Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΙΧΝΟΣ






                                       ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΙΧΝΟΣ
                                                       του
                               ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΙΔΗ (γεν. 1967, Σέρρες)
                                           (εκδόσεις: ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ)
 
Διάβασα τόσο γρήγορα αυτό το βιβλίο, που νιώθω την ανάγκη να το ξαναδιαβάσω, μπας και μου ξέφυγε κάτι.. Τόσο απλό, παράξενα γοητευτικό, κινηματογραφικό και τέλος πραγματικό μέσα στο παραμύθι του.

Ήρωες της καθημερινότητας που ζουν και συμπεριφέρονται παρορμητικά και βίαια εξ αιτίας φόβου κοινωνικής απόρριψης, υπερφίαλοι καλλιτέχνες και ένα σωρό συναισθηματικές τάσεις στη μαγεία, στο θάνατο, στην αφοσίωση, στην αγάπη, ακόμα και  σε δύσμορφα άτομα, όπως η ερωτική έλξη του κεντρικού προσώπου της μυθιστορίας για μια άσκημη ζητιάνα.

Το ελάχιστο ίχνος, όπως αυτό του αφηγητή-συγγραφέα, πιθανόν και του καθένα μας, που πατάει και φεύγει απ’ αυτή τη γη  σβήνεται σε λίγο χρόνο ή το πολύ πολύ να μείνει στη μνήμη του περίγυρού του κι αυτό για πόσο άραγε.. Όμως αυτό το ελάχιστο που μπορεί να μείνει  στην ιστορία, είναι το σπάνιο, είναι εκείνο που συγκλονίζει, και  δε φεύγει εύκολα από τη μνήμη.

Ο ήρωας του έργου, Αυγουστίνος Ψυχός, είναι νόθο παιδί, από το ερωτικό σμίξιμο ενός πλούσιου έφηβου και της  παραμάνας του, της Χαρίκλειας. Η πλούσια οικογένεια, για να αποφύγει το σκάνδαλο, αποδιώχνει την εγκυμονούσα παραμάνα. Η τελευταία γεννάει ένα υγιέστατο αγόρι και το μεγαλώνει σ’ ένα χαμόσπιτο.

Παράλληλα σε μια επαρχιακή πόλη ο Ανδρέας Ψυχός κι η γυναίκα του  Φανή αδυνατούν  να τεκνοποιήσουν  παρ’ όλες τις οδύσσειες περιπλανήσεις και περίεργες αναζητήσεις, όπως η συνεύρεσή τους σε εξωκλήσι, μπρος στην εικόνα της Αγίας Κυριακής. Τελικά η Φανή έμεινε έγκυος, με τη μεσολάβηση της εξαδέλφης της, Σμαρούλας. Πράγματι η Σμαρούλα, που από μικρή είχε το χάρισμα της «μάγισσας»,  ζωγράφισε στα γυμνά τους σώματα περίεργα σύμβολα και τους ορμήνεψε να συνευρίσκονται άπλυτοι  μέχρι να εξαφανιστούν τα γραμμογραφήματά της, από τις επαφές τους.  Η Φανή γέννησε. ΄Ομως το μωρό βγήκε σακάτικο.  

Με κινηματογραφικό στυλ, ο «προσβλημένος» πατέρας με το μωρό αγκαλιά περιπλανάται από γειτονιά σε γειτονιά και από δρόμους σε σοκάκια, μέχρι που σταματά σ’ ένα χαμόσπιτο, όπου από το ανοιχτό παράθυρο βλέπει μια μάνα ξαπλωμένη να κοιμάται και παραδίπλα σε μια κούνια να κοιμάται επίσης ένα μωρό. Χωρίς χρονοτριβή, μπήκε μέσα από το παράθυρο κι έκανε την «ανταλλαγή»,  αρπάζοντας το υγιές αγόρι, ενώ  στη θέση του άφησε το σακάτικο. 

