Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Γλυκύτατα χριστουγεννιάτικα χαρίσματα!!

Χρόνια καλά και πολλά σ' όλους μας!
Κρατάμε τη λέξη "αντοχή" για τα δύσκολα και προχωράμε.

Τα δώρα (τα χαρίσματα έλεγε η γενιά μου. Θυμάμαι το "τι θα μου χαρίσεις;" )έκπληξη που έλαβα κι ένιωσα σαν τον πιτσιρικά που αναφώνησε, ο άγιος Βασίλης μου έφερε αυτό που του ζήτησα!! εγώ λοιπόν αν και πιστεύω στον άγιο Βασίλη δεν του ζητάω το παραμικρό, γιατί ποτέ δεν μου έστειλε αυτό που του ζητούσα.. μάλιστα σε μικρή ηλικία του θύμωνα (μεταξύ μας τον έβριζα, αλλά από μέσα μου για να μη με ξεμαλλιάσει η μάνα μου, βλεπετε η μάνα μου υποστήριζε ότι είναι γέρος και ξεχνάει, όμως γιατί ποτέ δεν ξεχνούσε τα πλουσιόπαιδα αυτό δεν μου το εξηγούσε...) Τώρα τα δώρα έκπληξη που πήρα και αναφώνησα σα μικρό παιδί και σαν γλυκόπιοτο κρασί απόλαυσα:

-Την νέα ποιητική συλλογή του φίλου Θ. Φροντιστή με τίτλο "ο ασκός της οργής" απ' όπου απόσπασα το εξης: "Ξάφνου, / Μια χαραμάδα / Άνοιξε προς το μέλλον, /Μα, δε βλέπω φως."

-την απρόσμενη επίσκεψη των παιδικών μου φίλων Σοφίας και Βαγγέλη κρατώντας ένα ζεστό κασκόλ γιατί η φιλενάδα τους από παιδί "έχει τα λαιμά της".

-Από τον συνταξιδιώτη Αλέξανδρο έλαβα το βιβλίο του Αργεντινου Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες με τίτλο "το χάρτινο σπίτι" θα το διαβάσω μετά τις γιορτές. Πάντως ότι μου έχει προτείνει αυτό το παιδί είναι αξιόλογο.

-Από την συνταξιδιώτισσα Αντζελίνα έλαβα γραπτές ευχές με χιούμορ, αυτή η χαριτωμένη φατσούλα αυτού του κοριτσιού κρύβει ένα πνευματώδες χιούμορ που μου χάρισε υπέροχες στιγμές σ' ένα πρόσφατο ταξίδι.

- Από τις πολλές τηλεφωνικές ευχές έκπληξη για μένα ήταν της Έφης Κονταράκη, γιατί μόνο με ηλεκτρονικά καλώδια επικοινωνούμε, καθώς και της

-Βίκυς Μανώλη, σκηνοθέτιδος, που ήξερε ότι την παραμονή των Χριστουγέννων γιορτάζω. Φαντάζομαι ότι δεν είναι γνωστή γιορτή, γιατί δεν είναι διάσημη και επώνυμη "η οσία Ευγενία". Βλέπετε και στους αγίους ακόμα υπάρχουν οι επώνυμοι και μη..

Αφήνω για το τέλος τον φίλο μου Γιώργο Βλάχο (πολυσχιδής προσωπικότης ο εν λόγω κύριος, που είμαστε φίλοι από πολυ πολυ νέοι, τέλος πάντων ηλικίες δε λέμε)δημοσιογράφος, πεζογράφος, λεξικογράφος, σεναριογράφος, κλπ.. κλπ... αλλά προπάντων φίλος, έλαβα πολλά μουσικά κομμάτια κλασσικής μουσικής, κιθαροεπιλογές κ.α., αλλά και τα αγαπημένα μου με τίτλο my best even non greek songs, που ακούγαμε και χορεύαμε στα πάρτυ είτε είμασταν τρελοί από έρωτα, είτε λυπημένοι μέχρι θανάτου πάλι από έρωτα..
-the house of the rising sun,
-kemal (Χ"δάκης)
-Coltive una rosa bianca,
-Besame mucho (ειδικά υατή η εκ΄τλεση με τη Σουζάνα Σαμπαλέτα),
-Green fields of summer (Alamo),
-A time for us (Ρωμαίος & Ιουλιέττα),
- Lili Marleen (με την Ντήντριχ),
- Nathalie.

κ.α.

Τελικά δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος για να πει ναι είμαι ευτυχισμένος παίρνω τόση χαρά από κάποιες χειρονομίες φίλων που δεν μπορούν να φανταστούν...!! Τώρα δεν ξέρω αν σ' όλη αυτή την ευφορία έχει μερίδιο η γάτα μου που γουργουρίζει στην αγκαλιά μου, ενώ εγώ γράφω..

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

«ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ» του Φίλιπ Ροθ. (εκδόσεις: ΠΟΛΙΣ).

(-10.11.2010- συμπτωματικά έχουμε την επέτειο, 60 χρόνια, -11.11.1950- του πολέμου της Κορέας).

Ένα ακόμη μυθιστόρημα (από τα πολλά) του σημαντικού, πολυβραβευμένου Αμερικανού συγγραφέα Φίλιπ Ροθ, (γεν. 1933 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ), όπου συνήθως καταπιάνεται με θέματα όπως γερατειά - θάνατος, αμερικάνικα (και όχι μόνο) όπως, το κοινωνικά αποξενωμένο άτομο, την σεξουαλική του καταπίεση, τον συντηρητισμό, τις θεοκρατικές αντιλήψεις, τους καταναγκασμούς πολλές φορές μέχρι θανάτου της εκάστοτε εξουσίας, που μπορεί να αρχίζουν από το σπίτι, το σχολείο, το κράτος.

Είναι ένα έργο αντιπολεμικό, μου θύμισε την καταπληκτική ταινία του Dalton Trumbo «ο Τζόνι πήρε το όπλο του», αντιρατσιστική, με αστείες και σοβαρές σκηνές μιας εφηβικής πορείας, που μέχρι σήμερα τα λάθη της τιμωρούνται άγρια και ανελέητα.

Ως συνήθως ο συγγραφέας σε κερδίζει με το γλαφυρό του στιλ, (δεν αφήνει κανείς εύκολα το βιβλίο από τα χέρια του) τις ανατροπές, την ωμότητα, αν θέλετε, των περιγραφών του ιδίως των ερωτικών (όπως σ’ όλα σχεδόν τα βιβλία του)· στην προκειμένη περίπτωση η ανατροπή είναι καλά κρυμμένη από την πρώτη παράγραφο, πίσω από τον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου «Υπό την επήρεια της μορφίνης», και η αποκάλυψή της μετατρέπει το εφηβικό ταξίδι σε ταξίδι στο επέκεινα..

Γραμμική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και στο κεφάλαιο με τίτλο «εκτός κινδύνου» σταματάει και αρχίζει σε τρίτο πρόσωπο.

Ένα βιβλίο σημερινό αν και η ιστορία του εξελίσσεται στα χρόνια του ’50. Ήρωας του ο νεαρός Μάρκους Μέσνερ γιος ενός εβραίου χασάπη, όπου μεγαλώνει σε περιβάλλον πουριτανικό και συντηρητικό. Ο Μάρκους είναι αυτό που λέμε καλό παιδί, διψάει για μάθηση, προοδεύει στο σχολείο, ενώ συγχρόνως εργάζεται σκληρά και μέχρι εξαντλήσεως στο χασάπικο βοηθώντας τον πατέρα του με ωράριο που ξεπερνά αυτό του εργάτη.

Εδώ θα αναφέρω (και είναι σημαντικό κατά τη γνώμη μου) τις ιδιαιτερότητες των σφαγίων του πατρικού μαγαζιού, που δεν ήταν ένα απλό χασάπικο, αλλά χασάπικο «κόσερ», όπου σφάζονταν τα ζωντανά ως εξής: για παράδειγμα το κοτόπουλο: ο σφαγέας με ένα μαχαίρι σαν ξυράφι έπρεπε να του κόψει το λαιμό με μια μόνο ομαλή, θανατηφόρα κίνηση. Τώρα, τα κοτόπουλα που η σφαγή τους δεν ήταν «κόσερ», όπως μας λεει ο νεαρός Μάρκους, ήταν σαν να τους κλάδευες το κεφάλι, Τσακ! Πλαφ! Έβαζαν το ακέφαλο κοτόπουλο σ’ ένα χωνί. Το αίμα στράγγιζε από το σώμα κατευθείαν σ’ ένα μεγάλο βαρέλι. Καμιά φορά τα πόδια του κοτόπουλο κουνιόνταν ακόμη ή όλο και κάποιο έπεφτε έξω από το χωνί και άρχιζε να τρέχει με το κεφάλι κομμένο· αλλά και για μεγάλο ζώο για να γίνει η σφαγή του «κόσερ» έπρεπε να του βγάλεις όλο το αίμα δηλαδή να αφήσεις να αιμορραγήσει το ζώο μέχρι θανάτου... Το σφάξιμο, το αίμα που έτρεχε αναστάτωναν τον Μάρκους που τότε δεν ήταν παραπάνω από έξι-εφτά χρονών.

