χανόταν σαν μεσημέριαζε τι άλλο θα μπορούσε να προϊδεάσει παρά μόνο για μιαν ατμόσφαιρα μελαγχολίας που αντάμα με την ακοινωνησία και την έλλειψη αλληλοϋποστήριξης οδηγούν στον παραγκωνισμό του ατόμου.

Όμως ξεκινώ με το πρώτο διήγημα που έχει τον τίτλο:  «Κεντρική Βιβλιοθήκη.»

Τριτοπρόσωπη αφήγηση που μας ιστορεί τη ζωή, τον κόσμο αν θέλετε, μιας ηλικιωμένης γυναίκας, της κυρίας Ρότζερς. Είναι χήρα, ζει μόνη και η μοναξιά της μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ μετά το θάνατο της επιστήθιας φίλης της, της Μπεβ, που ήταν η μοναδική της συντροφιά για πολλά χρόνια, αφότου χήρεψε. Η κυρία Ρότζερς «που μετρούσε τα χρόνια να φεύγουν περιμένοντας κάθε φορά τα φθινοπωρινά φύλλα να απειλήσουν τον κήπο της».

Κάνει προσπάθειες η κυρία Ρότζερς να γεμίζει τις ώρες της, τη ζωή της και πράγματι την οργανώνει, αφού καταφέρνει (παρά την ηλικία της) να πάρει μια θέση ταξιθέτριας στην Κινηματογραφική Λέσχη, της Κεντρικής Βιβλιοθήκης της πόλης. Ποδηλατεί επίσης παρά την ηλικία της και παρά τους δυνατους πόνους του ισχίου της. Την ευχαριστεί ακόμα να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ, λίγες κουβέντες με τις κοπέλες στις αριθμομηχανές, είναι μια κάποια επικοινωνία.

Είναι νεαροί οι περισσότεροι θαμώνες της Λέσχης, την προσπερνούν χωρίς να την κοιτάζουν, σαν ένα μηχάνημα που το ‘χουν τοποθετημένο για την εξυπηρέτησή τους..... .... μέχρι που κάποιος νεαρός, νιόφερτος, δεν τον είχε ξαναδεί, της είπε δυο κουβέντες, την κοίταξε στα μάτια.. ένα χαμόγελο, μια ζεστή ματιά, ένας λόγος «ότι αυτό το τσουχτερό κρύο χρειάζεται μια καλή κουβέντα κι ένα καυτό φλιτζάνι τσάι..»

Πόσες μέρες αυτή η κουβέντα της τριβελίζει το κεφάλι. Ένα σωρό σκέψεις, πώς θα τον προσκαλέσει για ένα τσάι, ένα σωρό σκέψεις για το γιατί  και για το πώς θα το πάρει ένας νέος το κάλεσμα μιας ηλικιωμένης.

Όμως «οι καιροί ου μενετοί» για  τους πόνους του ισχίου, η παραμονή της στο νοσοκομείο και στη συνέχεια μόνη στο σπίτι και πειθαρχημένη στις ιατρικές εντολές, όχι στη δουλειά, όχι στην ποδηλασία, όλα με μέτρο.

Μέχρι που η πρόσκληση έστω και με λαχταρισμένη φωνή γίνεται.

 Πίνοντας τσάι, ο καλεσμένος μιλάει, γελάει, χειρονομεί, Ισπανός και νέος γαρ..  εκείνη είναι συμμαζεμένη, γήρας γαρ,  και πού και πού ψελλίζει μιαν απάντηση, μιαν ερώτηση. Ο νέος της προσφέρει από το κονιάκ που έφερε μαζί του είναι η πρώτη φορά που πίνει και μάλιστα όσο προχωρούν οι ώρες φτάνει τα τρία ποτηράκια, ίσως η πρώτη φορά που χαλαρώνει μετά από τόσα χρόνια μοναξιάς και χαίρεται όλο αυτό το ξαφνικό φως της ανθρώπινης συμπάθειας και φαντάζομαι πως τώρα δεν ντρέπεται για τον παλιό της καναπέ και το «ντεμοντέ» διάκοσμο του σπιτιού της, που με τόση άνεση εκείνος εκθειάζει. 
**
Δεύτερο διήγημα σε  πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τίτλο: «Ντόναλντ και Τζόυ»

