10/04/2025
"Το γέλιο των σκύλων"
Πώς γράφω τις ιστορίες μου:
Οι σημειώσεις μου σε πρόχειρο τετράδιο, που υπάρχει από καιρό στο
γραφείο μου, άπειρα χαρτάκια με φράσεις, λέξεις, συνομιλίες διάφορες σε τόπους
και χρόνους της εποχής μας, τα όνειρά μου, μερικά από το κοσμικό διάστημα άλλα
ατομικά ή συλλογικά, άλλα κοινότοπα, άλλοτε παράξενα, κάποιες φορές εφιαλτικά, άλλα
σαν κινηματογραφική ταινία με ήρωες που ποτέ δεν γνώρισα, ή που άκουσα, όμως υπάρχουν
σε κάποιο κλαδί του οικογενειακού δέντρου. Πρόγονοι και απόγονοι έρχονται με
χαμόγελα, με λύπες, με απορίες, που πολλές φορές μπερδεύω τη δική μου αναφορά στο
ιστορικό παρελθόν και να που φέγγω αμυδρά, σαν ένας μικρός βλαστός μπορεί και
φυλλαράκι του δέντρου αυτού. Το δέντρο μου, που ανήκει στο συμπαντικό εκείνο της
ανθρωπότητας κι εγώ μια κατεβαίνω, μια ανεβαίνω με στόχο την ανακάλυψη της αρχής,
κι εκεί χαμένη στο άπειρο διάστημα, σαν μικρό αστέρι, βλέπω τη Φύση που
ακατάπαυστα γεννά και δημιουργεί κι εγώ η ελαχιστότατη της πλάσης να αναζητώ
μέσα από τη γραφή να μάθω, μέσα στο αχνές από ωκεάνιες λέξεις, να βρω το
μυστήριο που κρύβεται βαθιά, πολύ βαθιά, στο μικρό μου σώμα και λέγεται ψυχή. Η
ψυχή και οι ιδιότητές της, εάν υπάρχουν, εφ’ όσον είναι άυλη ουσία των
ζωντανών, στην αναζήτηση μιας δημιουργίας, μιας απλής ιστορίας που ανέκαθεν
συνέβαινε, συμβαίνει μέχρι σήμερα, με την ευχή να σταματήσει το βάσανο να
γελούν τα ανθρώπινα όντα και να μιλούν σαν σκυλιά. Ίσως όλα ή μέρους τους να
βοήθησαν να γραφούν τα διηγήματα του βιβλίου «Το γέλιο των σκύλων», αν και
λατρεύω τα ζώα και μάλιστα τα σκυλιά, όπως αναφέρονται σε κάθε διήγημα του
βιβλίου.
Οι ιστορίες συμβαίνουν ανάμεσα σε μέλη οικογενειών, φίλους, συγγενείς,
σε χώρους εργασίας, σε γνωστούς και άγνωστους περαστικούς. Πολλές φορές η δράση
μεταφέρεται στο όνειρο και συμπλέκεται με την πραγματικότητα. Όλα ξεκινούν από
μια φράση, μια λέξη, ένα παράξενο ή τραγικό περιστατικό, ένα εφιαλτικό όνειρο,
μια παρεξήγηση.
Το αυταρχικό εγώ είναι ο κεντρικό χαρακτήρας που δεν ονοματίζεται όμως
ως ένστικτο ενυπάρχει και κινεί τα νήματα εγκλωβίζοντας τα θύματά του. Οι ήρωες
μου προσπαθούν απεγνωσμένα να αποτινάξουν ό,τι τους περιθωριοποιεί και τους καταπιέζει
οδηγούμενοι άλλοτε στο όνειρο και άλλοτε στην καταστροφή. Είναι άνθρωποι
μοναχικοί, κάποιοι απροσάρμοστοι, μερικοί περιπλανώμενοι. Άλλοι ακολουθούν το
πεπρωμένο τους, άλλοι αντέχουν τα βάρη τους κι άλλοι συμπορεύονται γενναία με
το ένστικτο.