Ο έφηβος πλέον Μάρκους καταπιεσμένος από το πατρικό, αποπνικτικό περιβάλλον φεύγει από το σπίτι καθώς και από το κοντινό πανεπιστήμιο, και φοιτά σ’ ένα μικρό πανεπιστήμιο γενικής μόρφωσης, το Γουάϊνσμπεργκ, πεντακόσια μίλια μακριά από το σπίτι του. Όμως και κει τα πράγματα είναι οργανωμένα σύμφωνα με επιταγές θρησκευτικές και συντηρητικές, μέσα σε κύκλους και αδελφότητες· έρχεται σε ρήξη με τον κοσμήτορα της σχολής σε θέματα πίστεως και διαφωνεί που είναι υποχρεωμένος να συμπληρώσει σαράντα παρουσίες στη λειτουργία για να πάρει πτυχίο· επιχειρηματολογώντας αναφέρει τα κείμενα του Νομπελίστα μαθηματικού και φιλόσοφου Μπέρτραντ Ράσελ στο γνωστό του δοκίμιο με τον τίτλο «Γιατί δεν είμαι χριστιανός».

Όμως το σφαγείο αλά κόσερ καραδοκεί παντού τριγύρω του ακόμα και στον έρωτά του· έτσι στο πρώτο ραντεβού με μια όμορφη συμφοιτήτριά του και η ελευθεριότητά της να εισβάλλει με τη γλώσσα στην ηβική του χώρα αιφνιδιάζει το νεαρό Μάρκους και αναβιώνει ο συντηρητισμός και οι ηθικολογίες με τις οποίες ανατράφηκε και εκπαιδεύτηκε με αποτέλεσμα το χωρισμό και στη συνέχεια την εξαφάνιση της νεαρής από το πανεπιστήμιο. Ο Μάρκους κυριεύεται από πανικό ψάχνοντάς την, ορμώμενος από μια απόπειρα αυτοκτονίας που είχε η κοπέλα στο παρελθόν κόβοντας τις φλέβες της, μήπως και τώρα εξ αιτίας του θα έχει την καταστροφική συνέπεια μιας αυτοκτονίας με κόψιμο των φλεβών αδειάζοντας το σώμα της από το αίμα; Ίσως να έχει ολοκληρώσει το εγχείρημά της χρησιμοποιώντας επιδέξια τη λεπίδα μία και μόνη φορά και τότε θα έχει αποδώσει το σώμα ως "κόσερ" κατά τον ραβινικό νόμο....

...και ο ίδιος ο ήρωάς μας ατύχησε να ευθυγραμμιστεί με τις παροτρύνσεις των κανόνων του πανεπιστημίου Γουάϊνσμπεργκ και έτσι βρέθηκε στα δεκαεννιά του χρόνια μαζί με πολλούς άλλους συνομήλικους στον πόλεμο της Κορέας μακελεμένος από ξιφολόγχη, που του ακρωτηρίασε το ένα πόδι σχεδόν από τον κορμό και του έκανε τα σπλάχνα και τα γεννητικά του όργανα κομμάτια... τόσο αίμα είχε να τον ζώσει από την εποχή που πήγαινε παιδάκι ακόμα στο σφαγείο και παρακολουθούσε την ιεροτελεστία της σφαγής των ζώων «κόσερ» σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο..

....έτσι με το τελευταίο κουτάκι του μυαλού, λίγο πριν τον κατακερματισμό του, που είναι η μνήμη, μας διηγείται τα θλιβερά συμβάντα που διαδραματίστηκαν από τα παιδικάτα του μέχρι το αποκορύφωμα της νιότης και της θανάτωσής της.

Πολύ καλή η μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου καθώς και το επίμετρό της.

Σημείωση: Στον «ξεχασμένο» αυτόν πόλεμο (1951-1953) κανείς δεν βγήκε ωφελημένος, ούτε οι Βόρειοι, ούτε οι Νότιοι, οι νεκροί έφτασαν τα 4.500.000., Το τίμημα της Ελλάδας, που έστειλε τάγμα πεζικού 840 στρατιωτών, ήταν 738 απώλειες.... κι ακόμη στέλνουμε στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, λίγο πριν στη Γιουγκοσλαβία..... τραγωδίες με πάμπολλα αθώα θύματα...

Ευγενία Μακαριάδη.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Χαμένη στη μετάφραση» Μυθιστόρημα της Nicole Mones.

Η συγγραφέας Nicole Mones (γεν. 1952 στις Η.Π.Α.) βάσισε τη μυθοπλασία της στην ανακάλυψη από τον Γάλλο Τεγιαρ ντε Σαρντεν Πέτρος (1881-1955- Ιησουϊτης, παλαιοντολόγος και φιλόσοφος) ενός προϊστορικού είδους ανθρώπου, του «σινάνθρωπου» (άνθρωπος του Πεκίνου). Η ανακάλυψη αυτή το 1929 ήταν σπουδαίο εύρημα στην ιστορία της αρχαιολογίας, εποχή που αμφισβητούσαν ακόμα τη θεωρία της εξέλιξης. όμως ο σκελετός εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου (το 1941) μυστηριωδώς.

Η μυθιστορία αυτή είναι, αν θέλετε, ένα κυνήγι χαμένου θησαυρού στα άγονα και κακοτράχαλα βουνά της ΒΔ Κίνας για την εύρεση του χαμένου σινάνθρωπου και συνάμα ένα ταξίδι στα βάθη ψυχής της Άλις Μάνεγκαν, ηρωίδας του βιβλίου, για την ανακάλυψη του εαυτού της.

Η αμερικανίδα Άλις Μάνεγκαν σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Ράις και εκεί έμαθε Κινέζικα· η αλήθεια είναι ότι από μικρό παιδί είχε επινοήσει μια προσωπική γλώσσα για το ημερολόγιό της και δεν την μετέφραζε σε κανέναν για να δραπετεύει σ’ έναν άλλο κόσμο. Με την εκμάθηση της κινέζικης γλώσσας το παιδικό όνειρο της φυγής πραγματοποιήθηκε με την απόδρασή της από τις ΗΠΑ στην Κίνα και κει ως διερμηνέας εξοικονομούσε τα προς το ζην.

Μεγαλωμένη από τον πατέρα της Οράτιο Μάνεγκαν, δεν γνώρισε μητέρα. Οράτιο τον αποκαλούσε η Άλις και ποτέ πατέρα, αν και ενδόμυχα τα συναισθήματά της γι’ αυτόν ήταν στοργής κι αγάπης. Ο Οράτιος Μάνεγκαν ήταν γερουσιαστής, συντηρητικός και αφοσιωμένος στο ζήτημα του Νότου και στην ανάπτυξή του.

Παιδιόθεν αισθανόταν προσβλημένη και με κηλιδωμένο το όνομά της, όταν σε πολιτικό του λόγο ο πατέρας της τη σήκωσε ψηλά στα χέρια παρουσιάζοντάς την ως πρότυπο παιδιού λευκού και καθαρόαιμου. Το αποτέλεσμα μετά το τέλος της αγόρευσής του ήταν να γίνουν αιματηρές συμπλοκές από οπαδούς του ρατσιστές στην περιοχή του Φορθ Ουόρντ στο Χιούστον του Τέξας και να σκοτωθούν τρία έγχρωμα κοριτσάκια. Η Άλις έφερε βαριά το θάνατο των τριών κοριτσιών και βρισκόταν μονίμως σε αγχώδη κατάσταση, όταν συνομήλικοί της την αναγνώριζαν λέγοντάς, είσαι η Άλις Μάνεγκαν αυτή που δεν ήθελε να πηγαίνει σχολείο μαζί με τα έγχρωμα παιδιά. Καταδίκη, λοιπόν, για την Άλις που μεγάλωνε και ήταν το επίκεντρο του οίκτου, της περιφρόνησης, της περιέργειας όλων των φορτισμένων συναισθημάτων που συνόδευαν την ένταση ανάμεσα στις φυλές.

