Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

"Κολυμπώντας" της Τζούλι Οτσούκα

 

Κολυμπώντας

της Τζούλι Οτσούκα

μετάφραση Θωμάς Σκάσσης

εκδόσεις: Πατάκης

(11.04.2024)

 

 Η Τζούλι Οτσούκα γεννήθηκε το 1962 στην Καλιφόρνια, είναι Ιαπωνικής καταγωγής. Ασχολήθηκε για αρκετά χρόνια με τη ζωγραφική και στα τριάντα της στράφηκε στη μυθοπλασία. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και το μυθιστόρημά της «Κολυμπώντας» τιμήθηκε με το Andrew Carnegie Medal for Excellence in Fiction.

Μυθιστόρημα σε δυο μέρη, το πρώτο συλλογικό, το δεύτερο πιο στοχαστικό.  Ρεαλιστικές περιγραφές, ποιητικό, τρυφερό, συγκινητικό κείμενο, με ριπές χιούμορ.

Το υποσυνείδητο κολυμπάει στα βαθιά, ξεχνώντας την  καθημερινότητα και τα προβλήματα της επιφάνειας ή αν θέλετε του έξω κόσμου. Μια ομάδα ανθρώπων, με διάφορα επαγγέλματα και σε διάφορες ηλικίες κολυμπούν σε ένα ιδιωτικό κολυμβητήριο, φτιαγμένο βαθιά μες στη γη. Δεν γεμίζουν κανένα κενό, γιατί κανένα κενό εκεί μέσα δεν υπάρχει, υπάρχουν οι ίδιοι να κολυμπούν στο γεμάτο με χημικά νερό, να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον μόνο για τη διαδικασία και τους όρους της κολύμβησης, ως ο επιτηρητής τους επισημαίνει, να ξεχνούν τα προβλήματα της δουλειάς, της οικογένειας και γενικότερα της κοινωνίας. Εκεί μέσα δεν βλέπουν, δεν αισθάνονται τίποτε άλλο παρά μόνο την ευχαρίστηση της κολύμβησης, οι κολυμβητές έχουν γίνει μια οικογένεια. Χώνονται ξανά και ξανά στο κενό που δεν γεμίζει, ξεφεύγουν της συλλογικής ευθύνης, αναζωογονούνται, όπως και  κάποια Άλις, με αρχή άνοιας, που σιγά σιγά βυθίζεται στην άβυσσο της λήθης.

Τις αναπόφευκτες διαδρομές της ανθρώπινης ύπαρξης, μέχρι την εκπνοή της, ακολουθούν οι κολυμβητές βήμα το βήμα, μέχρι που κάποια ρωγμή στον πάτο της πισίνας τους τρομοκρατεί. Η ρωγμή όχι μόνο καταστρέφει την πισίνα, αλλά καταπίνει την ανθρώπινη ισορροπία οδηγώντας την στην κατηφόρα του έξω κόσμου, που είχε ξεχάσει μες στο νερό. Συνάμα εμφανίζονται στο φως της μέρας, όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα διαρκούς ανησυχίας που κατατρύχουν τον άνθρωπο και τον καθηλώνουν, αφαιρώντας του λίγο λίγο τη μνήμη, τη μιλιά, τη διαύγεια της διαχείρισης ακόμα και των πιο απλών κινήσεων για τη λειτουργία ενός σώματος που ενώ είναι μες στη ζωή, στροβιλίζεται στη νεκροειδή της πλευρά. Άραγε η ύπαρξη της ρωγμής είναι το έναυσμα για αναστάτωση ή αφανισμό κατά τα άλλα ενός ήρεμου ή ευχάριστου μέρους του προγράμματος ζωής;

Με ένα καταπληκτικό ρυθμό γραφής, η συγγραφέας, εναλλάσσει τα γεγονότα, μια στο σκοτάδι, μια στο φως, με αναφορά στις κοινωνικές αδικίες, στην ανθρώπινη επικοινωνία και στο συναίσθημα.

Η ρωγμή στην ψυχή της Άλις, ολοένα πλαταίνει, ζωντανεύοντας διάφορα γεγονότα της ζωής της, μέχρι που τ’ αφήνει να βυθίζονται, να χάνονται σ’ έναν κόσμο που αγνοεί πώς να επικοινωνήσει μαζί της ή πώς να τη βοηθήσει να επανέλθει στον κόσμο που την έπλασε. Μέσα στη μαύρη σύγχυση μιας κατακερματισμένης μνήμης, χωρίς μιλιά, χωρίς φως και χρώμα, ένα στοργικό χέρι αφοσιώνεται αποκλειστικά σ’ αυτήν. Είναι η στοργική συμπεριφορά της κόρης της, που μπορεί και της ξυπνά θύμησες αγάπης, θαυμασμού, θάρρους κάποιου δικού της ανθρώπου και ίσως την διεγείρει να μιλήσει, όπως τα μάτια της λαχταρούν.

