Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ, της Ιωάννας Καρυστιάνη



                                              ΤΟ  ΦΑΡΑΓΓΙ
                                     της Ιωάννας Καρυστιάνη
                                           (εκδ. Καστανιώτη)
                                          
Η Ιωάννα Καρυστιάνη (γεν. 1952 – Χανιά) είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Έχει βραβευθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος δύο φορές, το 1998 και το 2007, και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 2000.
 Βιβλία της:
-Μικρά ΑγγλίαΚρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1998, υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και το βραβείο Balkanika.
-Κουστούμι στο χώμα:   Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού “Διαβάζω” 2001 και Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών.
-Ο Άγιος της μοναξιάς.
- Σουέλ: Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2007.
-Τα σακιά: Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού “Διαβάζω” 2011
-Το φαράγγι: 2015,
     κ.α.

Το μυθιστόρημα ζυμωμένο με δάκρυ, με γέλιο, βρίθει από νοσταλγία για τα παιδικάτα, για τα νιάτα, για τον γενέθλιο τόπο,  βρίθει από στοργή γι αυτούς που ζουν, γι αυτούς που χάθηκαν, από πάθη ερωτικά, από αισθήματα φιλίας, από ενοχές, από λάθη,  από το φάσμα του θανάτου, από παραδοχές και εγκρίσεις του διαφορετικού,  από ένα επαχθές έγκλημα όπου οι ερινύες καταδιώκουν τον «αθώο» εγκληματία, από απάνθρωπες πολιτικοοικονομικές-κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν σε αυτοχειρίες.
Μια μυθιστορία που ταξιδεύει τους ήρωες του βιβλίου στο βάθος ενός φαραγγιού, στο βάθος του εαυτού τους,  αναζητώντας την κάθαρση.

Η γλώσσα, το ύφος της γραφής, η ζωντάνια του λόγου χαρακτηρίζει τη συγγραφέα. Ο αναγνώστης μεταφέρεται στον κόσμο των ηρώων και αφουγκράζεται ειπωμένα και ανείπωτα, όταν εκφράζονται, όταν σκέπτονται, όταν αιμορραγούν τα τραύματα της ψυχής τους.


Εφτά ηλικιωμένα αδέλφια, τέσσερις άντρες και τρεις γυναίκες, διασχίζουν το Ασφεντιανό φαράγγι, στην Κρήτη,  για να εκπληρώσουν ένα τάμα, που δόθηκε προ δεκαεφτά χρόνων στο μνημόσυνο του πατέρα τους.
Ο πρωτότοκος, ο Βαρδής,  ένας από τους τρεις που έμειναν στον γενέθλιο τόπο, την Κρήτη τους, δεύτερος ο Γεράσιμος που έφυγε στην Αθήνα, τρίτη η Ευδοκία, τέταρτη η Ινώ κι αυτές δεν το κούνησαν (και δεν το ‘χουν σκοπό)  από την Κρήτη, πέμπτος ο Ελισαίος ξενιτεμένος στην Ιταλία,  έκτη η Θεώνη που ζει στην Καστοριά και τελευταίος ο Αργύρης κι αυτός φευγάτος στην Αλεξανδρούπολη.

Το σήμα του χρόνου της συνάντησης και της επιλογής του φαραγγιού, το πιο ήρεμο και κατάλληλο για πόδια ηλικιών πάνω από εξήντα, οι τρεις μικρότεροι δεν τα ‘φτασαν ακόμα αν και ο τελευταίος, ο Αργύρης, φαντάζει γεροντότερος όλων,  έγινε από τον Βαρδή, πεζοπόρος, κι ας είναι στα εβδομήντα δυο του, και λάτρης των φαραγγιών της Κρήτης.

Πατούν τα τριζάτα σωθικά του φαραγγιού και  αφήνουν πάνω τους τα βάσανα που χρόνια κατατρώγουν τα δικά τους σπλάχνα.

Ο Βαρδής, υπεύθυνος του ταξιδιού, με τι χαρά ξεκίνησε μαζί τους και τώρα βαδίζοντας κρύβει βαθιά μέσα του το κακό νέο, δεν χρειάζεται να στενοχωρήσει κανέναν όλα θα πάνε καλά, τραγουδώντας θε να διασχίσουν το φαράγγι. Ο τρίτος γιος του, ο Αρτέμης, θα παντρευόταν μέσα σε ένα μήνα, όμως προ ολίγου του τηλεφώνησε πως χώρισε και η νύφη έγκυος και το παιδί αλλουνού..