Νιώθει αγάπη για την πατρίδα που υιοθέτησε και έντονο ερωτισμό για τους Κινέζους. έτσι χαίρεται αυτή την ερωτική ελευθερία με διάφορους άντρες και μόνο για το επίκεντρό τους, όπως λεει, εκεί όπου βρισκόταν η είσοδος όλης της Κίνας..

Το ταξίδι για την εύρεση του «σκελετού» βρίσκει τους ήρωες να εμπλουτίζονται με γνώσεις, συναισθήματα φιλίας, εκτίμησης και θαυμασμού αλλόφυλων ανθρώπων και έναν σφοδρό έρωτα της Άλις όπου η αγάπη εισβάλει στην καρδιά, στο νου και βγάζει στην επιφάνεια αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα στον άνθρωπο και μόνο αυτή είναι η πραγματικότητα της καθημερινής εμπειρίας....

Ο έρωτας βρίσκεται στην Κίνα, ο πατέρας πνέει τα λοίσθια στην Αμερική και κείνη βουρκωμένη με το εισιτήριο στα χέρια επιστρέφει μετά τόσα χρόνια στον γενέθλιο τόπο. Το «αντίο» δίνεται από καρδιάς και στους δυο... και αφήνει σε μας τους αναγνώστες ίχνη απρόβλεπτων μελλοντικών εκπλήξεων.

Τελειώνω, με τα λόγια του Τεγιαρ ντε Σαρντεν: Ουσιαστικά δεν πιστεύω σε τίποτα άλλο πέρα από την αφύπνιση του πνεύματος, της ελπίδας και της ελευθερίας.

Σημείωση: το βιβλίο βρίθει στοχασμών και φιλοσοφικών σκέψεων.

Ευγενία Μακαριάδη.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

LOGICOMIX-των Απ.Δοξιάδη & Χρ. Παπαδημητρίου (εκδόσεις, ΙΚΑΡΟΣ).

Τώρα θα μου πείτε εσύ η άσχετη με αριθμούς, μαθηματικά σύνολα, λογική μαθηματικών και τα ρέστα, κάθισες και διάβασες το "Logicomix";

Πρώτα απ' όλα δεν είναι κανείς άσχετος αν έχει διαβάσει κάτι του Απόστολου Δοξιάδη, κι εγώ έχω διαβάσει το "Θείος Πέτρος και Εικασία του Γκολντμπαχ" καθώς και "τα τρία ανθρωπάκια", που μου άρεσαν πολύ. έτσι γνωρίζοντας ότι πρόκειται για έναν συγγραφέα-παραμυθά και σίγουρη ότι αυτό που θα διαβάσω θα είναι κάτι ανάλογο και όχι μια, αν θέλετε, επιστημονική μελέτη μαθηματικών, στρώθηκα στο διάβασμα.

Δεν σας κρύβω ότι μεγάλωσα διαβάζοντας με λατρεία (και μέχρι κορεσμού) Μπαγκς Μπάνυ, Έλμερ Φαντ, Τουϊτι, (σήμερα τα λένε Looney Tunes),μικρό ήρωα, κλασσικά εικονογρα-φημένα κ.α., με λίγα λόγια τα προπατορικά των Κόμικς, οπότε το διάβασμά τους είναι απόλαυση και ψυχαγωγία για μένα.

Πριν συνεχίσω, εκφράζω τον θαυμασμό μου για τους δημιουργούς:
του Σεναρίου: Απόστολος Δοξιάδη και Χρήστος Παπαδημητρίου,
και τις υπέροχες εικονογραφήσεις των Αλέκου Παπαδάτου και Anni Di Donna.

Ένα παραμύθι με εικόνες, ένα παραμύθι με ήρωες σημερινούς, με ήρωες αθάνατους όπως ο Βρετανός φιλόσοφος-μαθηματικός,ειρηνιστής και νομπελίστας Μπέρτραντ Ράσελ (1872-1970), συνέλεξα τα εξής από τα αμέτρητα που κατά καιρούς είχε εκφράσει: Η αγάπη και η γνώση με ανέβαζαν στους ουρανούς, αλλά πάντα ο οίκτος με ξαναγύριζε στη γη. Κραυγές πόνου αντιλαλούσαν στην καρδιά μου παιδιών που πεινούσαν, θυμάτων που βασανίζονταν γέρων που αφήνονταν αβοήθητοι. λαχταρώ να ελαφρύνω τον πόνο, αλλά δεν μπορώ και έτσι, και γω υποφέρω.
Διάβαζοντας έμαθα τον Αυστριακό φιλόσοφο, μαθηματικό, μηχανικό, κ.α. Λ. Βιτγεντσταϊν (1889-1951), τον μεγάλο Γερμανό μαθηματικό Δ. Χιλμπερτ(1862-1943), τον Αυστρο-αμερικανό μαθηματικό της λογικής (1906-1978) Γκέντελ, τον Βρετανό μαθηματικό, κρυπτογράφο, καθηγητή λογικής, Άλαν Μάθισον Τούρινγκ, που θεωρείται πατέρας της επιστήμης των υπολογιστών, κ.α..

Μέσα από τα σκίτσα και τους διαλόγους των ηρώων παρατήρησα τις απογοητεύσεις, τις ελπίδες, τα συναισθήματα, το μόχθο, τις πίκρες ταπεινών ανθρώπων εκφρασμένες από μεγάλους και αθάνατους...

Στο κάτω κάτω το φχαριστήθηκα, δεν ήταν ανάγκη να ανοίξω μαθηματικές εγκυκλοπαίδειες για να δείξω πόσο καλά κατέχω αυτό που ο συγγραφέας, με υπομονή δασκάλου της πρώτης, σε μαθαίνει την άλφα-βήτα των μαθηματικών με παραμυθένια πλοκή.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Το μουσείο της αθωότητος

«ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ»
του Ορχάν Παμούκ (γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη το 1952)

(μετάφραση Στέλλα Βρετού. Εκδόσεις Ωκεανίδα)

Πολύ καλό βιβλίο, πολυσέλιδο, σιωπές και λέξεις μέσα σ’ ένα μικρόκοσμο αντικειμένων, γεύσεις γλυκές αγάπης, έρωτα και πικρές από απουσίες, εμφαντικό στην πολιτιστική ταυτότητα, στις αξίες ζωής, θαυμάσια περιγραφικότητα στην ανατομία χαρακτήρων των ηρώων που πάνω τους στηρίζεται η πλοκή της μυθιστορίας. Αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής σχεδόν μισού αιώνα... όμως ας μου επιτραπεί ένα σεργιάνι στο ξεφύλλισμα του βιβλίου και κάτι λίγα από τα πολλά που εισέπραξα, όπως η εκτίμησή μου σε κάποια πράγματα που τα θεωρούσα δεδομένα και έχουν χαθεί.
**
Ο τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, Τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ με το «Μουσείο της αθωότητας» μας έπιασε από το χέρι, μας κοίταξε στα μάτια και μεις ανταποκρινόμενοι μέσα στα δικά του υγρά μάτια από τη γλυκιά γεύση ενός έρωτα που παίζει με την αθωότητα και παιδικότητα των ηρώων του καθώς και του πάθους πικρής αμφισβήτησης και απώλειάς του, ταξιδεύουμε ακολουθώντας τον βήμα βήμα στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης και των μαχαλάδων της, περίεργοι και διψασμένοι να ακούσουμε, να δούμε, να αγγίξουμε και να χωθούμε βαθιά μέσα στη μαγεία ενός μικρόκοσμου ανθρώπων, αντικειμένων, οικημάτων μισού αιώνα σχεδόν, (από το 1950 μέχρι το 2000) σε μια πολιτεία που αλλάζει μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, όπως εμείς. Στο βιβλίο επίσης βρίσκουμε ίχνη ζωής περασμένων δεκαετιών του τόπου μας.

Ευφυής ο δημιουργός μάς συγκινεί με αντικείμενα ευτελούς αξίας, που παίρνουν διαστάσεις κειμηλίων άξια να φυλαχτούν σε μουσείο, μιας και αντιπροσωπεύουν περασμένες ζωές ανθρώπων που αγαπήθηκαν βαθιά και τα ίχνη τους παραμένουν ζωντανά, αφού η φωνή, οι ανάσες, οι συνήθειές, οι λαχτάρες, οι σκέψεις, τα συναισθήματα και τα πάθη τους είναι χαραγμένα πάνω σ’ αυτά τα ταπεινά αντικείμενα, αυτών των ταπεινών ζωών.

