Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

JOSEPH ROTH - ΙΩΒ

               ΙΩΒ,  του Joseph Rot
Ο Γιόζεφ Ροτ ήταν Αυστριακός συγγραφέας και δημοσιογράφος εβραϊκής καταγωγής
Γεννήθηκε στις  2 Σεπτεμβρίου 1894,  στο Μπρόντι, Ανατολική  Γαλικία,  σημερινή Ουκρανία.        Πέθανε στις 27 Μαΐου 1939, Παρίσι, Γαλλία.

Έργα του:
·          «Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ» (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)
·         «Ο ιστός της αράχνης» (εκδόσεις Κριτική, μετάφραση Τούλα Σιετή)
·          «Το συναξάρι του αγίου πότη» - εκδόσεις Οδυσσέας, μετάφραση Τούλα Σιετή)
·         «Ο θρύλος του Αγίου Πότη» (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)
·         «Ιώβ η ιστορία ενός απλού ανθρώπου» (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)
·         «Η κρύπτη των Καπουτσίνων» (εκδόσεις Οδυσσέας, μετάφραση Νίκος Δελιβοριάς, επιμέλεια Τούλα Σιετή)
·         «Ο βουβός προφήτης» (εκδόσεις Οδυσσέας, μετάφραση Σωτήρης Χαλικιάς)
·         «Φυγή χωρίς τέλος» (εκδόσεις Οδυσσέας, μετάφραση Σωτήρης Χαλικιάς, επιμέλεια Τούλα Σιετή)
·         «Hotel Savoy» (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)
·         «Η εξέγερση» (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Δέσποινα Μάρκου)
·         «Στον εκδότη Γκούσταβ Κιπενχώυερ για τα γενέθλια των πενήντα του χρόνων» (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)
·         «Δεξιά κι αριστερά» (εκδόσεις Ροές, μετάφραση Πελαγία Τσινάρη)
·         «Χίλιες και δύο νύχτες« (εκδόσεις Ολκός, μετάφραση Γιώργος Δεπάστας)
·         Der Leviathan, («Ο Λεβιάθαν», εκδόσεις Ροές, μετάφραση Πελαγία Τσινάρη)
·         «Η ομολογία ενός δολοφόνου μέσα σε μια νύχτα» (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)