Ένας ΄Ελληνας φοιτητής ανταμώνει και φιλιώνει με έναν Σκωτσέζο συμφοιτητή του τον Ντόναλντ, στο ίδιο περιβάλλον, όπως το πρώτο διήγημα (εξ άλλου κάπου και στο προηγούμενο διήγημα στους περιπάτους της κυρίας Ρότζερς η φιγούρα του Σκωτσέζου φοιτητή με το σκύλο του, περνάει από το βλέμμα της και βλέμμα μας). Τον τυφλό Ντόναλντ συνοδεύει και οδηγεί το σκυλί του, η Τζόυ.

Εδώ έχουμε την αποξένωση κάποιου λόγω  αναπηρίας από τον περίγυρό του καθώς και της ξενοφοβίας,  καθόσον σ’ ένα κλαμπ που πήγε ο έλληνας φοιτητής σε ραντεβού με τον τυφλό του φίλο και την παρέα του –τρία αγόρια και δυο κορίτσια,  παρά τις συστάσεις του Ντόναλντ, δεν έδειξαν στο πρόσωπό του ότι είναι ευπρόσδεκτος. Όμως ο Ντόναλντ έδειχνε τόσο ευτυχισμένος εκείνο το βράδυ μ’ αυτήν την παρέα και ιδιαίτερα με το ένα κορίτσι, την ΄Ελεν. Όλος ο κόσμος του Ντόναλντ εκείνη τη στιγμή ήταν αυτό το κορίτσι, που άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του το πρόσωπό της και ενώ ο ίδιος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας «γνωρίζοντας» πόντο πόντο το όμορφο πρόσωπο, εκείνη βρισκόταν σε αμηχανία..

Το ερωτικό βάσανο του τυφλού Ντόναλντ  για την πανέμορφη Έλεν, με συμπτώματα ψυχικής και σωματικής κόπωσης, ήταν ο πόθος του για ένα μόνο της φιλί κάπου ανάμεσα στο μάγουλο και στην άκρη των χειλιών του κι όλα σε ένα απεγνωσμένο ερώτημα στον έλληνα φίλο του « θα μπορούσες να βεβαιωθείς για τα αισθήματα κάποιου αν δεν μπορούσες να δεις τα μάτια του;»

**
 Τρίτο διήγημα με τίτλο:  «Ένα ποτήρι μπύρα»

Ο Αζίζ, τούρκος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Χαλ, αναγκάζεται να συγκατοικήσει προσωρινά, με έναν ντόπιο πενηντάρη τον Στηβ, όπως του είπαν από το γραφείο στέγασης του Πανεπιστημίου.

Ο Στηβ ένας σωματώδης άντρας με παχιές, μακριές, άσπρες φαβορίτες, που καυχησιολογεί για τη δύναμή του, για τις εμπειρίες του από τα πάμπολλα ταξίδια του, που καθημερινά χωρατεύει με τον νεαρό φοιτητή, παίρνοντας πόζες ξιφομάχου.. o Στηβ που δεν παύει να προσκαλεί τον Αζίζ για ένα ποτήρι μπύρα, στην παμπ Haworth Arms, κάτι που εξ αιτίας της εξεταστικής αρνείται ο νεαρός να αποδεχτεί. Ο Στηβ που καθημερινά με θεατρινίστικα καμώματα, διακωμωδεί καταστάσεις με σκοπό να προκαλέσει γέλιο και ευθυμία στον  νεαρό και τα καταφέρνει. Ο παράξενος Στηβ, με τη βρόμικη κουζίνα του, τα άπλυτα πιατικά του, την ταγκή μυρουδιά ξανατηγανισμένων λαδιών,  την αποφορά άπλυτων ρούχων καθώς και της παλιάς μοκέτας. Ο ίδιος ο Στηβ άλλοτε με μια κουζίνα πεντακάθαρη, με ένα μυρωδάτο, παστρικό σπιτικό.