Ήπιαμε τσάι μαζί με τους πλούσιους στους τσαϊχανέδες του Βοσπόρου, συνεχίσαμε τρώγοντας στα καλά εστιατόρια στα Θεραπιά στο Μπουγιουκντερέ και στο Μπεμπέκ. Μπήκαμε στο ξενοδοχείο του Χίλτον στο Ταξίμ καθώς και σ’ άλλα στην πλατεία Ντολμαμπαχτσέ, επισκεφτήκαμε στο Γαλατασεράϊ και στο Μπαλουκ παζάρ την ψαραγορά, όπου ήπιαμε μπύρα και σαν λαϊκοί άνθρωποι φάγαμε όρθιοι, κατεβήκαμε από πλατεία Ταξίμ προς Τούνελ κοντά στο Γαλατά Σεράϊ, κόψαμε αριστερά για τους μαχαλάδες και πήραμε την οδό Τσουκούρτζουμα, αλλά αν μπερδευτήκαμε δεν πειράζει κατεβαίνοντας διασχίζουμε την οδό Σιρά Σελβιρέλ ευθεία κάτω στην οδό Κουμπαρατζή για το Τοπχανέ, υποβαθμισμένες αυτές οι περιοχές και πάλι φτάνουμε στα Τσουκούρτζουμα. Έχουμε διασχίσει πολλές φορές το Βόσπορο με το καραβάκι κοιτάζοντας τα παραμελημένα αρχοντόσπιτα, τα γνωστά «Γυαλιά» και όλα αυτά γιατί ο πλούσιος ήρωας της ιστορίας μας είναι τρελά ερωτευμένος, αν και αρραβωνιασμένος με μια κοπελιά της τάξης του, με τη φτωχή 18χρονη εξαδέλφη του που μένει στη φτωχογειτονιά της συνοικίας Τσουκούρτζουμα.

Ο ήρωάς μας ο Κεμάλ, ηλικιωμένος πλέον θέλει να ξαναζήσει τα χρόνια, τις ώρες, τι στιγμές ενός παράφορου και ανεκπλήρωτου έρωτα που έζησε με την νεαρή εξαδέλφη του Φισούν και γι’ αυτό μετά το θάνατό της, μας διηγείται λεπτομερειακά τον μεγάλο και τρελό έρωτά του δείχνοντάς μας μικρά και ασήμαντα πράγματα που εκείνη χρησιμοποίησε, φόρεσε, άγγιξε, ακόμα ακόμα και τις γόπες των τσιγάρων που κάπνισε και γίνονται πράγματι μοναδικά για τη μουσειακή τους έκθεση από τα ίχνη του κραγιόν της. Και έτσι όλα αυτά τα αντικείμενα των γλυκών ερωτικών του αναμνήσεων του χώρου και του χρόνου τα τοποθετεί στο «μουσείο της αθωότητας.

Η γνώμη του είναι ότι σε κάθε φυσιολογική σχέση πρέπει να βιώνεται το παιχνίδι της επιθυμίας και της απόλαυσης (σελ.56).

Μας μιλάει για την πρώτη της φορά στον έρωτα μαζί του, λέγοντάς μας: την είχα πλησιάσει όσο γινόταν πιο πολύ, ένιωθα σαν να ήταν δικός μου πόνος, το σώμα της να τρέμει λεπτό κι εύθραυστο, φανταστείτε ηλιοτρόπια να τρέμουν στο ανεπαίσθητο αεράκι.

Ακούστε την ψυχή του όταν περίμενε την αγαπημένη του Φισούν που τόσο λαχταρούσε και κείνη δεν ερχόταν: τριγυρίζοντας στα δωμάτια, κοιτάζοντας από το παράθυρο και καμιά φορά στημένος ακίνητος σε μια γωνιά, άκουγα τον πόνο μέσα μου να σπάει σαν κύμα. (σελ. 230).

Ο πόνος τού σακάτευε τα σπλάχνα, είχε την αίσθηση ότι κάποιος είχε χώσει μέσα του ένα κατσαβίδι ή ένα καυτό σίδερο και του ξερίζωνε τα σωθικά..

Κοιταζόταν στον καθρέφτη του μπάνιου, όταν ένα τραγούδι, που ‘λεγε, «ο έρωτας, ο έρωτας φταιει για όλα στον κόσμο, τον έκανε να ζήσει μια από τις πιο συγκλονιστικές, ψυχολογικά φορτισμένες στιγμές της ζωής του και κατάλαβε ότι ο κόσμος, τα αντικείμενα, αποτελούν μια ενότητα. Να νιώθεις με τη δύναμη του έρωτα την ενότητα, αυτό ήταν το νόημα της ζωής που ζούσανε. (σελ.373).

Τώρα όσον αφορά το χρόνο: τα ρολόγια και τα ημερολόγια δεν υπάρχουν για να μας θυμίζουν το χρόνο που έχουμε ξεχάσει, αλλά τις σχέσεις μας με τους άλλους (439).

Το παρελθόν κρύβεται σαν ψυχή μέσα στα πράγματα (736).

Πραγματικά μουσεία είναι τα μέρη όπου ο χρόνος μετατρέπεται σε χώρο (772).

Ο έρωτας είναι παρατήρηση, είναι στοργή (790).

Τέλος, ο Προυστ γράφει ότι όταν πέθανε η θεία του, πούλησαν τα έπιπλά της σε’ ένα μπορντέλο κι ότι κάθε φορά που έβλεπε στο μπορντέλο την πολυθρόνα, το τραπέζι της θείας του, διαισθανόταν ότι τα έπιπλα έκλαιγαν.

Όταν το πλήθος των κυριακάτικων επισκεπτών επισκέπτεται τα μουσεία, Ορχάν μπέη, τα εκθέματα κλαινε.


Σημείωση:Το μουσείο υποστηρίζεται από το πρακτορείο πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης 2010 στα Cukurcuma της Κωνσταντινούπολης.

Εμείς μπορούμε να επισκεφτούμε το μουσείο μια και έχουμε το εισιτήριο στη σελίδα 574.

Ευγενία Μακαριάδη.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

τελευταίο "αντίο"

Ένα εγκάρδιο χαιρέτισμα,
ένα πλατύ χαμόγελο,
ένα αγκάλιασμα,
ένα χιουμοριστικό πείραγμα,
ένα αδέρφωμα,
ένα ανυπόκριτο φίλιασμα.

Σε μένα αυτά θα λείψουν από σένα καλέ μου φίλε-γείτονα Σωτήρη.

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

τρίτη ηλικία

Σε μια γιορτή φίλου, μεσήλικα, χαιρέτησα καθώς μπήκα τη μητέρα του, 90χρονη, που καθόταν σε μια πολυθρόνα στην άκρη του σαλονιού, καλοντυμένη και μοσχοβόλα. Γελούσαμε, τρώγαμε, πίναμε, χορεύαμε. Βρέθηκα κοντά της για μια στιγμή και παρατήρησα τα δακρυσμένα της μάτια, πήρα μια χαρτοπετσέτα τής τα σκούπισα και της ανέφερα ένα κολλύριο που κάνει καλό στη δακρύρροια.. τότε εκείνη μου απάντησε, δεν έχουν τίποτα χρυσό μου τα μάτια μου, ζήλεψα κι έκλαψα αυτό είναι όλο. Στο "γιατί" μου, απάντησε - γιατί κανείς δε γύρεψε να με χορέψει - την αγκάλιασα, χορέψαμε ένα αργό βαλσάκι αν και η μουσική ήταν για ζεμπέκικο χορό..

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Μαύρη μέρα.

(Μαύρη μέρα η Τετάρτη, 05 του Μάη, 2010.

Ax! Παρασκευή (ετών 35),

Αχ! Επαμεινώνδα (ετών 36),

Αχ! Αγγελική (ετών 32),


Αχ! Αγοράκι που το άηχο ουρλιαχτό σου μου τρυπάει αυτιά και περηφάνια.

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

«το ξέφωτο»

Η συγγραφέας κυρία Τατιάνα Αβέρωφ αποδέχτηκε την πρόσκληση της Λέσχης Ανάγνωσης Διονύσου και μας τίμησε με την παρουσία της στις 16.04.10. Χαρήκαμε την κουβέντα μαζί της, έτσι απλά και φιλικά σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μιλήσαμε για το πρώτο της βιβλίο «το ξέφωτο».

