Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

καλό ταξίδι φίλε Γιώργο




Γράψε κάτι για τον Γιώργο, μου είπαν, είπα ότι δεν ξέρω  να γράψω ή να πω επικήδεια  λόγια. Μόνο  νιώθω αυτό το σύγκρυο της απώλειας αγαπημένων προσώπων που πονάει και με φοβίζει από μικρό παιδί.
Έτσι σκέφτηκα δυο λόγια ευγνωμοσύνης για την μακρόχρονη φιλία μας.
Γιώργο, καλέ μου φίλε, ήξερες τόσο καλά να κουμαντάρεις τη ζωή που και στα πιο βαριά της χτυπήματα σήκωνες ψηλά το κεφάλι κι εγώ βουβά θάρρευα ότι γίνεται να κάνει κανείς μικρά βήματα ψάχνοντας διεξόδους στα σκαμπανεβάσματα της ζωής όμως ακόμα ψάχνομαι και την ηρεμία της αποζητώ, όπως τις στιγμές εκείνες που  μέσα στην έρημο των οποιωνδήποτε απογοητεύσεων μας έδειχνες την όαση με τα αστεία και χαριτολογήματά σου. Τι κρίμα που δεν σημείωσα όσα έλεγες έτσι για να γλυκαίνω με γέλιο τις πίκρες της ζωής. Οφείλω όμως να πω μόνο ένα έτσι για να σε θυμίσω σ’ όλους εδώ, ώστε η χαρά, το γέλιο να είναι το έρεισμά μας στα δύσκολα: Δίναμε, λοιπόν, ραντεβού και σε ρωτούσα «τι ώρα Γιώργο θα συναντηθούμε;» και απαντούσες σοβαρά σοβαρά «και τέταρτο.. και τέταρτο»..
Τώρα ζεις στο όνειρό σου και εμεις κάπου κει σε βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής μας/  --είσαι λεει σ’ ένα πλοιάριο με πανιά στέκεσαι ορθός κάπου στη μέση,  η ευτυχία έχει χαράξει ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό σου, η ματιά μας ακολουθεί το βλέμμα  σου που είναι καρφωμένο στον άξιο και έμπειρο σ’ αυτά τα μακρινά ταξίδια καπετάνιο και ναι δεν είναι άλλος από τον γιο σου, τον Δημήτρη!
Καλό σου ταξίδι φίλε.

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΣΤΟ ΦΑΡΟ, της Βιρτζίνια Γουλφ



                          
                          ΣΤΟ ΦΑΡΟ
             της Βιρτζίνια Γουλφ, (1882-1941, Αγγλία)     
                   

Έργα της:
Το ταξίδι,
Μέρα και νύχτα,
Η κυρία Νταλογουέη,
Το δωμάτιο του Ιάκωβου,
Ορλάντο,
Τα κύματα,
Η κυρία στον καθρέφτη..
        κ.α..