Μέχρι που τέλειωσε ο Αζίζ την εξεταστική του και αποφασίζει να πάει στην παμπ Haworth Arms, εκεί στη γωνία της Cottingham  με την  Beverley Road, που όποτε περνούσε από κει τη θαύμαζε ήταν πολύ Αγγλική και αυθεντική με χρωματιστά παράθυρα και γεμάτη κόσμο, ήταν το αγαπημένο στέκι όπου σύχναζε καθημερινά ο εγγλέζος σπιτονοικοκύρης του. Όμως γιατί δεν τον βρίσκει εκεί;  Γιατί σε ερωτήσεις του Αζίζ απαντά πως πάντα εκεί τα πίνει, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο;

Αποφασίζει ο νεαρός Αζίζ να παρακολουθήσει τον παράξενο εγγλέζο, που δεν είναι δύσκολο να το κάνει μια κι ο Στηβ είναι πελώριος, δεν τον χάνεις εύκολα, εξ άλλου περπατάει με σκυφτό κεφάλι χωρίς να ρίχνει καμιά ματιά τριγύρω. Ακολουθεί τον Στηβ  σε  ακατοίκητους δρόμους, που λούζονται στο σκοτάδι, στη λασπουριά, ενώ απόκοσμα και μοχθηρά ποταμίσια ψιθυρίσματα σιγοντάρουν  την πορεία και των δυο. Ο πρώτος προχωράει γρήγορα και σταθερά γνωρίζει το τέλος, το έσχατο σημείο της πορείας. Αντίθετα ο δεύτερος  ταλαντεύεται να συνεχίσει μεγάλο εμπόδιο ο φόβος, ξυπνούν εφιαλτικοί παιδικοί φόβοι και τον συγκλονίζουν. Κοντεύει να τον φτάσει. Χαίρεται για μια στιγμή, νίκησε αυτόν τον αρχέγονο φόβο που εμποδίζει να φτάσει κανείς εκεί που στοχεύει.

Ένα, δυο ουρλιαχτά ποιος θα μπορούσε να τ’ αντέξει, λύγισε ο Αζίζ και διπλώθηκε στα δυο του πόδια.

«Η λευκή χαίτη φωσφόριζε στο ξαφνικό φως. Ήταν ο Στηβ. Ο Αζίζ μπορούσε σχεδόν να δει τα νύχια του να σπάνε και να ματώνουν, καθώς τα χέρια του γαντζώνονταν απελπισμένα στην τσιμεντένια επιφάνεια. Οι αγκώνες λύγισαν, η πλάτη βούλιαξε, οι φλέβες του λαιμού τεντώθηκαν. Ένα τρίτο ουρλιαχτό ακούστηκε και το κορμί του Στηβ σπαρτάρησε.
Δίπλα του, ο ποταμός Χαλ, ο ποταμός της πόλης που τον γέννησε και τον κήδεψε, κυλούσε ατάραχος τα νερά του μέσα στη νύχτα.»

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Η κρίση του ΕΚΕΒΙ. Του Γιάννη Μακριδάκη.