Εκτός των μελών της Λέσχης μας είχαμε αρκετό κόσμο που αγαπά το διάβασμα. Έκανα εισήγηση περιγράφοντας το μυθιστόρημά της με το παρακάτω κείμενο.



ΤΟ ΞΕΦΩΤΟ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΝΑΖΗΤΑΣ!! (σελ.237).

Αρχίζω με μια φράση του βιβλίου που κατά τη γνώμη μου είναι το απόσταγμα του κάθε βήματός της ζωής μας στο δρόμο εκείνο που λέγεται ελευθερία, αγάπη, έρωτας και μεταρσίωση:

Δεν σας κρύβω ότι δυσκολεύτηκα να γράψω ένα κείμενο που να έχει την ικανότητα να σταθεί μπρος στην αξιότητα της γραφής του βιβλίου τής πολύ καλής συγγραφέως, Τατιάνας Αβέρωφ, που έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε σήμερα. Κι αυτό γιατί σε κάθε σελίδα, σε κάθε λέξη, σε κάθε φράση ανακάλυπτα διαμάντια, που δεν μπορούσα να προσπεράσω χωρίς να αγγίξω ή να κλέψω, αν θέλετε. Θα ‘ταν λίγο να εκφράσω με δυο λόγια μια τεράστια τοιχογραφία εποχής του 19ου αιώνα του τουρκοκρατούμενου ηπειρώτικου χωριού, του Μετσόβου, που ως επιδέξιος ζωγράφος, η συγγραφέας, με πινελιές άλλοτε σύντομες, άλλοτε μακρές σχηματίζουν ένα πλαίσιο ιστορικό, πολιτισμικό και γενικότερα τα ήθη και τις συνήθειες της εποχής του 19ου αιώνα.

Η γλώσσα απλή, αλλά και λέξεις ντοπιολαλιάς, βλάχικη διάλεκτος, παραθέτει και γλωσσάρι, με λιτό, σίγουρα λογοτεχνικό λόγο, κυλάει αβίαστα με επαναλαμβανόμενους ήχους, με αλλαγές, παρατηρήσεις, στοχασμούς, με συναρπαστικά στοιχεία μυθοπλασίας που μπορεί να βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, όπως κάθε μυθιστορία γιατί «το φανταστικό είναι αυτό που τείνει να γίνει πραγματικό» όπως το έκφρασε ο Αντρέ Μπρετόν (1896-1966), έτσι το έργο φτάνει σιγά σιγά στην κορύφωσή του.

Οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι άρχοντες και παρακατιανοί, που η συγγραφέας με πλήρη επίγνωση των αδυναμιών και αρετών τους, αναλύει εύστοχα τους χαρακτήρες τους, μπαίνοντας βαθιά στην ψυχή τους.

Ιστορικό το μυθιστόρημα, όπου παρακολουθούμε να ζωντανεύουν, οι εθνικοί ευεργέτες, Τοσίτσας, Στουρνάρης, Αβέρωφ, Φλόκας, κ.α.. Πολιτικοί, όπως: ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ’, ο Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος, Παπάγος, Πρίγκιπες Βασιλιάδες, κόμματα, ξένες δυνάμεις, διχασμοί, ακόμα ακόμα και ο ερωτύλος σύζυγος τής, κατά 15 χρόνια μεγαλύτερής του, ηθοποιού Σάρας Μπερνάρ, ο οπιομανής Αριστείδης Δαμαλάς.
Όμως περνούν μπροστά μας και ποιητές και λογοτέχνες, όπως ο Δροσίνης (1859-1951), ο Σουρής (Σύρος1853-1919), ο Πολίτης (1890-1934), ο Παλαμάς (1859-1943), ο Προβελέγγιος (Σίφνος 1850-1936), καθώς επίσης και χειραφετημένες γυναίκες όπως η Καλλιρρόη Περέν κ.α..

Το επίκεντρο του μυθιστορήματος η οικογένεια του άρχοντα Νικολάου Αβέρωφ, που στο χωριό τον φωνάζουν Κολάκη του Χάλη, δηλαδή του Μιχάλη Αβέρωφ. Ο άρχοντας Κολάκης, λοιπόν, 35άρης παντρεύτηκε την 13χρονη, ορφανή από μάνα, Ελένη, γιατί τη νυφοδιάλεξε.. και γιατί του άρεσε... έκαναν τέσσερα παιδιά δυο γιους, δυο θυγατέρες. Τον Κωνσταντή, το Γιώργη, την Ευδοκία, Δούκω την φώναζαν και τη μικρή όλων την Ιφιγένεια, η οποία και μας ιστορεί τα διαδραματιζόμενα της οικογενείας της και του τόπου της.

Η Ιφιγένεια, λαίδη Καρλάϊλ πλέον, ετών 42, μητέρα δυο τέκνων μιας κόρης της Έλεν, που εγκυμονεί στο πρώτο της παιδί και καλοπαντρεμένη με εγγλέζο και ενός γιου του Ντέϊβιντ. Ο καθένας έχει πάρει το δρόμο του ακόμα και ο ευγενικός σύζυγός της ο φλεγματικός Άγγλος, Λέσλι, κληρονόμος ατέλειωτων εκταρίων καθώς και επιβλητικού πύργου 200 παγωμένων δωματίων στο Γκλόστερσαϊρ, που μετά από 23 χρόνια γάμου δεν την αναζητάει πια, αλλά έχει πάει να επισκεφτεί αγαπημένο φίλο στη Σκωτία και ασχολείται με τις παλιές του αγάπες, τα άλογα, τα καθαρόαιμα σκυλιά, τα κυνήγια, και την αντροπαρέα των ευγενών.

Η Ιφιγένεια μετά από 23 χρόνια απουσίας, επιστρέφει το φθινόπωρο του 1908 στο χωριό της, για την κηδεία της μάνας της Ελένης, ετών 72.

Αγέρωχα και επιβλητικά κατάφερε να αδειάσει το δωμάτιο από συγγενείς, φίλους και μοιρολογήτρες που είχαν έρθει να ξενυχτήσουν τη νεκρή, με επιβολή που προκαλούσε αυτόματα το σεβασμό των άλλων.

Η Ιφιγένεια ψηλή, όμορφη ακόμα στα χρόνια της, κοίταξε με στοργή το γαλήνιο πρόσωπο της μάνας της, έσκυψε το φίλησε και άρχισε να μονολογεί σπαρακτικά, να ξεσπάει σε λυγμούς και δάκρυα κρυμμένα 23 ολόκληρα χρόνια. «Ναι μάνα, ψιθύρισε, πάντα ήξερες να δέχεσαι τη ζωή με στωικότητα και ατέλειωτη υπομονή. Είκοσι τρία χρόνια εξόριστη στους πύργους και τα σαλόνια του Βορρά, δέσμια στη φυλακή των λόρδων και των χρυσαφικών, που μόνη μου διάλεξα για να ξεφύγω της μοίρας μου. Φοβόμουν να γυρίσω μάνα, μα έτρεξα μόλις έφτασαν τα νέα. Ήθελα να προλάβω μια τελευταία φορά να δω τα μάτια σου και να νιώσω τα χέρια σου γύρω να με κρατάνε σφιχτά. Να κλάψω μια τελευταία φορά για το παιδί που δεν είμαι πια και για τη γυναίκα που δεν έγινα ποτέ. Γιατί είναι τόσο δύσκολο για μας τις γεννημένες αρχόντισσες να βρούμε την ευτυχία; Αναρωτιέμαι θα’ ταν καλύτερα να ήμουν ευτυχισμένη και ζωντανή, αλλά απόβλητη και μισητή σ’ όλους; Μα πάλι πώς ν’ αντέξει έτσι η ευτυχία; Μήπως κι αυτό δεν είναι ένα άλλο είδος θανάτου;

Άνοιξε την πόρτα και πλήθος κόσμου με βοή εισέβαλε μέσα, άλλοι την αγκάλιαζαν, άλλοι τη φιλούσαν, μουτρωμένες οι μοιρολογήτρες που τις έβγαλε έξω· μόνο εκείνη ντυμένη δυτικά με μαύρο μακρύ φουστάνι που άγγιζε το πάτωμα και την αγκάλιαζε με άνεση και χάρη. Όλες οι γυναίκες του χωριού φορούσαν τα ίδια μα διαφορετικά, μακριά φούστα σ’ όλα τα χρώματα της γης, κεντητή ποδιά, σάρικα μαύρη, με κόκκινο τελείωμα, ανοιχτόχρωμο φακιόλι στο κεφάλι ή περούκα με χρυσά φλουριά. Και ξάφνου μια τραγουδιστή φωνή τόσο γλυκιά, τόσο αγαπημένη, τόσο μακρινή.... πούλιου, πούλιου, ήρθες μάτια μου; χίι γκίνε χρυσάφι μου; Αχ κατάμαυρη γριά και ζαρωμένη χιλιοαγαπημένη νταντά Λενούσιω, δεύτερη μάνα. Η αγκαλιά σφιχτή με τόση χαρά, με τόση λύπη. Και ακόμη κάτι αναπάντεχο! μέσα σε τόσα πολλά πρόσωπα, σε τόσα βλέμματα, ένα σκίρτημα καρδιάς, για δυο μάτια σκοτεινά, μια μορφή ασκητική, μια όψη αξέχαστη.

