Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ



                                    Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ
                                           ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
                                             Του  ΤΖΟΝ ΤΣΙΒΕΡ  (γεν.1912-1982)

Πρώτη φορά διάβασα βιβλίο του σπουδαίου αυτού Αμερικανού συγγραφέα (γεν. Ουόλστοουν, Μασαχουσέτης) και εντυπωσιάστηκα. Εννέα διαμαντένια διηγήματα. Το καθένα ένας κόσμος, τακτοποιημένος / ικανοποιημένος  που έχει πετύχει και  ζει  το όνειρο μιας επίπλαστης πολιτιστικής δημιουργίας, αυτής των  αστικών αντιλήψεων (το αμερικάνικο όνειρο, υποκριτική ευτυχία, θα ‘λεγα).
Ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι υπομειδιώντας χιουμοριστικά, ενώ οι ιστορίες του δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο πόνος τού εγκλωβισμένου, μέχρι ακρισίας, ανθρώπου που απέχει από την αίσθηση εκείνη της αξίας  ή  ακόμα της απαξίας του εαυτού του.
Πετυχημένος ο τίτλος του βιβλίου, γιατί το διήγημα «ο κολυμβητής» είναι το συμπέρασμα, αν θέλετε, όλων των ιστοριών  που εμπεριέχει.
Πολύ καλή η εισαγωγή και η μετάφραση του Κωστή Καλογρούλη.

1)      «Καψουροτράγουδο»
 Στο διήγημα αυτό η ηρωίδα, μια «μειλίχια» γυναίκα, δέχεται με Ιώβεια υπομονή, τις εχθρότητες των εραστών και φίλων της. Πόσο αξίζει αυτό που προσπαθούν οι τελευταίοι να κερδίσουν και  μάχονται  με νύχια και δόντια βιαιοπραγώντας εις βάρος της; Τελικά ένας είναι πάντα ο νικητής τον αντιλαμβάνεται κανείς σε όποιο προσωπείο κι  αν κρύβεται, γιατί πίσω του φαντάζει η σκαιότητα του θανάτου που τον συντηρεί να παραμένει νέος.

2)      «Το τεράστιο ραδιόφωνο».
 Το αυτί μας τεράστιο στις ζωές των άλλων,  που χλευάζουμε, κουτσομπολεύουμε, ενίοτε συμπονάμε και οργιζόμαστε, συγκριτικά με μας γιατί είμαστε διαφορετικοί, ανώτεροι χωρίς ελαττώματα και αμαρτίες. Έτσι, φανατικοί της κλειδαρότρυπας.. ξεχνάμε τα δικά μας και ο αμείλικτος χρόνος καραδοκεί.

3)      «Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος για τους φτωχούς»
  Η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα,  η ευζωία, τα λουκούλλεια γεύματα, τα χοντρά μεθύσια,      τα δώρα, οι γιορτές, η απληστία... και πιο κει το κοριτσάκι με τα σπίρτα... ποιος είπε ότι δεν θα το βοηθήσουμε «μέρα που είναι» και βέβαια θα βοηθήσουμε / ελεήσουμε τον φτωχό μας υπάλληλο / υπηρέτη / ζητιάνο,   με δώρα και  φαγητά ένα σωρό.. ποιος είπε ότι δε συμπονάμε τον κακομοίρη φτωχό, που στο κάτω κάτω είναι δικό μας δημιούργημα. 

4)   «Ω πόλη των τσακισμένων ονείρων»
  Ο κόσμος του θεάματος, της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, όλοι και όλα προς άγρα ταλέντων και μη. Ο οδηγός λεωφορείου που  ξεμένει από δουλειά, το ρίχνει στη συγγραφή θεατρικών έργων και πέφτει στην παγίδα των «ειδημόνων» της τέχνης με απώτερο σκοπό και επιδίωξή τους το εύκολο κέρδος.  Ελπίδα του άνεργου η υποσχόμενη πραγμάτωση ονείρων για πολυτελή διαβίωση, για διασημότητα και παραδοχή μέχρις εξοντώσεως.

5)  «Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλ»
 Καλύτερα διαρρήκτης στο αστικό σου περιβάλλον, παρά να χάνεις την υπόληψή σου, ως άνεργος ή φτωχός. Έτσι κλέβεις απ’ αυτούς που τόσο συχνά τους προσκαλείς και σε προσκαλούν σε πάρτι κραιπάλης και έχουν φυσικά τις πόρτες των σπιτιών τους ανοιχτές για σένα που είσαι σαν αυτούς, γιατί ζεις στην πλούσια παροικία τους.