Η κρίση του ΕΚΕΒΙ. Του Γιάννη Μακριδάκη

Διάβασα για το ξήλωμα του ΔΣ και της Διευθύντριας του ΕΚΕΒΙ λόγω υπονοιών κακοδιαχείρισης κάποιου προγράμματος. Καλή είδηση. Ίσως τώρα να σταματήσει πια και η χρόνια κακοδιαχείριση και γελοιοποίηση της λογοτεχνίας από το επονομαζόμενο Βραβείο Αναγνωστών, το οποίο έχουν θεσπίσει εδώ και κάτι χρόνια.
Ένα βραβείο, η διαδικασία του οποίου απαιτεί την αποδοχή και την συμμετοχή “συγγραφέων” που είναι ή δέχονται να γίνουν αναξιοπρεπείς και αξιοθρήνητοι αποστέλλοντας μηνύματα στα κινητά και ομαδικά μέηλ σε γνωστούς κι αγνώστους παρακαλώντας, ζητώντας, κλαψουρίζοντας ή απλά γνωστοποιώντας πως χρειάζεται μια ψήφο το βιβλίο τους για να πάρει βραβείο.
Λογοτεχνία εναρμονισμένη με τους νόμους του γελοίου καπιταλισμού και της αγοράς. Κι όλα αυτά να εκπορεύονται από την πολιτική του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Ντροπή και αηδία. Μα έπρεπε να φτάσει η κρίση αξιών του ΕΚΕΒΙ και σε υπόνοιες οικονομικού σκανδάλου για να γίνει η παύση.
Η κρίση του πολιτισμού ποτέ δεν ήταν αρκετή για την αλλαγή πορείας αλλά πάντα μα πάντα στο τέλος οδηγεί σε κρίση οικονομίας. Και τότε γίνεται κατανοητή από τους απαίδευτους που, ως συνήθως, κυβερνούν και τους αναγκάζει να λάβουν μέτρα. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με την γενικότερη κατάσταση της Ελλάδας.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

"αποκλειστική οικονομική είδηση"




Το παρακάτω κείμενο (δημοσίευμα) του φίλου Γιώργου στο e-mail μου, θεώρησα υποχρέωσή μου για αναμετάδοση.



«Καταργείται ο φόρος πολυτελούς διαβίωσης λόγω αδυναμίας εύρεσης αμαχήτως ασφαλών και αντικειμενικών τεκμηρίων για τον εντοπισμόν της και αντικαθίσταται με τον νέο φόρο πολυετούς επιβίωσης, για τον προσδιορισμό του οποίου απαιτείται ως τεκμήριο του "πόθεν έσχες" μόνο η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του φορολογουμένου. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης με τον νέο νόμο ευελπιστεί στην διεύρυνση της φορολογούμενης βάσης και υπόσχεται δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, δεδομένου ότι τα άτομα της ανωτέρας οικονομικής τάξης έχουν υψηλότερο μέσο προσδόκιμο ζωής, από όσο οι ασθενέστερες οικονομικές τάξεις.
Το ευφυές νομοσχέδιο αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή εντός των ημερών.

Σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες του ρεπορτάζ το οικονομικό επιτελείο επεξεργάζεται την κλίμακα φορολόγησς με σκέψη να υπάρξει αφορολόγητο (να θα υπάρξει κι αυτό) για τις ηλικίες από 0-6 (πρώτη δημοτικού, ώστε να μην απαξιωθούν τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση για την μείωση της υπογεννητικότητας, τα οποία ως γνωστά τοις πάσι δεν αναφέρονται και φυσικά ούτε σχολιάζονται). Από τα έξι χρόνια η κλίμακα θα ανεβαίνει κατά μία εκατοστιαία μονάδα κατ' έτος αρχικά στον ετήσιο τζίρο του χαρτζιλικίου, για το οποίο από φέτος θα αποδίδεται και ΦΠΑ ίσος με αυτόν για τα είδη πολυτελείας. Για τα άτομα στην ηλικία  του παραγωγικού πληθυσμού ο φόρος θα αυξάνει κατ' έτος ως συνδυασμός της ηλικίας με το τετράγωνο της αξίας των ενσήμων της ασφάλισης. Σε καταβολή του σχετικού φόρου υποχρεώνονται και οι άνεργοι (για να μάθουν να μην είναι άνεργοι, που είναι κακό πράγμα), καθώς και οι ανασφάλιστοι, σαν να ήταν ασφλισμένοι. Για τους συνταξιούχους το γνωστό οικονομικό επιτελείο πιστεύει ότι θα συμβάλλουν κι αυτοί στην αναλογούσα σε αυτούς κλιμακωτή αύξηση εφ' όσον λόγω ηλικίας έχουν το πλέον αμάχητο τεκμήριο επιβίωσης. Οι κάποιες ενστάσεις έχουν να κάνουν μόνο με το ερώτημα αν θα υπάρχουν συνταξιούχοι, ή η ιδιότητά τους με τον έναν ή τον άλλο λόγο ενδέχεται να έχει ακυρωθεί.
Απάντησα στο ερώτημά σου με το συγκλονιστικό και αποκλειστικό μου ρεπορτάζ;
Το κείμενο φυσικά και είνα δικό μου! Ξέρεις πολλά αρρωστημένα μυαλά να κυκλοφορούν εδώ γύρω; Η Κυβέρνηση δεν συμπεριλαμβάνεται, γιατί το μυαλό σε αυτούς είναι είδος σε ανεπάρκεια
Φιλιά (που ακόμα δεν φορολογούνται)
Γιώργος»

