Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ, του Colm Toibin. Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ


ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ
Του Colm Toibin
Εκδόσεις: ΙΚΑΡΟΣ

Ο Colm Toibin γεννήθηκε στην Ιρλανδία (Enniscorthy) στις 30 Μαϊου 1955.
Γράφει, Δοκίμια, μυθιστορήματα, διηγήματα, Ποιήματα. Έχει κερδίσει το βραβείο Μπούκερ. Τόσο στα δοκίμια όσο και στα μυθιστορήματα, βασικά θέματα είναι η ιρλανδική κοινωνία, η ζωή στο εξωτερικό, η διαδικασία της δημιουργικότητας, η ομοφυλοφιλία και η διαφύλαξη της ατομικής ταυτότητας.
                                                …..-----…..

Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα «Σπίτι με ονόματα», όπως και στο έργο «Η διαθήκη της Μαρίας» διαπιστώνουμε ότι πρωταγωνιστεί γυναίκα. Βασισμένο το δεύτερο στην Καινή Διαθήκη, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τη γυναίκα που σηκώνει κεφάλι στην εξουσία, την οργισμένη μάνα που σκοτώνουν το παιδί της, τη γυναίκα που κάνει πολιτικοκοινωνική κριτική και αυτοκριτική. Στο μυθιστόρημά «Σπίτι με ονόματα» ο Colm Toibin έχει επίσης γυναίκες ως κεντρικούς χαρακτήρες, βασισμένος στις τραγωδίες των μεγάλων δραματικών ποιητών μας Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη.
Ηρωίδες η Κλυταιμνήστρα και η κόρη της Ιφιγένεια, με συμπρωταγωνιστές τον Ορέστη γιος της Κλυταιμνήστρας και τον ερωμένο της Αίγισθο. Δίνει το λόγο στις γυναίκες να μιλούν σε πρώτο πρόσωπο –μονόλογοι- και σε τριτοπρόσωπη αφήγηση τους άνδρες. Ο συγγραφέας φέρνει το χθες στο σήμερα, απομακρύνεται από τον μύθο, αλλά σ’ αυτόν βασίζεται φωτίζοντας τις ψυχές των εμπλεκομένων από μίσος, εκδίκηση, κατάκτηση με πολέμους και δη εμφύλιους για την εξουσία, όπως οι γνωστοί μας σημερινοί πόλεμοι. Βία στη βία, λοιπόν. Η βία είναι ο πυρήνας, θα έλεγα, του έργου, όπως ο πόλεμος των Ιρλανδών για την πλήρη ανεξαρτητοποίησή τους από την Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια ο εμφύλιος, απ’ όπου κατάγεται ο συγγραφέας και εμπνεύστηκε από την αρχαία τραγωδία. Τη βία για εξουσία, τη βία για εκδίκηση, τη βία στον έρωτα, τη βία για καταστροφή της φύσης, τη βία για το μοναδικό της ατομικότητάς μας, τη βία ανθρώπου σε άνθρωπο.
Τι συμβαίνει στην καρδιά της Κλυταιμνήστρας το ξέρουμε άραγε; Θυμόμαστε πώς και γιατί παντρεύτηκε τον Αγαμέμνονα; Τον Αγαμέμνονα βασιλιά των Μυκηνών, ο οποίος είχε σκοτώσει το παιδί της από τον γάμο της με τον Τάνταλο; Τον Αγαμέμνονα, που για να μείνει δοξασμένος ως αρχιστράτηγος εκστρατείας και νικητής κατά της Τροίας, δεν τον σταματά τίποτα ακόμα και να θυσιάσει στους Θεούς την κόρη του Ιφιγένεια. Και όλα αυτά εξ αιτίας της άπνοιας που δε γινόταν να αποπλεύσει ο στόλος του από την Αυλίδα προς την Τροία. Έτσι με δόλο έφερε την Ιφιγένεια από τις Μυκήνες στην Αυλίδα, δήθεν ότι θα την αρραβώνιαζε με τον Αχιλλέα. Με χαρά την συνόδευσε η μητέρα της Κλυταιμνήστρα και ο μικρός αδελφός της Ορέστης, όμως αντί αρραβώνων ο πατέρας την παρέδωσε στον μάντη Κάλχα για θυσία.