Ο Γεράσιμος, φαμελίτης με κόρη χωρισμένη μάνα δυο παιδιών, έβαλε λουκέτο στο μαγαζί με τα κατεψυγμένα και τώρα νυχτερινή βάρδια στο ταξί ενός κουμπάρου, και με τις ώρες στις πιάτσες των ταξί, δίχως κούρσα. Αριστερός ο Γεράσιμος έλεγε στους συναδέλφους «θα πεθάνουμε και δεν θα ‘χουμε πάρει μια ιδέα από ξεσηκωμό..»
Η Ευδοκία, χήρα Μάρκου,  δυστυχής έψαχνε μανιωδώς  το μυστικό που έκρυβε ο μακαρίτης άντρας της, που σκοτώθηκε με το μηχανάκι του, και δυστυχεστέρα όταν το έμαθε..
Η Ινώ, η χρυσοχέρα, που κεντούσε ασταμάτητα, όμως την έτρωγε το σαράκι του χωρισμού, της μοναξιάς,  Επί τριάντα έξι χρόνια κερί αναμμένο μπροστά στον άντρα της.  Μέχρι που η γειτόνισσα Νένα, με μεγάλα στήθη, με  πρεσβυωπία και στραβισμό, της είπε ωμά και σταράτα, Ινώ μου, ο άντρας σου σε κερατώνει αβέρτα μαζί μου….
Ο Ελισαίος, ο χοντρούλης, που έφυγε  στην Ιταλία, γιατί στον τόπο του κατακριτέα η ομοφυλοφιλία. Σπούδασε φαρμακευτική και συζεί ευτυχής με Ιταλό κτηνίατρο.
Η Θεώνη, ζωγράφος, δεν παντρεύτηκε, ερωτεύτηκε άντρα μονόχειρα και αγάπησε τον μικρό του γιο, τα αισθήματα αμοιβαία, μέχρι που…
Ο Αργύρης,  ο βενιαμίν της οικογένειας, η Κρήτη το αίμα του, η  Αλεξανδρούπολη η εξορία του,  λιώνει μέρα τη μέρα, πόσο να αντέξει η ψυχή του τέτοιο βαρύ μυστικό….

Σελ: 13. Αν οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται κάτι ξυπνητοί, δεν ονειρεύονται κάτι και κοιμισμένοι.
Σελ. 33. … η θυγατέρα μπαλέτο, εγγλέζικα, προικώο διαμέρισμα και πλαστική στη μύτη, γιατί παλιά βρίσκανε δουλειά και οι ασχημούλες, τώρα πας να ψωνίσεις σφουγγαρίστρα και τουμποφλό και σου τα τυλίγει μια τηλεπαρουσιάστρια.
Σελ. 55. Έχω τριακόσιες ώρες Ναζί σε dvd για να θυμούμαι την ελεεινή ιστορία τους, πού και
πώς κάψανε και πώς σφάξανε.
Σελ. 75. …τι βράχος είμαι αν δεν με δέρνει το κύμα.
           Έχω ένα πηχτό σκοτάδι μέσα μου, αλλά μπορεί να μη κάνει να τα περιχύσουμε όλα με φως.
Σελ. 115. Γιατί όλα τα μάτια του κόσμου είναι μικρά αυτόματα εργαλεία που εξομολογούνται, διαβάζουν και διαβάζονται.
Σελ. 172. Κάτι έχουν τα φαράγγια, η πέτρα πετάει πέρα τη σκαρταδούρα, ορίζει τα σημαντικά και απολύτως απαραίτητα, τα ζυγίζει στις σωστές τους διαστάσεις..
Σελ. 190. … ο θάνατος είναι απαίσιος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
Σελ. 234… για μερικούς μερικούς η ιστορία αρχίζει από το έτος γεννήσεώς τους, οι λαοί δεν πολεμάνε το άδικο μόνον όταν είναι σίγουροι ότι θα νικήσουν, το πολεμάνε γιατί δεν γίνεται να μην αντισταθούν και, σύντροφε, ο φόβος είναι σκουλήκι στο μυαλό.
Σελ. 253. .. ο κάθε άνθρωπος μινιατούρα της οικουμένης.
Σελ.254. Με την πίκρα των καιρών για το νέο τύπου καθεστώς, τα λάθη των πολιτών να αντιμετωπίζονται ως εγκλήματα και τα εγκλήματα των πολιτικών ως λάθη;
Σελ. 259. .. σ’ αυτό τον τόπο, που οι μισοί είναι φτιαγμένοι για να μυθολογούν, να πλανεύουν και να πλανεύονται.




Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Σου πάει ρε μάνα



Σου πάει ρε μάνα

Είκοσι πέντε χρόνια πηγαινοέρχεσαι καθημερινά, από το σπίτι σου στο σταθμό προς την Αθήνα. Δεν ξεχνάς μπισκότα για άνθρωπο, για σκύλο και το πολύτιμο άνθος∙  βιαστική προχωράς, σπρώχνεις και σπρώχνεσαι ανάμεσα στο πλήθος της Αθήνας να φτάσεις  εκεί στην γωνιά της Σταδίου να αφήσεις  φρέσκο το λουλούδι. Ένα κόκκινο λουλούδι, ανάλογα με την εποχή του, άλλοτε γαρύφαλλο, άλλοτε τριαντάφυλλο, άλλοτε καμέλια, νεραγκούλα, ό,τι άλικο, όπως ο κόκκινος ήλιος, όπως το αίμα του, που γλιστρούσε γυαλιστερό στο μέτωπό του.

Του μάθαινες τα λουλούδια, του μιλούσες για χρώματα κι αρώματα, «Να, κοίτα γιε μου αυτή είναι μαργαρίτα έχει κίτρινο χρώμα κι αυτή είναι γαρδένια  έχει άσπρο χρώμα και υπέροχο άρωμα, μύρισε, μύρισε να δεις». Δεν σου ‘λεγε λέξη, όταν όμως έβλεπε ένα κόκκινο λουλούδι, σου φώναζε με τη γλώσσα των δυο του χρόνων, μαμά κόκκινο.
Τον έπαιρνες αγκαλιά κι έτρεχες, μετά τη μπόρα, να του δείξεις το ουράνιο τόξο, «κοίταξέ το, κοίταξέ το τι όμορφο που είναι, το φτιάχνουν οι ακτίνες του ήλιου όταν μπαίνουν μες στις διάφανες σταγόνες της βροχής. Κοίτα το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε», και κείνο σου φώναζε χαρούμενα, Είναι κόκκινο. Κόκκινο.

Άφηνες παλιά ένα κερί, κι αυτό κόκκινο το διάλεγες, το ‘βρισκες πεταμένο, σπασμένο. Ναι, πείστηκες ότι δεν είχε καμιά χρησιμότητα, ακατάλληλη η θέση του σε μια λεωφόρο. Άδικα έπιανε χώρο. Όμως, ένα φρέσκο λουλούδι χωμένο σε μια τρύπα του τοίχου, συνέχεια μιας άλλης που άνοιξε στο κεφάλι του αγοριού το μολυβένιο σφαιρίδιο και μετά σφηνώθηκε στον τοίχο, δεν εμποδίζει. Ναι, είκοσι πέντε χρόνια κι η τρύπα  στον τοίχο φιλοξενεί ένα κόκκινο λουλούδι. Στην αρχή έτρεμε το χέρι σου και το λουλούδι έπεφτε∙ έκανες πολλές προσπάθειες να το στηρίξεις, σε τίναζε το πεζοδρόμιο, σε συγκλόνιζε η αλήθεια.

Χανόσουν σαν παιδάκι σε μεγάλες λεωφόρους, ψάχνοντας σε άγνωστα στέκια, σε πολυσύχναστους δρόμους, έρμαιο της απογοήτευσης,  της απώλειας .