Αυτό το βιβλίο χρειάζεται να το νιώσεις  για να γίνει αυτό πρέπει να «στρωθείς στη μελέτη» να αφοσιωθείς, να  αντιλαμβάνεσαι τον έξω κόσμο σε θέση με το εγώ σου, να λες αυτό που είσαι, τη στιγμή που είσαι, γιατί την άλλη στιγμή δεν είσαι πια ο ίδιος, γιατί την άλλη στιγμή μια άλλη εικόνα έχει κατακλύσει το μυαλό και το κορμί σου και ζεις και σκέφτεσαι με τις διαφορετικές εικόνες (H.James). Στο έργο αυτό η συγγραφέας, (γράφτηκε το 1927) χαράσσει νέους μοντερνιστικούς δρόμους, με αλλαγή ύφους στα μέχρι τότε μυθιστορήματα «ρομαντισμού». Οι ήρωες του έργου μιλούν λίγο μεταξύ τους, όμως εμείς ακούμε τις σκέψεις τους, ακούμε τον εσώτερο μονόλογό τους, τον κρυφό κόσμο της συνείδησής τους, της ψυχής τους έναντι του εξωτερικού κόσμου, όπως πολύ ορθά η ηρωίδα του βιβλίου κυρία Ράμσεϋ υπέθετε ότι όλοι οι φίλοι εδώ, στο εξοχικό της που φιλοξενεί, πρέπει να νιώθουν πως αυτό που φαινόμαστε, αυτό με το οποίο μας ξέρετε είναι παιδαριώδες, πιο κάτω είναι όλα σκοτεινά, όλα απλώνονται είναι απύθμενα, μα πότε πότε ανεβαίνουμε στην επιφάνεια και έτσι μας βλέπετε. Η κυρία Ράμσεϋ, που η ομορφιά της σου ‘κοβε την ανάσα, μάνα οχτώ παιδιών, μας λεει ότι εύρισκε ανάπαυση όχι όταν ήταν ο εαυτός της, μα όταν γινόταν σφήνα στο σκοτάδι, όταν χάνοντας την προσωπικότητά της έχανε τον εκνευρισμό, τη κίνηση τη βιάση και γινόταν ένα με την αιωνιότητα σε  συνάντηση με τη μακριά σταθερή φωτεινή ακτίνα του Φάρου, τη δική της ακτίνα, που αγνάντευε από το παράθυρό της, εκεί στο βραχονήσι απέναντι.
Ο κάθε φιλοξενούμενος ένας κόσμος, όπως η μικροκαμωμένη Λίλυ η ζωγράφος, που τα λόγια του Τάνσλεϋ ότι οι γυναίκες ούτε να γράψουν ούτε να ζωγραφίσουν μπορούν της πιπιλίζει το μυαλό, έχει αρχίσει έναν πίνακα με μοντέλο την κυρία Ράμσεϋ που κρατάει στην αγκαλιά της το στερνοπαίδι της Τζέιμς, ο γέρο Καρμάϊκλ ο ποιητής,  ο Τσαρλς Τάνσλεϋ, μαθητής του άντρα της, ο ηλικιωμένος Ουϊλιαμ Μπανκς, που σκέφτεται η κ. Ράμσεϋ να παντρέψει με τη Λίλυ, η νεαρή Μίντα και ο αφελής νεαρός Ρέιλυ. Όλοι τους να κάθονται στο τραπέζι και εμείς να διαβάζουμε/ακούμε τις σκέψεις  και τα αισθήματά τους.
Η αρχή του έργου με την κυρία Ράμσεϋ και τον μικρούλη Τζέιμς, που λαχταρά να πάει στο Φάρο κι ο πατέρας τον αποθαρρύνει λέγοντας ορθά κοφτά πως ο καιρός δε θα ‘ναι καλός, αντίθετα από τη μάνα του που με παρηγορητικό λόγο προσπαθεί  να δώσει ελπίδες στον μικρό ότι καιρός μπορεί να καλυτερέψει.. και ο μικρός Τζέιμς να μισεί τον ορθολογιστή πατέρα, που αν είχε μαχαίρι στα χεράκια του εκείνη τη στιγμή θα τον έσφαζε.
Δέκα χρόνια μετά στο ίδιο σπίτι, (άλλοι παντρεύτηκαν άλλοι πέθαναν όπως η κυρία Ράμσεϋ και δυο από τα παιδιά της), βρίσκονται ξανά η γεροντοκόρη Λίλυ, ακόμα να ζωγραφίζει τον ίδιο πίνακα που κάπως άλλαζε η σύνθεσή με τα νέα δεδομένα, και να ζει να κινείται, να σκέπτεται, να αισθάνεται μέσα στο σπίτι, όπως τότε η κυρία Ράμσεϋ., ο ποιητής Καρμάϊκλ, ο κύριος Ράμσεϋ και τα παιδιά του ο νεαρός πλέον Τζέιμς και η Καμ.
Έτοιμοι ο πατέρας και τα δυο του παιδιά για πηγαιμό στο Φάρο, με τιμονιέρη στη λέμβο τον Τζέιμς, που η μακροχρόνια απέχθειά του για τον πατέρα καλά κρατεί και σκέφτεται   ότι έτσι και πει μια κουβέντα παραπάνω, έτσι και πει κουβέντες καυστικές, ως συνήθως,  τότε θα πάρει ένα μαχαίρι να το μπήξει στην καρδιά αυτού του αυταρχικού πατέρα, που αναγκάζει τους άλλους να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν, που τους αφαιρεί το δικαίωμα να μιλήσουν..  όμως όχι  την καρδιά εκείνης, της μάνας, θα τρυπούσε...