Ο Αγαμέμνονας επιστρέφει στην πατρίδα με την ερωμένη του την μάντισσα Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά Πρίαμου της Τροίας. Η Κλυταιμνήστρα καταφέρνει να παρασύρει τον Αγαμέμνονα κολακεύοντάς τον μέχρι το μπάνιο και εκεί τον κατακρεουργεί. Όμως δεν σταματάει εκεί, δίνει το μαχαίρι στον Αίγισθο κι αυτός με τη σειρά του σκοτώνει την Κασσάνδρα. Οπότε η Κλυταιμνήστρα όχι μόνο εκδικείται, αλλά ο θρόνος είναι ελεύθερος όπως εποφθαλμιούσε.  
Ο Ορέστης, με τον Λέανδρο και τον Μήτρο, φυλακισμένοι μακριά από το παλάτι κατ’ εντολή της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου, καταφέρνουν μαχόμενοι να αποδράσουν και μετά από ένα οδοιπορικό κακουχιών και μαχών ως κυνηγημένοι, φτάνουν στο σπίτι μιας υπερήλικης, η οποία τους φιλοξενεί με πολλή αγάπη και εκείνοι ανταποδίδουν κάνοντας τις απαραίτητες αγροτικές δουλειές. Το σπίτι της  γεμάτο με ονόματα πολλών αληθινών και μη ηρώων, ως οι ιστορίες που καθημερινά τους αφηγείται.
 Ήταν οι καλλίτερες μέρες για τους τρεις φίλους και ιδιαίτερα για τον Ορέστη, όπου τα βράδια κοιμόταν μαζί με τον Λέανδρο και συνευρίσκονταν ερωτικά.
Ο Ορέστης επιστρέφει στο παλάτι, μετά από χρόνια, αφού τον είχαν φυγαδεύσει οι στρατιώτες του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας. Η αδελφή του Ηλέκτρα κάνει υπομονή και τον περιμένει, πρέπει να ξεπλυθεί με αίμα η ατιμία της Κλυταιμνήστρας να σκοτώσει τον πατέρα τους για τον θρόνο. Ο Ορέστης εκτελεί τη μητέρα του. Το φάντασμά της τον καλεί στους διαδρόμους του παλατιού, οι φρουροί την ακούνε, τον ειδοποιούν, εκείνη του μιλάει και συνειδητοποιώντας ότι ο ίδιος ο γιος της την δολοφόνησε εξαφανίζεται με ένα ουρλιαχτό. Η Ηλέκτρα έχει ελεύθερο πεδίο για την κατάκτηση του θρόνου, ενώ τον χάνει ο Ορέστης, διότι είναι ύβρις στη Θεά της εκδίκησης και της τάξης η μητροκτονία. Εξ’ άλλου, κατά τον συγγραφέα, ο Ορέστης παντρεύεται την Ιάνθη αδελφή του φίλου του Λέανδρου και οι δυο μαζί περιμένουν έξω από το δωμάτιο της επίτοκου Ιάνθης για τον ερχομό του παιδιού τους. Οι δυο φίλοι βγήκαν έξω ακολουθούμενοι από τα βογκητά της Ιάνθης, στάθηκαν στα σκαλιά απολαμβάνοντας το πρωινό φως, πιο πλούσιο τώρα, πιο γεμάτο, όπως θα είναι πάντα στην αρχή της μέρας, άσχετα με το ποιος έρχεται και ποιος φεύγει, ποιος γεννιέται, τι ξεχάστηκε, τι έμεινε στη μνήμη. Στην ώρα του, όλα αυτά που κάποτε συμβαίνουν δεν θα στοιχειώνουν πια κανέναν, και δεν θα ανήκουν σε κανέναν, αφού και οι ίδιοι, με τη σειρά τους, θα γλιστρήσουν στο σκοτάδι και στους ίσκιους που όλο θα πυκνώνουν.




   


Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

The Poet's Room





The Poet's Room


3 Φεβ 2020

Το «εγώ» ως θύμα του «εμείς»


*
Ευγενία Μακαριάδη, Ψευδάνθρακας και άλλες ιστορίες, Βακχικόν, Αθήνα, 2019.