 

Τζένη Μακαριάδη.

 

 

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ Των Κεχαϊδη Δημήτρη & Ελένης Χαβιαρά

 

                                                            Για τη Δημοτική Λέσχη Ανάγνωσης Διονύσου

της  Τζένης Μακαριάδη

 

ΘΕΑΤΡΟ

              

                ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ

               Των Κεχαϊδη Δημήτρη & Ελένης Χαβιαρά

 

                               Δημήτρης Κεχαϊδης (1933 Τρίκαλα-2005 Αθήνα).

Ελένη Χαβιαρά, εξ Αιγύπτου, Θεατρολόγος, καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών,  σύζυγος του Κεχαϊδη Δημήτρη.

 

 

Το θεατρικό έργο ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ, γράφτηκε το 1995. Είναι επικεντρωμένο σε γυναικεία θέματα από τους συγγραφείς Κεχαϊδη και Χαβιαρά,  για τέσσερις γυναίκες που τις φοβίζει η ανασφάλεια και η μοναξιά.

Οι Συγγραφείς Κεχαϊδης και Χαβιαρά, θίγουν τα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα, παρακολουθώντας τις ατέλειωτες συζητήσεις μεταξύ γυναικών που συνδέονται με αμοιβαία φιλικά αισθήματα. Είναι γυναίκες μέσης ηλικίας που έχουν προγραμματίσει να ταξιδέψουν στην Ταϋλάνδη για ταξίδι αναψυχής, ίσως και ταξίδι απελευθέρωσης.

 Με πολύ χιούμορ και πολύ αγάπη οι συγγραφείς μάς παρουσιάζουν γυναίκες που τις βαραίνει η ηλικία, η μοναξιά και η ανασφάλεια. Ψυχογραφούν την γυναικεία αδημονία της καθημερινότητάς τους. Τέσσερις χαρακτήρες, άνθρωποι λαϊκών στρωμάτων, όπως συνηθίζει ο Κεχαϊδης να αναφέρει στα έργα του, θίγοντας με υπερβολή, γκροτέσκο, την ακατάσχετη πολυλογία μεταξύ των τριών φιλενάδων, της Αλέκας, της Φωτεινής και της Μάρως, καθώς και της νεαρής Ηλέκτρας, κόρης της Αλέκας, που δίνει διάφορες λύσεις στις τρεις συζητήτριες, υπονομεύοντας τις απόψεις τους, για δικό της όφελος, που δεν είναι παρά να φύγουν οι τρεις τους το συντομότερο δυνατό ταξίδι στην Ταϋλάνδη, ώστε να μείνει το σπίτι ελεύθερο στη διάθεσή της.

 Η αλληλεπίδραση της γνώμης τους, για τα ερωτικά της κάθε μιας ξεχωριστά, μυστικά μεν, αλλά και πολύ φανερά, αφού η πολυλογία μέχρις κορεσμού, εκμηδενίζει κάθε τι κρυμμένο.

 Οι επαναλήψεις, οι νευρώσεις του λέγειν τους, καταδεικνύει την  ανία, την μοναξιά, το άγχος εύρεσης συντρόφου, τα μυστικά που κλωθογυρίζονται και στο τέλος φανερώνονται, η σχετική ευμάρεια της εποχής, η ανάγκη για φυγή, δείχνουν τις γυναίκες χειραφετημένες, αλλά και εξαρτημένες από τον άνδρα. Αυτοσαρκαστικό και φαιδρό. Το πολιτικό υφέρπει, η γυναίκα που θέλει να φύγει από τη μοναξιά της και στο τέλος μένει, η ανασφάλεια, η δουλειά, ο καλλωπισμός, η ανάγκη να ακουμπήσει κάπου, η φιλία, η υποτίμηση της ηλικίας, όταν ο άντρας τις αποκαλεί μαραμένες εφόσον ξεπέρασαν τα είκοσι, ο φόβος της αγαμίας, ο φόβος του γήρατος. Ένα έργο που μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς δράμα και κωμωδία μαζί, καθώς και φυλάκιση και ίσως τρόπους απελευθέρωσης.

Διάλογοι ξεκαρδιστικοί, και σημαντικό μέρος του έργου, το πώς χειραγωγείται η γυναίκα από τα παιδικάτα της και μαθαίνει τρόπους, όπως ο καλλωπισμός, για να αρέσει στον άντρα.