Μια λέξη θετική από τον πατέρα στο γιο για την επιδεξιότητά του στην πλοήγηση με την άφιξή τους στο Φάρο...  και
Μια τελευταία πινελιά που δεν ήταν παρά μια γραμμή στο κέντρο του τελάρου, ολοκληρώθηκε ο πίνακας της Λίλυ.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

"Η μεταμόρφωση", του Φραντς Κάφκα





              Η Μεταμόρφωση

              Του Φραντς Κάφκα
              (Πράγα: 1883-1924)

Έργα του:
Η Δίκη,
Η Μεταμόρφωση,
Ο Πύργος,
Ο Αγνοούμενος,
Η Απόρριψη,
    κ.α.

Όσες φορές και να διαβάσει κανείς Κάφκα αξίζει, αξίζει και πάλι αξίζει γιατί πάντα κάτι καινούργιο εισπράττει στην καθημερινότητά του μέσα από την παραδοξότητα των έργων αυτού του σπουδαίου Τσέχου συγγραφέα.
Το παράδοξο –αλληγορικό- στην ιστορία της «μεταμόρφωσης» είναι ότι ο ήρωας Γκρέγκορ Σάμσα, μεταμορφώνεται σε πελώριο σκαθάρι.
Εντυπωσιάζεται ο αναγνώστης με τι συνάφεια, σαφήνεια,  φυσικότητα και χιούμορ, είναι γραμμένο το έργο, ώστε να μην τ’ αφήνει απ’ τα χέρια του, παρά να στέκεται αθέατος δίπλα στον ήρωα, να ανέχεται το άδικο, να  υφίστανται μέρα τη μέρα τα διαδραματιζόμενα εις βάρος τους, ανίκανοι εκ των πραγμάτων στα αδιέξοδα -σωματική ανικανότητα αλλά και ψυχική, όπως η δειλία-. Ένας άνισος αγώνας  εντόμου  έναντι ανθρώπων και μάλιστα συγγενών.
Ο Γκρέγκορ ένας νέος άντρας, πλασιέ υφασμάτων, δουλεύει ασταμάτητα ώστε να συντηρεί οικονομικά τη χρεοκοπημένη οικογένειά του, γονείς και νεαρή αδελφή. Ζουν όλη τη ζωούλα τους πολύ καλά, έχοντας ως δεδομένο τους μισθούς του, μέχρι που μεταμορφώνεται. Λυπούνται; Ντρέπονται μην το μάθει ο κόσμος; εκνευρίζεται ο αυταρχικός πατέρας αποδιώχνοντας τον.. ξουτ ξουτ έξωω.. θέλει – θέλουν να το πετάξουν και να απαλλαγούν  ρίχνουν το ανάθεμα στον ίδιο, που αν είναι ο Γκρέγκορ ο γιος, ο αδελφός, «θα είχε από καιρό καταλάβει πως οι άνθρωποι δεν είναι δυνατόν να συμβιώνουν με ένα τέτοιο θηρίο και θα είχε φύγει από μόνος του».
Η οικογένεια τον απομονώνει, στην αρχή κάτι του ρίχνει η αδελφή και τρωει... σιγά σιγά ούτε τροφή... το δωμάτιο εκκενώνεται από τα έπιπλα, πρέπει το έντομο να ‘χει χώρο... σιγά σιγά γεμίζει από πράγματα για να αδειάσει ένα άλλο δωμάτιο και να ενοικιαστεί. Το δωμάτιο του Γκρέγκορ γίνεται αποθήκη. Σιγά σιγά πληθαίνουν τα άχρηστα αντικείμενα. Το δωμάτιο του Γκρέγκορ γίνεται σκουπιδοτενεκές..
Όμως ο Γκρέγκορ αισθάνεται, κατανοεί, λυπάται, σκέφτεται σαν κανονικός άνθρωπος.
Οι οικονομικές ανάγκες κάνουν τους γονείς και την αδελφή να εργαστούν. Μεταμορφώνονται από αδύναμοι, χαλαροί και άνεργοι, σε ενεργούς πολίτες  ενδιαφέρονται για τη δουλειά τους, για την καινούργια τους ζωή και η άγουρη κόρη γίνεται μια δροσερή κοπέλα έτοιμη για γάμο. Ξεχνούν τον Γκρέγκορ. Ο Γκρέγκορ πεθαίνει από ασιτία ανακουφισμένοι  οι γονείς και η αδελφή του  κάνουν το σταυρό τους.
Ο Κάφκα μας λεει με δυο λόγια ότι όσο είναι κανείς παραγωγικός και τροφοδοτεί οικονομικά την οικογένεια – κοινωνία, είναι αποδεκτός.. αλλιώς στα τάρταρα..