Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ



                                    Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ
                                           ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
                                             Του  ΤΖΟΝ ΤΣΙΒΕΡ  (γεν.1912-1982)

Πρώτη φορά διάβασα βιβλίο του σπουδαίου αυτού Αμερικανού συγγραφέα (γεν. Ουόλστοουν, Μασαχουσέτης) και εντυπωσιάστηκα. Εννέα διαμαντένια διηγήματα. Το καθένα ένας κόσμος, τακτοποιημένος / ικανοποιημένος  που έχει πετύχει και  ζει  το όνειρο μιας επίπλαστης πολιτιστικής δημιουργίας, αυτής των  αστικών αντιλήψεων (το αμερικάνικο όνειρο, υποκριτική ευτυχία, θα ‘λεγα).
Ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι υπομειδιώντας χιουμοριστικά, ενώ οι ιστορίες του δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο πόνος τού εγκλωβισμένου, μέχρι ακρισίας, ανθρώπου που απέχει από την αίσθηση εκείνη της αξίας  ή  ακόμα της απαξίας του εαυτού του.
Πετυχημένος ο τίτλος του βιβλίου, γιατί το διήγημα «ο κολυμβητής» είναι το συμπέρασμα, αν θέλετε, όλων των ιστοριών  που εμπεριέχει.
Πολύ καλή η εισαγωγή και η μετάφραση του Κωστή Καλογρούλη.

1)      «Καψουροτράγουδο»
 Στο διήγημα αυτό η ηρωίδα, μια «μειλίχια» γυναίκα, δέχεται με Ιώβεια υπομονή, τις εχθρότητες των εραστών και φίλων της. Πόσο αξίζει αυτό που προσπαθούν οι τελευταίοι να κερδίσουν και  μάχονται  με νύχια και δόντια βιαιοπραγώντας εις βάρος της; Τελικά ένας είναι πάντα ο νικητής τον αντιλαμβάνεται κανείς σε όποιο προσωπείο κι  αν κρύβεται, γιατί πίσω του φαντάζει η σκαιότητα του θανάτου που τον συντηρεί να παραμένει νέος.

2)      «Το τεράστιο ραδιόφωνο».
 Το αυτί μας τεράστιο στις ζωές των άλλων,  που χλευάζουμε, κουτσομπολεύουμε, ενίοτε συμπονάμε και οργιζόμαστε, συγκριτικά με μας γιατί είμαστε διαφορετικοί, ανώτεροι χωρίς ελαττώματα και αμαρτίες. Έτσι, φανατικοί της κλειδαρότρυπας.. ξεχνάμε τα δικά μας και ο αμείλικτος χρόνος καραδοκεί.

3)      «Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος για τους φτωχούς»
  Η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα,  η ευζωία, τα λουκούλλεια γεύματα, τα χοντρά μεθύσια,      τα δώρα, οι γιορτές, η απληστία... και πιο κει το κοριτσάκι με τα σπίρτα... ποιος είπε ότι δεν θα το βοηθήσουμε «μέρα που είναι» και βέβαια θα βοηθήσουμε / ελεήσουμε τον φτωχό μας υπάλληλο / υπηρέτη / ζητιάνο,   με δώρα και  φαγητά ένα σωρό.. ποιος είπε ότι δε συμπονάμε τον κακομοίρη φτωχό, που στο κάτω κάτω είναι δικό μας δημιούργημα. 

4)   «Ω πόλη των τσακισμένων ονείρων»
  Ο κόσμος του θεάματος, της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, όλοι και όλα προς άγρα ταλέντων και μη. Ο οδηγός λεωφορείου που  ξεμένει από δουλειά, το ρίχνει στη συγγραφή θεατρικών έργων και πέφτει στην παγίδα των «ειδημόνων» της τέχνης με απώτερο σκοπό και επιδίωξή τους το εύκολο κέρδος.  Ελπίδα του άνεργου η υποσχόμενη πραγμάτωση ονείρων για πολυτελή διαβίωση, για διασημότητα και παραδοχή μέχρις εξοντώσεως.

5)  «Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλ»
 Καλύτερα διαρρήκτης στο αστικό σου περιβάλλον, παρά να χάνεις την υπόληψή σου, ως άνεργος ή φτωχός. Έτσι κλέβεις απ’ αυτούς που τόσο συχνά τους προσκαλείς και σε προσκαλούν σε πάρτι κραιπάλης και έχουν φυσικά τις πόρτες των σπιτιών τους ανοιχτές για σένα που είσαι σαν αυτούς, γιατί ζεις στην πλούσια παροικία τους.

6)      «Ο εξοχικός σύζυγος»
  Ο άντρας, σώος,  μετά από μεγάλο  σοκ της συντριβής του αεροπλάνου που επέβαινε, αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα πράγματα στη ζωή και συνειδητοποιεί όχι μόνο ότι δεν τον λαμβάνουν σοβαρά  υπόψη η οικογένεια και οι φίλοι του, αλλά αδιαφορούν πλήρως ακόμα και για την πρόσφατη περιπέτειά του με το αεροπλάνο. Οι αισθησιακές του απολαύσεις, καταχωνιασμένες σ’ ένα ξεχασμένο κουτάκι του μυαλού του, αντικαταστάθηκαν από πληκτικές καταστάσεις επαγγελματικών, φιλικών και οικογενειακών υποχρεώσεων της πλούσιας ζωής του, μέχρι που μια όμορφη, νεαρή μπέιμπι σίτερ των παιδιών του, το άνοιξαν διάπλατα και την ερωτεύτηκε σφόδρα. Ο έρωτας απαγορεύεται στην τάξη του και μάλιστα μ’ ένα φτωχό κορίτσι, θυγατέρα ενός μέθυσου   όμως θα μπορούσε στα κρυφά να ζωντανέψει όλες τις σκηνές έρωτα, ακόμα και του βιασμού της μικρής, μέχρι που το πήραν είδηση δυο παιδικά μάτια. Η αρρώστια του έρωτα δεν είναι  ανίατη, ο ψυχίατρος τού συνιστά την ξυλουργική θεραπεία, και κείνος  βρίσκει παρηγοριά στην απλή αριθμητική που απαιτείται και στην ιερή μυρωδιά του φρέσκου ξύλου έτσι συνεχίζει  την καθημερινότητά του, ίδια όπως ζούσε πριν.

7)  «Ο κολυμβητής»
 Ο καλοκαμωμένος μας ήρωας έχει αθλητική όψη αν και δεν είναι νέος. Αποφάσισε να διασχίσει την περιοχή που μένει και να φτάσει στο σπίτι του κολυμπώντας. Έχει χαρτογραφήσει τις περιοχές με το νου του, που δεν είναι άλλες παρά οι ιδιωτικές πισίνες πολλών γειτόνων του, καθώς και δημόσιες. Ξεκινάει με μια μεγάλη βουτιά στην πρώτη πισίνα  χρειάζεται να κολυμπήσει δέκα τρία χιλιόμετρα νότια, για να φτάσει στο σπίτι του.  Στην αρχή του ταξιδιού, που ημέρα είναι καλοκαιρινή, έχει το καλωσόρισμα των γειτόνων που τον κερνούν ποτά και τους εκπλήσσει το εγχείρημά του. Συνεχίζοντας ο καιρός χαλάει με ανέμους και βροχές και κείνος τυγχάνει κακής υποδοχής και αρνητισμού ακόμη και για ένα ποτό από φίλους, γνωστούς και γείτονες, ενώ ψιθυρίσματά τους, που μειώνουν την υπόληψή του, και νύξεις για τα δεινά της οικογένειάς του, αντηχούν και συνταξιδεύουν μαζί του. Το περιπετειώδες και εξαντλητικό ταξίδι  του ήρωά μας τελειώνει όταν φτάνει στο σπίτι του. «Περπατώντας προς το σπίτι είδε ότι η δυνατή καταιγίδα είχε σπάσει μια υδρορροή. Κρεμόταν μπροστά στην κεντρική είσοδο σαν μπανέλα ομπρέλας, αλλά μπορούσε να τη φτιάξει το πρωί. Το σπίτι ήταν κλειδωμένο, και σκέφτηκε ότι ο ηλίθιος μάγειρας, ή η ηλίθια υπηρέτρια, πρέπει να είχε κλειδώσει το σπίτι, μέχρι που θυμήθηκε ότι είχε περάσει καιρός από τότε που είχαν προσλάβει μάγειρα ή υπηρέτρια. Φώναξε, χτύπησε δυνατά την πόρτα, προσπάθησε να την ανοίξει πέφτοντας με δύναμη πάνω της, και μετά, κοιτώντας μέσα από τα παράθυρα,  είδε ότι το σπίτι ήταν άδειο.»

8)      «Μονάχα πες μου ποιος ήταν»
 Η ζήλια ενός πετυχημένου, σύμφωνα με το αμερικάνικο όνειρο, ηλικιωμένου άντρα που παντρεύεται το νεαρό κορίτσι που υπεραγαπάει. Ο τρόμος ότι τον απατά, ότι μπορεί να τον εγκαταλείψει, καταλαγιάζει ξεσπώντας στον εραστή της, παράλληλα τη γεμίζει με σμαράγδια, χρυσό και μαργαριτάρια, κάτι που δεν θα μπορούσε κανένας  εραστής να κάνει. Ο πλούτος κρατάει γερά στο γάμο τη γυναίκα του και απομακρύνει την ανασφάλειά του.

9)      «Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ»
 Ένα διήγημα αγωνίας, για τη ζωή ενός υπερφίαλου, αναίσθητου άνδρα και της αισχρής συμπεριφοράς του σε μια γυναίκα, πρώην γραμματέα του. Άραγε  υπήρχε κάτι μέσα στο παχύ στρώμα ενός ανάλγητου σαρκίου, που θα ξυπνούσε τον άνθρωπο; Είναι  ο τρόμος θανάτου, που καραδοκεί σε κάθε του βήμα εκείνος τρέχει, κρύβεται, νομίζει ότι έχει γλιτώσει, ξεθαρρεύει και βυθίζεται ξανά στο ραχάτεμα της καλοζωίας. Μέχρις ότου ή οπλισμένη Νέμεση στοχεύει το άκριτο κεφάλι του, προστάζοντάς τον να το χώνει ξανά και ξανά μέσα στο χώμα και στις βρομιές.
Ευγενία Μακαριάδη

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΙΧΝΟΣ






                                       ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΙΧΝΟΣ
                                                       του
                               ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΙΔΗ (γεν. 1967, Σέρρες)
                                           (εκδόσεις: ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ)
 
Διάβασα τόσο γρήγορα αυτό το βιβλίο, που νιώθω την ανάγκη να το ξαναδιαβάσω, μπας και μου ξέφυγε κάτι.. Τόσο απλό, παράξενα γοητευτικό, κινηματογραφικό και τέλος πραγματικό μέσα στο παραμύθι του.

Ήρωες της καθημερινότητας που ζουν και συμπεριφέρονται παρορμητικά και βίαια εξ αιτίας φόβου κοινωνικής απόρριψης, υπερφίαλοι καλλιτέχνες και ένα σωρό συναισθηματικές τάσεις στη μαγεία, στο θάνατο, στην αφοσίωση, στην αγάπη, ακόμα και  σε δύσμορφα άτομα, όπως η ερωτική έλξη του κεντρικού προσώπου της μυθιστορίας για μια άσκημη ζητιάνα.

Το ελάχιστο ίχνος, όπως αυτό του αφηγητή-συγγραφέα, πιθανόν και του καθένα μας, που πατάει και φεύγει απ’ αυτή τη γη  σβήνεται σε λίγο χρόνο ή το πολύ πολύ να μείνει στη μνήμη του περίγυρού του κι αυτό για πόσο άραγε.. Όμως αυτό το ελάχιστο που μπορεί να μείνει  στην ιστορία, είναι το σπάνιο, είναι εκείνο που συγκλονίζει, και  δε φεύγει εύκολα από τη μνήμη.

Ο ήρωας του έργου, Αυγουστίνος Ψυχός, είναι νόθο παιδί, από το ερωτικό σμίξιμο ενός πλούσιου έφηβου και της  παραμάνας του, της Χαρίκλειας. Η πλούσια οικογένεια, για να αποφύγει το σκάνδαλο, αποδιώχνει την εγκυμονούσα παραμάνα. Η τελευταία γεννάει ένα υγιέστατο αγόρι και το μεγαλώνει σ’ ένα χαμόσπιτο.

Παράλληλα σε μια επαρχιακή πόλη ο Ανδρέας Ψυχός κι η γυναίκα του  Φανή αδυνατούν  να τεκνοποιήσουν  παρ’ όλες τις οδύσσειες περιπλανήσεις και περίεργες αναζητήσεις, όπως η συνεύρεσή τους σε εξωκλήσι, μπρος στην εικόνα της Αγίας Κυριακής. Τελικά η Φανή έμεινε έγκυος, με τη μεσολάβηση της εξαδέλφης της, Σμαρούλας. Πράγματι η Σμαρούλα, που από μικρή είχε το χάρισμα της «μάγισσας»,  ζωγράφισε στα γυμνά τους σώματα περίεργα σύμβολα και τους ορμήνεψε να συνευρίσκονται άπλυτοι  μέχρι να εξαφανιστούν τα γραμμογραφήματά της, από τις επαφές τους.  Η Φανή γέννησε. ΄Ομως το μωρό βγήκε σακάτικο.  

Με κινηματογραφικό στυλ, ο «προσβλημένος» πατέρας με το μωρό αγκαλιά περιπλανάται από γειτονιά σε γειτονιά και από δρόμους σε σοκάκια, μέχρι που σταματά σ’ ένα χαμόσπιτο, όπου από το ανοιχτό παράθυρο βλέπει μια μάνα ξαπλωμένη να κοιμάται και παραδίπλα σε μια κούνια να κοιμάται επίσης ένα μωρό. Χωρίς χρονοτριβή, μπήκε μέσα από το παράθυρο κι έκανε την «ανταλλαγή»,  αρπάζοντας το υγιές αγόρι, ενώ  στη θέση του άφησε το σακάτικο. 

Ο Αυγουστίνος με καλλιτεχνικές τάσεις, καταφέρνει να σπουδάσει ηθοποιός στα τριάντα του χρόνια, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του. Έχει πάθος για το θέατρο, αργότερα για τη σκηνοθεσία (μετά την παρότρυνση φίλου), όμως του λείπει το «ταλέντο», του λείπει το «χάρισμα» που έχει ο συμμαθητής του, στη Δραματική Σχολή, ο Σέργιος Λυκίδης, τον οποίον και ανταγωνίζεται  παρότι ο γραμματέας της σχολής, επονομαζόμενος «Βουνό», και φίλος του αργότερα, θα του επισημάνει ότι, «ο Στ. ηθοποιός υπήρξε καλός, αλλά όχι χαρισματικός και όλοι οι μη χαρισματικοί είτε θα έχουν την αυταπάτη πως είναι χαρισματικοί, είτε θα διατείνονται πως το χάρισμα δεν υφίσταται.»  

 Ο Αυγουστίνος θα παίξει σε πολλές παραστάσεις του δικού του θεάτρου, που απέκτησε μετά τη χορηγία του βιολογικού του πατέρα, με τον οποίο ήρθε σε μυστική συμφωνία να μη μαθευτεί ποτέ η συγγένειά τους. Η ερμηνεία του μάλιστα, στην τελευταία σκηνή στο έργο του Ίψεν, Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν, ήταν μοναδική στα θεατρικά χρονικά, όπως μας βεβαιώνει ο παρακάτω διάλογος δυο ιθυνόντων του θεάτρου: (Σέργιος Λυκίδης και «Βουνό»)
Λυκίδης: -Θα τον θυμούνται πάντα, ενώ άλλοι κι άλλοι θα έχουν ξεχαστεί. Ο ηθοποιός που εισχώρησε απόλυτα στο πετσί του ρόλου. Δεν το πιστεύεις;
Βουνό: -Μπορεί ποιος ξέρει.
Λυκίδης: -Θ’ αφήσει ένα ίχνος. (Το Βουνό έμεινε για μα στιγμή σκεφτικό.)
 Βουνό: -Ένα ελάχιστο. Ίσως.
                              ***
Σελίδα 20: Ταλέντο; Δεν ξέρω τι φαντάζεσθε λέγοντας αυτή τη λέξη. Ξέρετε τι είναι ταλέντο; Ταλέντο είναι το πάθος σου να δουλέψεις σκληρά. Άλλου είδους ταλέντα δεν υπάρχουν.

Σελίδα 264: είναι μερικοί που παθιάζονται τόσο πολύ καθώς εξηγούν γιατί δεν τους άρεσε κάτι, ώστε παρασύρονται από την ορμή των επιχειρημάτων τους. Χτίζουν το σκεπτικό τους αραδιάζοντας τη μια γκρίνια μετά την άλλη, κι όσο εξάπτονται, τόσο πιο κατηγορηματικοί γίνονται, με αποτέλεσμα να εκφράζουν στο τέλος μια γνώμη πολύ πιο αρνητική απ’ αυτή που έχουν στην πραγματικότητα σχηματίσει. Το θάψιμο προοδευτικά γίνεται ηδονικό. 

Σελίδα 266: Συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια κλίμακα αξιών. Σ’ ένα σκαλί της πατούσε κι αυτός. Όσοι βρίσκονταν πιο κάτω του έδειχναν σεβασμό. Αυτοί, πάλι, οι παρακατιανοί του, είχανε άλλους πιο παρακατιανούς, τους οποίους κοιτάζανε αφ’ υψηλού. Κι αυτοί άλλους, κι οι άλλοι άλλους. Δύσκολο να διακρίνεις ποιος στεκόταν στο χαμηλότερο και ποιος στο ψηλότερο σκαλί της κλίμακας, τόσο μεγάλη ήταν. Αν άλλαζες σκαλοπάτι, ανέβαινες ή κατέβαινες, άλλαζε ο συσχετισμός: περιφρονούσες εκείνον που λίγο πρωτύτερα υποληπτόσουν άπλωνες το χέρι σε όποιον χθες γύρναγες την πλάτη. Αλλά – κι επειδή μιλάμε για σκάλα- δεν είχες οπτικό πεδίο ευρύ. Ούτε καν ήξερες, στη συνολική εικόνα, αν βρίσκεσαι πριν από τη μέση ή μετά. Μόνο στους κοντινούς σου αντιλαμβανόσουν, λίγους πιο ψηλά, λίγους πιο χαμηλά. Στεκόταν, λοιπόν, κι αυτός στο σκαλοπάτι του φθονούσε τους αποπάνω και οίκτιρε τους αποκάτω.

Ευγενία Μακαριάδη.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Martin Walser: η Γερμανία να πληρώσει



Martin Walser: η Γερμανία να πληρώσει

ο αναγνώστης στις 22 Ιουνίου, 2013 

Του Νίκου Κυριαζή.

Ο Martin Walser θεωρείται μαζί με τον Γκρας ένας από τους δυο σημαντικότερους Γερμανούς διανοούμενους και συγγραφείς. Έχει γράψει 50 μυθιστορήματα και θεατρικά έργα που έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες., πέντε και στα ελληνικά με το πιο πρόσφατο το « Ο άνδρας που ήξερε να αγαπάει» Εστία 2013, και εκατοντάδες άρθρα, συνεντέυξεις, συζητήσεις στην τηλεόραση κλπ
Γεννήθηκε το 1927, σπούδασε λογοτεχνία, ιστορία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια Ρέγκενσμουργκ και Τύπινγκεν, από όπου πήρε και το διδακτορικό του με θέμα το έργο του Φραντς Κάφκα.
Η σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό είναι μακρόχρονη. Διάβασε και διαβάζει αρχαίους ποιητές όπως τον Αλκαίο, Σαπφώ και Ασκληπιάδη και είναι λάτρης του Πλάτωνα. Έχει συνεργασθεί με τους Μ.Θεοδωράκη και Ν.Μαμαγκάκη, που έγραψαν την μουσική για ένα θεατρικό έργο του που παίχτηκε την δεκαετία του 1960.
Ο Δρ. Walser ήρθε στην Ελλάδα στις 14-18 Μαΐου για να λάβει «διδακτορικό τιμής ένεκεν»  από το Οικονομικό τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ως προσκεκλημένος και του Ιδρύματος « Κώστας Κυριαζής» που ήταν χορηγός του ταξιδιού του. Το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα θέλησε να τιμήσει τον Δρ.Βάλσερ για την μακροχρόνια συνεισφορά του στον πολιτισμό και τα γράμματα, την ανάδειξη της επίδρασης των ελληνικών γραμμάτων στα γερμανικά αλλά και γιατί την πρόσφατη περίοδο των τεταμένων Ελληνογερμανικών σχέσεων υπήρξε θερμός υποστηρικτής της Ελλάδας με αρθρογραφία του στα γερμανικά ΜΜΕ.
Η σημασία που αποδίδουν τα γερμανικά ΜΜΕ στο ελληνικό ταξίδι του κου Βάλσερ φαίνεται κι από το ότι η μεγάλη και έγκυρη εφημερίδα «Die Zeit” έστειλε τον δημοσιογράφο της κο Ούσλαρ να συνοδεύσει τον Δρ.Βάλσερ στην Ελλάδα.
Ο Δρ.Βάλσερ μετά την απονομή έκανε ομιλία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με θέμα « Τι είναι για σας η Εκάβη;» που επανέλαβε και στην εκδήλωση την Παρασκευή 17 Μαΐου στο Ινστιτούτο Γκαίτε όπου ακολούθησε συζήτηση με τον συγγραφέα Πέτρο Μάρκαρη.
Στην ομιλία του Ο Δρ.Βάλσερ ανέδειξε την επιρροή της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας στο έργο του κορυφαίου Γερμανού ποιητή Χάιλντερλιν, όπως σε ένα από τα αριστουργήματα της γερμανικής λογοτεχνίας , τον «Υπερίωνα», που σε αυτόν οφείλει πολλά η σύγχρονη γερμανική γλώσσα, συνεχίζοντας με αναφορά στον Βίνκελμαν και το έργο του «Σκέψεις για την μίμηση των ελληνικών έργων στην ζωγραφική και την γλυπτική» (1764) που κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα υπήρξε μακράν το πιο πολυδιαβασμένο και πολυμνημονευμένο βιβλίο.
Καταλήγει στην ομιλία του:
« Μα όλα αυτά δεν λένε τίποτε στον ειδικό. Τι είναι γι’ αυτόν ο Υπερίων, τι είναι γι’ αυτόν η Εκάβη; Ασφαλώς, τίποτε απολύτως! Διότι δεν έχει ιδέα ποια είναι η Εκάβη, δεν έχει ιδέα ότι την ίδια ερώτηση τοποθέτησε κάποτε και ο Σαίξπηρ στα χείλη του Άμλετ. Και μολονότι δεν προτίθεμαι να καταλογίσω άγνοια στους ειδικούς, ας μου επιτραπεί τουλάχιστον να πω ότι η εθνική οικονομία δεν είναι αυτοσκοπός. Η εθνική οικονομία έχει χρέος να υπηρετεί ορισμένα συμφέροντα τα οποία απουσιάζουν από το λεξιλόγιο της οικονομολογίας. Αν και γνωρίζω ελάχιστα από οικονομικά, θεωρώ πως είναι στο χέρι μας να οικοδομήσουμε μια καλύτερη Ευρώπη. Και αυτό σημαίνει μια Ευρώπη ωραιότερη. Και η Ευρώπη είναι ωραία μόνο με την παρουσία της Ελλάδας.»
Ο Δρ. Βάλσερ μίλησε ανοιχτά για όλα τα θέματα που του τέθηκαν από τους Έλληνες δημοσιογράφους. Σε ερώτηση του κου Χρόνη Μουστάκα του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ για το γερμανικό κατοχικό δάνειο, απάντησε απερίφραστα:
« Η Γερμανία πρέπει να αποπληρώσει το κατοχικό δάνειο και ο κος Σόιμπλε πρέπει να βρει τα χρήματα!»

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Η Γραμμή Σκιάς, του Τζόζεφ Κόνραντ



                          Η Γραμμή Σκιάς
                   του Πολωνού συγγραφέα Τζόζεφ Κόνραντ (το πραγματικό του όνομα      
                    ήταν Τέοντορ Κόνραντ Ναλέτζ Κορτσενιόφσκι (1857-1924)
                          (εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)

έργα του: Καρδιά του σκότους,
               Έρημη Χώρα,
               Ο νέγρος του Νάρκισσου,
               Λόρδος Τζιμ,   κ.α.

            « Η Γραμμή Σκιάς», ένα από τα σημαντικά έργα του σπουδαίου αυτού συγγραφέα, είναι ένα κλασσικό έργο, που αξίζει να διαβάζεται ξανά και ξανά.  Αλληγορεί ο συγγραφέας ιστορώντας ταξίδια που έκανε ο ίδιος, ως ναυτικός, και παραβάλει το πραγματικό με το φανταστικό δίνοντας έμφαση στο νοούμενο, που δεν είναι άλλο παρά το σθένος,  η πάλη (αν θέλετε) του ανθρώπου να ξεπεράσει τα όριά του, μαχόμενος οποιαδήποτε κατάρα θανάτου και καταστροφής, ώστε να πλησιάσει την τρανότητά του, που δεν είναι άλλη από ταπεινοσύνη και αξιοπρέπεια που οφείλει στην ίδια τη ζωή.
            Ένα ταξίδι μια μέρας σχεδόν, αρκεί όσο μια μακρόβια ζωή για να παλέψει κανείς τη νέκρα (το τίποτα) της επιπολαιότητας, της έπαρσης του αφεντάτου, της μικροσύνης.
            Αυτό το ταξίδι μας ιστορεί ο αφηγητής, που παρότι πετυχημένος υποπλοίαρχος δηλώνει παραίτηση, έτσι χωρίς λόγο, ίσως γιατί είναι πολύ νέος («εύθραυστη αυτάρκεια της νιότης») και θέλει κάτι ανώτερο, μπορεί να μη ζητάει τίποτα άλλο, παρά αμεριμνησία.. μέχρι που του δίνεται μια θέση που του αξίζει, εκείνη του πλοιάρχου, δηλαδή το πρώτο του «καπετανίκι» σ’ αυτή την τόσο νεαρή ηλικία...
            Όμως ο καπετάνιος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μάγια και κατάρες του πρώην καπετάνιου, που αντικατέστησε, διότι πέθανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και τον «έθαψαν» στη θάλασσα. Κατά τα λεγόμενα, λοιπόν, του γραμματικού ο αδυσώπητος αυτός πρώην καπετάνιος, εκείνο που δαιμονίζονταν ήταν να βουλιάξει το καράβι αύτανδρο στον πάτο της θάλασσας.
            Έτσι το πρώτο «καπετανίκι» του ήρωά μας ξεκίνησε με εμπόδια όχι μόνο τις προκαταλήψεις, όπως τις χαρακτήριζε, στην αρχή βέβαια, γιατί μετά όταν η θάλασσα έμεινε ακίνητη, τελματωμένη, νεκρή, όταν ουρανός, θάλασσα, άνθρωποι, πλοίο χάνονταν σε βαθύ σκοτάδι, που δεν μπορούσε ο ένας να δει τον άλλον... τότε έπρεπε να ξεπεράσει όχι μόνο το ανάθεμα του δαιμονισμένου πρώην καπετάνιου, αλλά και  τα όρια του εαυτού του, αφού και το τσούρμο του υπέφερε βαριά από πανώλη.
            Στο έργο απλοί άνθρωποι γίνονται μεγάλοι, γίνονται ηρωικοί σε κρίσιμες στιγμές, όπως όταν υπερασπίζονται τη ζωή έναντι  των πελώριων δυνάμεων του κόσμου.