6)      «Ο εξοχικός σύζυγος»
  Ο άντρας, σώος,  μετά από μεγάλο  σοκ της συντριβής του αεροπλάνου που επέβαινε, αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα πράγματα στη ζωή και συνειδητοποιεί όχι μόνο ότι δεν τον λαμβάνουν σοβαρά  υπόψη η οικογένεια και οι φίλοι του, αλλά αδιαφορούν πλήρως ακόμα και για την πρόσφατη περιπέτειά του με το αεροπλάνο. Οι αισθησιακές του απολαύσεις, καταχωνιασμένες σ’ ένα ξεχασμένο κουτάκι του μυαλού του, αντικαταστάθηκαν από πληκτικές καταστάσεις επαγγελματικών, φιλικών και οικογενειακών υποχρεώσεων της πλούσιας ζωής του, μέχρι που μια όμορφη, νεαρή μπέιμπι σίτερ των παιδιών του, το άνοιξαν διάπλατα και την ερωτεύτηκε σφόδρα. Ο έρωτας απαγορεύεται στην τάξη του και μάλιστα μ’ ένα φτωχό κορίτσι, θυγατέρα ενός μέθυσου   όμως θα μπορούσε στα κρυφά να ζωντανέψει όλες τις σκηνές έρωτα, ακόμα και του βιασμού της μικρής, μέχρι που το πήραν είδηση δυο παιδικά μάτια. Η αρρώστια του έρωτα δεν είναι  ανίατη, ο ψυχίατρος τού συνιστά την ξυλουργική θεραπεία, και κείνος  βρίσκει παρηγοριά στην απλή αριθμητική που απαιτείται και στην ιερή μυρωδιά του φρέσκου ξύλου έτσι συνεχίζει  την καθημερινότητά του, ίδια όπως ζούσε πριν.

7)  «Ο κολυμβητής»
 Ο καλοκαμωμένος μας ήρωας έχει αθλητική όψη αν και δεν είναι νέος. Αποφάσισε να διασχίσει την περιοχή που μένει και να φτάσει στο σπίτι του κολυμπώντας. Έχει χαρτογραφήσει τις περιοχές με το νου του, που δεν είναι άλλες παρά οι ιδιωτικές πισίνες πολλών γειτόνων του, καθώς και δημόσιες. Ξεκινάει με μια μεγάλη βουτιά στην πρώτη πισίνα  χρειάζεται να κολυμπήσει δέκα τρία χιλιόμετρα νότια, για να φτάσει στο σπίτι του.  Στην αρχή του ταξιδιού, που ημέρα είναι καλοκαιρινή, έχει το καλωσόρισμα των γειτόνων που τον κερνούν ποτά και τους εκπλήσσει το εγχείρημά του. Συνεχίζοντας ο καιρός χαλάει με ανέμους και βροχές και κείνος τυγχάνει κακής υποδοχής και αρνητισμού ακόμη και για ένα ποτό από φίλους, γνωστούς και γείτονες, ενώ ψιθυρίσματά τους, που μειώνουν την υπόληψή του, και νύξεις για τα δεινά της οικογένειάς του, αντηχούν και συνταξιδεύουν μαζί του. Το περιπετειώδες και εξαντλητικό ταξίδι  του ήρωά μας τελειώνει όταν φτάνει στο σπίτι του. «Περπατώντας προς το σπίτι είδε ότι η δυνατή καταιγίδα είχε σπάσει μια υδρορροή. Κρεμόταν μπροστά στην κεντρική είσοδο σαν μπανέλα ομπρέλας, αλλά μπορούσε να τη φτιάξει το πρωί. Το σπίτι ήταν κλειδωμένο, και σκέφτηκε ότι ο ηλίθιος μάγειρας, ή η ηλίθια υπηρέτρια, πρέπει να είχε κλειδώσει το σπίτι, μέχρι που θυμήθηκε ότι είχε περάσει καιρός από τότε που είχαν προσλάβει μάγειρα ή υπηρέτρια. Φώναξε, χτύπησε δυνατά την πόρτα, προσπάθησε να την ανοίξει πέφτοντας με δύναμη πάνω της, και μετά, κοιτώντας μέσα από τα παράθυρα,  είδε ότι το σπίτι ήταν άδειο.»

8)      «Μονάχα πες μου ποιος ήταν»
 Η ζήλια ενός πετυχημένου, σύμφωνα με το αμερικάνικο όνειρο, ηλικιωμένου άντρα που παντρεύεται το νεαρό κορίτσι που υπεραγαπάει. Ο τρόμος ότι τον απατά, ότι μπορεί να τον εγκαταλείψει, καταλαγιάζει ξεσπώντας στον εραστή της, παράλληλα τη γεμίζει με σμαράγδια, χρυσό και μαργαριτάρια, κάτι που δεν θα μπορούσε κανένας  εραστής να κάνει. Ο πλούτος κρατάει γερά στο γάμο τη γυναίκα του και απομακρύνει την ανασφάλειά του.

9)      «Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ»
 Ένα διήγημα αγωνίας, για τη ζωή ενός υπερφίαλου, αναίσθητου άνδρα και της αισχρής συμπεριφοράς του σε μια γυναίκα, πρώην γραμματέα του. Άραγε  υπήρχε κάτι μέσα στο παχύ στρώμα ενός ανάλγητου σαρκίου, που θα ξυπνούσε τον άνθρωπο; Είναι  ο τρόμος θανάτου, που καραδοκεί σε κάθε του βήμα εκείνος τρέχει, κρύβεται, νομίζει ότι έχει γλιτώσει, ξεθαρρεύει και βυθίζεται ξανά στο ραχάτεμα της καλοζωίας. Μέχρις ότου ή οπλισμένη Νέμεση στοχεύει το άκριτο κεφάλι του, προστάζοντάς τον να το χώνει ξανά και ξανά μέσα στο χώμα και στις βρομιές.
Ευγενία Μακαριάδη