Στα δέκα της ίσως και πιο μικρή, από τότε που κρυβόταν ανάμεσα σε γιούκους πάνω στα ντουλάπια του ξενώνα, να βλέπει όλους και να μην τη βλέπει κανείς παρά μονάχα η νταντά Λενούσιω. Εκεί οι ονειροφαντασίες, εκεί οι λιχουδιές που νοστιμευόταν και την προμήθευε η Λενούσιω. Εκεί αυτή η μαγεία του ονείρου το εφτασφράγιστο μυστικό της· ήταν μια λάμψη, μια αίσθηση, ήταν η ίδια που έτρεχε με ορμή ανέμου, τα πόδια της να συνθλίβουν αλύπητα κλαριά, φύλλα, η ανάσα της κοφτή, ζερβόδεξα περνούν αστραπιαία θεόρατοι κορμοί, μέχρι που μια φωνούλα στο κεφάλι της... μην τρέχεις άλλο, είσαι μακριά απ’ το σπίτι· δε σταματάει κάτι ψάχνει, κάτι σαν ξέφωτο, ένας τόπος λουσμένος στο φως, είχε ζέστη, λουλούδια, πουλιά τόση ομορφιά που φέρνει δάκρυα... άπιαστο όνειρο σαν την πνοή της άνοιξης αστράφτει και σβήνει την ίδια στιγμή και χάνεται μαζί με το όνειρο.

Κυριακή. Την καμπάνα της Αγίας Παρασκευής χτυπά το αρχοντόπουλο ο Αρίστος Φλόκας, μόνο αρχοντόπουλα έχουν αυτή την τιμή, ποτέ οι παρακατιανοί, ακόμα και η πλατεία η μια, η σκιερή, είναι για τους αρχόντους και η πιο κάτω για τους παρακατιανούς... Στολισμένοι με τα κυριακάτικά τους η οικογένεια Αβέρωφ προχωρεί προς την εκκλησιά, ενώ ο Κολάκης με ένα νεύμα απαντά στο χαιρετισμό των συμπατριωτών του. Μπρος της οικογένειας εκείνος μετά ο πρώτος γιος, ο Κωνσταντής τόσο λεβέντης, που η Ιφιγένεια θαυμάζει, δρασκελώντας και λαχανιάζοντας δεν αφήνει να μεγαλώνει η απόσταση από τον πατέρα· γεννημένος για άρχοντας, για σπουδές, για μεγαλεία, σπουδαίος στο επιχειρείν συνεργαζόμενος με το θείο του τον Γεώργιο Αβέρωφ στο εξωτερικό, χρόνια μακριά από τα πάτρια εδάφη, όμως στο άνθος της ηλικίας του, άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο από βαριά αρρώστια.

Ακολουθεί ο Γιώργης με δειλά βήματα, παιδί χαμηλών τόνων θα’ λέγαμε σήμερα· δεν του αρέσει η προβολή, κρυμμένος κάπου σ’ έναν εαυτό που δεν τον χωράει, προσπαθεί να υπάρχει απαρατήρητος, όμως γίνεται μέσα σε αρχοντική, πατριαρχική οικογένεια; Πολύ νέος θα εγκαταλείψει την οικογένεια θα βρει αυτό που ψάχνει στη νικοτίνη, θα αφήσει τα επίγεια μαστουρωμένος σ’ ένα βρώμικο χαμαιτυπείο στην αγκαλιά μιας τουρκάλας πόρνης.

Στην πλατεία μαζεμένοι η τάξη των αρχόντων εκεί λύνονταν τα οικονομικά, τα πολιτικά... εκεί και τα δυο αντίπαλα κόμματα η Βλιώρα (βιολί) και η Κόσσα (δρεπάνι), ταξικές και ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους δεν είχαν, όμως υπήρχε τόσο μίσος και τόση γκρίνια, που δεν μπορούσε κανείς να εξηγήσει.

Εκείνη την Κυριακή κάπου ανάμεσα στον πολύ κόσμο κάτι ξεχώρισε η Ιφιγένεια, κάτι που την τράβηξε σα μαγνήτης, ένας πιτσιρίκος, άντε νάταν σαν τον Γιώργη, άντε γύρω στην ηλικία της. Μα ναι έχει μάτια σκοτεινά, μακριά μαύρα μαλλιά που του σκεπάζουν το πρόσωπο, είναι ξυπόλυτος, φοράει παλιά ρούχα, ναι είναι και βρώμικος, μήπως είναι γύφτος; Δεν τον έχει ξαναδεί, μήτε και στο ελληνοσχολείο τους πηγαίνει, ποιος να είναι; Το κοίταγμα της λες και μαγνήτισε το βλέμμα του που βυθίστηκε θαρεττά στα δικά της μάτια...

Σε κείνη την πλατεία η ανταλλαγή σκέψεων και οραματισμών για την απελευθέρωση του τόπου τους, αν και πολλοί βολεύονταν με τα προνόμια που τους παρείχε ο σουλτάνος. Σ’ αυτή την πλατεία πρόδηλη και η ταξική διαφορά, ποιος παρακατιανός να τολμήσει να περάσει μπρος από το αρχοντολόϊ. Μόνο ένας θρασύς, ξανθόμαλλος νεαρός ονόματι Φλέγκας κατηφορίζοντας το δρόμο με την παρέα του προς τα εκεί που του πρέπει η ταπεινότητά του, στοιχημάτισε με νταηλίκι ότι θα περνούσε από την απαγορευμένη για δαύτους πλατεία. Περνώντας λοιπόν και σφυρίζοντας μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ευγενών, τον φώναξε αναψοκοκκινισμένος ο πρωτοκάθεδρος Κολάκης σαν πλησίασε αρκετά τον μπάτσισε με τόση δύναμη που έπεσε φαρδύς πλατύς στο χώμα, έσφιξε τα δόντια ο νεαρός μάγκας και μέσα από τα δόντια σιγομίλησε «θα μου το πληρώσεις παλιόγερε», δυστυχώς όπως κι έγινε.

Τι θόρυβοι ήταν αυτοί πάλι μες τα άγρια μεσάνυχτα; Ανάστατο το αρχοντικό, ήρθε λεει ο ταχυδρόμος έφερε ένα γράμμα και περιμένει στην αυλή απάντηση, κυκλοφορεί η λέξη «επανάσταση». Όλοι κοντά στην πόρτα του οντά του κύρη τους να ακούσουν να καταλάβουν, μόνο η Ιφιγένεια μόνη στο χαγιάτι με τα πόδια κρεμασμένα ανάμεσα στα ξύλινα κάγκελα να παρατηρεί τις ετοιμασίες για τον κόσμο που θα ‘ρχόταν σε λίγο να μιλήσουν για την «επανάσταση», όμως εκείνη κάτι παρατήρησε στις σκιές που έριχνε το χλωμό φως μιας λάμπας ακριβώς κάτω από τα πόδια της μια κινούμενη σκιά, «ποιος είναι φώναξε, με ψιλή φωνή, θαρρετά μεν αλλά και φοβισμένα. ‘γω, ακούστηκε. Ποιος; Ξαναρώτησε. Έλα στο φως να σε δω, ένα σούρσιμο, κάποιος σηκώθηκε από το ξύλινο πάγκο δίπλα στο στάβλο, βήματα ελαφριά, σαν αερικό ξυπόλητος, και να δυο σκοτεινά, γνώριμα μάτια να την κοιτάνε, ξαφνιασμένη ξαναρώτησε «πώς σε λένε;» Τέγο, είπε το περίεργο παιδί. Ο Τέγος, λοιπόν, βοηθός ταχυδρόμου, αγωγιάτης στη συνέχεια, με ζώα πολλά, πετυχημένος στην ακμή του. Ερωτευμένος παιδιόθεν με την αρχοντοπούλα και κείνη μαζί του· μαχητής εκείνος να διεκδικεί και να τολμάει με περίσσια δύναμη για τα ιδανικά της αγάπης του, του έρωτά του, «θα σε φροντίζω πάντα», της λεει ανάμεσα στα ψιθυρίσματα του έρωτα, της μιλάει για το μέλλον και κείνη ξαφνιασμένη αναλογίζεται: Το μέλλον; Πώς έγινε και τόσον καιρό είχε τα μάτια σφαλισμένα; Πώς μπόρεσε να τον κοροϊδεύει μ’ όνειρα και παραμύθια, αφού δεν υπήρχε μέλλον γι’ αυτούς, πώς να βρεθεί θέση σε τούτο τον κόσμο για μια αγάπη σαν τη δική τους; Έφυγε μ’ έναν λυγμό ανίκανη να αρθρώσει λέξη.