Ο συγγραφέας Γιόσεφ Ροτ, εβραϊκής καταγωγής, με γραφή ποιητική, τραγικά συναισθηματική,  μας ζωντανεύει μέσα από την ιστορία του ευσεβούς ιεροδιδασκάλου Μέντελ Σίνγκερ και της οικογένειάς του, στα γκέτο του Τσούχνοβο της Ρωσικής αυτοκρατορίας, την ιστορία των εβραίων χωρίς πατρίδα, τον εξοστρακισμό τους από τον τόπο που γεννιούνται, που ανδρώνονται, την οικογενειακή εστία  που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν και τα βάσανα του ήρωα της ιστορίας, ως η παραβολή του πολύπαθου Ιώβ της παλαιάς διαθήκης. Τον  Μέντελ Σίνγκερ βαραίνουν οι ατυχίες, οι θάνατοι, οι αρρώστιες, η φτώχεια, οι ενοχές όμως πιστεύει στον Θεό και περιμένει το θαύμα του μέρα τη μέρα ώρα την ώρα, μέχρι που τα χρόνια έσπρωχναν το θαύμα μακριά τόσο που χανόταν, και ‘κείνος στα εξήντα του χρόνια χάνει την πίστη, θέλει να τα κάψει όλα και φωνάζει:
 «Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω να κάψω έναν μόνον άνθρωπο. Θα τα χάσετε, αν σας πω τι είχα κατά νου να κάψω. Θα τα χάσετε και θα πείτε: τρελάθηκε κι ο Μέντελ, σαν την κόρη του. Αλλά σας βεβαιώνω: δεν είμαι τρελός. Τρελός ήμουν. Πάνω από εξήντα χρόνια ήμουν τρελός, σήμερα δε είμαι». –Πες μας λοιπόν, τι θέλεις να κάψεις! -  «Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!»
Η οικογένεια του Μέντελ απαρτίζεται από πέντε άτομα: τη γυναίκα του τη Δεβώρα πληγωμένη από τα δεινά της οικογένειας, τον Γιόναν, πρώτος γιος, που είναι δυνατός σαν αρκούδα και παρά της πατρικές παραινέσεις να μην στρατευτεί,  πηγαίνει στον πόλεμο, για την πατρίδα όπως λέει, και χάνεται ή αγνοείται όπως τους πληροφορούν, για την πατρίδα. Δεύτερος γιος ο Σεμάργια ο πονηρός, που τα καταφέρνει να φύγει στην Αμερική, γιατί καλύτερα λιποτάκτης παρά στον πόλεμο με τα στρατεύματα της τσαρικής Ρωσίας. Η κόρη η Μύριαμ, επιπόλαιη, και με πρόωρη ερωτική συμπεριφορά, που θλίβει τους γονείς , και τέλος το στερνοπαίδι τους, ο Μενουχίμ, Χ  που γεννήθηκε άλαλο, σακάτικο και ίσα που προφέρει μια και μοναδική λέξη, τη λέξη «μαμά». Το σακάτικο παιδί που το χλευάζουν τα παιδιά στη γειτονιά και τα αδέλφια ντρέπονται∙  η ντελικάτη Μύριαμ με την καρδιά της σφιγμένη από φρίκη και μίσος κοντά στον γελοίο αδελφό της. Όσο για τ’ αγόρια τον άρπαξαν μια μέρα από τα στραβά του πόδια και  έχωναν το κεφάλι ξανά και ξανά, σε ένα βαρέλι με βρόχινο νερό, γεμάτο σκουλήκια και σκουπίδια με την ελπίδα  ότι θα πεθάνει. Ο Μενουχίμ επέζησε. Γερός σακάτης. Η Δεβώρα ζούσε με την ελπίδα του θαύματος, γιατί όπως της είχε πει ο ραβίνος, το παιδί θα γίνει καλά και θα διαπρέψει. Τα χρόνια περνούν τα παιδιά μεγαλώνουν, οι γονείς γερνούν και στην περίπτωση του Μέντελ και της Δεβώρα γερνούν από λύπη.
Ο Μενουχίμ ήταν ο τελευταίος, κακοφορμισμένος καρπός του κορμιού της. Ήταν λες και η κοιλιά της αρνιόταν να γεννήσει κι άλλη δυστυχία…… τα στήθια της μαράθηκαν…. Τα μεριά της βάρυναν, τα πόδια της δυσκολεύονταν να κουνηθούν, λες κι ήταν από μολύβι….. ένας τοίχος από κρύο γυαλί τη χώριζε από τον άντρα της.
Η πρόσκληση του Σαμ, έτσι λένε τώρα τον Σερμάγια στην Ν. Υόρκη, να πάνε στην Αμερική, δεν είναι μόνο ότι η Αμερική είναι ευλογημένη χώρα, δεν υπάρχει καλύτερη για τους εβραίους όπως οι γείτονες τον συμβουλεύουν, αλλά και να ξεφύγει η κόρη τους από το να πλαγιάζει με κοζάκους.
Φεύγουν οι τρεις τους, αφήνουν πίσω τον Μενουχίμ, σε μια φιλική οικογένεια που της παραχωρούν το σπίτι μαζί και το παιδί∙ δεν μπορεί να ταξιδέψει λένε.  Αποχαιρετούν τους γείτονες, το κάρο τους περιμένει. Η Δεβώρα παίρνει άλλη μια φορά τον Μενουχίμ αγκαλιά, τον καθίζει απαλά στο κατώφλι του σπιτιού. Ο γιος της θα μείνει πίσω το θαύμα δεν έγινε. Με το που ξεκινούν τα’ άλογα, εκείνη ουρλιάζει. Το κάρο σταματάει, πηδάει έξω, σωριάζεται δίπλα στον Μενουχίμ και δεν σαλεύει. Φωνάζει, χτυπιέται δέρνεται, στο τέλος παραδίνεται. 
Για τον Μέντελ η Αμερική δεν είναι πατρίδα, νιώθει διωγμένος και μόνος στους σκληρούς και απρόσωπους δρόμους της Ν. Υόρκης. Ο Σαμ στρατολογείται και σκοτώνεται για την πατρίδα, την Αμερική. Η Δεβώρα πεθαίνει ακούγοντας το κακό μαντάτο. Η Μύριαμ είναι στο ψυχιατρείο. Ο γέρος Μέντελ έχει χάσει την πίστη του, θέλει να κάψει τον Θεό. Ο Μακ φίλος του Σαμ, τον βεβαιώνει πως θα φέρει το Μενουχίμ στην Αμερική και θα τον γιατρέψουν. Ο Μέντελ κλείνει τα μάτια ήσυχα και αναπαύεται γαλήνιος.  Το παλιρροϊκό κύμα της δυστυχίας κατέπεσε και το θαύμα έγινε.