Μάζεψες τ’ αυτοκινητάκια του, όλα στη σειρά μέσα στη βιτρίνα, τα περισσότερα κόκκινα. Δεν άνοιξες ποτέ το τζάμι της, η σκόνη σκεπάζει τα ίχνη των χεριών του∙ Ένα σου ξέφυγε και  το’ βαλες πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, κάπως το χρώμα σκούραινε, όπως το αίμα που κρυώνει.. Το φιλάς, το τσουλάς πάνω στις παλάμες σου, πολλές φορές ολόγυρα του προσώπου σου. Έχεις κατάκλειστο και σκοτεινό το δωμάτιό του, μη τυχόν και ξεφύγει άχνα από τη φωνή του.

Ακούς τις μουσικές του, αγάπησες τα τραγούδια του. Είσαι φαν των Guns N’ Roses,  κινείσαι στο ρυθμό της μουσικής τους, τραγουδάς ξανά και ξανά το:

            «November Rain», “And when your fears subside/
            and shadows still remain/
            I know that you can love me/
            when there’s no one left to blame/
             So never  mind the darkness/ we still can find a way/
            ‘Cause nothin’- lasts forever/
            Even cold November rain.

 Διαβάζεις τα πεταμένα εδώ και ‘κει  περιοδικά του, άλλα για υπολογιστές, άλλα γι αυτοκίνητα, για μηχανές, άλλα γι ‘άλλα, τα ‘μαθες απέξω. Τα ‘μαθες όλα απέξω. Με τη σιωπή του σπιτιού σου κουβεντιάζεις, με τα χαρακτηριστικά του συνομιλείς. Μαύρα φρύδια τοξωτά, μαύρα σγουρά μαλλιά,  γένια σ’ ολόλευκο πρόσωπο, μάτια λαδιά, χείλη χοντρά άλλοτε κόκκινα, άλλοτε μενεξεδιά, τα δάγκωνε ολοένα, θυμάσαι; Αντρίκια τα δάχτυλα των χεριών, πάντα διπλωμένος ο αντίχειρας του αριστερού, χωμένος μέσα στην παλάμη, από τη γέννα ακόμα. Στην αρχή μέτρησες τα δάχτυλα των ποδιών. Όλα εντάξει πέντε στο ένα, πέντε στο άλλο. Στο δεξί χεράκι όλα καλά πέντε τον αριθμό, όμορφα παχουλά και ροδαλά δαχτυλάκια. Σφίχτηκε το στομάχι σου, όταν το μάτι σου έπεσε στ’ αριστερό, ένα, δυο, τρία, τέσσερα.. τέσσερα;, ο αντίχειρας;, ηρέμησες, το είδες και το τράβηξες απαλά, το ίσιωσες∙  πέντε ψιθύρισες.  Οι μακριές γλυκές στιγμές να βυζαίνει και κουρασμένο να αποκοιμιέται πάνω στο στήθος σου∙ και συ ακούνητη, αμίλητη, να αφήνεις τ’ αχόρταγο βλέμμα σου να  τον περιηγείται. Ακουμπισμένο το στρόγυλλο κεφαλάκι στην καρδιά σου πού με τους νανουριστούς χτύπους της το χόρταινε ύπνο. Μάτια σφαλιστά, φρύδια τσίνορα αχνά, μαύρα μαλλιά, πολλά για νεογέννητο, μικρή μύτη με ανοιχτά τα ρουθούνια να ρουφάνε με κοφτές ανάσες τον αέρα της ζωής.  Το μικρό κοκκίνισμα στην άκρη του δεξιού ρουθουνιού και ένα ίδιο στη μέση του μετώπου. Θα φύγουν είπαν, είναι από τη γέννα. Εσύ ήξερες, της μύτης θα έμενε, το είχες και συ.
Τη  μεγάλη λεκάνη των ρούχων, ήθελε να τη γεμίζεις νερό να πλατσουρίζει, να ταξιδεύει τα καραβάκια του, να βουτάει ολόκληρος μέσα. Λάτρευε το νερό. «Ο καλύτερος στο πρόσθιο», σου είπε ο προπονητής στο κολυμβητήριο, «πάμε για πρωταθλητές». Δεν είπες το παραμικρό. Εσύ ήθελες απλά να μάθει καλό μπάνιο να μην πνιγεί. Να μην πνιγεί. 