(σελ. 21)  Όχι, έχω τόση απαρασάλευτη συνείδηση του θαυμαστού, που δεν θα μπορούσε ποτέ να με γοητεύσει το αμιγώς υπερφυσικό, το οποίο (μπορείτε να το πάρετε όπως θέλετε) δεν είναι παρά ένα μηχανευμένο προϊόν, μια επινόηση μυαλών ελάχιστα ευαίσθητων στις μύχιες εκείνες λεπτότητες της σχέσης μας με τ’ αναρίθμητα πλήθη των νεκρών και των ζώντων  μια βεβήλωση των πιο τρυφερών μας αναμνήσεων  μια ύβρις στην αξιοπρέπειά μας.
(σελ. 27) Κλείνει κανείς πίσω τη μικρή θύρα της παιδικότητας - και μπαίνει σ’ έναν μαγεμένο κήπο. Ακόμη και οι σκιές του φέγγουν με υποσχέσεις. Κάθε καμπή στο μονοπάτι έχει και τη σαγήνη του. Κι όχι γιατί πρόκειται για παρθένα χώρα. Το ξέρεις καλά, όλη η ανθρωπότητα έχει κυλήσει από εκεί τα νερά της. Πρόκειται για τη γοητεία της καθολικής εμπειρίας από την οποία προσδοκάς μια σπάνια ή προσωπική ευθύνη – κάτι, έστω και τοσοδά καταδικό σου.
(σελ. 84) Ο δρόμος θα ήταν μακρύς. Όλοι οι δρόμοι που οδηγούν εκεί που λαχταρά η καρδιά μας είναι μακριοί.

Σημείωση: Διαβάζω τώρα το «Λόρδος Τζιμ», επίσης του Τζ. Κόνραντ και το απολαμβάνω!

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Εύφορες εποχές για σπόρους λόγου, του Γιάννη Μακριδάκη



Γιάννης Μακριδάκης

Posted on
Την περασμένη Παρασκευή, μαζί  με όσους ανθρώπους βρέθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη, και ήταν παραπάνω από 100, κάναμε ξανά μια προσέγγιση όλων αυτών των ζητημάτων που θα συζητηθούν κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μας συναντήσεων, 23-26 Αυγούστου στη Βολισσό.
Με ανθρώπους που έχουν γίνει πλέον γνωστοί μου, λόγω του ότι έρχονται σχεδόν σε κάθε εκδήλωση στην Αθήνα αλλά και με πάρα πολλούς αγνώστους, συγγενείς στις σκέψεις και στους προβληματισμούς, συζητήσαμε, ακόμα και στα όρθια αφού μας σήκωσαν από το αίθριο του Μουσείου, για την πορεία της ανθρωπότητας, για την αστικοποίηση του πλανήτη, για την υποκατάσταση του οικοσυστήματος από το χρηματοοικονομικό σύστημα, για τις συνέπειες της άκρατης αστυφιλίας και αστικοποίησης των περασμένων δεκαετιών, τις οποίες ζούμε τώρα, και, εν τέλει, για το ότι αυτό το αδιέξοδο, στο οποίο έχει οδηγηθεί η ανθρωπότητα των καταναλωτών, αλλά και οι κρίσεις του ή οι σπασμωδικές του προσπάθειες ανάκαμψης με χειρότερους όρους για τον άνθρωπο και τον πλανήτη, δεν είναι προϊόν κάποιας συνωμοσίας αλλά αυτής και μόνο της συμπεριφοράς και της στάσης ζωής του καθενός από μας.
Το σύστημα είμαστε εμείς και μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο μέσα μας και γύρω μας.Η Ελλάδα χάνεται επειδή ακριβώς οι νεοέλληνες έζησαν με το ρητό: μην ανακατεύεσαι, μην παίρνεις θέση, μη νοιάζεσαι, γύρευε τη δουλίτσα σου, εσύ θα σώσεις τον κόσμο;
Κάπως έτσι ζει και πορεύεται κάθε άνθρωπος, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Κι έτσι, όλοι μαζί αποτελούμε έναν κόσμο που ο καθένας αποποιείται της ευθύνης να τον σώσει, και δεν πιστεύει ούτε στο ελάχιστο ότι μπορεί να το πράξει. Το χειρότερο; Κάνει ό,τι μπορεί για να τον καταστρέψει ακόμη περισσότερο μόνο και μόνο για να επιβιώσει ο ίδιος, κι έχει αφήσει δήθεν σε χέρια άλλων, το να τον σώσουν. Τον ίδιον και τον κόσμο όλον.
Είναι όμως πλέον ορατό σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους ότι αυτό αποτελεί ανευθυνότητα και μη σοβαρή πολιτική στάση ζωής. Για την ακρίβεια αποτελεί μιαν ανάλγητη και απόλυτα καταστροφική συμπεριφορά.
Το τριήμερο 23-26 Αυγούστου, στα πλαίσια του Απλεπιστημίου Βολισσού, σε φυσικό περιβάλλον, θα ζήσουμε τρεις μέρες στο οικοσύστημα, θα καταπολεμήσουμε ο καθένας προσωπικά την υποκατάστασή του από το χρηματοοικονομικό σύστημα, θα συζητήσουμε επ’ αυτού, θα πάρουμε προσωπικές αποφάσεις και θα αναλάβουμε ο καθένας τις μικρές και μεγάλες του προσωπικές δράσεις για να γίνουμε, αν μη τι άλλο, σπορείς του λόγου, που φυτρώνει και εξαπλώνεται ταχύτατα σε τέτοιες εύφορες εποχές, για μια νέα προσέγγιση στη Ζωή, για μια νέα ματιά, με σεβασμό στους φυσικούς πόρους και αναπλήρωση, με στροφή στην παραγωγή και όχι στην κατανάλωση, με ανάληψη ξανά της ευθύνης για τα αρχέγονα αγαθά της ανθρώπινης κοινοκτημοσύνης, σπόροι, νερό, ενέργεια, τα οποία αφήσαμε και τα πήραν ή τα διεκδικούν άλλοι, ανήθικοι κερδοσκόποι.
Το καμπανάκι της χρηματοοικονομικής κρίσης χτύπησε και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, όπως βλέπω και με τα ίδια μου τα μάτια στις εκδηλώσεις, το ακούν και δηλώνουν έτοιμοι για δράση. Ο κόσμος αλλάζει ήδη. Επειδή αλλάζουμε ο καθένας μέσα του. Μόνο εμείς μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα. Μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει για μας.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΕΛΟΣ



                        ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΕΛΟΣ
                                    του
                        ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ  (γεν. 1946 Μ. Βρετανία)
                        
                        Βραβείο MAN BOOKER 2011. 

Έργα του:
-Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ
-Άρθουρ και Τζορτζ
-England, England
     κ.α.

            Συνήθως κάνω εισηγήσεις βιβλίων που διαβάζω και όχι «κριτική», δεν ξέρω να κάνω κριτική, αυτό το βιβλίο όμως του Μπαρνς μου άρεσε τόσο πολύ, που σας το συστήνω ανεπιφύλακτα. Είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα κι εγώ λατρεύω τους φιλοσοφικούς στοχασμούς. Είναι το «πήγαινε-έλα» σ’ ένα δρόμο ζωής που διένυσε και διανύει ο αφηγητής και εμβαθύνει στη σημασία του χρόνου, του δικού του προσωπικού χρόνου, γιατί έτσι είναι χρόνος «προσωπικός του καθένα», και συνεχίζει αυτό το καταπληκτικό ταξίδι προς την αυτοσυνείδηση.
            Δεκαετία του ’60. Τρεις φίλοι-συμμαθητές, στην εφηβική τους ηλικία, ο Τόνι (αφηγητής της ιστορίας), ο Κόλιν και ο Άλεξ, δέχονται στην παρέα τους τον νεοφερμένο στην τάξη  Έιντριαν.  Οι φίλοι ανταγωνίζονται  σε εξυπνακισμούς και ιδέες διαβάζοντας βιβλία, ο Έιντριαν ξεχωρίζει όχι μόνο για την ευφυία του, αλλά και την ωριμότητά του και όπως μας λεει ο αφηγητής –αν ο Άλεξ είχε διαβάσει Ράσελ και Βιτγκενστάϊν, ο  Τόνι,  Τζορτζ Όργουελ και Άλντους Χαξλεϊ, ο Κόλιν, Μποντλέρ και Ντοστογιέφκσι, ο ΄Ειντριαν είχε διαβάσει Καμί και Νίτσε.
            Η αυτοχειρία του Έιντριαν, για άγνωστους λόγους, στα φοιτητικά τους χρόνια, θα διαλύσει την παρέα και η ζωή συνεχίζεται, τραβώντας ο καθένας το δρόμο του.
            Ο Τόνι 60άρης πλέον,  πατέρας, παππούς και με καλή σχέση με την πρώην σύζυγό του, ζει καλά μες στην καθημερινότητά του, όταν ένα κληροδότημα από ένα λησμονημένο πρόσωπο του παρελθόντος, ανατρέπει την ήσυχη ζωή του. Ανατρέχει σ’ ό,τι έχει αποθηκεύσει η μνήμη του για να ξεδιαλύνει το πώς και το γιατί των νεανικών του σφαλμάτων, που ίσως επηρέασαν και οδήγησαν τον Έιντριαν να αυτοκτονήσει.