Στο βιβλίο η γυναίκα έχει κεντρικό ρόλο ως μητέρα, θηλυκό και ερωμένη
που ψάχνει την ερωτική της ταυτότητα. Ο άντρα δεσποτικός, ανασφαλής περιφέρει
την εξουσία του , κρύβοντας επιμελώς τη δίψα του για στοργή. Ο έρωτας
εμφανίζεται χωρίς όρια, αφανίζει την προσωπικότητα του άλλου, άλλοτε ως
εξουσιαστής και άλλοτε ως υποταγμένος.
Στις ιστορίες μου το ανθρώπινο βάθος εκρήγνυται πολλές φορές σαν ηφαίστειο,
προκαλώντας θανατηφόρες καταστροφές.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου που αγνοούν πώς να επικοινωνούν με τη Φύση,
χάνονται χωρίς μιλιά, χωρίς φως, ψάχνοντας ένα στοργικό χέρι.
Η ψυχική ερημιά κοντοζυγώνει τους ήρωες έστω κι αν περιτριγυρίζονται
από πολλούς, μιλούν με τον εαυτό τους, γελάνε, πικραίνονται, σκιαμαχούν. Οι άλλοι
τους φοβούνται, τους χλευάζουν, τους απομακρύνουν. Ένα πικρόγλυκο χιούμορ καλύπτει
απαλά (σαν πούδρα) περιστατικά και αντιδράσεις σαν μουσικό μοτίβο που
ελαφραίνει την ύπαρξη.
Απόσπασμα:
Με το σακίδιο στην πλάτη προχωρώ σκυφτός. Είμαι αξύριστος δεκαπέντε
χρόνια σχεδόν, τα γένια φτάνουν στο στέρνο μου. Δεν θα με γνωρίσεις, ούτε ο
περιπτεράς της γειτονιάς με αναγνώρισε, είκοσι πέντε χρόνια πρώην πελάτης του
εγώ. Χωρίς να τον χαιρετήσω, αγόρασα τσιγάρα, σπίρτα, εκείνος παρατηρούσε, σαν
τομογράφος, ίντσα ίντσα το πρόσωπό μου. Πλησίαζα στο σπίτι κι ένιωθα το βλέμμα
του να μου καίει την πλάτη, δεν γύρισα πίσω το κεφάλι. Σου εξομολογούμαι ότι
αυτό το βλέμμα –το δικό σου χειρότερο– με κυνηγούσε χρόνια ολόκληρα σαν τάβανος
κι εγώ κλεισμένος με τέσσερις συγκρατούμενους στο σκοτεινό κελί, που βρομούσε
κάτουρο, ιδρωτίλα, ακαθαρσίες. Εκεί μέσα δεν τολμούσες να πεις: «Πρόσεξε ρε πώς
κατουράς». Τα μισά πετιούνται έξω. Ας μη σου πω τι επακολουθούσε, ακόμα κι αν
στραβομουτσούνιαζες. Καταλαβαίνεις, δεν είναι; Άραγε με θυμόσουν; Θα το ήθελα
έστω και για μια στιγμή, έστω και με οίκτο, έστω με πολύ θυμό, έστω με
απογοήτευση, ακόμη και με αηδία θα μου έφτανε. Εγώ ναι, δεν υπήρχε μέρα, νύχτα,
ώρα που να μη σε θυμόμουνα, σε προσκυνούσα, ακολουθώντας με στρατιωτική
πειθαρχία τις διαταγές σου. Να σε αμφισβητήσω; Ποτέ. Ήσουν ο θεός μου και τα
επιτίμιά σου απαράβατα. Ξέρεις; Χαμογελώ στον ύπνο μου, ονειρεύομαι ότι είμαι
τόσο δα μικρός μπροστά σου, εσύ πελώριος με τo ’να χέρι με σηκώνεις ψηλά στο
ταβάνι, εγώ γελώ, εσύ όχι. Με ρωτάς: «Φοβάσαι;» Σου λέω: «Όχι, δεν φοβάμαι».
Όμως κατουρήθηκα και με πέταξες στο κρεβάτι σαν πατσαβούρι, κοιτάζοντας
αηδιαστικά το χέρι σου. Πόνεσα κι ακόμα χαμογελούσα.