Έργο φανταστικό, έργο υπαρκτικό, που ισορροπεί σε δράμα και κωμωδία. Το χιούμορ, η απόγνωση, η εξάρτηση η νεύρωση του ανθρώπου-γυναίκα σε ώριμη ηλικία. Γυναίκες, που θέλουν και δεν θέλουν να ξεφύγουν, γυναίκες εγκλωβισμένες σε αδιέξοδα, αφού πάντα, και ενδόμυχα περιμένουν αυτόν, που αγάπησαν, που χώρισαν, που ξανάσμιξαν, αυτόν τέλος πάντων που αποφασιστικά τις προσδιόρισε.

                                             <<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<

 

 

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Η τριλογία της Κοπεγχάγης, της Τόβε Ντιτλέουσεν, εκδ. Πατάκη. Μετάφραση Κατερίνα Σχινά

 

                                                                                                                                                                                                                            

Η τριλογία της Κοπεγχάγης, της Τόβε Ντιτλέουσεν, εκδ. Πατάκη.

                        Μετάφραση Κατερίνα Σχινά

 

Η Τόβε Ντιτλέουσεν γεννήθηκε το 1917 στο Βέστερμπρο της Δανίας και σε ηλικία πενήντα οκτώ χρόνων, αυτοκτόνησε.

 

Η τριλογία της Κοπεγχάγης, είναι κάτι ανάμεσα σε αυτοβιογραφία και αυτομυθοπλασία της συγγραφέως, Τόβε Ντιτλέουσεν, η οποία αφηγείται τη ζωή της, σε τρία βιβλία, στο πρώτο τα παιδικάτα της, στο δεύτερο τα νιάτα της και στο τρίτο και τελευταίο την εξάρτησή της από ναρκωτικά, που επέφερε και το τέλος της. Ένα δραματικό ταξίδι ζωής, για ένα κορίτσι που αποστρέφεται την καταπιεστική πραγματικότητα και μάχεται με δικούς του όρους να επιβιώσει. Προσοντούχα, αφ’ εαυτής, μεταφέρει στο μαγικό σακίδιο του πνεύματός της πλούτο λέξεων με ποιητικές και λογοτεχνικές ιδιότητες, που θα την συμπαρασύρουν στην απομάγευση των ψευδαισθήσεων της πραγματικότητας για δρόμους προοπτικής, εξέλιξης και δημιουργικότητας

 

Γεννιέται σε φτωχογειτονιά του Βέστερμπρο, Κοπεγχάγης, ανάμεσα σε λαϊκό και εργατικό κόσμο. Οι πρώτες καλές εικόνες των παιδικών της χρόνων είναι η όμορφη μαμά που συχνά πυκνά κλείνεται στη μοναχικότητά της, ξεχνώντας την ύπαρξη της μικρής Τόβε. Ο στενός χώρος του σπιτιού, κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με τους γονείς, της δίνει την εμπειρική δυνατότητα γνώσης, αναφορικά με το απόρρητο της ερωτικής συμπεριφοράς των αντρόγυνων. Οι οικονομικές δυσχέρειες της οικογένειας, τα μυστικά που την κατακλύζουν, τα φέρει με μια υποκριτική μάσκα, ώστε να μοιάζει με τ’ άλλα παιδιά και να μην καταλογίζουν την φημολογούμενη αλλοκοτιά της. Κρύβεται πίσω από μάσκα προσποίησης και προστασίας συνάμα. Στιγμές ευφροσύνης, τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και κάποια βιβλία που καμιά φορά βρίσκονται στα χέρια της. Στη σκέψη της ρέουν λέξεις, που δεν θα αργήσει να της τιθασεύσει ποιητικά. Στην περίπτωση της συγγραφέα δεν θα λέγαμε ότι είχε όμορφα παιδικά χρόνια, αφού οι οικονομικές ανέχειες της οικογένειας, την έκαναν να σταματήσει, δεκατετράχρονη ακόμα, το σχολείο.

 

Τα νιάτα (β’ σύγγραμμα)

 

Η μάσκα της διαφορετικότητας πέφτει όταν κατόπιν υποδείξεως φίλης, φτιάχνει τα δόντια της, τώρα δεν περνά απαρατήρητη από βλέμματα θαυμασμού και περιέργειας. Είναι όμως διαφορετική όπως η ίδια επιμένει αφού διαβάζει ότι πέφτει στο χέρι της και γράφει, γράφει μανιωδώς ποιήματα. Μια ματιά αποδοχής στα ποιήματά της είναι για ‘κεινη η ορμητική παρότρυνση να εισβάλλει στον ωκεάνιο λογοτεχνικό τόπο και να κατακτήσει, έστω και μετά θάνατο, όπως γνωρίζει ο αναγνώστης/στρια, μια σπουδαία και τιμητική θέση, αφού παιδεύεται και υποφέρει πρωτύτερα, εφ’ όσον δεν δημοσιεύονται τα ποιήματά της.