Σελ. 97. Η άνοιξη  δεν υπήρχε πια, ούτε το καλοκαίρι. Χειμώνα  έλεγε η Δεβώρα όλες τις εποχές του χρόνου. Μόνο η ελπίδα  δεν εννοούσε να πεθάνει . «θα μείνει σακάτης» έλεγαν οι γείτονες . γιατί οι γείτονες δεν είχαν πάθε κακό. Κι όποιος δεν έχει πάθει κακό, δεν πιστεύει στα θαύματα.

Σελ. 105. Φώναζε όλο και πιο συχνά τη μάνα του∙ τη μοναδικη λέξη που εδώ και χρόνια κατάφερνε να βγάζει από το στόμα του, την επαναλάμβανε ξανά και ξανά, ακόμα κι όταν η Δεβώρα δεν ήταν κοντά του. Ήταν ηλίθιος ο Μενουχίμ! Ηλίθιος! Τι εύκολα που το λέει κανείς. Αλλά ποιος ξέρει σε τι τρικυμία από φόβους κι αγωνίες παράδειρε εκείνες τις μέρες η ψυχή του Μενουχίμ – η ψυχή που ο Θεός είχε κρύψει πίσω από το αδιαπέραστο παραπέτασμα της ηλιθιότητας.  'Α, ναι ο σακάτης ο Μενουχίμ φοβόταν.


                   



Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Νοέμβριος - Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης (Θεσσαλονίκη, 1953) είναι πεζογράφος, δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης και σεναριογράφος.
Έργα του.
·         Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό, Ιανός 1989
·         Η ψίχα της μεταλαβιάς. Ακριανή λωρίδα, Καστανιώτης 1990
·         Η στενωπός των υφασμάτων, Καστανιώτης 1992
·         Πάλι κεντάει ο στρατηγός, Καστανιώτης 1996
·         Γερνάω επιτυχώς, Κέδρος 2000
·         Ουζερί Τσιτσάνης, Κέδρος 2001
·         Επί ψύλλου κρεμάμενος, Κέδρος 2003
·         Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου, Κέδρος 2006
·         Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας, Ελληνικά Γράμματα 2008
·         Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος, Ελληνικά Γράμματα 2009
·         Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, Πατάκης 2011
·         Ουζερί Τσιτσάνης, Πατάκης 2013
·         Νοέμβριος, Πατάκης 2014
               κ.α.
Αγαπημένος συγγραφέας, παραδοσιακός και μοντέρνος, μαγικός και πραγματικός, συγκινητικός όσο και σαρκαστικός, ποιητικός, νοσταλγικός τόσο που σε παρασύρει και ζεις και αγαπάς, τους ήρωές του, τους  γενέθλιους τόπους τους, τα πράγματα, τα ζώα, που μπορεί , ως πορευτικός, να έζησε, να αγάπησε, ή να μελέτησε άλλους που έζησαν, άφησαν ανεξίτηλα ίχνη και ο συγγραφέας μας παρακινεί να τα’ ακολουθήσουμε με την υπέροχη αφηγηματική, Σκαμπαρδωνική του γλώσσα. Σκέψεις μου για το βιβλίο του «Νοέμβριος», που διάβασα πριν από δυο χρόνια και το ξεφυλλίζω τώρα ώστε να το ερμηνεύσουμε αύριο με την ομάδα βιβλιόφιλων Διονύσου.
Τριάντα τρία διηγήματα μικρής φόρμας, ως η επονομασία των μικρών διηγημάτων, που όπως φωνάζει το βιβλίο αρέσει πολύ στον συγγραφέα.