Πεζά κείμενα μικρής έκτασης με γραφή ρεαλιστική και ίσως σε κάποιες σελίδες με βιωματικό περιεχόμενο. Γραφή που δεν ωραιοποιεί τις περιγραφές. Αφηγήσεις που περιστρέφονται γύρω από συγκεκριμένα κάθε φορά γεγονότα, δημιουργώντας ένα κλίμα εποχής, αλλά όχι και νοσταλγίας. Αστοί, υπάλληλοι, αγρότες, άνθρωποι «της διπλανής πόρτας», πρόσωπα της ζωής και της γραφής που ακολουθούν το πεπρωμένο χωρίς να έχουν τη δύναμη να παρέμβουν δραστικά σε αυτό. Μία θεατρική σκηνή που περιλαμβάνει ασύνδετα επεισόδια που χαράχτηκαν στη μνήμη των αφηγητών. Καθώς αφηγούνται, τα ξαναζούν. Τα χρόνια έχουν περάσει, αλλά τα πρόσωπα και το σκηνικό που συνοδεύει την κάθε ιστορία έχουν αποτυπωθεί μέσα τους με στατικό τρόπο, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Το παρόν μοιάζει να απουσιάζει από το αντιληπτικό πεδίο των αφηγητών, που ζουν «με το ένα πόδι» στο παρελθόν, προσκολλημένοι σε τραύματα που τους είχε επιφέρει και σε εικόνες σκληρές και αληθινές, που έχουν νικήσει τη λήθη. Οι πολλές μικρές ιστορίες που συγκροτούν το βιβλίο εικονίζουν μία κοινωνία που εκτός από τις φωτεινές πλευρές της έχει και τους σκοτεινούς δρόμους και τα κρυμμένα μυστικά της. Το φως με το σκοτάδι βαδίζουν χέρι χέρι και η ζωή προχωρά σε δύο διαφορετικά επίπεδα, μακρινά και κοντινά μεταξύ τους ταυτόχρονα, που θυμίζουν τις δύο όψεις ενός χαρτιού: στην επιφάνεια, όπου όλα είναι ήσυχα, και στην άλλη όψη, όπου τίποτα δεν είναι σταθερό και προβλέψιμο.


Αγνή Αγγελούδη 










Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Τι απομένει της Κρίστα Βολφ. Εκδόσεις: Καστανιώτη



Τι απομένει
της Κρίστα Βολφ.
Εκδόσεις: Καστανιώτη

Η Κρίστα Βολφ γεννήθηκε το 1929 ως Κρίστα Ίλενφελντ στο Λάντσμπεργκ, το οποίο σήμερα είναι το Γκόρζουφ Βιελακοπόλσκι της Πολωνίας. Πέθανε το 2011. Από το 1949 έως το 1953 σπούδασε γερμανική λογοτεχνία στην Ιένα και στη Λειψία. Έγραψε τη διδακτορική της διατριβή με επιβλέποντα τον Χανς Μάγερ με θέμα: Προβλήματα ρεαλισμού στο έργο του Χανς Φάλαντα (1893-1947).
Έργα της:
 (1986) Κασσάνδρα, Λιβάνης
(1996) Μήδεια, Λιβάνης
(2003) Τι απομένει, Γραφές
(2005) Με σάρκα και οστά, Καστανιώτης
(2006) Ένα πρότυπο παιδικής ηλικίας, University Studio Press
(2009) Με άλλη ματιά, Καστανιώτης
(2009) Μοιρασμένος ουρανός, University Studio Press
(2019) Τι απομένει, Καστανιώτης

Το βιβλίο της Κρίστα Βολφ «Τι απομένει», επανέφερε στη μνήμη μου δυο σπουδαία κινηματογραφικά έργα <<Οι ζωές των άλλων>> του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, με τον αξέχαστο στο ρόλο του αξιωματικού της ‘’Στάζι’’ Ούλριχ Μούε και το <<Η λευκή κορδέλα>> του Μίχαελ Χάνεκε.

Η συγγραφέας, μέσα από  την βιωματική της εμπειρία, μας αφηγείται μια τελείως διαφορετική άποψη της βίας του ρατσισμού – φασισμού, που δεν είναι άλλη από την σπατάλη σωματικών και πνευματικών δυνάμεων νέων ανθρώπων, οι οποίοι με στρατιωτική πειθαρχία παρακολουθούν αυτούς που διαφέρουν σε ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις, απ’ αυτές που οι ίδιοι έχουν γαλουχηθεί κι αυτές δεν είναι άλλες από τη βία, την τρομοκρατία, την εθνική καταγωγή, την φυλετική υπεροχή και τις φυλετικές προκαταλήψεις.