 

Εξάρτηση  (γ’ σύγγραμμα)

 

Παντρεύεται τέσσερις φορές, κάνει ένα παιδί, και πορεύεται με γραφή, παιδί, παρέες, αλκοολισμό, φλερτ, εκτρώσεις, που απαγορεύονται την 10ετία του ’30. Πόνοι σωματικοί και ψυχολογικοί απαλαίνουν, όταν ο τρίτος σύζυγος - γιατρός- εθισμένος στις ουσίες, την συνηθίζει σε διεγερτικές ενέσεις που καταστρέφουν την ίδια και τον γάμο τους. Ηττάται μαχόμενη με τον εθισμό, μέχρι τέλους της ζωής της κατόπιν αυτοχειρίας. Η αυτοχειρία εκτός κειμένου, όπως οι αναγνώστες γνωρίζουν από την βιογραφία της.

 

Δραματικό έργο με ριπές, όπου δει, χιούμορ. Βιώματα, επινοήσεις, η καθημερινότητα ενός ονειροπαρμένου κοριτσιού της εργατικής τάξης. Εξομολογητική φωνή, ψυχρή φωνή, ανάλογα την ηλικία και την εποχή της. Καταπληκτική γραφή, μιλάει από το σήμερα και καθηλώνεται στην βιωματική ηλικία. Έμφυλη λογοτεχνία, το υπαρξιακό γίνεται συλλογικό, ποιητικό μες στην αφήγηση. Η τάση της συγγραφέα να εξελίσσει στο έπακρο τις ικανότητες και δυνατότητές της για να κερδίσει τη μάχη με τον εαυτό, στοχεύει στην εκτίμηση του ίδιου εαυτού και των άλλων.

 

Ανθολόγημα:

 

Το σαλόνι είναι μια νησίδα φωτός και ζεστασιάς για πολλές χιλιάδες βραδιές- οι τέσσερίς μας είμαστε πάντα εκεί, όπως οι χάρτινες κούκλες που στέκονται στον τοίχο πίσω από τις κολώνες του κουκλοθέατρου που έφτιαξε ο πατέρας μου από μια μακέτα που βρήκε στο familie Journalern. Είναι πάντα χειμώνας, κι έξω στον κόσμο έχει παγωνιά, όπως στην κρεβατοκάμαρα και την κουζίνα. Το σαλόνι πλέει στον χώρο και τον χρόνο και η φωτιά βρυχάται στη σόμπα. Αν και ο Έντουϊν κάνει πολύ θόρυβο με το σφυρί του, όταν ο πατέρας μου γυρίζει μια σελίδα του απαγορευμένου βιβλίου, ο ήχος μοιάζει πολύ πιο δυνατός. Αφού έχει γυρίσει πολλές σελίδες, ο Έντουιν κοιτάζει τη μητέρα μου με τα μεγάλα καστανά του μάτια κι αφήνει κάτω το σφυρί. «Δεν θα τραγουδήσει κάτι η Μητέρα;» λέει. «Εντάξει απαντά η μητέρα μου χαμογελώντας του, και αμέσως ο πατέρας μου αφήνει το βιβλίο πάνω στην κοιλιά του και με κοιτάζει σαν να θέλει κάτι να μου πει. Αλλά εκείνο που θέλουμε να πούμε ο ένας στον άλλο δεν θα ειπωθεί ποτέ. Ο Έντουιν πετάγεται πάνω και δίνει στη μητέρα μου το μοναδικό βιβλίο που είναι δικό της και την ενδιαφέρει. Είναι ένα βιβλίο με τραγούδια για τον πόλεμο. Στέκεται σκύβοντας από πάνω της όσο εκείνη το ξεφυλλίζει, κι ενώ φυσικά δεν αγγίζουν ο ένας τον άλλο, είναι μαζί με τρόπο που αποκλείει τον πατέρα και εμένα. Μόλις η μητέρα μου αρχίζει να τραγουδάει, ο πατέρας μου αποκοιμιέται  με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο απαγορευμένο βιβλίο. Η μητέρα μου τραγουδάει δυνατά και τσιριχτά, σαν να μη συνδέεται με τις λέξεις που τραγουδάει.

Μητέρα-είναι η Μητέρα;

Βλέπω πως έχει κλάψει.

Έρχεσαι από μακριά, δεν έχεις κοιμηθεί.

Είμαι χαρούμενος τώρα. Μην κλαις, μητέρα.

Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, αψηφώντας τούτη τη φρίκη.

 

Όλα τα τραγούδια της μητέρας μου έχουν πολλούς στίχους, και, προτού φτάσει στο τέλος του πρώτου, ο Εντουιν αρχίζει να βαράει ξανά το σφυρί του και ο πατέρας μου ροχαλίζει δυνατά.

 

 Τζένη Μακαριάδη,

για την Λέσχη Ανάγνωσης Διονύσου

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Ο μοναχικός του Ευγένιου Ιονέσκο (1909 Ρουμανία - 1994 Γαλλία) εκδόσεις: Κυψέλη

 

                                             Ο μοναχικός

                                              του Ευγένιου Ιονέσκο (1909 Ρουμανία - 1994 Γαλλία)

                                                    εκδόσεις: Κυψέλη

 

 

Ο Ευγένιος Ιονέσκο είναι ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Μαζί με τους Σάμουελ Μπέκετ, Ζαν Ζενέ και Αρτύρ Αντάμοφ, θεωρούνται εκπρόσωποι του Θεάτρου του Παραλόγου, μια από τις δυο κυριότερες τάσεις του γαλλικού μεταπολεμικού δράματος. Αν και ο Ιονέσκο προτιμούσε τον όρο Θέατρο της Χλεύης. Είναι επηρεασμένοι από τον Μπέκετ αναφορικά με ψυχαναλυτικές και μαρξιστικές θεωρίες.

Οι επιρροές του συγγραφέα αντλούνται από τον βωβό κινηματογράφο, το βωντβίλ, τον ντανταϊσμό, τον σουρεαλισμό και την φιγούρα του κλόουν. Τέλος, ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, αυτοβιογραφικά έργα και δοκίμια θεωρίας θεάτρου. To 1970 ανακηρύχθηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1994 σε ηλικία 84 ετών, περνώντας στην ιστορία ως μια από τις κεντρικότερες φιγούρες της γαλλικής δραματουργίας του 20ου αιώνα.

Μερικά από τα έργα του είναι: η Φαλακρή Τραγουδίστρια, οι Καρέκλες, ο Ρινόκερος, Macbett κ.α..

 

 Ευανάγνωστο βιβλίο, αντιφατικό, στοχαστικό χωρίς ελπίδα, συνάμα αληθινό.

 

Διαβάζοντας τα έργα και τα βιωματικά του συγγραφέα, μας εντυπωσιάζει η υπεροχή του σκέπτεσθαι, της γραφής, η αμεσότητα, η ειλικρίνεια εναντίον της εποχής του, και άλλα στοιχεία, σαν πλάγια έκφραση της αυτοβιογραφίας του.

«Ο μοναχικός», βιβλίο του παραλόγου και της αποξένωσης.

 

Ψυχολογικό και υπαρξιακό το θέμα, γύρω από τον θάνατο, τον έρωτα, τη ζωή κι αν αυτή έχει κανένα νόημα. Ιδιαίτερη βαρύτητα στοχασμού και σκέψης στο δεύτερο μέρους του μυθιστορήματος.

 

Ο ήρωας του βιβλίου δεν έχει αίσθηση του ανήκειν. Εκείνο που έχει είναι οι συνήθειές του, η υποχονδρία του, οι νευρώσεις, ο μηχανιστικός υλισμός.. πλήττει, κλείνεται στη μοναχικότητά του και στην ανοησία του, όπως ο ίδιος παραδέχεται. Αντιλαμβάνεται τη ζωή σαν φυλακή. Η ζωή για τον ήρωα είναι παράλογη και δεν μαθαίνεις τίποτα, ούτε και τον λόγο που ζεις. Επισημαίνει την υποκρισία, τον ανταγωνισμό, την μοναξιά, τα αδιέξοδα, την κατάθλιψη- αποτελέσματα ζωής παράλογης χωρίς χαρά, με ταξικές διαφορές, τις θέσεις του καθένα στην κοινωνία, το παράλογο του πολέμου της σφαγής εκατομμυρίων ψυχών. Κυκλοφορούμε αόρατοι χωρίς σκοπό, υπακούμε σε θεσμούς που μας υποβιβάζουν, μας εξευτελίζουν, δεν σπάμε τα δεσμά της φυλακής και συνεχίζουμε… άραγε μας βολεύει;

 

Απανθίσματα:

 