Για τον τίτλο του βιβλίου ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης δηλώνει:
 «Από άποψη ηλικίας είμαι λίγο πριν τον Δεκέμβριο. Αλλά «Νοέμβριος» είναι και μια αίσθηση, τωρινά και παλαιά ρίγη, αναστοχασμός, εγκλεισμός, καταβύθιση. Η ψυχή μου είχε γίνει κουβάρι κι ήθελα να λυτρωθώ. Να μιλήσω τραυλά, αποσπασματικά, σταυρωτά, για τους μεγάλους δασκάλους, τον Μανουήλ Πανσέληνο, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Τάκη Κανελλόπουλο και άλλους. Για εκείνους που μ’ έμαθαν γράμματα στο δημοτικό. Για τους χριστιανούς και τους εβραίους, για τα επιφανή καταστήματα της μνήμης, όπως το βιβλιοπωλείο Μόλχο και το Ντορέ. Για τα μυθικά φαρμακεία της Θεσσαλονίκης. Για τη γυναίκα και το αίνιγμά της. Να υμνήσω δουλοπρεπώς τα σκυλιά, τους σκαντζόχοιρους, τα τρυγόνια κι άλλα ζώα που σέβομαι. Να μιλήσω, μεθυσμένος, για τους φίλους και τους συγγενείς».
Αυτόλυκος:  χαρακτήρας η φύση, το ζώο, ο άνθρωπος, η ελευθερία  άλλά και ο απειλητικός τρόμος της μοναξιάς.
«Τα λυκόσκυλα, φύτρα του και δωσίλογοi, γενίτσαροι και θα τον πάρουνε στο κατόπι μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι. Το ‘χει  δεχτεί. Καλύτερα μια ζωή στην παρανομία, μοναχός, νυχτοπλάνο αγρίμι, με τα χαρίσματα του θηρίου, παρά υποτακτικός του κάθε τσοπάνη».
Θαμπό φανάρι: Αηδόνια, γουρούνια, άνθρωπος ο εκτελεστής των γουρουνιών. Απάνθρωπη η εκτέλεση, ο τρόμος του θανάτου ίσως αν τα γουρούνια είχαν φτερά να ‘χαν ξεφύγει όπως τα αηδόνια, που πετούν τραγουδώντας. 
«Τα ζώα σκλήριζαν, γρύλιζαν, χτυπιόντουσαν, άφριζαν, έκλαιγαν, παγιδευμένα στη μοίρα τους…..  μαζί με τα μουγκρητά των γουρουνιών ακούγονταν να τραγουδούν ευτυχισμένα αηδόνια, πολλά αηδόνια, συνέχεια, ακατάπαυτα».
Το ελάχιστο: «Διάβαζα ένα τεράστιο μυθιστόρημα που δεν διαβάζεται. Κουράστηκα. Μπάφιασα. Πόθησα την απόλαυση του συμπυκνωμένου ελάχιστου –θυμήθηκα τον παππού μου τον Θόδωρο, που στην Αρετσού της Πόλης, κάποτε, επί ώρες έπινε μιαν ολόκληρη νταμιτζάνα ούζο χωρίς ψωμί, χωρίς μεζέ, χωρίς τίποτε, παρά γλείφοντας μόνο το κεφάλι ενός παστωμένου τσίρου»