Δεν είχε παιδιά συνομήλικά του στη γειτονιά και συ έβγαινες στο δρόμο μαζί του, στήνατε τους βόλους στη σειρά. Ποτέ δεν στόχευες καλά, νομίζω ότι το ‘κανες επίτηδες να κερδίζει, να γελάει και να χαίρεται. Πήγες στο γειτονικό ξυλουργείο και σου έφτιαξαν ένα πατίνι, όπως τα πατίνια που έφτιαχναν τα αγόρια της οικογένειάς σου. Πόσο τα ζήλευες. Δεν σου το έδιναν να κάνεις και συ λίγο, «είσαι κορίτσι», έλεγαν. Το χάρηκε τόσο! γελούσατε, γελούσατε, γελούσατε μέχρις δακρύων, όταν έκανες και συ ένα γύρο.


Φόρεσες κόκκινο φουστάνι στα γενέθλιά του∙  δεν ήταν το αγαπημένο σου χρώμα, όμως τ’ αγόρασες γιατί ήξερες ότι θα χαρεί. Και πράγματι, δεν ξεχνάς το γέλιο του, τα αστραφτερά του δόντια, την μεγάλη αγκαλιά, των είκοσι χρόνων του, που σ’ έκλεισε σφιχτά και είπε, «Σου πάει ρε μάνα». 

Η χαρά του για τον έρωτα μιας συμφοιτήτριάς του, έγινε και δική σου∙ σκεφτόσουν πάντα να έχει συντροφιά, φοβόσουν τη μοναξιά. Τη μοναξιά του. Θυμάσαι όταν του ‘φερες ένα άσπρο κουτάβι;, το ‘χες βρει πεταμένο να κλαψουρίζει στον κάδο σκουπιδιών.  τ’ αγκάλιασε, το χουχούλιασε και είπε, «πρέπει να βρούμε άλλο ένα να μην είναι μονάχο∙» κάτι σου τσίμπησε την καρδιά τον είχες αφήσει μόνο, ένιωσες να σε μπατσίζει η λέξη μοναξιά.

Κατάργησες γιορτές, μέρες, νύχτες, ώρες, χρόνια, που σου έγδερναν τη σκέψη, εσύ ασάλευτη στην δική σου στόχαση, στην  πορεία την καθημερινή, να μην χάσει το λουλούδι το χρώμα του. Η εμμονή σου να αγνοείς, να αδιαφορείς στις ξινές φωνές να ξεχάσεις. Θέλεις τη ζωή, θέλεις τη σκέψη, τη μνήμη ζωντανή∙ όλα τα αγαπημένα τα ‘χεις  κλεισμένα σ’ έναν κύκλο, και ευτυχισμένη περιστρέφεσαι γύρω τους.

*
Κυρτή προχωράς με το κόκκινο φουστάνι σου∙ σου φάρδυνε, χρόνια αφόρετο. Τύλιξες το μίσχο της κόκκινης καμέλιας σε υγρό βαμβάκι, έφτιαξες ένα χωνί από αλουμινόχαρτο και το ‘βαλες μέσα, πήρες το κουτί με μπισκότα για άνθρωπο και ένα ακόμα με μπισκότα για σκύλο. Έγειρες την πόρτα, προχώρησες το δρόμο για το σταθμό. Λίγο παρακάτω ο ξερακιανός γεροζητιάνος, με το χαρτόνι «πεινάω», κρεμασμένο στο στήθος του.  Παραδίπλα ο σκύλος να γλύφει ασταμάτητα τα πληγιασμένα γυμνά πόδια του ζητιάνου. Αφήνεις τα κουτιά στα χέρια του. Ο γέρος ταϊζει πρώτα τον σωματώδη σκύλο του.
Το κεφάλι σου γέρνει, δεν το αισθάνεσαι, χθες πονούσε∙ Σπρώχνεις κόσμο να φτάσεις γρήγορα. Φτάνεις∙ ίδιες κινήσεις  χώνεις το λουλούδι μες την τρύπα. Τέλεια εφαρμογή.

Τα μάτια σου, η μύτη σου, τ’ αυτιά σου ματώνουν.  φωνές  κόσμου σαν βούισμα μελισσών, σαν τιτιβίσματα πουλιών. Τον βλέπεις και γελάς δυνατά ακούγοντάς τον, «Σου πάει ρε μάνα το κόκκινο».