Ο Αυγουστίνος με καλλιτεχνικές τάσεις, καταφέρνει να σπουδάσει ηθοποιός στα τριάντα του χρόνια, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του. Έχει πάθος για το θέατρο, αργότερα για τη σκηνοθεσία (μετά την παρότρυνση φίλου), όμως του λείπει το «ταλέντο», του λείπει το «χάρισμα» που έχει ο συμμαθητής του, στη Δραματική Σχολή, ο Σέργιος Λυκίδης, τον οποίον και ανταγωνίζεται  παρότι ο γραμματέας της σχολής, επονομαζόμενος «Βουνό», και φίλος του αργότερα, θα του επισημάνει ότι, «ο Στ. ηθοποιός υπήρξε καλός, αλλά όχι χαρισματικός και όλοι οι μη χαρισματικοί είτε θα έχουν την αυταπάτη πως είναι χαρισματικοί, είτε θα διατείνονται πως το χάρισμα δεν υφίσταται.»  

 Ο Αυγουστίνος θα παίξει σε πολλές παραστάσεις του δικού του θεάτρου, που απέκτησε μετά τη χορηγία του βιολογικού του πατέρα, με τον οποίο ήρθε σε μυστική συμφωνία να μη μαθευτεί ποτέ η συγγένειά τους. Η ερμηνεία του μάλιστα, στην τελευταία σκηνή στο έργο του Ίψεν, Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν, ήταν μοναδική στα θεατρικά χρονικά, όπως μας βεβαιώνει ο παρακάτω διάλογος δυο ιθυνόντων του θεάτρου: (Σέργιος Λυκίδης και «Βουνό»)
Λυκίδης: -Θα τον θυμούνται πάντα, ενώ άλλοι κι άλλοι θα έχουν ξεχαστεί. Ο ηθοποιός που εισχώρησε απόλυτα στο πετσί του ρόλου. Δεν το πιστεύεις;
Βουνό: -Μπορεί ποιος ξέρει.
Λυκίδης: -Θ’ αφήσει ένα ίχνος. (Το Βουνό έμεινε για μα στιγμή σκεφτικό.)
 Βουνό: -Ένα ελάχιστο. Ίσως.
                              ***
Σελίδα 20: Ταλέντο; Δεν ξέρω τι φαντάζεσθε λέγοντας αυτή τη λέξη. Ξέρετε τι είναι ταλέντο; Ταλέντο είναι το πάθος σου να δουλέψεις σκληρά. Άλλου είδους ταλέντα δεν υπάρχουν.

Σελίδα 264: είναι μερικοί που παθιάζονται τόσο πολύ καθώς εξηγούν γιατί δεν τους άρεσε κάτι, ώστε παρασύρονται από την ορμή των επιχειρημάτων τους. Χτίζουν το σκεπτικό τους αραδιάζοντας τη μια γκρίνια μετά την άλλη, κι όσο εξάπτονται, τόσο πιο κατηγορηματικοί γίνονται, με αποτέλεσμα να εκφράζουν στο τέλος μια γνώμη πολύ πιο αρνητική απ’ αυτή που έχουν στην πραγματικότητα σχηματίσει. Το θάψιμο προοδευτικά γίνεται ηδονικό. 

Σελίδα 266: Συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια κλίμακα αξιών. Σ’ ένα σκαλί της πατούσε κι αυτός. Όσοι βρίσκονταν πιο κάτω του έδειχναν σεβασμό. Αυτοί, πάλι, οι παρακατιανοί του, είχανε άλλους πιο παρακατιανούς, τους οποίους κοιτάζανε αφ’ υψηλού. Κι αυτοί άλλους, κι οι άλλοι άλλους. Δύσκολο να διακρίνεις ποιος στεκόταν στο χαμηλότερο και ποιος στο ψηλότερο σκαλί της κλίμακας, τόσο μεγάλη ήταν. Αν άλλαζες σκαλοπάτι, ανέβαινες ή κατέβαινες, άλλαζε ο συσχετισμός: περιφρονούσες εκείνον που λίγο πρωτύτερα υποληπτόσουν άπλωνες το χέρι σε όποιον χθες γύρναγες την πλάτη. Αλλά – κι επειδή μιλάμε για σκάλα- δεν είχες οπτικό πεδίο ευρύ. Ούτε καν ήξερες, στη συνολική εικόνα, αν βρίσκεσαι πριν από τη μέση ή μετά. Μόνο στους κοντινούς σου αντιλαμβανόσουν, λίγους πιο ψηλά, λίγους πιο χαμηλά. Στεκόταν, λοιπόν, κι αυτός στο σκαλοπάτι του φθονούσε τους αποπάνω και οίκτιρε τους αποκάτω.

Ευγενία Μακαριάδη.