Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



                       
                                    Του ΤΕΥΚΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
                                                (Εκδ. ΠΟΛΙΣ)
          
Έργα του: Πυθαγόρεια Εγκλήματα
                Αχμές, ο γιος του φεγγαριού
                Μαθηματικά Επίκαιρα-Συνειρμοί διαβάζοντας την εφημερίδα
                 Μέτοικος και Συμμετρία                κ.α.

            Σου προκαλούν λύπη αλλά  και θαυμασμό για τη δύναμή τους οι  τρεις ηρωίδες του έργου, γιατί έζησαν δραματικά γεγονότα εξ αιτίας έρωτα  για  άνδρες που  αντιμετωπίστηκαν ως εχθροί (και μέχρι ενός σημείου σωστά) από την κοινότητα του νησιού της Σερίφου. Στο «φόντο», σε σημαντικό ρόλο,  ένα μαθηματικό πρόβλημα τόσο απλά διατυπωμένο που με την πρώτη ματιά το λύνεις, κι ας μην συμπαθείς τα μαθηματικά, ως η αφεντιά μου. Έλα όμως που έτσι και πάρεις χαρτί, μολύβι και έναν επίπεδο χάρτη, απαραίτητος για βοήθεια στη λύση, (κάτι σαν τυφλοσούρτης) όχι μόνο σε δυσκολεύει, αλλά διαβάζοντας μαθαίνεις ότι το πρόβλημα των τεσσάρων χρωμάτων δεν μπόρεσαν να το λύσουν ιδιοφυίες μαθηματικοί για έναν περίπου αιώνα. Το έλυσε λεει η τεχνολογία, αφού χρειάστηκε χίλιες ώρες ένας ηλεκτρονικός  υπολογιστής να επεξεργαστεί τα δεδομένα! Μάλιστα χίλιες ολόκληρες ώρες.. όμως κι αυτό θέλει άλλο μυθιστόρημα (από το συγγραφέα) το πόσο και εάν «η μηχανή»,  βρήκε  και απέδειξε 100% τη λύση του προβλήματος..
            Τώρα, να σας πω την αλήθεια μου, δεν ξέρω αν είναι, ερωτικό, μαθηματικό ή πολιτικο-ιστορικό μυθιστόρημα. Πάντως εγώ το κατέταξα και στις τρεις κατηγορίες.
            Τρεις συγγένισσες από τη Σέριφο, τρεις έρωτες διαφορετικών γενεών που ενώνουν παρελθόν και παρόν. Η γιαγιά Μαριγώ που αγάπησε και παντρεύτηκε ένα Γάλλο μηχανικό των μεταλλείων της Σερίφου, την ιδιοκτησία των οποίων είχε η Γερμανική οικογένεια Γκρόμαν. Η απεργία των εργατών των μεταλλείων, εξ αιτίας των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας και εξευτελιστικών αμοιβών από τους ανελέητους Γκρόμαν, πνίγηκε στο αίμα το 1916. Ο Γάλλος μηχανικός φεύγει, αναγκαστικά, με τη Μαριγώ και την κόρη τους Δανάη για το Παρίσι.  Στα χαρακώματα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου εκείνος σκοτώνεται, και η Μαριγώ μεγαλώνει μόνη το παιδί της. 
            Η Δανάη μεγαλώνει στο Παρίσι.  Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το σπίτι τους επιτάχτηκε από του Γερμανούς. Η νεαρή Δανάη ερωτεύεται ένα μαθηματικό  Γερμανό αξιωματικό που έμενε στο σπίτι τους, τον Ερνστ Ντύπερματ. Καρπός του έρωτα τους είναι η Ερνεστίν. Ο Ντύπερματ χάνεται στη δίνη του πολέμου. Όμως μετά τον πόλεμο η Δανάη πληρώνει φρικτά το τίμημα του έρωτα  διαπομπεύεται στους δρόμους της Μπουρ Λα Ρεν, ως πόρνη που πήγε με Γερμανό (όπως η μάνα της Ραραού, στο μυθιστόρημα του Μάτεση «η μητέρα του σκύλου»). Η Δανάη αναγκάζεται να επιστρέψει στη Σέριφο, όπου διατηρούσε καφενείο.
            Το 1970 ένας νεαρός μαθηματικός πήγε για διακοπές στη Σέριφο, μετά την πρόσκληση ενός Σερφιώτη φίλου του. Ο φίλος του τον περίμενε στην ξύλινη προβλήτα  μόλις τον είδε κατακίτρινο και  εξαντλημένο από ναυτία, θεώρησε καλό να πάνε πρώτα  για ένα σκέτο καφέ που θα τον συνέφερνε εντελώς  έτσι πήγαν στο παραλιακό καφενείο της Ερνεστίν, την κόρη της φραντσέζας, όπως την έλεγαν, γιατί η μητέρα της ήταν Γαλλίδα, όπως εξήγησε ο Σερφιώτης Δημήτρης στον Αθηναίο φίλο του.  Έρωτας κεραυνοβόλος από την πρώτη ματιά για το νεαρό μας μαθηματικό και ευτυχής που πολύ γρήγορα η Ερνεστίν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του.
            Να τώρα που έρχεται μπροστά το μαθηματικό πρόβλημα των «τεσσάρων χρωμάτων» και τους κάνει άνω κάτω τη ζωή  έχει  τόση δύναμη που παραγκωνίζει έρωτες και αγάπες.....
            Αμάν πια αυτά τα γριφώδη των αριθμών. Ευτυχώς,  στο τέλος,  ως  ο  «από μηχανής θεός» συγγραφέας δίνει διέξοδο σε λαθεμένες λύσεις...
 