            Επισημαίνω την αρχή του μυθιστορήματος (σελ.11) μιας σειράς πραγμάτων που θυμάται ο αφηγητής, σε αντιδιαστολή μ’ αυτά που συνέβησαν κάπου-κάποτε, ας δούμε μερικά:
1)     -το νερό μιας μπανιέρας που έχει κρυώσει από ώρα πίσω από μια κλειδωμένη πόρτα. Αν και όπως μας λεει ο αφηγητής αυτό δεν το είδε πραγματικά, ωστόσο ό,τι μένει στη μνήμη δεν είναι πάντοτε αυτό που αντίκρισαν τα μάτια σου.
Και στη σελ. 75 περιγράφει τον τρόπο αυτοκτονίας του Έιντριαν: είχε γεμίσει την μπανιέρα, είχε κλειδώσει την πόρτα, είχε κόψει τις φλέβες του μέσα στο ζεστό νερό και είχε πεθάνει από αιμορραγία...
2)      –σταγόνες σπέρματος που στριφογυρίζουν γύρω από την τάπα ενός νιπτήρα, πριν τις παρασύρει το νερό και διασχίσουν από πάνω ως κάτω ένα ψηλό κτίριο.
 Και στη σελίδα 159-160: Ανεβήκαμε αργά στο υπνοδωμάτιό μου, όπου η Βερόνικα με κόλλησε με την πλάτη στην πόρτα, με φίλησε στο στόμα και μου είπε στο αυτί «κοιμήσου τον ύπνο του πονηρού» και, όπως θυμάμαι τώρα, περίπου σαράντα δευτερόλεπτα αργότερα τον έπαιζα πάνω από τον μικρό νιπτήρα, χύνοντας το σπέρμα μου στις υδραυλικές σωληνώσεις του σπιτιού...

**
Σελ. (12)... Κι όμως, αρκεί η παραμικρή χαρά ή πόνος για να μας διδάξουν πόσο εύπλαστος είναι ο χρόνος. Κάποιες συγκινήσεις τον επιταχύνουν, άλλες τον επιβραδύνουν και καμιά φορά μοιάζει σαν να έχει χαθεί εντελώς- μέχρι να έρθει τελικά η ώρα που όντως χάνεται οριστικά και δεν επιστρέφει ποτέ.
Σελ. (27) ...Όλα εκείνα για τα οποία μιλούσε η Λογοτεχνία: ο έρωτας, το σεξ, η ηθική, η φιλία, η ευτυχία, ο πόνος, η προδοσία, η μοιχεία, το καλό και το κακό, οι ήρωες και τα αχρεία υποκείμενα, η ενοχή και η αθωότητα, η φιλοδοξία, η εξουσία, η δικαιοσύνη, η επανάσταση, ο πόλεμος, οι πατέρες και οι γιοι, οι μανάδες και οι κόρες, το άτομο σε αντιπαράθεση με την κοινωνία, η επιτυχία και η αποτυχία, ο φόνος, η αυτοκτονία, ο θάνατος και ο Θεός. Υπήρχαν ασφαλώς και άλλα είδη λογοτεχνίας-η θεωρητική, η αυτοαναφορική και η δακρύβρεχτα αυτοβιογραφική-αυτά όμως ήταν απλώς άσφαιρες μαλακίες. Η πραγματική λογοτεχνία μιλούσε για την αλήθεια, είτε ψυχική, είτε συναισθηματική, είτε κοινωνική ήταν αυτή, όπως προέκυπτε από τις πράξεις και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών της το μυθιστόρημα αφορούσε τον ανθρώπινο χαρακτήρα, όπως αυτός εξελίσσεται μέσα στον χρόνο.
Σελ. (172).  Τι είχε απαντήσει ο γερο-Τζο Χαντ, όταν ισχυρίστηκα εσκεμμένα ότι Ιστορία είναι τα ψέματα των νικητών;  «Αρκεί να έχεις κατά νου ότι είναι επίσης και οι αυταπάτες των ηττημένων». Το θυμόμαστε άραγε αυτό όσο συχνά χρειάζεται, όταν έχουμε να κάνουμε με την ιδιωτική ζωή μας;

Ευγενία Μακαριάδη











                   

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Πότε μας αρέσει ένα βιβλίο;




Πότε μας αρέσει ένα βιβλίο;

ο αναγνώστης στις 17 Ιουνίου, 2013
Της Βενετίας Αποστολίδου.  
Όταν ολοκληρώνουμε την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου, λέμε στον εαυτό μας ή/και στους άλλους αν μας άρεσε. Η απόφαση αυτή δεν είναι εύκολη και δε μπορεί πάντα να απαντηθεί με ένα ναι ή όχι. Από το «μου άρεσε πολύ» ή «με ενθουσίασε» μέχρι το «δεν μου άρεσε καθόλου» ή «το αντιπάθησα» υπάρχει μεγάλη απόσταση και πολλές άλλες δυνατές απαντήσεις: «καταλαβαίνω την αξία του αλλά προσωπικά δε μου είπε τίποτε», «δεν το κατάλαβα καθόλου», «έχω διαβάσει πολλά παρόμοια, δεν μου είπε τίποτε καινούριο», «το διάβασα με ενδιαφέρον αλλά τελικά δεν μου άρεσε και πολύ», «καλό είναι αλλά πολύ κουραστικός ο τρόπος που είναι γραμμένο» κ.ο.κ.
Ποιο είναι το ειδικό βάρος κάθε μιας απάντησης; Τι υπονοεί ο αναγνώστης για τη σχέση που ανέπτυξε ή δεν ανέπτυξε με το βιβλίο που μόλις διάβασε; Τι είναι αυτό που ονομάζεται «προσωπικό γούστο» στην ανάγνωση και από τι εξαρτάται; Έχει καμιά σημασία να θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις ή καλύτερα να αφεθούμε στο μυστήριο της τέχνης, να περιπλανηθούμε στον κόσμο των βιβλίων με βάση το ένστικτό μας, να απολαύσουμε ό,τι μας αρέσει χωρίς να το ψάχνουμε και να πετάξουμε ό,τι δεν μας αρέσει;
Δεν θα είχα κανέναν ενδοιασμό να διαλέξω το δεύτερο δρόμο, αν δεν είχε δύο σοβαρές συνέπειες: η πρώτη είναι ότι δε μπορώ να διορθώσω τις επιλογές μου. Όταν δηλαδή δεν αναρωτιέμαι για τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει ή όχι ένα βιβλίο είναι πολύ πιθανό είτε να κολλήσω σε ένα είδος ή συγγραφέα για να επαναλαμβάνω την απόλαυση είτε να πέφτω διαρκώς σε βιβλία που δεν μου αρέσουν. Και οι δύο καταστάσεις συναντώνται συχνά στους νεαρούς αναγνώστες, ακριβώς επειδή είναι άπειροι. Η δεύτερη συνέπεια έχει να κάνει με την επικοινωνία ανάμεσα στους αναγνώστες· όταν δεν γνωρίζουν οι ίδιοι γιατί τους άρεσε ένα βιβλίο, δε μπορούν να το εξηγήσουν στους άλλους αλλά και δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στο βιβλίο. Πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στις παρέες, η συζήτηση για ένα βιβλίο να εξαντλείται σε αποφθέγματα του τύπου «μεγάλος συγγραφέας ο τάδε!» ή «μα είναι αριστούργημα, πώς δεν το βλέπεις;»
Είναι πολλοί οι παράγοντες που μας επηρεάζουν ώστε να καταλήξουμε στο αν μας άρεσε ένα βιβλίο. Μάλιστα οι παράγοντες αυτοί ενεργούν πριν ακόμα ξεκινήσει η ανάγνωση: λ.χ. το ποιος μας σύστησε το βιβλίο, αν είναι ένα αγαπημένο πρόσωπο ή όχι, ένα πρόσωπο που εμπιστευόμαστε και το οποίο μας μίλησε θετικά δημιουργεί μια ευνοϊκή προδιάθεση. Από κει και πέρα, ο ορίζοντας προσδοκιών μας, όπως λέγεται, επηρεάζεται από το αν γνωρίζουμε τον συγγραφέα, αν είμαστε εξοικειωμένοι με το είδος στο οποίο ανήκει το βιβλίο, αν μας ενδιαφέρει το θέμα και αν σχετίζεται με εμπειρίες της ζωής μας, αν μας είναι οικείο το ύφος και οι αφηγηματικές τεχνικές, αν ταυτιζόμαστε ή όχι με τους ήρωες, αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τα μηνύματα και τις θέσεις που νομίζουμε ότι βγαίνουν από το κείμενο.
Θα ήθελα να μείνω λίγο στον τελευταίο παράγοντα· οι περισσότεροι αναγνώστες όταν διαφωνούν – ας το πούμε συντομογραφικά – με την ιδεολογία του κειμένου αποφαίνονται ότι δεν τους άρεσε, χωρίς να συνειδητοποιούν πως η ιδεολογική τους διαφωνία τους δημιούργησε τέτοια ενόχληση που επηρέασε την πρόσληψη των υπολοίπων στοιχείων του. Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίθετο: κάποιος να απορρίψει ένα βιβλίο λόγω του ότι η μορφή του είναι εντελώς ανοίκεια. Άρα λοιπόν φτάνουμε σε ένα μεγάλο ζήτημα που δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε τώρα: τη σχέση αισθητικής και ιδεολογίας. Πόσοι αναγνώστες αντιμετωπίζουν το λογοτεχνικό βιβλίο αισθητικά, πόσοι ιδεολογικά και πόσοι μπορούν να ξεχωρίσουν ανάμεσα στα δύο;

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



                       
                                    Του ΤΕΥΚΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
                                                (Εκδ. ΠΟΛΙΣ)
          
Έργα του: Πυθαγόρεια Εγκλήματα
                Αχμές, ο γιος του φεγγαριού
                Μαθηματικά Επίκαιρα-Συνειρμοί διαβάζοντας την εφημερίδα
                 Μέτοικος και Συμμετρία                κ.α.