Στη σκάλα του Μόχλο:  Νοσταλγία για αγαπημένους και άξιους, θύμησες για Ναζί και καταδότες…
 Το βιβλιοπωλείο του Μόχλο, δυο χρόνια κλειστό και γκρίζο, το παλιό βιβλιοπωλείο, των εκατόν είκοσι πέντε χρόνων, όπου αποφεύγει ο αφηγητής μας να περνάει απ’ εκεί γιατί καίγεται η καρδιά του. Το βιβλιοπωλείο του Μόχλο με το θρυλικό πατάρι. Και ξάφνου να ‘το φωτισμένο, κόσμος πολύς. Τα ράφια γεμάτα βιβλία. Στην υποδοχή ο κατοχικός ραβίνος Κόρετζ, μέσα γνωστοί Θεσσαλονικείς Εβραίοι, άλλοι κοκαλιασμένοι, άλλοι ημιθανείς, ντυμένοι με τις ριγέ στολές στρατοπέδων. Να και ο μηχανικός  Σαμ Προφέτα του κιν/φου Ολύμπια, ο συγγραφέας Nehama, οι αδελφοί Κοέν …. Μερικά πρόσωπα χαρούμενα, άλλα αποτρόπαια…. Η σαπισμένη σκάλα γκρεμίζεται, ο κόσμος καταρρέει μαζί της…. Σηκώνεται σκόνη απ’ το δάπεδο, αρχαία σκόνη, γκρίζα.

Στο ΑΤΜ που δίνει ποιήματα: το μηχάνημα που περιέχει ένα εκατομμύριο ποιήματα, γνωστών και αγνώστων ποιητών. Πατάει ο αφηγητής μας στα πλήκτρα ΑΓΝΩΣΤΟΥ, βγάζει  η μηχανή, τυπωμένο σε χαρτί,  ποίημα, είκοσι στροφών του άγνωστου ποιητή με τίτλο:
 Ία MADRE PERLA.
Αφιερωμένο στην Ία την αγαπημένη του ποιητή, του κάθε ερωτευμένου ποιητή θα πρόσθετα.

Επιλέγω  τρεις στροφές:
 Γυαλιστερό κοχύλι της Ερυθράς Θαλάσσης / MADRE PERLA-Μαργαριτομήτωρ

Είσαι ζεστή σαν την κοιλιά μικρής δικαοχτούρας/
Θηλαρχή έφηβης/
κι άνθος αραβοσίτου

Κανείς δεν φτιάχνει σαν κι εσένα /
τις  τηγανητές πατάτες – με γνή σιο ελαιόλαδο

Ο κύριος Cricket ίπταται:  Ορατή η αγάπη του συγγραφέα για τα ζώα και σ’ αυτό το διήγημα για το έντομο το τριζόνι, τον βάζει σε κλουβί ευρύχωρο, τον έχει σαν ραδιόφωνο μόνο που τραγουδάει συνέχεια το ίδιο μοτίβο, ένας δυνατός θόρυβος το σταματάει, μα ξαναρχίζει το ίδιο και το ίδιο, σταματάει απότομα με τη ροκ μουσική και τους “Crickets”  και ξαναρχίζει το τραγούδι με μελωδίες ή όπερες και ιδιαίτερα με την όπερα «Ξέρξης» του Χέντελ. Ναι στο τέλος ο καλός μας αφηγητής αφήνει τον κύριο Cricket σ’ ένα κλαδί δαμασκηνιάς. Το τριζόνι απογειώνεται και
«ύστερα από τρεις μήνες αιχμαλωσία και σχεδόν ακινησία, πρώτα έρχεται η πτήση, η ελευθερία, και μετά το τραγούδι και οι γυναίκες. Πετάει συνέχεια».

Ο  καστανάς της Β’ Δημοτικού:  Ο αφηγητής μας λέει ότι βλέπει τον καστανά, ίδιος ως της εικόνας του αναγνωστικού της Β’ Δημοτικού, ζωγραφισμένη από τον Γιώργο Μανουσάκη. Αγοράζει παραξενεμένος κάστανα και ενώ τα τρώει ξεφυσώντας βλέπει να έρχεται ο διευθυντής του δημοτικού σχολείου, ο κ. Παπαστρατηγόπουλος, βλοσυρός με τον χάρακα στα χέρια, και του φωνάζει: -Σκαμπαρδώνη, πως λέμε τα κάστανα στα αρχαία;-  «Άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου. Βουβάθηκα. Ξεροκατάπια. Με κοιτάζει επιτιμητικά και συνεχίζει: «Διός κάρυα. Πενήντα χρόνια πέρασαν κι ακόμα δεν το ‘μαθες;»
                   ……

Ο Κυρ Μανουήλ Πανσέληνος δεσπόζει:             
Συνεχίζει ο Γιώργος Σκαμαρδώνης με τον γέροντα του Αγ. Όρους που τους ξεναγεί σε έναν υπόγειο ναΐσκο όπου βρίσκεται η ωραιότατη εικόνα του Χριστού-Παντοκράτορος και τους λέει .  «Είναι έργο του κυρ Μανουήλ Πανσέληνου»……………. Δεκαεφτά  χρόνια φυλάω αυτήν την υπόγεια εκκλησιά……  και θαυμάζω τον Παντοκράτορα στον τρούλο. Σκέφτομαι πως αμαρτάνω: πως, πιο πολύ κι από τον ίδιο τον Χριστό, αγαπώ πλέον τον κυρ Μανουήλ Πανσέληνο.


 Και συνεχίζει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης :

-Με έναν μοναχικό λατερνατζή που εγκλωβισμένος στο ασανσέρ, γλυκαίνει καρδιές με τα τραγούδια της λατέρνας του.

-Με τις νευρώσεις του πατέρα του Δημήτρη Μόσιαλου, που έχει ψύχωση με την τάξη και βασάνιζε όλους στην οικογένεια.

-Το χαλάζι που πέφτει ρουκετηδόν καταπάνω στον μοτοσικλετιστή σαν κατάλευκα διαμαντικά…. Μέχρι που βγάζει το μπουφάν για να τον βρει το χαλάζι κατάσαρκα και θυμάται κάτι που έγραψε ο Θανάσης Τζούλης: «Είμαι ένας καντηλανάφτης που γδύνεται μες στο  ποίημα».

-Η εικόνα του Αγ. Γιώργη με φουστανέλα.

-Το κέικ του θείου σε σχήμα  σκαντζόχοιρου.

-Ο βιοτέχνης των κοκάλων παπουτσιών.

-Ο Γιάννη, Ψύλλος το παρατσούκλι του, που είχε μανία με τα γυναικεία στήθη. Και τι είδε κάτω από το σουτιέν της εκρηκτικής, για τους διάσημους μαστούς της, τραγουδίστριας.
- Οι νυχτερίδες που ανεβοκατέβαιναν στον αέρα διαγράφοντας νευρικές τεθλασμένες πορείες..
-το πανέμορφο φαρμακείο του Λαοκόωντα Σαπουτζή, το βάμμα ηλιοτροπίου, η σόδα, η μεταμόρφωση σ’ ένα κρυστάλλινο, πρωσικό μπλε βαθύ ουλτραμαρίνο.
-Άρης – Πάοκ, με γερμανό διαιτητή και τι κρύβεται κάτω από το γήπεδο..
-Το παιδί που βγάζει βόλτα ένα σκύλο με λαιμαριά σκύλου, χωρίς σκύλο.
-τα αυγά σουπιάς και η δολοφονία του αμερικάνου Τζωρτζ Πολκ.
-Ένας γύφτος κλαριντζής.
-Η μακεδονική στολή του τσολιά, του παππού του Στέργιου Τσιούμα.
-ώσπερ πελεκάν, ο θρηνικός ύμνος.
-ο σκηνοθέτης Τάκης Κανελλόπουλος στο «Ντορέ»
-Ο γέρος που ταϊζει μυρμήγκια.
-Το ιαματικό νερό της Ν.Απολλωνίας.
-Ο συνταξιούχος και τα ποτηράκια από ασημόχαρτο στο ταβάνι.
-Ο Σπύρος ο κορνιζάς και η αιτία για την αγάπη του σε μια αφίσσα.
-Ο Σμυρναίος διακοσμητής όπλων και ο Τούρκος τσαούσης.
-στην καταπράσινη πλαγιά τα φωτοβολταϊκά πάνελ.
-το φαρμακείο Πεντζίκη και το Αλγκόν.
-Οι μεθυσμένοι και τα στεφάνια του Ηρώου των Πεσόντων.
-Ο παπάς που ψαρεύει παρέα με τα δελφίνια.

Ένα βιβλίο εκατόν πενήντα περίπου σελίδων που αξίζει να διαβαστεί.