Ταξίδι στην Αθήνα η Ευδοκία με την Ιφιγένεια, κάπου στη Σταδίου η οικογένεια συγγενών που θα τις φιλοξενήσει. Η Σταδίου, η καλύτερη οδός των Αθηνών, όπως οι συγγενείς περήφανα τις ενημερώνουν, όμως γεμάτη σκουπίδια, κάρα, ψοφίμια στις άκρες, κόσμος, θόρυβοι, και να το τραμ, η υπερηφάνεια επίσης των αθηναίων, δυο άλογα να αγκομαχάνε τραβώντας το άχαρο κουτί πάνω στις ράγες.

Εσπερίδες σε σπίτια της αριστοκρατικής Αθήνας, με βασιλιάδες, πρίγκιπες και πατρίκιους. Πουλάει έρωτα στη νεαρή Ιφιγένεια ο πρίγκιπας Μουρούζης, κολακεύεται η μικρή μας μέχρι που φανερώνεται ότι ο τολμηρός πρίγκιπας τα ρίχνει σε πολλές και μονομαχεί για τα μάτια κάποιας άλλης. Έτσι η μικρή μας Ιφιγένεια ξαναγυρίζει στο ονειρικό της ξέφωτο, να βρει τον αληθινό της εαυτό, καθώς και την αγάπη της.

Η Ευδοκία χάνεται στα μάτια του γοητευτικού ερωτύλου Δαμαλά, συζύγου της Σάρας Μπερνάρ και ενώ πήγε γεμάτη έρωτα και αγάπη προσδοκώντας την ολοκλήρωση, βρέθηκε μέσα σ’ ένα βρώμικο και ακατάστατο δωμάτιο και νάτος ο έρωτας μπροστά της αλαφιασμένος από στερητικό σύνδρομο, την περιγελά και της κάνει άγριο έρωτα με τη σύριγγα κρεμασμένη ακόμα στο μπράτσο.

Τσαλακώνεται η υπερήφανη καρδιά του Κολάκη, πάει περίπατο η υπόληψή του, σάλος στο χωριό, όταν οι κόρες του Κολάκη, η Ευδοκία παραμονές του γάμου της με τον Στέργιο γιο του άρχοντα Τζοανόπουλου και η Ιφιγένεια απήχθηκαν από τη ληστρική συμμορία του αρχιλήσταρχου Θυμογιάκη και για την απελευθέρωσή τους ζητούν λύτρα σε χρυσάφι όσο το βάρος της Ευδοκίας και ασήμι όσο το βάρος της Ιφιγένειας.

Θα γλιτώσουν από τα βρομερά χέρια των απαγωγέων τους πάνω στις απότομες κορφές του βουνού που έχουν τα λημέρια τους; Ποιος κρύβεται πίσω από την απαγωγή, ποιος προσπάθησε να βιάσει την Ευδοκία; τι έκανε ο τρομερός ληστής Πουτσαρογιώργος, τι ο Μήτρος ο φονιάς; Πώς έφτασαν τα λύτρα στα λημέρια των ληστών και ποιος τα παρέδωσε;

Πώς παντρεύτηκε η Ευδοκία τον Στέργιο και πως κοκκίνισε το σεντόνι μαρτύρημα της παρθενιάς της και παρουσιάστηκε στο πλήθος των καλεσμένων;

Με τι επιχειρήματα κατάφερε τον πατέρα της η Ιφιγένεια ώστε να αποφύγει ένα γάμο με τον Αρίστο Φλόκα και να ξενιτευτεί στην Ευρώπη, όπου και παντρεύτηκε;

Και τώρα; Γιατί πάλι αυτό το ξάφνιασμα; Αυτή η λάμψη, αυτή η λαχτάρα από μάτια σκοτεινά, άραγε τι κρύβουν και ακόμα τη θωρούν θαρρετά και κατάματα χωρίς θυμό; Άραγε είναι όνειρο το ξέφωτο, είναι μαγεία; που για να το βρεις χάνεσαι σε άπατο και πυκνό δάσος, τρέχοντας με ορμή ανέμου, ενώ θεόρατοι κορμοί, έλατα, ρόμπολα, περνούν αστραπιαία δεξιά και αριστερά σου μέχρι να φτάσεις στην κρυφή εκείνη είσοδο του παραδείσου όπου βασιλεύει ο έρωτας, η αγάπη, η ελευθερία, η σκέψη....

Όλα αυτά αγαπητές φίλες θα τα μάθετε αφού διαβάσετε το βιβλίο της φιλοξενούμενής μας κας Τατιάνας Αβέρωφ.

Ευγενία Μακαριάδη.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Βιβλίο: «Η δεξιά τσέπη του ράσου» του Γιάννη Μακριδάκη.