            Σου προκαλούν λύπη αλλά  και θαυμασμό για τη δύναμή τους οι  τρεις ηρωίδες του έργου, γιατί έζησαν δραματικά γεγονότα εξ αιτίας έρωτα  για  άνδρες που  αντιμετωπίστηκαν ως εχθροί (και μέχρι ενός σημείου σωστά) από την κοινότητα του νησιού της Σερίφου. Στο «φόντο», σε σημαντικό ρόλο,  ένα μαθηματικό πρόβλημα τόσο απλά διατυπωμένο που με την πρώτη ματιά το λύνεις, κι ας μην συμπαθείς τα μαθηματικά, ως η αφεντιά μου. Έλα όμως που έτσι και πάρεις χαρτί, μολύβι και έναν επίπεδο χάρτη, απαραίτητος για βοήθεια στη λύση, (κάτι σαν τυφλοσούρτης) όχι μόνο σε δυσκολεύει, αλλά διαβάζοντας μαθαίνεις ότι το πρόβλημα των τεσσάρων χρωμάτων δεν μπόρεσαν να το λύσουν ιδιοφυίες μαθηματικοί για έναν περίπου αιώνα. Το έλυσε λεει η τεχνολογία, αφού χρειάστηκε χίλιες ώρες ένας ηλεκτρονικός  υπολογιστής να επεξεργαστεί τα δεδομένα! Μάλιστα χίλιες ολόκληρες ώρες.. όμως κι αυτό θέλει άλλο μυθιστόρημα (από το συγγραφέα) το πόσο και εάν «η μηχανή»,  βρήκε  και απέδειξε 100% τη λύση του προβλήματος..
            Τώρα, να σας πω την αλήθεια μου, δεν ξέρω αν είναι, ερωτικό, μαθηματικό ή πολιτικο-ιστορικό μυθιστόρημα. Πάντως εγώ το κατέταξα και στις τρεις κατηγορίες.
            Τρεις συγγένισσες από τη Σέριφο, τρεις έρωτες διαφορετικών γενεών που ενώνουν παρελθόν και παρόν. Η γιαγιά Μαριγώ που αγάπησε και παντρεύτηκε ένα Γάλλο μηχανικό των μεταλλείων της Σερίφου, την ιδιοκτησία των οποίων είχε η Γερμανική οικογένεια Γκρόμαν. Η απεργία των εργατών των μεταλλείων, εξ αιτίας των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας και εξευτελιστικών αμοιβών από τους ανελέητους Γκρόμαν, πνίγηκε στο αίμα το 1916. Ο Γάλλος μηχανικός φεύγει, αναγκαστικά, με τη Μαριγώ και την κόρη τους Δανάη για το Παρίσι.  Στα χαρακώματα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου εκείνος σκοτώνεται, και η Μαριγώ μεγαλώνει μόνη το παιδί της. 
            Η Δανάη μεγαλώνει στο Παρίσι.  Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το σπίτι τους επιτάχτηκε από του Γερμανούς. Η νεαρή Δανάη ερωτεύεται ένα μαθηματικό  Γερμανό αξιωματικό που έμενε στο σπίτι τους, τον Ερνστ Ντύπερματ. Καρπός του έρωτα τους είναι η Ερνεστίν. Ο Ντύπερματ χάνεται στη δίνη του πολέμου. Όμως μετά τον πόλεμο η Δανάη πληρώνει φρικτά το τίμημα του έρωτα  διαπομπεύεται στους δρόμους της Μπουρ Λα Ρεν, ως πόρνη που πήγε με Γερμανό (όπως η μάνα της Ραραού, στο μυθιστόρημα του Μάτεση «η μητέρα του σκύλου»). Η Δανάη αναγκάζεται να επιστρέψει στη Σέριφο, όπου διατηρούσε καφενείο.
            Το 1970 ένας νεαρός μαθηματικός πήγε για διακοπές στη Σέριφο, μετά την πρόσκληση ενός Σερφιώτη φίλου του. Ο φίλος του τον περίμενε στην ξύλινη προβλήτα  μόλις τον είδε κατακίτρινο και  εξαντλημένο από ναυτία, θεώρησε καλό να πάνε πρώτα  για ένα σκέτο καφέ που θα τον συνέφερνε εντελώς  έτσι πήγαν στο παραλιακό καφενείο της Ερνεστίν, την κόρη της φραντσέζας, όπως την έλεγαν, γιατί η μητέρα της ήταν Γαλλίδα, όπως εξήγησε ο Σερφιώτης Δημήτρης στον Αθηναίο φίλο του.  Έρωτας κεραυνοβόλος από την πρώτη ματιά για το νεαρό μας μαθηματικό και ευτυχής που πολύ γρήγορα η Ερνεστίν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του.
            Να τώρα που έρχεται μπροστά το μαθηματικό πρόβλημα των «τεσσάρων χρωμάτων» και τους κάνει άνω κάτω τη ζωή  έχει  τόση δύναμη που παραγκωνίζει έρωτες και αγάπες.....
            Αμάν πια αυτά τα γριφώδη των αριθμών. Ευτυχώς,  στο τέλος,  ως  ο  «από μηχανής θεός» συγγραφέας δίνει διέξοδο σε λαθεμένες λύσεις...
 

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Η ροζ φούσκα και ο συγγραφέας.



Η ροζ φούσκα και ο συγγραφέας

ο αναγνώστης στις 26 Απριλίου, 2013

Του Μάρκου Χατζή
Προ ημερών επισκέφθηκα μαζί με ένα φίλο μεγάλο κεντρικό βιβλιοπωλείο αναζητώντας κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο. Προχωρώντας στα δεξιά μας ένας ολόκληρος τοίχος παρουσίαζε τις προτάσεις του βιβλιοπωλείου όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία. Καίτοι θεωρώ τον εαυτό μου σχετικά μορφωμένο και γνώστη της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής, διαπίστωσα έκπληκτος ότι δεν γνώριζα σχεδόν κανέναν από τους προτεινόμενους τίτλους η τους συγγραφείς τους. Ταυτόχρονα παρατήρησα το εξής παράδοξο: μία πρωτοφανής ομοιομορφία  χαρακτήριζε τα εν λόγω βιβλία: ίδιος αριθμός σελίδων, παραπλήσιο εξώφυλλο σε έντονες αποχρώσεις, ουχί του γκρι αλλά του σιελ, του ροζ ενίοτε και του κόκκινου της φωτιάς, παρόμοιοι τίτλοι, φέροντες ανεξίτηλα σημάδια από τα βέλη του έρωτος ή εμποτισμένους από τα μυστήρια της λαγγεμένης Ανατολής και τους καημούς των χαμένων πατρίδων. Οποία έκπληξις όταν έπεσε το μάτι μου στους εκδότες! Μήπως η εκδοτική παραγωγή εν Ελλάδι είχε συρρικνωθεί εν μία νυκτί και δεν περιελάμβανε πλέον παρά δύο ονόματα, το πολύ τρία; Ο φίλος μου μού ψιθύρισε στο αυτί: «Είναι τρομακτικό με τι ταχύτητα εξαπλώνεται ε; Σαν άγνωστος θανατηφόρος ιός. Πριν από δυο χρόνια, κάλυπτε το μισό τοίχο, πριν από πέντε τρία μόλις ράφια. Λέγαμε πως πρόκειται για κάποιο αμελητέο ποσοστό, εσύ ήσουν μάλιστα πεπεισμένος πως με τη σωστή καθοδήγηση και προτροπή εκ μέρους των υπαλλήλων το κοινό αυτό θα μετακινιόταν σταδιακά προς άλλου είδους αναγνώσματα. Ε λοιπόν διαψεύστηκες εντελώς! Το φαινόμενο όχι μόνο δεν περιορίζεται αλλά παίρνει διαστάσεις πανδημίας. Έτσι που πάμε σε λίγα χρόνια το καλό βιβλίο θα κηρυχτεί παράνομο και θα πουλιέται στη μαύρη αγορά!»
Απαντώντας στον κύριο που δημοσίευσε προ ημερών στο site σας το άρθρο «Η δυσκολία να είσαι νέος λογοτέχνης», θα έλεγα πως συμφωνώ σε όλα πλην του τίτλου όπου απλώς θα αφαιρούσα τη λέξη νέος. Σήμερα γνωστοί συγγραφείς δυσκολεύονται να εκδώσουν το βιβλίο τους, η κατάσταση δε είναι ακόμα χειρότερη για τους ποιητές. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι καινούριο. Ο καλός συγγραφέας σε πολλές ιστορικές περιόδους εβάλλετο  από  την εξουσία –πολιτική, οικονομική και θρησκευτική -  βιβλία καίγονταν και εξακολουθούν να καίγονται στην πυρά. Σε άλλους καιρούς όμως, λιγότερο χαλεπούς, είχε ενίοτε σύμμαχό του τον εκδότη του με τον οποίο κάποιες φορές δημιουργούσαν σχέση ολόκληρης ζωής. Σε άλλους καιρούς,  δημοσιογράφοι και  κριτικοί διατηρούσαν την αξιοπιστία τους και ο βιβλιοπώλης ήταν γνώστης και πολύτιμος σύμβουλος. Σήμερα, πλην ευτυχώς ορισμένων εξαιρέσεων, ο εκδότης διαχειρίζεται το «προϊόν» με όρους μάρκετινγκ και αντίληψη πανομοιότυπη με εκείνη του χονδρέμπορα ή του μεγαλομανάβη (προτιμώνται τα μεγάλα μεγέθη όπως στα καρπούζια και τα μεταλλαγμένα σχήματα-τετραγωνισμένα ροδάκινα, «στρογγυλεμένα» βιβλία). «Καλό το βιβλίο σου αλλά δεν θέλει τέτοια η αγορά», είναι το μότο. Και ποιος ακριβώς τη διαμορφώνει την αγορά; Όχι ο συγγραφέας – nègre που γράφει κατά παραγγελίαν επιλέγοντας θέματα πιασάρικα και χαϊδεύοντας τα αυτιά του κοινού; Όχι ο εκδότης που προωθεί ή απορρίπτει; Όχι τα έντυπα που προβάλλουν ή αποσιωπούν; Όχι ο βιβλιοπώλης που κοστολογεί τους πάγκους και τα ράφια του; Ω αφελή αναγνώστη που διατηρείς την ψευδαίσθηση ότι μπαίνεις σ’ ένα βιβλιοπωλείο και επιλέγεις μόνο σου το βιβλίο που θα πάρεις!
Σε κάποιο άλλο άρθρο του site σας, διάβασα πως η Ελλάδα δεν διαθέτει λογοτεχνία του φανταστικού πέραν της σχετιζομένης με την αρχαία γραμματεία και το δημοτικό τραγούδι. Ο αρθρογράφος φαίνεται να γνωρίζει καλά τους ανάλογους ξένους συγγραφείς ενώ αγνοεί εξαιρετικά δείγματα της ελληνικής λογοτεχνίας του φανταστικού που δεν εντάσσονται στις προαναφερθείσες κατηγορίες. Έχει διαβάσει άραγε «Το φύλλο» του Β. Βασιλικού για να αλιεύσω ένα εκ των πολλών; Μήπως η άγνοια των νεοτέρων οφείλεται ακριβώς στη γενικότερη απαξίωση της ελληνικής λογοτεχνίας στην οποία καταλήγουν με όλα αυτά που βλέπουν γύρω τους; Μήπως τα οικονομικά συμφέροντα επιβάλλουν την αισθητική του Jumbo, την αισθητική της γατούλας Barbie και του ανεγκέφαλου Ρόμποκοπ σε όλα τα επίπεδα; Μήπως η ευθύνη βαραίνει όλους μας κάθε φορά που κάνουμε μια τέτοια επιλογή, κάθε φορά που επιλέγουμε το φτηνό-ευτελές και το διατυμπανίζουμε αυτάρεσκα νομίζοντας ότι έτσι γινόμαστε trendy; Ενόσω μας καταπίνει  σιγά σιγά μια τεράστια ασημαντότητα, η ροζ φούσκα του κιτς που  αντιμετωπίζει τους πνευματικούς ανθρώπους σαν εξάμβλωμα, είδος παρωχημένο και άρα περιττό, μήπως κάποιοι έχουν αρχίσει να αποστηθίζουν σελίδες από τα καλά βιβλία πριν αυτά συρθούν στην πυρά που σήμερα ονομάζεται πολτοποίηση;


Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Τρυφερή είναι η νύχτα.



                         

                            Του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Francis Scott Key Fitzgerald  24 Σεπτεμβρίου 189621 Δεκεμβρίου 1940) Αμερικανός συγγραφέας. Αποτελεί έναν από τους κύριους εκπροσώπους της αποκαλούμενης Χαμένης Γενιάς των Αμερικανών λογοτεχνών και θεωρείται γενικότερα ένας από τους μείζονες συγγραφείς του 20ου αιώνα.
Έργα του:
                Δώθε από τον παράδεισο.
                Ο μεγάλος Γκάτσμπι,
               Το ράγισμα.
                Η απίστευτη ιστορία του Μπένζαμιν Μπάτον.
                Όμορφοι και καταραμένοι.
                Έρωτας μέσα στη νύχτα.
                Το πλουσιόπαιδο και άλλες ιστορίες.
                                 κ.α.

            Πολυτάραχη η ζωή του ήρωα της μυθιστορίας Ντικ Ντάιβερ, ψυχίατρου, ίδια όπως του συγγραφέα Φ.Σ.Φιτζέραλντ, που  ανιστορεί (αυτοβιογραφικά σχεδόν) μέσα από το έργο τη ζωή του. Μια σπουδαία αποτύπωση της χαμένης γενιάς του 1920 της εποχής της τζαζ, όπως αποκάλεσαν τη δεκαετία του 1920.
             Εκκεντρικά πρόσωπα σε χλιδάτα περιβάλλοντα,  χαμένα σε  ονομαστικούς τίτλους, σε ταξίδια, σε ηδονισμούς, σε τρυφηλότητες, στον αλκοολισμό και  επαρμένα της ανωτερότητάς τους. Ένας ψεύτικος παράδεισος κενοδοξίας, που αποτέλεσε το  αμερικάνικο όνειρο  και ο καθένας στόχευε,  για την πρόοδο και εξέλιξή του  ο πολιτισμός (αν θέλετε) της εποχής, μέχρι σήμερα.
            Έτσι έχουν τα πράγματα, όταν ο Ντικ Ντάιβερ φτάνει στο «ζενίθ».  Γίνεται ένας διάσημος ψυχοθεραπευτής. Ερωτευμένος παντρεύεται την (επίσης ερωτευμένη μαζί του) νεαρή και πάμπλουτη σχιζοφρενή ασθενή του, που  σε μικρή ηλικία, είχε βιαστεί από τον πατέρα της.
            Μοιχικοί οι δυο σύζυγοι μέσα στα περιβάλλοντα της μεγαλοαστικής τάξης και της ηθικής της, μέχρι που χωρίζουν.
            Ξεπέφτει ο Ντικ στο «ναδίρ» αλκοολικός, μόνος και απογοητευμένος. 

(σελ.32 Θεέ μου, λες να είμαι κ’ εγώ στο τέλος-τέλος σαν τους άλλους; Να είμαι σαν τους άλλους; Η σκέψη αυτή ήταν βέβαια πενιχρή για ένα σοσιαλιστή, αλλά αξιόλογη για τους ανθρώπους εκείνους  που δημιουργούν τα σπανιότερα έργα στον κόσμο.  
(σελ.34) Εκείνη χαμογελούσε μ’ ένα συγκινητικό χαμόγελο που έμοιαζε μ’ όλη τη νιότη που χάνεται στον κόσμο.             
(σελ.58) Η φωνή της χαμήλωσε, την κατάπιε το στήθος της και απλώθηκε σ’ ολόκληρο τον κορμό της, ως την καρδιά της καθώς τον πλησίασε. Ένιωσε τα νεανικά της χείλια, το σώμα της, που στέναζε με ανακούφιση επάνω στο μπράτσο του, που γινόταν δυνατότερο για να την κρατήσει. Είχαν γίνει ένα  ωσάν ο Ντικ να είχε κάνει αυθαίρετα κάποιο αδιάλυτο μείγμα, με ενωμένα και αδιαχώριστα άτομα-μπορούσε να το πετάξει όλο μαζί, μα ποτέ πια δεν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει το καθένα τους σε ατομική κλίμακα.
(σελ.286) Είχε την αλαζονεία των ψηλών ανθρώπων που ανήκουν σε κοντή φυλή και που νομίζουν πως δεν έχουν άλλη αποστολή από το να είναι ψηλοί.

Ευγενία Μακαριάδη.

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Μια διαφορετική απεργία



Μια διαφορετική απεργία

Ο Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του “Αντίσταση” περιγράφει μια διαφορετική απεργία που έγινε το Μάρτιο του 1943: Μάρτιος του 1943. Ανάστατη είναι η Αθήνα από μια είδηση. Οι Γερμανοί αποφάσισαν να κηρύξουν επιστράτευση πολιτική. Όλοι οι άνδρες από 16 θα επιστρατευθούν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Άξονα. Πρόσωπα ανήσυχα ολούθε. -Τα ‘μαθες; Επιστράτευση! Ο κόσμος τρομάζει με τούτη την καινούρια συμφορά που ζυγώνει την Ελλάδα. Μάνες τρέμουν για τα παιδιά τους, γυναίκες για τους άντρες, παιδιά για τους πατεράδες. Κι ο φόβος γίνεται αναβρασμός. Κι ο αναβρασμός, μια θέληση. Κι η θέληση, μια κραυγή που τη βροντοφωνά ο τοίχος: ΚΑΤΩ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. Την παίρνει το χωνί και τη διαλαλά στις γειτονιές. Κάτω η επιστράτευση! Τυπώνουν τα μυστικά τυπογραφεία προκηρύξεις. Κάτω η επιστράτευση. Κυκλοφορούν οι μυστικές εφημερίδες: Κάτω η επιστράτευση. Γεμίζουν οι δρόμοι μ’ αμέτρητα χαρτάκια: Κάτω η επιστράτευση. Κι όλος αυτός ο αναβρασμός φουσκώνει στα στήθια του λαού για να ξεσπάσει σ’ ένα απ’ τα πιο μεγάλα κι απίστευτα συλλαλητήρια που βλέπει η Αθήνα. 5 Μαρτίου. Είναι η μέρα που όρισε το ΕΑΜ για το συλλαλητήριο. Ο τρόπος κι ο μηχανισμός του ο ίδιος, όπως πάντα. Σε μικρές ομάδες θα ξεχυθεί ο κόσμος προς το κέντρο. Σε μικρές ομάδες θα πιάσει τις παρόδους. Κρυμμένες θα είναι οι σημαίες κάτω απ’ τα σακάκια, τα φουστάνια, κρυμμένες κι οι ταμπέλες με τις επιγραφές. Κι όταν δοθεί το σύνθημα την ορισμένη ώρα, τότε θα χυθεί ο λαός στον κεντρικό δρόμο που ορίστηκε για το συλλαλητήριο. Ας χτυπήσουν. Το μόνο που δεν λογαριάζουν ως την ώρα που θα πέσουν τα κορμιά. Δεκαπέντε μέρες τώρα απεργίες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες. Ο συνετός βλέπει τα συλλαλητήρια -τ’ ακούει δηλαδή- και λέει πως τούτοι οι άνθρωποι σίγουρα είναι τρελοί. Τρελοί όμως ήταν κι όσοι πολέμησαν στον Μαραθώνα. Τρελοί όσοι σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες. Τρελοί ήταν η φούχτα των ανθρώπων που ξεσηκώθηκε το ‘21. Τρελοί ήταν αυτοί που χύμηξαν στην Πίνδο. Η ιστορία της Ελλάδας για την οποίαν πολύ καυχιέσαι, συνετέ, είναι μια αλυσίδα από τρέλες. (……) Το σκέφτονται οι Γερμανοί… Πώς να τον επιστρατεύσεις τούτον τον λαό; Και τι υπηρεσίες μπορεί να σου προσφέρει; Απ’ τη στιγμή που μαθεύτηκαν τα σχέδιά τους, βλέπουν ολούθε τον αναβρασμό. Ολούθε συγκεντρώσεις. Ολούθε ομιλίες. Στις γειτονιές, στις λαϊκές αγορές, στις εκκλησίες. Ζητούν τρόπους κατευνασμού. Ο Λογοθετόπουλος δημοσιεύει ανακοίνωση ότι δεν πρόκειται να γίνει η επιστράτευση κι ότι κάθε συγκέντρωση θα χτυπηθεί με όπλα. Ο δήμαρχος της Αθήνας Γεωργάτος ζητά με το καλό 3.000 εργάτες για τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών και βεβαιώνει ότι δεν θα βγουν όξω απ’ την Αθήνα. Ο μυστικός τύπος λυσσά: Όσοι παρουσιάστηκαν στην πρόσκληση έχουν σταλεί στη Γερμανία. Στη Θεσσαλονίκη κηρύχθηκε η επιστράτευση “εν ονόματι του Φύρερ”. Κοχλάζει η Αθήνα. Αστυνομία, χωροφυλακή στο πόδι. Ισχυρές δυνάμεις Γερμανών κι Ιταλών έχουν διαταγή να χτυπήσουν κάθε συγκέντρωση στους δρόμους. Και φτάνει η μέρα. Ξεσπάει η απεργία. Τράπεζες, δημόσια γραφεία, ταχυδρομεία, τηλεγραφεία, μαγαζιά -όλα κλειστά. Τρίζει τα δόντια η ψευτοκυβέρνηση. Οι απεργοί θα παταχθούν! Κι όταν ο Γκοτζαμάνης στρώνεται να γράψει το διάταγμα της απόλυσης των απεργών, δεν βρίσκει μια δακτυλογράφο να το δακτυλογραφήσει! Τα εργοστάσια σταματημένα. Κι όλες οι επιχειρήσεις. Η κίνηση της πόλης έχει νεκρωθεί. Πλημμυρίζει η πόλη με παράνομο Τύπο. Μπρος λαέ της Αθήνας! Μπρος αδούλωτη Ελλάδα! Μπρος για τη μάχη των μαχών! Κι ας περιμένουν στους δρόμος έτοιμα τα ντουφέκια. Τα μάθαμε αυτά. Άλλο από το να σκοτώνουν δεν μπορούν. (…..) Στην οδό Πραξιτέλους γίνεται κακό. Οι Ιταλοί σκορπίζουνε το πλήθος. Σηκώνουν τα όπλα, βαράνε κοντακιές, ρίχνουν. Μια κοπέλα ορθώνεται μπροστά τους: -Πίσω, παλιόσκυλα! Ένας Ιταλός τη σημαδεύει. Βροντά το όπλο, σωριάζεται η κοπέλα. Φεύγουν άλλοι, χυμάνε να πάρουν το κορμί. Σε λίγο ο κόσμος που περνά βλέπει στον τόπο που έπεσε η κοπέλα και δακρύζει. Γύρω – τριγύρω στα αίματα έχουν βάλει πέτρες. Τάφος συμβολικός. Όλη μέρα περνάει πλήθος και ρίχνει λουλούδια. Γλυκοχαράζει η άνοιξη στη γη της Αττικής. Κι εκεί, στην οδό Πραξιτέλους, πάνω στην άσφαλτο που βάφηκε με το αίμα ενός κοριτσιού, στέλνει τριαντάφυλλα, γαρούφαλα και πασχαλιές. Ένας σωρός από λουλούδια. Αλλού μάχες σωστές. Κοντά εκατό χιλιάδες τραβούν προς το πολιτικό γραφείο. Φωτιά σκορπίζουν οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί. Μηχανοκίνητα βογγούν. Χειροβομβίδες σκάνε. Πέφτουν οι λαβωμένοι, οι νεκροί. Τους αρπάζουν οι διαδηλωτές και φεύγουν μην πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Πρόθυμα ανοίγουν τις πόρτες τους τα σπίτια για να δεχτούν τα θύματα. Γιατροί, νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς βοηθάνε. Κι ο κόσμος που βρίσκεται μπροστά στις μπούκες των όπλων σκορπίζει, αλλά δεν εννοεί να διαλυθεί: -Στου υπουργείο Εργασίας! Άλλο κακό εκεί. Στις 11.30΄ είναι μαζεμένοι κοντά πενήντα χιλιάδες διαδηλωτές γύρω – τριγύρω χωμένοι στις παρόδους. Τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο και χυμάνε με πέτρες και με ξύλα. Σπάζουν τις πόρτες και τα παράθυρα. Κατακίτρινος ο υπουργός Καλύβας ακούει την οχλοβοή ανάμεσα στους καραμπινιέρους που τον φρουρούνε. Φτάνει ενίσχυση της δύναμης. Αστυνομία ελληνική, Ιταλιάνοι, Γκεστάπο. -Πίσω! Διαλυθείτε! -Μπρος, παιδιά! Απάνω τους! -Θα σας σκοτώσουμε! -Σκοτώστε μας! Αρχίζει το πολυβόλο. Σκάει η χειροβομβίδα. Και τότε γίνεται τούτο τ’ απίστευτο. Γυναίκες, άντρες και παιδιά ορμούν με πέτρες και με ξύλα πάνω στην ένοπλη δύναμη που ρίχνει. Λαβώνονται πολλοί. Κι άλλοι κουβαλάνε πέτρες στα μαντίλια, άλλοι ξεριζώνουν τις πλάκες απ’ τα πεζοδρόμια. Μάχη πρωτάκουστη. Τους κυνηγάνε εδώ, φυτρώνουν από κει. Κι ένα πράμα μονάχα δεν έχουν στο μυαλό τους – να διαλυθούν. Τρελοί; Τρελοί! Εδώ ένας σωριάστηκε τραυματισμένος. Εκεί άλλος κείτεται νεκρός. Εδώ μια ομάδα κοριτσιών που ρίχνουνε πέτρες. Αλλού άλλη ομάδα που κυνηγιέται για να κρυφτεί στους γύρω δρόμους. Εδώ με ξύλα δέρνονται διαδηλωτές και αστυφύλακες. Εκεί δουλεύει πιστολίδι. Χτυπάν τις πόρτες. Ανοίξτε, τραυματίες! Κι οι πόρτες ανοίγουν όλες. Γεμίζουν οι δρόμοι με χαρτάκια: Κάτω η πολιτική επιστράτευση. Αρπάζει η Γκεστάπο πολλούς απ’ τους διαδηλωτές: Μαζέψτε τα! Τα μαζεύουν και, καθώς τους πάνε στην Κομαντατούρ ή στο Κομάντο Πιάτσα, τα ξανασκορπάνε. Το μυρίζονται οι Γερμανοί. Ξύλο. Ώρες κρατάνε οι διαδηλώσεις. Ώρες αντηχεί η αντάρα κι ο αλαλαγμός της πόλης. Το βράδυ απεργούν οι κινηματογράφοι και ο Τύπος. Το άλλο πρωί δεν έχει εφημερίδες. Πόσα τα θύματα; Η αστυνομία δίνει νούμερο. Μόνο 3 νεκρούς και 77 τραυματίες. Ο παράνομος τύπος δίνει άλλα: 13 νεκροί και 134 τραυματίες. Κι είναι σωστότεροι αυτοί οι αριθμοί, γιατί η Αστυνομία μετρά μονάχα τα θύματα που πάνε στα νοσοκομεία. Αυτούς που νοσηλεύονται στα σπίτια δεν τους ξέρει. Ούτε βάζει στους νεκρούς, αυτούς που πρόφτασαν να αρπάξουν οι διαδηλωτές ή τους άλλους που βαριά τραυματισμένοι πέθαναν σε λίγες μέρες. 5 Μαρτίου 1943. Μια μέρα ακόμα ανοιχτού πολέμου μέσα στην Αθήνα. Η ιστορία της Αντίστασης γραμμένη με το αίμα του ανυπόταχτου λαού στους δρόμους της. Η επιστράτευση δεν έγινε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
Αναρτημένο στο logomnimon.wordpress.com