Ίσως να είναι μια ανόητη αλαζονεία που θέλω να σκεφτώ αυτό που δεν πρέπει να σκεφτόμαστε. Μα δεν υπάρχει αλαζονεία, τι είναι η αλαζονεία; Το ζήτημα είναι ότι εγώ δεν μπορώ να κάνω βήμα. Νομίζω πως έχω φτάσει στον τοίχο του κόσμου, ας ξεχάσουμε τι υπάρχει πέρα από τον τοίχο. Δεν το παίρνω απόφαση να κάνω βήμα από τον τοίχο. ίσως είναι κάποια ασθένεια. Έχω απομείνει ολομόναχος μπροστά σ’ αυτόν τον τοίχο. Ολομόναχος σαν ηλίθιος. Εκείνοι έχουν προχωρήσει, οργανώνουν μάλιστα και κοινωνίες, περισσότερο ή λιγότερο καλά, είναι αλήθεια, και υπάρχουν απίθανες μηχανές. Εγώ κάθομαι  απλώς και  κοιτάζω τον τοίχο και γυρίζω την πλάτη μου στον κόσμο. Είχα ήδη βάλει σκοπό, μάλιστα, να μη σκέφτομαι, μιας και δεν μπορούμε να σκεφτούμε. Παράξενο, πιστεύουν πως ο κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, πιστεύουν πως όλα αυτά είναι στ’ αλήθεια φυσικά ή φυσιολογικά, δεδομένα. Κι αυτοί είναι οι σοφοί κι εγώ ο βλάκας, ο αδαής. Είμαστε σε μια φυλακή, βέβαια, είμαστε σε μια φυλακή. Επειδή θέλω να τα μάθω όλα, γι αυτό δεν ξέρω τίποτα. Άραγε θα καταφέρουν να δώσουν την απάντηση; Μετά από δεκάδες ή εκατοντάδες γενιές θα συλλάβουν το ασύλληπτο, θα μπορέσουν να φανταστούν αυτό που δεν γίνεται να το φανταστεί κανείς. Αν δεν σταματάνε να δουλεύουν, να παίρνουν το λεωφορείο, να γράφουν βιβλία, να κάνουν λογαριασμούς, να αναχωρούν με σκοπό την  κατάκτηση των άστρων, αν τα μικροσκόπια ανακαλύπτουν πως υπάρχει κάτι το απειροελάχιστο, είναι επειδή πρέπει να νιώθουν με τρόπο ασυνείδητο και φυσικό πως θα τα καταφέρουν. Μα εγώ έχω την εντύπωση πως στηρίζονται στο τίποτα κι αυτό επίσης είναι μονάχα μια λέξη.

 

Κοιτάζοντας τον ουρανό, προσπαθούσα πάντα να διακρίνω τι υπάρχει πέρα απόν τον ουρανό. Υπάρχω άραγε «εγώ»; Κι ωστόσο το «εγώ» ήταν εκεί, ανάμεσα σε δυο άπειρα, το μεγάλο και το μικρό. Τι ήμουν; Από τη μια μεριά ένα σημείο. Από την άλλη, ένα συνονθύλευμα γαλαξιών. Σύμπαντα γεννιούνταν μέσα μου, εξαπλώνονταν, εκφυλίζονταν, πέθαιναν. Ήμουν γαλαξίας, ήμουν δισεκατομμύρια αιώνων για κάποια κοσμικά συστήματα. Ήμουν δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια χιλιόμετρα για όντα που δεν γνώριζα, δισεκατομμύρια όντα αναδεύονταν μέσα μου, αγανακτούσαν, εξεγείρονταν, μάχονταν, αγαπιούνταν, μισιούνταν. Ναι, όλα αυτά βρίσκονταν μέσα μου.

 


 

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΜΑΓΟΣ του COLM TOIBIN

 

                     Ο Μάγος

             του Colm Toibin (1955 Ιρλανδία)

           Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ. Μετάφραση : Αθηνά Δημητριάδου.

 

 

Διάβασα το βιβλίο -παρότι τα βιβλία «τόμοι», απλά τα ξεφυλλίζω- μόνο και μόνο  για τον συγγραφέα –που θαυμάζω- Κολμ Τομπίν, αλλά και το θέμα του, η βιογραφία του Νομπελίστα συγγραφέα Τόμας Μαν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα.

Ο Ιρλανδός Colm Toibin, είναι μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας..  

Έχει γράψει πολλά έργα, με βασικά θέματα την Ιρλανδική κοινωνία, η ζωή στο εξωτερικό, η διαδικασία της δημιουργικότητας, η ομοφυλοφιλία και η διαφύλαξη της ατομικής ταυτότητας.

Μερικά από τα έργα του, είναι:

-Η διαθήκη της Μαρίας

-Σπίτι με ονόματα

-Μπρούκλιν.

-Νόρα Γουέμπστερ

      κ.α.

 

Ο συγγραφέας Colm Toibin μεγάλωσε σε οικογένεια πολιτικοποιημένη, δεδομένου ότι ο παππούς και ένας θείος του ήταν μέλη του IRA. Μετά τη βιογραφία του Χένρι Τζέιμς, έγραψε το βιβλίο «Ο Μάγος» που αναφέρεται στη βιογραφία του Τόμας Μαν.

 

Ο «Μάγος» δεν είναι άλλος παρά ο συγγραφέας Τόμας Μαν, σκωπτικό παρανόμι που του έβγαλαν τα παιδιά του και δεν τον ενοχλούσε καθόλου.

 

Ο Κολμ Τομπίν, μας περιγράφει με ροή λογοτεχνική, διάλογοι και αφήγημα,  την ζωή του Τόμας Μαν κινηματογραφικά. Οι εικόνες είναι ανάγλυφες, μυρίζουν προβλήματα και μη της «la Sagrada Família» του μεγάλου Τόμας Μαν. Ιστορεί, βασισμένος σε αληθινά γεγονότα, την ζωή ογδόντα χρόνων, περίπου, που έζησε ο μεγάλος συγγραφέας, από την εφηβεία του, στην γενέτειρά του, Λίμπεκ της Βόρειας Γερμανίας, μέχρι το 1950, όπου επισκέφτηκε τα πάτρια εδάφη, και αναθυμόταν οικογενειακά, κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, στο παραθαλάσσιο Τραβεμούντε. Το 1952 επέστρεψε στην Ελβετία όπου μετά τρία χρόνια, πέθανε.

 

Ο Τόμας Μαν, ήταν γιός του Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της Βραζιλιάνας συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα, γεννήθηκε στο Λίμπεκ της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875 και πέθανε στις 12 Αυγούστου 1955 στην Ελβετία.

 

Τιμήθηκε το 1929 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, πρωτίστως για το έργο του Μπούντενμπροκς και δευτερευόντως για Το μαγικό βουνό, καθώς και για τα διηγήματά του. Το 1935 το Χάρβαρντ ανακήρυξε εκείνον και τον Αϊνστάιν επίτιμους διδάκτορες και ο δρόμος για την Αμερική είναι η μόνη ασφαλής επιλογή, εφ’ όσον ο Χιτλερισμός είναι άκρως αντίθετος του φλεγματικού του χαρακτήρα. Ο ίδιος πιστεύει ότι η αυτοεξορία του είναι κάτι που δεν συγχώρησε ποτέ η Γερμανία.

 

Τον Ιανουάριο του 1934, το υπουργείο Εσωτερικών του κρατιδίου της Βαυαρίας ανακάλεσε τη γερμανική υπηκοότητα του μυθιστοριογράφου Τόμας Μαν, εν μέρει λόγω της συμμετοχής του στη “Γερμανική Επιτροπή υπέρ της Παλαιστίνης” και της υποστήριξής του στον κύριο στόχο της, τη χρηματοδότηση της εγκατάστασης Εβραίων στην Παλαιστίνη.  

Η διακήρυξή του για τον αντισημιτισμό ισχύει μέχρι τις μέρες μας.

Κυρίες και Κύριοι,

Η χώρα αυτή έχει την ειλικρινή επιθυμία να βρει την αλήθεια πίσω από τις ειδήσεις· να μάθει την πραγματική ιστορία που κρύβεται στη συγκυρία. Διαθέτει ακόμη και θεσμούς αφιερωμένους αποκλειστικά στην αποκάλυψη της ξένης προπαγάνδας. Ποια είναι λοιπόν η πραγματικότητα όσον αφορά τον αντισημιτισμό; Διότι δεν μπορούμε να τρέφουμε αυταπάτες: η συγκεκριμένη μορφή φυλετικού μίσους δεν περιορίζεται μόνο στον απόλυτο τρόμο τον οποίον παράγει — και μάλιστα σε κλίμακα που ξεπερνά οποιαδήποτε προηγούμενη ακρότητα γνωρίσαμε. Ούτε κατά διάνοια. Ο αντισημιτισμός του σήμερα, ο αποτελεσματικός αν και τεχνητός αντισημιτισμός της εποχής της τεχνολογίας, δεν είναι ένα αυθύπαρκτο αντικείμενο, παρά το εργαλείο που σκοπό έχει να ξεβιδώσει μία μία τις βίδες του μηχανισμού του πολιτισμού μας. Για να χρησιμοποιήσω μια επίκαιρη παρομοίωση, ο αντισημιτισμός είναι σαν μια χειροβομβίδα που κάποιος πέταξε από την άλλη πλευρά του φράχτη για να φέρει χάος και αναστάτωση στο στρατόπεδο της δημοκρατίας. Αυτός είναι ο πραγματικός, ο κύριος σκοπός του.