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

"ΤΟ ΤΕΛΟΣ"


                 της ANNA SECHERS  (γεν.1900-1983, Γερμανία).
                                   
       
                            Εκδόσεις ΑΓΡΑ.   
Έργα της:
Ο έβδομος σταυρός,
Τράνζιτο,
Ο δρόμος του Φεβρουαρίου,
     κ.α..

Ο ήρωας του βιβλίου, ένας χωρικός  ονόματι Τσίλλιχ, μετά τη λήξη του δεύτερου πολέμου γύρισε στη φτωχή του οικογένεια και προσπαθεί να επιζήσει με διάφορα που πουλάει στο αγρόκτημά του.

Χρειάστηκε να περάσει από το χωριό ένας μηχανικός, ονόματι Φόλπερτ, που είχε ανάγκη να αγοράσει σκοινιά κι ο Τσίλλιχ είχε, όπως είπε, ολοκαίνουργια να του προμηθεύσει.

Σαν συμφώνησαν στην αγορά, ο χωρικός φωνάζοντας τον μεγάλο του γιο, τον Χανς, τον διέταξε ρίχνοντάς του μια κλωτσιά στα πισινά να παει γρήγορα να φέρει το σκοινί. Ο χωρικός γέλασε στον μηχανικό, ενώ τα μικρά πονηρά και καχύποπτά του μάτια δεν συμμετείχαν στο γέλιο.

Ο μηχανικός παρατηρούσε τα μικρά αγέλαστα μάτια του χωρικού, τη φωνή του, τα αυτιά του, που τότε τα είχαν επονομάσει "το αυτί του γουρουνιού", καθότι οι λοβοί ήταν γυρισμένοι προς τα εμπρός, λες κι ήθελε να μην του ξεφεύγει  κανένας ήχος.... Ναι ο μηχανικός αναγνώρισε τον "κάπο" Τσίλλιχ, τον αιμοσταγή φύλακα των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

 Αμέσως τον κατέλαβαν υποψίες τον Τσίλλιχ κι έφυγε για το αγρόκτημα, όπως είπε, για να μην τους καθυστερήσει καθόλου, γιατί το "παλιόπαιδο" ο γιος του δηλαδή δε βιαζόταν ποτέ..

Το σκάει ο Τσίλλιχ, περιπλανιέται με ψεύτικο όνομα σε εργοτάξια της υπαίθρου, θέλει να ζήσει ήσυχος και να δουλεύει... να δουλεύει. Είναι τόσο εργατικός που σ' ένα νταμάρι που εργάζεται τον προάγουν σε αρχιεργάτη και κει καταπιέζει τόσο πολύ τους εργάτες να αποδώσουν, ίδια όπως τότε που τους βασάνιζε μέχρι θανάτου στα στρατόπεδα..

