Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΕΚΑΤΟ ΜΕΡΕΣ του JOSEPH ROTH

 

                                        Οκτώβρης 2022

 

 

ΟΙ 100 ΜΕΡΕΣ

                    του JOSEPH ROTH

 

 

Ο JOSEPH ROTH Αυστριακός συγγραφέας και δημοσιογράφος, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε το 1894 στην Ανατολική Γαλικία (σημερινή Ουκρανία) και πέθανε σε ηλικία 45 χρονών, το 1821, στο Παρίσι.

 

Μερικά από τα πολλά βιβλία του:

 

-Το εμβατήριο Ραντέτσκυ,

-Ο Τσίπερ και ο πατέρας του,

-Ο Αντίχριστος,

-Ιστορία ενός απλού ανθρώπου,

-Ιώβ,

-Hotel Savoy.

   κ.α.

 

Πολυσχιδής προσωπικότητα, αντιφατικός, διφορούμενος, όπως για παράδειγμα όταν δηλώνει ειρηνιστής, όμως στρατεύεται εθελοντικά για το μέτωπο το 1819. Κομμουνιστής μέχρι που απορρίπτει τον κομμουνισμό και δείχνει την προτίμησή του στον βασιλικό οίκο των Αψβούργων.

Με ακατανίκητη έξη στα οινοπνευματώδη ποτά, πεθαίνει τον Μάη του 1821 χωρίς, δυστυχώς, να του δώσουν μια γουλιά οινόπνευμα, όπως ζητούσε στα τελευταία του. Στο συνημμένο φυλλάδιο του βιβλίου με τίτλο «Δεν αρχίζω» του  Claudio Magris, ο τίτλος ειπώθηκε από τον συγγραφέα στον σερβιτόρο που τον ρώτησε, «κάτι για την αρχή κύριε;» εκείνος είπε, Δεν αρχίζω, δεν έχω τίποτα να αρχίσω πια τελείωσα» Μου άρεσε επίσης στο εν λόγω φυλλάδιο η τελευταία παράγραφος που έχει μείνει στα χείλη αληθινών ανθρώπων:

 

Ο Ροτ είναι ο ακροβάτης που τελικά πέφτει από το σκοινί πάνω στο οποίο ισορροπούσε· αλλά πέφτει επιδεικνύοντας θάρρος απίστευτο – Η πτώση του είναι ένα αριστούργημα γενναιότητας. Λίγους μήνες μετά το θάνατό του, η σύζυγός του Φρήντλ, έγκλειστη από καιρό σε κλινικές και άσυλα, δολοφονείται από τους ναζιστές μαζί με άλλους ασθενείς. Τίποτα πια δεν εμπνέει τη φρίκη είχε πει ο Ροτ. Και αυτό ακριβώς, είχε προσθέσει, είναι η πραγματική, η χειρότερη φρίκη.

 

 

Το μυθιστόρημά του «ΟΙ 100 ΜΕΡΕΣ»,  είναι χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια, (βιβλία τα ονομάζει ο συγγραφέας).  Ο Ναπολέων Α, του Οίκου Βοναπάρτη και η ζωή του τις τελευταίες εκατό μέρες μετά τη μάχη του Βατερλώ στα δυο κεφάλαια, και στα άλλα δυο ο πλατωνικός έρωτας της μικρής κοκκινομάλλας, Ατζελίνας Πιέτρι, πλύστρα του αυτοκρατορικού παλατιού της Γαλλίας.

 

Λέμε τις περίφημες 100 Μέρες: όταν τα αντίπαλα κράτη δημιούργησαν τον Έβδομο Συνασπισμό και συγκεντρώθηκαν στα βορειοανατολικά σύνορα της Γαλλίας. Έτσι ξεκίνησε η τριήμερη εκστρατεία και η μεγάλη ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ.

 

Με ποιητικό ύφος, εικόνες της φύσης, ρέει το έργο κινηματογραφικά. Θίγει τον αφανισμό των αυτοκρατοριών, ως και τις ζωές των ανθρώπων που καταστρέφονται σωματικά και ηθικά. Στο τέλος η κατάπτωση και η φρίκη.

 

Ο Συγγραφέας σ’ αυτό το έργο με πλήθος παρομοιώσεων, μεταφορών, εικόνων, αντικειμένων και περιγραφών της φύσης, είναι  πιο τρυφερός, πιο λυρικός  από τα άλλα του έργα, όπου αναφέρει τη φρικαλεότητα των Ναζί, ή την μοίρα των ταπεινών και την εκμετάλλευση τους. Στις 100 ΜΕΡΕΣ συμπονεί τον Κορσικανό στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα της Γαλλίας, για την κατάπτωσή του στη μάχη του Βατερλώ και τον άνθρωπο που γυρίζει τον κεφάλι και βλέπει πίσω του τη συντριβή, τη ματαιότητα, τα ερείπια, τα εκατομμύρια νεκρά σώματα στρατιωτών, πολιτών και ανάμεσά τους ο Πασκάλ Πιέτρι, παιδί της Ατζελίνας· ένας ακόμα έφηβος πιστός στον αυτοκράτορα.

 

Ο Ροτ με τρυφερότητα συμμερίζεται το τέλος και τη συμπεριφορά ανθρώπου, που κάποτε είχε τον λαό στα πόδια του, ως ο μέγας στρατηλάτης, και στα τελευταία του νιώθει τη μοναξιά και την απόρριψη, εκτός από λίγους και μεταξύ αυτών μια υπηρέτρια – πλύστρα του παλατιού του, την μικρή Ατζελίνα Πιέτρι, που είναι ερωτευμένη και αφοσιωμένη στον αυτοκράτορα.