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Η ροζ φούσκα και ο συγγραφέας.



Η ροζ φούσκα και ο συγγραφέας

ο αναγνώστης στις 26 Απριλίου, 2013

Του Μάρκου Χατζή
Προ ημερών επισκέφθηκα μαζί με ένα φίλο μεγάλο κεντρικό βιβλιοπωλείο αναζητώντας κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο. Προχωρώντας στα δεξιά μας ένας ολόκληρος τοίχος παρουσίαζε τις προτάσεις του βιβλιοπωλείου όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία. Καίτοι θεωρώ τον εαυτό μου σχετικά μορφωμένο και γνώστη της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής, διαπίστωσα έκπληκτος ότι δεν γνώριζα σχεδόν κανέναν από τους προτεινόμενους τίτλους η τους συγγραφείς τους. Ταυτόχρονα παρατήρησα το εξής παράδοξο: μία πρωτοφανής ομοιομορφία  χαρακτήριζε τα εν λόγω βιβλία: ίδιος αριθμός σελίδων, παραπλήσιο εξώφυλλο σε έντονες αποχρώσεις, ουχί του γκρι αλλά του σιελ, του ροζ ενίοτε και του κόκκινου της φωτιάς, παρόμοιοι τίτλοι, φέροντες ανεξίτηλα σημάδια από τα βέλη του έρωτος ή εμποτισμένους από τα μυστήρια της λαγγεμένης Ανατολής και τους καημούς των χαμένων πατρίδων. Οποία έκπληξις όταν έπεσε το μάτι μου στους εκδότες! Μήπως η εκδοτική παραγωγή εν Ελλάδι είχε συρρικνωθεί εν μία νυκτί και δεν περιελάμβανε πλέον παρά δύο ονόματα, το πολύ τρία; Ο φίλος μου μού ψιθύρισε στο αυτί: «Είναι τρομακτικό με τι ταχύτητα εξαπλώνεται ε; Σαν άγνωστος θανατηφόρος ιός. Πριν από δυο χρόνια, κάλυπτε το μισό τοίχο, πριν από πέντε τρία μόλις ράφια. Λέγαμε πως πρόκειται για κάποιο αμελητέο ποσοστό, εσύ ήσουν μάλιστα πεπεισμένος πως με τη σωστή καθοδήγηση και προτροπή εκ μέρους των υπαλλήλων το κοινό αυτό θα μετακινιόταν σταδιακά προς άλλου είδους αναγνώσματα. Ε λοιπόν διαψεύστηκες εντελώς! Το φαινόμενο όχι μόνο δεν περιορίζεται αλλά παίρνει διαστάσεις πανδημίας. Έτσι που πάμε σε λίγα χρόνια το καλό βιβλίο θα κηρυχτεί παράνομο και θα πουλιέται στη μαύρη αγορά!»
Απαντώντας στον κύριο που δημοσίευσε προ ημερών στο site σας το άρθρο «Η δυσκολία να είσαι νέος λογοτέχνης», θα έλεγα πως συμφωνώ σε όλα πλην του τίτλου όπου απλώς θα αφαιρούσα τη λέξη νέος. Σήμερα γνωστοί συγγραφείς δυσκολεύονται να εκδώσουν το βιβλίο τους, η κατάσταση δε είναι ακόμα χειρότερη για τους ποιητές. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι καινούριο. Ο καλός συγγραφέας σε πολλές ιστορικές περιόδους εβάλλετο  από  την εξουσία –πολιτική, οικονομική και θρησκευτική -  βιβλία καίγονταν και εξακολουθούν να καίγονται στην πυρά. Σε άλλους καιρούς όμως, λιγότερο χαλεπούς, είχε ενίοτε σύμμαχό του τον εκδότη του με τον οποίο κάποιες φορές δημιουργούσαν σχέση ολόκληρης ζωής. Σε άλλους καιρούς,  δημοσιογράφοι και  κριτικοί διατηρούσαν την αξιοπιστία τους και ο βιβλιοπώλης ήταν γνώστης και πολύτιμος σύμβουλος. Σήμερα, πλην ευτυχώς ορισμένων εξαιρέσεων, ο εκδότης διαχειρίζεται το «προϊόν» με όρους μάρκετινγκ και αντίληψη πανομοιότυπη με εκείνη του χονδρέμπορα ή του μεγαλομανάβη (προτιμώνται τα μεγάλα μεγέθη όπως στα καρπούζια και τα μεταλλαγμένα σχήματα-τετραγωνισμένα ροδάκινα, «στρογγυλεμένα» βιβλία). «Καλό το βιβλίο σου αλλά δεν θέλει τέτοια η αγορά», είναι το μότο. Και ποιος ακριβώς τη διαμορφώνει την αγορά; Όχι ο συγγραφέας – nègre που γράφει κατά παραγγελίαν επιλέγοντας θέματα πιασάρικα και χαϊδεύοντας τα αυτιά του κοινού; Όχι ο εκδότης που προωθεί ή απορρίπτει; Όχι τα έντυπα που προβάλλουν ή αποσιωπούν; Όχι ο βιβλιοπώλης που κοστολογεί τους πάγκους και τα ράφια του; Ω αφελή αναγνώστη που διατηρείς την ψευδαίσθηση ότι μπαίνεις σ’ ένα βιβλιοπωλείο και επιλέγεις μόνο σου το βιβλίο που θα πάρεις!
Σε κάποιο άλλο άρθρο του site σας, διάβασα πως η Ελλάδα δεν διαθέτει λογοτεχνία του φανταστικού πέραν της σχετιζομένης με την αρχαία γραμματεία και το δημοτικό τραγούδι. Ο αρθρογράφος φαίνεται να γνωρίζει καλά τους ανάλογους ξένους συγγραφείς ενώ αγνοεί εξαιρετικά δείγματα της ελληνικής λογοτεχνίας του φανταστικού που δεν εντάσσονται στις προαναφερθείσες κατηγορίες. Έχει διαβάσει άραγε «Το φύλλο» του Β. Βασιλικού για να αλιεύσω ένα εκ των πολλών; Μήπως η άγνοια των νεοτέρων οφείλεται ακριβώς στη γενικότερη απαξίωση της ελληνικής λογοτεχνίας στην οποία καταλήγουν με όλα αυτά που βλέπουν γύρω τους; Μήπως τα οικονομικά συμφέροντα επιβάλλουν την αισθητική του Jumbo, την αισθητική της γατούλας Barbie και του ανεγκέφαλου Ρόμποκοπ σε όλα τα επίπεδα; Μήπως η ευθύνη βαραίνει όλους μας κάθε φορά που κάνουμε μια τέτοια επιλογή, κάθε φορά που επιλέγουμε το φτηνό-ευτελές και το διατυμπανίζουμε αυτάρεσκα νομίζοντας ότι έτσι γινόμαστε trendy; Ενόσω μας καταπίνει  σιγά σιγά μια τεράστια ασημαντότητα, η ροζ φούσκα του κιτς που  αντιμετωπίζει τους πνευματικούς ανθρώπους σαν εξάμβλωμα, είδος παρωχημένο και άρα περιττό, μήπως κάποιοι έχουν αρχίσει να αποστηθίζουν σελίδες από τα καλά βιβλία πριν αυτά συρθούν στην πυρά που σήμερα ονομάζεται πολτοποίηση;