Τόπος του θέματος της μυθιστορίας το Μοναστήρι Μυρτιδιώτισσας, ιερά μονή Μυρσινιδίου, κοντά στην κωμόπολη Βροντάδος – Χίος, απέναντι από τις μκρασιατικές ακτές.
Η μυθιστορία του Μακριδάκη συνοπτική μεν, αλλά συμπυκνωμένη σε νουβέλα, θαρρώ πως έχει για κύριο θέμα τη μοναξιά του ανθρώπου όσο κι αν αυτή η επιλογή του ασκητισμού ήταν ο στόχος της επιζήτησής του.
Ο έρωτας είναι καταλύτης κάθε απαγόρευσης κοινωνικής, θρησκευτικής, πολιτικής ή άλλων προσταγμάτων γι’ αυτό με τόσο γλαφυρό στιλ ο συγγραφέας προσπαθεί να απωθήσει ο ήρωάς του αυτό το σημάδι, το σατανικό όπως το ονομάζει, του φιλιού στα χείλη ενός κοριτσιού που έκανε κάποτε την καρδιά του να σκιρτήσει, και ίσως ποτέ δεν ξέχασε ούτε και ήθελε να ξεχάσει, γι’αυτό έδωσε το όνομά της στην αγαπημένη του σκυλίτσα.
Ο μοναχός ήρωάς μας, ο Βικέντιος, παιδί μπήκε στο μοναστήρι και παιδί παρέμεινε, αν παρατηρήσει κανείς τον ενταφιασμό, που έκανε στην αγαπημένη του σκυλίτσα, Σίσυ, θα δει ότι το τελετουργικό είναι ακριβώς όπως ένα παιδί θάβει στον κήπο του το αγαπημένο του ζωάκι, το στολίζει με λουλούδια και στο τελείωμα βάζει ένα σταυρό· στην προσωπική μου περίπτωση τα παιδιά μου (5χρονα τότε) έθαψαν με πόνο το καναρινάκι τους κι έβαλαν από πάνω δυο καλαμάκια σε σχήμα σταυρού.
Ο χρόνος της απώλειας της αγαπημένης σκυλίτσας του καλόγερου συμπίπτει με κείνη του θανάτου του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου και εδώ βλέπουμε καθαρά ότι ο δούλος αυτός του Θεού και της εκκλησίας δε θρηνεί και δεν τον αγγίζει διόλου ο χαμός του αρχηγού της πίστης του, αλλά πονά και πενθεί την τρυφερότητα, την πίστη, τη φιλία, την αφοσίωση, την υποστήριξη, την άδολη αγάπη που έδωσε και πήρε από το ζώο αυτό. Εδώ λοιπόν, ας το επισημάνω, αμαρτάνει μια και οι χαρές δεν ταιριάζουν στους καλόγερους γιατί πρέπει μόνο να πονάνε και να ‘ναι αφοσιωμένοι στο Θεό (σελ.117).
Η κηδεία του Αρχιεπισκόπου, που συνάμα με τις καλογερικές εργασίες του μοναστηριού, ακούει από το ραδιόφωνο, είναι μια σκιά και μάλιστα ένα άκουσμα αδιάφορο μπρος στη λαχτάρα για συντροφιά, ένα ξόρκι έναντι της μοναξιάς, της φιλίας, της υποστήριξης, της ανάσας του άλλου, γι’ αυτό με νύχια και με δόντια προσπαθεί να σώσει τα νεογέννητα σκυλάκια της αποθαμένης, στη λεχωνιά απάνω, σκυλίτσας του. Έτσι η ζεστασιά πάνω στην κουβέρτα του κρεβατιού του δεν φτάνει και τα δυο κουταβάκια πεθαίνουν και θάβονται κοντά στη μάνα τους. Όμως το τρίτο θα σωθεί χωμένο στη δεξιά τσέπη του ράσου και πάντα με το χάδι ενός χεριού και ενός σώματος που ανασαίνει και με το τικ τακ της καρδιάς δίνει της ζωής το ρυθμό στο αγαπημένο ζωάκι και όχι του ολέθρου.
Η νουβέλα είναι σημειολογική και πολύ γλαφυρά ο συγγραφέας μας θυμίζει το πλήθος που οι περισσότεροι άκουγαν και γνώριζαν από τα ενημερωτικά μέσα, αυτοί που δεν τον είχαν πλησιάσει ή αγγίξει ποτέ, που γνώριζαν καλά τη φωνή του, ίσως και το έργο του, μακριά όμως από την ανάσα του, το χέρι βοηθείας του, που ίσως κι αυτό ήταν για μερικούς, όχι όμως για το ποίμνιο που ‘ταν ταγμένος και εδώ ας μου επιτραπεί να θυμίσω ότι τα χρόνια της χούντας που’ μασταν στο γύψο και οι πρώτοι νεκροί, ζεστοί ακόμα, ήταν σπουδαστές και αμούστακα παιδιά, εκείνος αδιαφορούσε, λέγοντας και υποτιμώντας μας ό,τι δεν ήξερε γιατί σπούδαζε όταν εμείς ματώναμε.
Τελειώνοντας χαίρομαι για την αδιαφορία του καλογερόπαπα, έναντι εκείνης του αρχιεπισκόπου και έχουμε υποχρέωση να κάνουμε μνεία των πρώτων νεκρών της χούντας που ήταν: Ελής, Μανδηλαράς, Καλαντζής, Ρίζος, Καλαβρού Τσαρουχάς, Διομήδης, Παναγούλης, ο πεντάχρονος Μιχάλης Μυρογιάννης κ.α...... πολλοί.



Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΑΚΑΤΕΣ

.

(tabula rasa) χμμμμμμ το απόλυτο τίποτα.


... δρόμοι ονειροφαντασίας προχωράει κανείς σε ονειροδρόμους; Zει κανείς με όνειρα; Eίναι ουτοπία αποφάνηκαν οι ορθολογιστές-πραγματιστές. Λαπάδες αποφαίνονται οι εξουσιαστές κι εγώ κάτι ανάμεσα σε ουτοπία και λαπάδων περνώ την αληθινή ζωή μου με παραμύθια και ευλογώ τους παραμυθάδες- ποιητές και νιώθω τυχερή που υπάρχουν και θα υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο, ακόμα και μια παλάμη δρόμο από το σπιτικό μου....

Οι λέξεις (!) καταφυγή μου. Γραφή, γλώσσα, η φωνή της σκέψης μας, της φαντασίας μας.

Καζαντζάκης: (1883-1957): Υπάρχει τίποτα πιο αληθινό από την αλήθεια; Ναι το παραμύθι που δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια. (Αναφορά στον Γκρέκο). Έχει ευθύνη ο άνθρωπος γι’ όλες τις αδικίες του κόσμου και τις ντροπές.

Ο υπερρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν (1896-1966) Γάλλος συγγραφέας – από τους θεμελιωτές του υπερρεαλισμού. ‘’Tο φανταστικό είναι αυτό που τείνει να γίνει πραγματικό.

Σωκράτης: τα βιβλία δεν αλλάζουν τη ζωή ή τον χαρακτήρα, τα βιβλία βοηθούν να δεις αυτό που είναι μέσα σου.

Αρανίτσης Ευγένιος. Ποιητής. Η τέχνη ζωής. ... θα επιτρεπόταν χοντρικά να πούμε πως, όταν κάποιος επιθυμεί την ψυχοσωματική οντότητα του άλλου συνολικά ο έρωτας είναι θεάρεστος. Όταν επιθυμεί μια μόνο ψηφίδα από τον κατακερματισμένο άλλον π.χ. το πέμπτο του άκρο ή την αχίλλειο πτέρνα του (τα λεφτά του, την πόζα του), τότε ο έρωτας λοξοδρομεί στην πορνογραφία.

Αρανίτσης: Η τέχνη ως πνευματκή παραγωγή θέλει να χαρίσει λύσεις, έστω προσωρινές. Κάποιες φορές διαθέτει λόγο, συναίσθημα, αίσθημα, αισθητική.. αισθητικά κριτήρια.

Η ΒΙΑΙΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΑΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.



Η επίδειξη πλούτου με διάφορους τρόπους σημαίνει ΝΕΟΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ.

Εγώ πάλι το ερμηνεύω ως εξής:

Ο σαρκασμός σαν απάντηση όταν δεν έχουμε επιχειρήματα σε μια παρατήρηση για το περιβάλλον.

Η ασέβεια στο αγαθό που λέγεται ΝΕΡΟ και το ξοδεύουμε ασύστολα πλένοντας με τις μάνικες τις βεράντες μας, τις αυλές μας, τις πισίνες μας, τα αυτοκίνητά μας.

Η επιπόλαιη ματιά μας στο αγαθό αυτό που το αφήνουμε να τρέχει ασταμάτητα και να διαποτίζει τσιμέντα και ασφάλτους.

Η επιπόλαιη ματιά μας στις πυρκαγιές που μας απειλούν, στην αποπνικτική ατμόσφαιρα, όπου τότε οι χρυσές βρυσούλες μας αντί νερού θα αναβλύζουν θορύβους ερυγής.

Ζητώ συγγνώμη που φωνάζω, που θυμώνω, που γράφω παρατηρώντας για το ξόδεμα του νερού αλλά η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον επιτέλους πρέπει να γίνει στενή, στενότερη, στενότατη.

΄΄ Ο ΑΛΑΖΟΝΑΣ ‘’



Διαβάζοντας διάφορα εφήμερα έντυπα, ο απλός αναγνώστης διαβλέπει την ψυχογραφία του γράφοντος και κρίνει τον χαρακτήρα του· πολλές φορές θαυμάζει τους στοχασμούς του και άλλες τόσες και περισσότερες τον ξενίζει η κομπορρημοσύνη των λόγων του καθώς και η αλαζονεία των επιτευγμάτων ή περγαμηνών του, αν υπάρχουν.

Μου έρχεται στο μυαλό η ρήση του Βολτέρου (Voltaire 1694-1778) «Η βεβαιότητα είναι δυσάρεστη, αλλά η σιγουριά είναι παράλογη».

Ας μου επιτραπεί να προσθέσω τα λόγια του Ευαγγελιστή Ματθαίου (γ’9) «Υπέρ σεαυτού μη φράσης εγκώμια».

Ας ξεχάσουμε, λοιπόν, όλοι και περισσότερο αυτοί που δημοσιογραφούν, αυτό που λαϊκίζοντας λένε: «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»

Σημειώσεις (σημαντικές):

Δεν θα σε εμπλουτίσει αυτό που θα εκμαιεύσεις από τα βιβλία- είναι αυτό που τα βιβλία θα εκμαιεύσουν από σένα που θα αλλάξει τελικά τη ζωή σου. Τα βιβλία απλά σε βοηθούν να δεις αυτό που ήδη βρίσκεται μέσα σου. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (470-399).

Αν αφήναμε μόνο τους ιδιοφυείς να ασχολούνται με τη λογοτεχνία, πιθανόν να ζούσαμε σ’ ένα πληκτικό κόσμο. ΣΕΣΙΛ ΙΓΓΛΕΣΗ-ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ. (Ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης).