Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Martin Walser: η Γερμανία να πληρώσει



Martin Walser: η Γερμανία να πληρώσει

ο αναγνώστης στις 22 Ιουνίου, 2013 

Του Νίκου Κυριαζή.

Ο Martin Walser θεωρείται μαζί με τον Γκρας ένας από τους δυο σημαντικότερους Γερμανούς διανοούμενους και συγγραφείς. Έχει γράψει 50 μυθιστορήματα και θεατρικά έργα που έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες., πέντε και στα ελληνικά με το πιο πρόσφατο το « Ο άνδρας που ήξερε να αγαπάει» Εστία 2013, και εκατοντάδες άρθρα, συνεντέυξεις, συζητήσεις στην τηλεόραση κλπ
Γεννήθηκε το 1927, σπούδασε λογοτεχνία, ιστορία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια Ρέγκενσμουργκ και Τύπινγκεν, από όπου πήρε και το διδακτορικό του με θέμα το έργο του Φραντς Κάφκα.
Η σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό είναι μακρόχρονη. Διάβασε και διαβάζει αρχαίους ποιητές όπως τον Αλκαίο, Σαπφώ και Ασκληπιάδη και είναι λάτρης του Πλάτωνα. Έχει συνεργασθεί με τους Μ.Θεοδωράκη και Ν.Μαμαγκάκη, που έγραψαν την μουσική για ένα θεατρικό έργο του που παίχτηκε την δεκαετία του 1960.
Ο Δρ. Walser ήρθε στην Ελλάδα στις 14-18 Μαΐου για να λάβει «διδακτορικό τιμής ένεκεν»  από το Οικονομικό τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ως προσκεκλημένος και του Ιδρύματος « Κώστας Κυριαζής» που ήταν χορηγός του ταξιδιού του. Το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα θέλησε να τιμήσει τον Δρ.Βάλσερ για την μακροχρόνια συνεισφορά του στον πολιτισμό και τα γράμματα, την ανάδειξη της επίδρασης των ελληνικών γραμμάτων στα γερμανικά αλλά και γιατί την πρόσφατη περίοδο των τεταμένων Ελληνογερμανικών σχέσεων υπήρξε θερμός υποστηρικτής της Ελλάδας με αρθρογραφία του στα γερμανικά ΜΜΕ.
Η σημασία που αποδίδουν τα γερμανικά ΜΜΕ στο ελληνικό ταξίδι του κου Βάλσερ φαίνεται κι από το ότι η μεγάλη και έγκυρη εφημερίδα «Die Zeit” έστειλε τον δημοσιογράφο της κο Ούσλαρ να συνοδεύσει τον Δρ.Βάλσερ στην Ελλάδα.
Ο Δρ.Βάλσερ μετά την απονομή έκανε ομιλία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με θέμα « Τι είναι για σας η Εκάβη;» που επανέλαβε και στην εκδήλωση την Παρασκευή 17 Μαΐου στο Ινστιτούτο Γκαίτε όπου ακολούθησε συζήτηση με τον συγγραφέα Πέτρο Μάρκαρη.
Στην ομιλία του Ο Δρ.Βάλσερ ανέδειξε την επιρροή της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας στο έργο του κορυφαίου Γερμανού ποιητή Χάιλντερλιν, όπως σε ένα από τα αριστουργήματα της γερμανικής λογοτεχνίας , τον «Υπερίωνα», που σε αυτόν οφείλει πολλά η σύγχρονη γερμανική γλώσσα, συνεχίζοντας με αναφορά στον Βίνκελμαν και το έργο του «Σκέψεις για την μίμηση των ελληνικών έργων στην ζωγραφική και την γλυπτική» (1764) που κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα υπήρξε μακράν το πιο πολυδιαβασμένο και πολυμνημονευμένο βιβλίο.
Καταλήγει στην ομιλία του:
« Μα όλα αυτά δεν λένε τίποτε στον ειδικό. Τι είναι γι’ αυτόν ο Υπερίων, τι είναι γι’ αυτόν η Εκάβη; Ασφαλώς, τίποτε απολύτως! Διότι δεν έχει ιδέα ποια είναι η Εκάβη, δεν έχει ιδέα ότι την ίδια ερώτηση τοποθέτησε κάποτε και ο Σαίξπηρ στα χείλη του Άμλετ. Και μολονότι δεν προτίθεμαι να καταλογίσω άγνοια στους ειδικούς, ας μου επιτραπεί τουλάχιστον να πω ότι η εθνική οικονομία δεν είναι αυτοσκοπός. Η εθνική οικονομία έχει χρέος να υπηρετεί ορισμένα συμφέροντα τα οποία απουσιάζουν από το λεξιλόγιο της οικονομολογίας. Αν και γνωρίζω ελάχιστα από οικονομικά, θεωρώ πως είναι στο χέρι μας να οικοδομήσουμε μια καλύτερη Ευρώπη. Και αυτό σημαίνει μια Ευρώπη ωραιότερη. Και η Ευρώπη είναι ωραία μόνο με την παρουσία της Ελλάδας.»
Ο Δρ. Βάλσερ μίλησε ανοιχτά για όλα τα θέματα που του τέθηκαν από τους Έλληνες δημοσιογράφους. Σε ερώτηση του κου Χρόνη Μουστάκα του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ για το γερμανικό κατοχικό δάνειο, απάντησε απερίφραστα:
« Η Γερμανία πρέπει να αποπληρώσει το κατοχικό δάνειο και ο κος Σόιμπλε πρέπει να βρει τα χρήματα!»

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Η Γραμμή Σκιάς, του Τζόζεφ Κόνραντ



                          Η Γραμμή Σκιάς
                   του Πολωνού συγγραφέα Τζόζεφ Κόνραντ (το πραγματικό του όνομα      
                    ήταν Τέοντορ Κόνραντ Ναλέτζ Κορτσενιόφσκι (1857-1924)
                          (εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)

έργα του: Καρδιά του σκότους,
               Έρημη Χώρα,
               Ο νέγρος του Νάρκισσου,
               Λόρδος Τζιμ,   κ.α.

            « Η Γραμμή Σκιάς», ένα από τα σημαντικά έργα του σπουδαίου αυτού συγγραφέα, είναι ένα κλασσικό έργο, που αξίζει να διαβάζεται ξανά και ξανά.  Αλληγορεί ο συγγραφέας ιστορώντας ταξίδια που έκανε ο ίδιος, ως ναυτικός, και παραβάλει το πραγματικό με το φανταστικό δίνοντας έμφαση στο νοούμενο, που δεν είναι άλλο παρά το σθένος,  η πάλη (αν θέλετε) του ανθρώπου να ξεπεράσει τα όριά του, μαχόμενος οποιαδήποτε κατάρα θανάτου και καταστροφής, ώστε να πλησιάσει την τρανότητά του, που δεν είναι άλλη από ταπεινοσύνη και αξιοπρέπεια που οφείλει στην ίδια τη ζωή.
            Ένα ταξίδι μια μέρας σχεδόν, αρκεί όσο μια μακρόβια ζωή για να παλέψει κανείς τη νέκρα (το τίποτα) της επιπολαιότητας, της έπαρσης του αφεντάτου, της μικροσύνης.
            Αυτό το ταξίδι μας ιστορεί ο αφηγητής, που παρότι πετυχημένος υποπλοίαρχος δηλώνει παραίτηση, έτσι χωρίς λόγο, ίσως γιατί είναι πολύ νέος («εύθραυστη αυτάρκεια της νιότης») και θέλει κάτι ανώτερο, μπορεί να μη ζητάει τίποτα άλλο, παρά αμεριμνησία.. μέχρι που του δίνεται μια θέση που του αξίζει, εκείνη του πλοιάρχου, δηλαδή το πρώτο του «καπετανίκι» σ’ αυτή την τόσο νεαρή ηλικία...
            Όμως ο καπετάνιος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μάγια και κατάρες του πρώην καπετάνιου, που αντικατέστησε, διότι πέθανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και τον «έθαψαν» στη θάλασσα. Κατά τα λεγόμενα, λοιπόν, του γραμματικού ο αδυσώπητος αυτός πρώην καπετάνιος, εκείνο που δαιμονίζονταν ήταν να βουλιάξει το καράβι αύτανδρο στον πάτο της θάλασσας.
            Έτσι το πρώτο «καπετανίκι» του ήρωά μας ξεκίνησε με εμπόδια όχι μόνο τις προκαταλήψεις, όπως τις χαρακτήριζε, στην αρχή βέβαια, γιατί μετά όταν η θάλασσα έμεινε ακίνητη, τελματωμένη, νεκρή, όταν ουρανός, θάλασσα, άνθρωποι, πλοίο χάνονταν σε βαθύ σκοτάδι, που δεν μπορούσε ο ένας να δει τον άλλον... τότε έπρεπε να ξεπεράσει όχι μόνο το ανάθεμα του δαιμονισμένου πρώην καπετάνιου, αλλά και  τα όρια του εαυτού του, αφού και το τσούρμο του υπέφερε βαριά από πανώλη.
            Στο έργο απλοί άνθρωποι γίνονται μεγάλοι, γίνονται ηρωικοί σε κρίσιμες στιγμές, όπως όταν υπερασπίζονται τη ζωή έναντι  των πελώριων δυνάμεων του κόσμου.

(σελ. 21)  Όχι, έχω τόση απαρασάλευτη συνείδηση του θαυμαστού, που δεν θα μπορούσε ποτέ να με γοητεύσει το αμιγώς υπερφυσικό, το οποίο (μπορείτε να το πάρετε όπως θέλετε) δεν είναι παρά ένα μηχανευμένο προϊόν, μια επινόηση μυαλών ελάχιστα ευαίσθητων στις μύχιες εκείνες λεπτότητες της σχέσης μας με τ’ αναρίθμητα πλήθη των νεκρών και των ζώντων  μια βεβήλωση των πιο τρυφερών μας αναμνήσεων  μια ύβρις στην αξιοπρέπειά μας.
(σελ. 27) Κλείνει κανείς πίσω τη μικρή θύρα της παιδικότητας - και μπαίνει σ’ έναν μαγεμένο κήπο. Ακόμη και οι σκιές του φέγγουν με υποσχέσεις. Κάθε καμπή στο μονοπάτι έχει και τη σαγήνη του. Κι όχι γιατί πρόκειται για παρθένα χώρα. Το ξέρεις καλά, όλη η ανθρωπότητα έχει κυλήσει από εκεί τα νερά της. Πρόκειται για τη γοητεία της καθολικής εμπειρίας από την οποία προσδοκάς μια σπάνια ή προσωπική ευθύνη – κάτι, έστω και τοσοδά καταδικό σου.
(σελ. 84) Ο δρόμος θα ήταν μακρύς. Όλοι οι δρόμοι που οδηγούν εκεί που λαχταρά η καρδιά μας είναι μακριοί.

Σημείωση: Διαβάζω τώρα το «Λόρδος Τζιμ», επίσης του Τζ. Κόνραντ και το απολαμβάνω!

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Εύφορες εποχές για σπόρους λόγου, του Γιάννη Μακριδάκη



Γιάννης Μακριδάκης

Posted on
Την περασμένη Παρασκευή, μαζί  με όσους ανθρώπους βρέθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη, και ήταν παραπάνω από 100, κάναμε ξανά μια προσέγγιση όλων αυτών των ζητημάτων που θα συζητηθούν κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μας συναντήσεων, 23-26 Αυγούστου στη Βολισσό.
Με ανθρώπους που έχουν γίνει πλέον γνωστοί μου, λόγω του ότι έρχονται σχεδόν σε κάθε εκδήλωση στην Αθήνα αλλά και με πάρα πολλούς αγνώστους, συγγενείς στις σκέψεις και στους προβληματισμούς, συζητήσαμε, ακόμα και στα όρθια αφού μας σήκωσαν από το αίθριο του Μουσείου, για την πορεία της ανθρωπότητας, για την αστικοποίηση του πλανήτη, για την υποκατάσταση του οικοσυστήματος από το χρηματοοικονομικό σύστημα, για τις συνέπειες της άκρατης αστυφιλίας και αστικοποίησης των περασμένων δεκαετιών, τις οποίες ζούμε τώρα, και, εν τέλει, για το ότι αυτό το αδιέξοδο, στο οποίο έχει οδηγηθεί η ανθρωπότητα των καταναλωτών, αλλά και οι κρίσεις του ή οι σπασμωδικές του προσπάθειες ανάκαμψης με χειρότερους όρους για τον άνθρωπο και τον πλανήτη, δεν είναι προϊόν κάποιας συνωμοσίας αλλά αυτής και μόνο της συμπεριφοράς και της στάσης ζωής του καθενός από μας.
Το σύστημα είμαστε εμείς και μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο μέσα μας και γύρω μας.Η Ελλάδα χάνεται επειδή ακριβώς οι νεοέλληνες έζησαν με το ρητό: μην ανακατεύεσαι, μην παίρνεις θέση, μη νοιάζεσαι, γύρευε τη δουλίτσα σου, εσύ θα σώσεις τον κόσμο;
Κάπως έτσι ζει και πορεύεται κάθε άνθρωπος, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Κι έτσι, όλοι μαζί αποτελούμε έναν κόσμο που ο καθένας αποποιείται της ευθύνης να τον σώσει, και δεν πιστεύει ούτε στο ελάχιστο ότι μπορεί να το πράξει. Το χειρότερο; Κάνει ό,τι μπορεί για να τον καταστρέψει ακόμη περισσότερο μόνο και μόνο για να επιβιώσει ο ίδιος, κι έχει αφήσει δήθεν σε χέρια άλλων, το να τον σώσουν. Τον ίδιον και τον κόσμο όλον.
Είναι όμως πλέον ορατό σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους ότι αυτό αποτελεί ανευθυνότητα και μη σοβαρή πολιτική στάση ζωής. Για την ακρίβεια αποτελεί μιαν ανάλγητη και απόλυτα καταστροφική συμπεριφορά.
Το τριήμερο 23-26 Αυγούστου, στα πλαίσια του Απλεπιστημίου Βολισσού, σε φυσικό περιβάλλον, θα ζήσουμε τρεις μέρες στο οικοσύστημα, θα καταπολεμήσουμε ο καθένας προσωπικά την υποκατάστασή του από το χρηματοοικονομικό σύστημα, θα συζητήσουμε επ’ αυτού, θα πάρουμε προσωπικές αποφάσεις και θα αναλάβουμε ο καθένας τις μικρές και μεγάλες του προσωπικές δράσεις για να γίνουμε, αν μη τι άλλο, σπορείς του λόγου, που φυτρώνει και εξαπλώνεται ταχύτατα σε τέτοιες εύφορες εποχές, για μια νέα προσέγγιση στη Ζωή, για μια νέα ματιά, με σεβασμό στους φυσικούς πόρους και αναπλήρωση, με στροφή στην παραγωγή και όχι στην κατανάλωση, με ανάληψη ξανά της ευθύνης για τα αρχέγονα αγαθά της ανθρώπινης κοινοκτημοσύνης, σπόροι, νερό, ενέργεια, τα οποία αφήσαμε και τα πήραν ή τα διεκδικούν άλλοι, ανήθικοι κερδοσκόποι.
Το καμπανάκι της χρηματοοικονομικής κρίσης χτύπησε και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, όπως βλέπω και με τα ίδια μου τα μάτια στις εκδηλώσεις, το ακούν και δηλώνουν έτοιμοι για δράση. Ο κόσμος αλλάζει ήδη. Επειδή αλλάζουμε ο καθένας μέσα του. Μόνο εμείς μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα. Μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει για μας.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΕΛΟΣ



                        ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΕΛΟΣ
                                    του
                        ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ  (γεν. 1946 Μ. Βρετανία)
                        
                        Βραβείο MAN BOOKER 2011. 

Έργα του:
-Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ
-Άρθουρ και Τζορτζ
-England, England
     κ.α.

            Συνήθως κάνω εισηγήσεις βιβλίων που διαβάζω και όχι «κριτική», δεν ξέρω να κάνω κριτική, αυτό το βιβλίο όμως του Μπαρνς μου άρεσε τόσο πολύ, που σας το συστήνω ανεπιφύλακτα. Είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα κι εγώ λατρεύω τους φιλοσοφικούς στοχασμούς. Είναι το «πήγαινε-έλα» σ’ ένα δρόμο ζωής που διένυσε και διανύει ο αφηγητής και εμβαθύνει στη σημασία του χρόνου, του δικού του προσωπικού χρόνου, γιατί έτσι είναι χρόνος «προσωπικός του καθένα», και συνεχίζει αυτό το καταπληκτικό ταξίδι προς την αυτοσυνείδηση.
            Δεκαετία του ’60. Τρεις φίλοι-συμμαθητές, στην εφηβική τους ηλικία, ο Τόνι (αφηγητής της ιστορίας), ο Κόλιν και ο Άλεξ, δέχονται στην παρέα τους τον νεοφερμένο στην τάξη  Έιντριαν.  Οι φίλοι ανταγωνίζονται  σε εξυπνακισμούς και ιδέες διαβάζοντας βιβλία, ο Έιντριαν ξεχωρίζει όχι μόνο για την ευφυία του, αλλά και την ωριμότητά του και όπως μας λεει ο αφηγητής –αν ο Άλεξ είχε διαβάσει Ράσελ και Βιτγκενστάϊν, ο  Τόνι,  Τζορτζ Όργουελ και Άλντους Χαξλεϊ, ο Κόλιν, Μποντλέρ και Ντοστογιέφκσι, ο ΄Ειντριαν είχε διαβάσει Καμί και Νίτσε.
            Η αυτοχειρία του Έιντριαν, για άγνωστους λόγους, στα φοιτητικά τους χρόνια, θα διαλύσει την παρέα και η ζωή συνεχίζεται, τραβώντας ο καθένας το δρόμο του.
            Ο Τόνι 60άρης πλέον,  πατέρας, παππούς και με καλή σχέση με την πρώην σύζυγό του, ζει καλά μες στην καθημερινότητά του, όταν ένα κληροδότημα από ένα λησμονημένο πρόσωπο του παρελθόντος, ανατρέπει την ήσυχη ζωή του. Ανατρέχει σ’ ό,τι έχει αποθηκεύσει η μνήμη του για να ξεδιαλύνει το πώς και το γιατί των νεανικών του σφαλμάτων, που ίσως επηρέασαν και οδήγησαν τον Έιντριαν να αυτοκτονήσει.

            Επισημαίνω την αρχή του μυθιστορήματος (σελ.11) μιας σειράς πραγμάτων που θυμάται ο αφηγητής, σε αντιδιαστολή μ’ αυτά που συνέβησαν κάπου-κάποτε, ας δούμε μερικά:
1)     -το νερό μιας μπανιέρας που έχει κρυώσει από ώρα πίσω από μια κλειδωμένη πόρτα. Αν και όπως μας λεει ο αφηγητής αυτό δεν το είδε πραγματικά, ωστόσο ό,τι μένει στη μνήμη δεν είναι πάντοτε αυτό που αντίκρισαν τα μάτια σου.
Και στη σελ. 75 περιγράφει τον τρόπο αυτοκτονίας του Έιντριαν: είχε γεμίσει την μπανιέρα, είχε κλειδώσει την πόρτα, είχε κόψει τις φλέβες του μέσα στο ζεστό νερό και είχε πεθάνει από αιμορραγία...
2)      –σταγόνες σπέρματος που στριφογυρίζουν γύρω από την τάπα ενός νιπτήρα, πριν τις παρασύρει το νερό και διασχίσουν από πάνω ως κάτω ένα ψηλό κτίριο.
 Και στη σελίδα 159-160: Ανεβήκαμε αργά στο υπνοδωμάτιό μου, όπου η Βερόνικα με κόλλησε με την πλάτη στην πόρτα, με φίλησε στο στόμα και μου είπε στο αυτί «κοιμήσου τον ύπνο του πονηρού» και, όπως θυμάμαι τώρα, περίπου σαράντα δευτερόλεπτα αργότερα τον έπαιζα πάνω από τον μικρό νιπτήρα, χύνοντας το σπέρμα μου στις υδραυλικές σωληνώσεις του σπιτιού...

**
Σελ. (12)... Κι όμως, αρκεί η παραμικρή χαρά ή πόνος για να μας διδάξουν πόσο εύπλαστος είναι ο χρόνος. Κάποιες συγκινήσεις τον επιταχύνουν, άλλες τον επιβραδύνουν και καμιά φορά μοιάζει σαν να έχει χαθεί εντελώς- μέχρι να έρθει τελικά η ώρα που όντως χάνεται οριστικά και δεν επιστρέφει ποτέ.
Σελ. (27) ...Όλα εκείνα για τα οποία μιλούσε η Λογοτεχνία: ο έρωτας, το σεξ, η ηθική, η φιλία, η ευτυχία, ο πόνος, η προδοσία, η μοιχεία, το καλό και το κακό, οι ήρωες και τα αχρεία υποκείμενα, η ενοχή και η αθωότητα, η φιλοδοξία, η εξουσία, η δικαιοσύνη, η επανάσταση, ο πόλεμος, οι πατέρες και οι γιοι, οι μανάδες και οι κόρες, το άτομο σε αντιπαράθεση με την κοινωνία, η επιτυχία και η αποτυχία, ο φόνος, η αυτοκτονία, ο θάνατος και ο Θεός. Υπήρχαν ασφαλώς και άλλα είδη λογοτεχνίας-η θεωρητική, η αυτοαναφορική και η δακρύβρεχτα αυτοβιογραφική-αυτά όμως ήταν απλώς άσφαιρες μαλακίες. Η πραγματική λογοτεχνία μιλούσε για την αλήθεια, είτε ψυχική, είτε συναισθηματική, είτε κοινωνική ήταν αυτή, όπως προέκυπτε από τις πράξεις και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών της το μυθιστόρημα αφορούσε τον ανθρώπινο χαρακτήρα, όπως αυτός εξελίσσεται μέσα στον χρόνο.
Σελ. (172).  Τι είχε απαντήσει ο γερο-Τζο Χαντ, όταν ισχυρίστηκα εσκεμμένα ότι Ιστορία είναι τα ψέματα των νικητών;  «Αρκεί να έχεις κατά νου ότι είναι επίσης και οι αυταπάτες των ηττημένων». Το θυμόμαστε άραγε αυτό όσο συχνά χρειάζεται, όταν έχουμε να κάνουμε με την ιδιωτική ζωή μας;

Ευγενία Μακαριάδη