Κυνηγημένος τώρα και από κάποιους δικούς του που τον αναγνώρισαν, έτοιμοι να τον καταδώσουν  για να θεωρηθούν εκείνοι αθώοι, το σκάει.  Περιπλανιέται και κρύβεται όπου βρει, αφού και στο σπίτι του που στο τέλος θεώρησε πιο ασφαλές να γυρίσει, η γυναίκα του και τα παιδιά του τον αποδιώχνουν.

Φεύγει βρίζοντας. Ξάφνου η μεγάλη του πατρίδα μίκρυνε, ζάρωσε όπως το πρόσωπό του.   Πιστεύει πως θα ξεφύγει. Γίνεται άραγε; Μπορεί να ξεφύγει ή να κρυφτεί από τη θεά της οργής, επιβάτισσας σε άμαξα με φτερά, με τροχούς, που το σέρνουν γρύπες και βρίσκεται παντού έξω και μέσα του; Εκείνο που μένει είναι τραβήξει πέρα μακριά, πολύ μακριά εκεί όπου το επέκεινα..

Συμπυκνωμένο μυθιστόρημα (σελ. 88), γραμμένο χωρίς πάθος, χωρίς αντεκδίκηση, δείχνει τον Τσίλλιχ να θέλει να ξεχάσει, να νοσταλγεί το χωριό του, το σπίτι του, την οικογένεια του, να γυρεύει γαλήνη, να γυρεύει δουλειά... μόνο που του διαφεύγει ότι όλοι αυτοί οι δεκάδες, εκατοντάδες, εκατομμύρια άνθρωποι, που απάνθρωπα βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, δεν ήθελαν τίποτα παραπάνω παρά τη ζωή των παιδιών τους και τη δική τους.


                             

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

                                         

                         
                      του
                                       ΑΛΕΞΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ (γεν. 1943).
                                             Εκδόσεις Μεταίχμιο.
   

Σπάνια μου συμβαίνει να μην χορταίνω ένα χορταστικό μυθιστόρημα και να θέλω να το ξαναδιαβάσω (και θα το κάνω οπωσδήποτε), γιατί όχι απλά μου άρεσε αλλά γιατί το αξίζει.

Εμπειροτέχνης ο συγγραφέας, στη δομή του έργου, δεν αφήνει μήτε πλιθιά, μήτε λιθαράκι να ξεφύγει∙ και εκεί που γνωρίζεσαι με τον βασικό ήρωα του έργου σε ξαφνιάζει η παρουσία  κάποιων στοιχείων, αν θέλετε, που νομίζεις ασυνταίριαστα με την υπόθεση όπως: ένα σπίτι (γιατί τα σπίτια διατηρούν κάτι από την ύπαρξη όσων έφυγαν, σαν σκιές στις γωνίες των τοίχων), ένα κοτσύφι, μια αθηναϊκή γειτονιά, ένα ποτάμι, ένα νησί, μια γειτονική χώρα και πλήθος προσώπων... όμως  τους ανταμώνεις στο ταξίδι της ανάγνωσης ξανά και ξανά και το καθένα με το χαρακτήρα του, με το ιστορικό του, κι όλα μαζί αλληλένδετα στον  καθορισμό τους.

Ένα βουβό κλάμα (οι άντρες δεν κλαίνε), ένα σπάραγμα ψυχής του ηλικιωμένου Γιάννη για την απώλεια της αγαπημένης του γυναίκας, της Χλόης. Τα δικά της πράγματα στην ντουλάπα: τα αντικείμενα θρηνούν πιο πικρά από τους ανθρώπους.

Η αφόρητη μοναξιά των γερατειών. Ο τρόμος του θανάτου. Οι μακροχρόνιες φιλίες με εγωκεντρικές και ζηλότυπες αντιλήψεις. Ο έρωτας που δεσπόζει παντού και  κλείνει το μάτι στον πανδαμάτορα χρόνο που ρυτιδώνει ανελέητα νεότητες και λυγεράδες.

