Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

Μια φορά κι έναν καιρό………………τώρα

To φιλί.

Το τηλέφωνο χτυπούσε δαιμονισμένα, είχε πάρει δυο λεξοτανίλ από βραδύς ήθελε επιτέλους να κοιμηθεί, η αϋπνία τής είχε σπάσει τα νεύραž κοιμόταν κάθε δυο ή τρεις μέρες παρ’ όλη την κούρασή της, δουλειά από οχτώ έως και δώδεκα ώρες.

Σηκώθηκε, τράβηξε το μαύρο πουλόβερ, άπλυτο χρόνια, το μύρισε με βαθιά ανάσα, μυρωδιά που αμβλύνει τον τρόμο πάνω σε κρεβάτι για δυο που τώρα φιλοξενεί ένανž το’ βαλε κάτω από το μαξιλάρι και σέρνοντας τα πόδια μέχρι το μπάνιο έκανε ένα χλιαρό ντους κι’ αναρωτιόταν ποιός να’ ταν στο τηλέφωνο πρωί, πρωί Σαββατιάτικαž έβαλε στην καφετιέρα καφέ και μέχρι να ετοιμαστεί, φόρεσε το τζιν παντελόνι και το άσπρο της φούτερ, που είχε στεγνώσει, από χτες, πάνω στο καλοριφέρ. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο, Φλεβάρης και ο καιρός ανοιξιάτικος, δε θυμόταν τον Γενάρη έχουμε τις αλκυονίδες ή τον Φλεβάρη! άναψε τσιγάρο, ήπιε καφέ, άνοιξε το ραδιόφωνο στη συχνότητα που ακούγονταν αγαπημένα της τραγούδια, δεν ξέρει σε ποια, η βελόνα είναι εκεί δυο χρόνια σχεδόν, από τότε που το φιλί κόπηκε στο ήρθε-έφυγε..

Βγήκε να πάρει εφημερίδα, ο περιπτεράς, ετών εβδομήντα τουλάχιστον, της είπε με ύφος Καζανόβα:
- Καλημέρα στο όμορφο κορίτσι ίδιο με τ’ όνομά του, ξέρεις η πρόσκλησή μου ισχύει.
- Ευχαριστώ κυρ Γιώργη, ε’ ναι κάποια στιγμή θα το πιούμε το καφεδάκι, πού θα πάει, μην ανησυχείς, πάντως σ’ ευχαριστώ.

Έφυγε γρήγορα, απεχθανόταν τις ερωτοκουβέντες του.

Τώρα τελευταία, ίσως κι από τη δουλειά, ποιός ξέρει, όλο σε ζαρωμένα πρόσωπα μιλάει και ζαρωμένα πρόσωπα της ζητούν ραντεβού. Μήπως η ηλικία της; Τόσο δεν είναι; Πόσο έχουμε σήμερα; Ω’ ναι χθες είχε τα γενέθλιά της, πάτησε τα σαράντα, μα πώς το ξέχασε έτσι, η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τα θυμόταν, δε γιόρταζαν στο πατρικό της γενέθλια μόνο τις ονομαστικές τους γιορτές κι αυτήν την έλεγαν «Ηώ» δε θυμόταν να την γιόρτασαν ποτέ, τώρα τελευταία έμαθε ότι γιορτάζει στις 11 Φεβρουαρίου, αλλά δε βαριέσαι σιγά μην κάτσει και ψάξει το ημερολόγιο.. Λες να την θυμήθηκε; μπα δεν πιστεύει σε θαύματα, γενικά δεν πίστευε πουθενά, έλεγε πως το σύμπαν ή ο Θεός, είναι ό,τι πιο σκληρό υπάρχει στη ζωή μας.

Δούλεψε νοσηλεύτρια, στο αντικαρκινικό του Πειραιά, τρία χρόνια σχεδόν κι’ ένα σωρό νέοι και νέες πέθαναν στα χέρια τηςž παραιτήθηκε μετά από συμβουλή ψυχολόγου.

Τώρα δουλεύει σε κλινική γερόντων, τουλάχιστον εκεί η ημερομηνία λήξεως είναι αναμενόμενη, δε σοκάρει.

Γύρισε σπίτι, σήμερα θα την περάσει στον καναπέ διαβάζοντας εφημερίδα, μαζί με τα ένθετα, θα φάει τοστ και θα πιεί τη μπύρα που έχει εδώ και μέρες στο ψυγείο. Το ραδιόφωνο παίζει, ω θεέ μου θέλει να πετάξει κάτι και να το σπάσει, όμως η μουσική είναι ωραία και τα λόγια μοιρολόι, ο στίχος που λέει ‘’τις Κυριακές στις εκκλησιές, τα Σαββατοκύριακα στο λιμάνι, στου προδομένου έρωτά μας τις γωνιές θα κλαις μα τίποτα δε θα σου κάνει’’, την έκανε να κλάψει, καιρό είχε να κλάψει..

Είχε ετοιμάσει τα πράγματά του, από την προηγούμενη μέρα, με τάξη μάνας που στέλνει το παιδί της για σπουδές στο εξωτερικόž θα’ρχόταν τ’ απόγευμα να τα πάρειž το πουλόβερ το μαύρο, το αγαπημένο του, δεν το’ ’χε πλύνει, το’ κρυψε πίσω από τη συρταριέρα και νά’ ψαχνε δε θα το ’βρισκε.. Τι παράξενο δεν ένιωθε τίποτα ούτε αγανάκτηση, ούτε μίσος, πάντα πίστευε ότι με ψήγματα Οθέλλου αμιγής αγάπη δεν υπάρχει κι αυτή τυχερή που την έζησε ανόθευτη. Ναι, τον λαχταρούσε να κάτσει κοντά της, να καπνίσουν ένα τσιγάρο, να φιληθούν, όμως πολλά ζητάει, τόσα χρόνια μαζί ζούσαν την κάθε μέρα, δεν σχεδίαζαν τίποτα, δούλευαν παράλληλα με τις σπουδές τους, εκείνος ιατρική, εκείνη νοσηλευτική.

Κάπου είχε διαβάσει μια ρήση ενός συγγραφέα, που έλεγε ‘’στην αγάπη δεν υπάρχουν δρόμοι έτοιμοι, τους φτιάχνεις εσύ’’, δεν ζει να πάει να τον ρωτήσει το «πώς».

Παντρεύτηκε, ο γάμος του είχε τα εχέγγυα να τον ανεβάσει από γιατρουδάκι σε γιατρό, ίσως σε καθηγητή, ποιός ξέρει. Τι τη νοιάζει; αυτή το μόνο που επιθυμούσε ήταν το φιλί που ξαφνικά κόπηκε στο ήρθε- έφυγε.-