 

Τα γεγονότα όπως με ακριβείς λεπτομέρειες μας αφηγείται  ο «ος τα πανθ’ ορά» αφηγητής σε καθηλώνουν. Οι εικονοποιητικές περιγραφές σε προκαλούν και είσαι στον ίδιο χώρο, στον ίδιο τόπο, ζεις την καθημερινότητά τους, ταξιδεύεις μαζί τους, βλέπεις τις λεπτομέρειες των προσώπων τους, ακούς τη μουσική τους, όπως του Μάλλερ, (φίλος του Τόμας), του Βάγκνερ κα., οσμίζεσαι τις σκέψεις, τον χαρακτήρα, τις συμπάθειες, αντιπάθειες και πως τις εκφράζονται, κι ακόμα τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, τις οποίες ο αφηγητής περιγράφει γλαφυρά.

 

Ο Τόμας Μαν, παρότι ομοφυλόφιλος, παντρεύτηκε την πάμπλουτη μαθηματικό Κάτια Pringsheim, γερμανοεβραϊκής καταγωγής, έκαναν έξι παιδιά και έμειναν μαζί μέχρι θανάτου.

 

Ο Τόμας έζησε μεταξύ του πρώτου και δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.

Ο παντογνώστης αφηγητής έχει περιγράψει τα παιδιά του Τόμας Μαν, τους φίλους, γνωστούς και συγγενείς του, από τα παπούτσια που φορούσαν μέχρι και τα καπέλα τους. Είναι σαν μια ταινία εποχής για τον κόσμο που αλλάζει, τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της Ευρώπης μετά τον ΒΠΠ και πώς ο Τόμας τα βλέπει συγγράφοντας. Είναι σίγουρα αντικομμουνιστής, όπως το βεβαιώνει στις αμερικανικές αρχές, όσο είναι και εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού και παροτρύνει την εργατική τάξη να αντισταθεί στον Χίτλερ.

 

Δυο λόγια για τα τέκνα του Τόμας Μαν, κατά σειρά ηλικίας

 

Η πρωτότοκη Έρικα Μαν. (1905-1969)

Δηλωμένη λεσβία, παντρεύτηκε τον άγγλο ποιητή Ωντέν και παρέμειναν φίλοι μέχρι θανάτου. Εκρηκτική προσωπικότητα, ασχολήθηκε με τα γράμματα και τις τέχνες όπως και τ’ αδέλφια της. Κυνηγήθηκε, άγρια από τους Ναζί καθώς και η οικογένεια της. Λεπτομέρειες της προσωπικότητάς της, έξω και μέσα στην οικογένεια Μαν, περιγράφει ο Κολμ Τομπιν.

 

Κλάους Μαν (1906-1949) συγγραφέας. Η σχέση του με την Έρικα ξεπερνούσε τα όρια της αδελφικής αγάπης.

 

Ο Γκόλο Μαν (1909-1994)  ιστορικός και δοκιμιογράφος. Είχε ολοκληρώσει διδακτορικό στη φιλοσοφία.

 

Μόνικα Μαν  (1910–1992) συγγραφέας και μουσικός. Παντρεύτηκε το 1939 αλλά έχασε τον σύζυγό της τον επόμενο χρόνο, όταν το πλοίο με το οποίο ταξίδευαν στον Καναδά βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο. Όχι από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Τόμας Μαν και της οικογένειας.

 

Ελίζαμπεθ Μαν (1918-2002) διεθνώς αναγνωρισμένη εμπειρογνώμονας στο ναυτικό δίκαιο και πολιτική και την προστασία του περιβάλλοντος.

 

Μίχαελ Μαν (1919-1977) Μουσικός.

 

Απάνθισμα: ένα κομμάτι του λόγου του Τόμας Μαν, στο Σικάγο των ΗΠΑ.

«Στέκομαι εδώ μπροστά σας όχι μόνον ως συγγραφέας ή ως πρόσφυγας που δραπέτευσε από την πιο ανηλεή δικτατορία που γνώρισε ποτέ η Ιστορία, στέκομαι εδώ ως άνθρωπος και απευθύνομαι σ’ όλους εσάς, άνδρες και γυναίκες, σας μιλώ για την κοινή μας αξιοπρέπεια, για το εσώτερο φως που λάμπει μέσα στον καθένα μας, και για τα δικαιώματα που έχουμε, και για τα δικαίωμα για τα οποία όλοι εμείς, ως άνθρωποι, έχουμε παλέψει, για τα δικαιώματα που μας αξίζει να έχουμε. Βρίσκομαι εδώ επειδή πιστεύω ότι αυτά τα δικαιώματα θα επιστραφούν στη Γερμανία. Οι ναζί δεν πρόκειται ν’ αντέξουν. Δεν μπορούν ν’ αντέξουν. Δεν πρέπει ν’ αντέξουν. Δεν θα αντέξουν».

 

Η γνώμη μου είναι ότι η μυθιστορηματική βιογραφία είναι ογκώδης· θα μπορούσε να περιοριστεί. Πολλές σελίδες κουραστικές.

 

Τζένη Μακαριάδη