 Ένα ραντεβού του ήρωά μας στο επέκεινα που επιβάλλει στον εαυτό του να ‘ναι συνεπής. Μια παράξενη επιγραφή, με αριθμούς και γράμματα, σ’ έναν τοίχο άτσαλα γραμμένη με ταβανόβουρτσα. Άραγε τι σημαίνει;  Γιατί τον μαγνητίζει, γιατί τον περισφίγγει η ακατανόητη επιγραφή λες και γράφτηκε γι αυτόν και ψάχνει μανιωδώς την ερμηνεία της;  Αυτά τα αλλόκοτα στοιχεία είναι σαν κλειδιά στο προμάντεμα μιας παρτίδας σκάκι πάνω στη ζωή που τελειώνει με.. ήττα.. 

Τρεις ηλικιωμένοι, πλέον, φίλοι από τα φοιτητικά τους χρόνια ο Γιάννης, ο Στάθης, ο Πίπης, με λάθη και πάθη, όπως και στα εικοσάχρονά τους, με ανταγωνισμούς,  παραγκωνισμούς και μια λυσσαλέα ροπή σε εξωσυζυγικά καπρίτσια που τους απομακρύνουν κατά καιρούς∙ και κατά καιρούς ξαναβρίσκονται... ξαναβρίσκονται σε ατραπούς μοναξιάς, σε ατραπούς μνήμης από τα παιδικάτα τους όπου ξαναζωντανεύουν οι οικογενειακές διαδρομές, οι χωρισμοί γονιών, το άγχος των παιδιών, τα χίλια μύρια ελαττώματα, που κάπου (ίσως) θα βρει ο αναγνώστης τα δικά του ή των τριγύρω του.

Με τι και πώς γεμίζει ο χρόνος χωρίς παρηγοριά, αφού και η δημιουργία σε βάζει σε μια τροχιά από όπου δεν μπορείς να ξεφύγεις όποτε θελήσεις. Και είναι τόσο μάταιη!

Είναι έτοιμος και συνεπής ο ήρωάς μας στο ραντεβού μαζί της, οι θλιμμένες ματιές στο σπίτι, στον κήπο, στο ευτυχισμένο κοτσύφι που ερωτοτροπεί αενάως, άραγε ποιος θα του βάζει νερό στα πήλινα μπολάκια; Άραγε ποιος θα φροντίζει τις γάτες; Μα η φωνή της δεν έπαψε να ηχεί γελώντας κοριτσίστικα στ’ αυτιά του και ο παρηγορητικός της λόγος να τον συνεφέρνει...

Τώρα όμως έτοιμος και συνεπής για το ραντεβού κι ας είναι ο δρόμος εφιαλτικός μέχρι να φτάσει στο τέρμα του. κι ας  είναι μονόδρομος με την ονομασία 07ΑsEFO, όπως ακριβώς το μήνυμα του τοίχου που έψαχνε τόσο καιρό να το ερμηνεύσει... τώρα ξέρει, τώρα βρήκε τη λύση... τώρα  που τον περιμένει ο ανάλγητος κανίβαλος..

Όμως εκείνος ακούει μόνο εκείνη, γιατί του το’ χε υποσχεθεί : Μα και εκεί θα σε περιμένω.. Θα περιμένω στην ξύλινη ξώπορτα του κήπου, κοιτώντας σε να παίρνεις τη στροφή στον χωματόδρομο, κάτω από το σπίτι, καθώς θα επιστρέφεις από την παραλία με τα αρμυρίκια και τον βράχο που μοιάζει με λιοντάρι καθισμένο... Σε περιμένω παντού.

 Όμως ο ήρωάς μας τρέμει γιατί άραγε; ....σ’ όλη τη ζωή του διαρκώς της υποσχόταν κι όλο την ξεγελούσε, τώρα τρέμει, τώρα που έπεσε το φως πάνω του τρέμει, τρέμει μήπως για μια φορά, για μια μοναδική φορά, την τελευταία ετούτη, την πιο κρίσιμη φορά η Χλόη να του ‘πε ψέματα.-