 

Ο συγγραφέας θίγει τη σπουδαιότητα ενός απλού δεκανέα, που ενέχει θετική σκέψη, στρατιωτική αντιληπτικότητα και μεγαλοφυΐα, ώστε να ανέβει πολύ ψηλά στην ιεραρχία και να γίνει στρατηγός. Οι νικηφόρες εκστρατείες του (ναπολεόντειοι πόλεμοι) και η  συντριβή των εχθρικών στρατών Γερμανίας, Αυστρίας, Ρωσίας και των συμμάχων τους, εκτός της Αγγλίας, καθόσον ισχυρότερη στην θάλασσα, τον ευνόησαν να αυτοανακηρυχτεί αυτοκράτορας της Γαλλίας. Αυτό που ποθούσε ήταν να τον επιβραβεύσει, να τον παινέψει η μητέρα του, η οποία από τα μικράτα του ήταν μια επιβλητική παρουσία που τον μείωνε.

 

Σαν όλους τους αυτοκράτορες, βασιλείς και στρατοκράτες, η φωτογραφία του κοσμούσε, πλατείες, παλάτια, στρατώνες, σπίτια, μαντίλια, σημαίες, σημαιάκια.

 

Στο μπάνιο του η μικρή Ατζελίνα μάζευε τα άπλυτα του, τα έπλενε με σχολαστικότητα τόση, ώστε να αστράφτει το άσπρο του παντελόνι, το χιτώνιό του, τα εσώρουχα του. Κοίταζε με δέος τις βρεμένες πατούσες του αυτοκράτορα πάνω στα πλακάκια και τις άγγιζε Τον λάτρευε παρότι την απέρριψε, διώχνοντάς την από την κρεβατοκάμαρά του, όπου συνευρισκόταν με τις υπηρέτριες που εκείνος επέλεγε. Δεν έπαψε να τον λατρεύει, γιατί ως γνωστόν οι αυτοκράτορες και οι βασιλείς ή μισιούνται ή λατρεύονται· έκλεψε ένα μαντήλι από τα πλυμένα ρούχα του αυτοκράτορα, με τον χάρτη των κρατών που είχε κατακτήσει ο Ναπολέων και το είχε φετίχ· μέχρι που το έδωσε στον γιο της, που ευχαρίστως τον έστελνε να πολεμήσει για τον αυτοκράτορα λες και τον είχε ταμένο να σκοτωθεί γι' αυτόν. Κι όταν ο αυτοκράτορας περιτριγύριζε δυστυχής ανάμεσα στους νεκρούς στρατιώτες της τελευταίας στρατιάς του, είδε τον μικρό Πιέτρι ματωμένο και νεκρό.  

 

Η σχέση της με τον λοχία Σοστέν Λεβαντούρ δεν ήταν τίποτα άλλο για εκείνη, ίσως κάτι λίγο το παιδί που γέννησε. Δεν έδωσε καμιά σημασία στον ανάπηρο τσαγκάρη, Βοκούρκα, που της συμπαραστεκόταν και ήθελε να την παντρευτεί και να φύγουν στην πατρίδα του την Πολωνία.

 

Η επιμονή της ήταν ο αυτοκράτορας, ήταν γεννημένη γι’ αυτόν και μόνο. Τον πίστευε, τον αγαπούσε, όπως οι φανατικοί θρησκευόμενοι που προσκυνούν την εικόνα κάποιου αγίου, καρτερώντας το θαύμα.

 

 

Απανθίσματα:

 

Αποκοιμήθηκε την ίδια στιγμή, κρατώντας γερά το ποτήρι στα άμυαλα χέρια της, στηριγμένο στην ακίνητη κοιλιά της. Μπερδεμένα κουρελάκια από όνειρα πέταξαν γύρω της. Μισάνοιξε τα χείλη και χαμογέλασε στον ύπνο της, ένα χαμόγελο λιγάκι φοβισμένο. Ίσα που ανάσαινε· ακόμα και στον ύπνο της δεν τολμούσε ούτε ν’ ανασάνει.

 

Ξάφνου άκουσε φωνές και βήματα. Μια πόρτα άνοιξε, η κουρτίνα τραβήχτηκε απότομα, και να, ο αυτοκράτορας.

 

Με μια κίνηση αδέξια και γελοία έπεσε η Αντζελίνα  στα γόνατα, σαν να την είχαν σπρώξει. Κι έσκυψε το κεφάλι. Δεν έβλεπε πια τίποτα, μόνο τις μαύρες αυτοκρατορικές μπότες στο κόκκινο χαλί.

Άκουσε κάποιον να μπαίνει αθόρυβα πίσω από τον αυτοκράτορα, είδε το μπλε παπούτσι με τη χρυσή αγκράφα, μάντεψε: ήταν ο μπλε λακές της χτεσινής βραδιάς.

«Βλάκα!» είπε η φωνή του αυτοκράτορα. Και: οδήγησέ την έξω».

Όταν σήκωσε το κεφάλι της, ο αυτοκράτορας δεν ήταν πια εκεί. Μπροστά στην πράσινη κουρτίνα στεκόταν ο μπλε λακές.

 

 Τζένη Μακαριάδη