Φιλοσοφεί για τα αίτια του Κακού στην ανθρώπινη φύση. Αρκεί να θυμηθούμε την Άρια φυλή και τις απαγωγές παιδιών με άρια χαρακτηριστικά. Ενθαρρύνονταν οι στρατιώτες των Ες Ες που εισέβαλαν σε ευρωπαϊκές χώρες να σμίξουν με τους ντόπιους. Υπό την προϋπόθεση οι ντόπιοι να έχουν σκανδιναβικά χαρακτηριστικά, ώστε να εξασφαλίζεται η φυλετική καθαρότητα.

Η αφηγήτρια και συγγραφέας Κρίστα Βολφ, κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου της, παρατηρεί τους άντρες της «Στάζι», που την παραμονεύουν όλο το 24ωρο, συναλλάσσοντας βάρδιες. Αδυνατεί να μιλήσει ελεύθερα, οι τοίχοι έχουν αυτιά. Ούτε να τηλεφωνήσει μπορεί, το τηλέφωνο παρακολουθείται. Να μην προκαλεί της συνιστούν και δεν θα έχει μπελάδες∙ όπως η μεγάλη της κόρη που τη συμβουλεύει να αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά και να μετατοπίζεται λίγα χρόνια μπροστά∙  κατά την άποψή της καλώς την υποπτεύονται, για τη γλώσσα της, το λόγο της, τη σκέψη της. Εν ολίγοις  να μετατοπιστεί στην  αδράνεια, θα έλεγα. Ακόμα και η κόρη είναι υπέρ του να παραδοθεί η μάνα χωρίς αντίσταση στους νόμους της χούντας και δεν θα έχει μπελάδες.

Μέχρι που αποφασίζει να μιλήσει στην καινούργια της γλώσσα, εντελώς απλά και ελεύθερα. Κάθεται στο γραφείο της, στο ημίφως της λάμπας –δεν φαίνεται απέξω- παίρνει μολύβι, το όπλο του πνεύματος και αρχίζει.

**
Τι απομένει.

Αυτό που είναι στα θεμέλια της πόλης μου και αυτό που θα την καταστρέψει. Ότι δυστυχία είναι μόνο να μη ζεις. Και ότι απελπισία είναι μόνο να νιώσεις στο τέλος ότι δεν έχεις ζήσει.

Ο χρόνος ήταν για μένα μια λέξη – κλειδί. Κάποια ημέρα μου έγινε ολοφάνερο ότι ίσως περισσότερο από κάθε τι άλλο αυτό που με διέκρινε από εκείνους τους νεαρούς άντρες εκεί έξω-ήταν εκεί έξω, ναι, οπωσδήποτε!-ήταν μια θεμελιωδώς διαφορετική σχέση με τον χρόνο. Αφού για εκείνους ο χρόνος δεν είχε αξία τον σπαταλούσαν σε μια παράλογη, σίγουρα όμως δαπανηρή απραξία, η οποία σε βάθος χρόνου μάλλον θα τους εξαχρείωνε, όμως αυτό δεν φαινόταν να τους ενοχλεί, το αντίθετο, σκέφτηκα αιφνιδίως, το έβρισκαν απολύτως σωστό. Με τα δυο τους χέρια και με ιδιαίτερο κέφι πετούσαν τον χρόνο τους έξω απ’ το παράθυρο∙ ή μήπως το αποκαλούσαν δουλειά αυτό που έκαναν;

Για παράδειγμα το μετάνιωνα ακόμα που δεν είχα υποκύψει στην αρχική μου παρόρμηση να τους προσφέρω ζεστό τσάι, τότε που άρχισαν όλα, τις πρώτες κρύες ημέρες του Νοεμβρίου. Θα είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας μια οικειότητα, εξάλλου δεν είχαμε καμιά προσωπική διαφορά, ο καθένας από εμάς έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, θα μπορούσαμε να είχαμε πιάσει την κουβέντα, όχι για υπηρεσιακά ζητήματα-Θεός φυλάξοι! Όμως για τον καιρό, για ασθένειες, οικογενειακά.

Όμως φτάνει πια. Αυτή η επονείδιστη ανάγκη μου να τα πηγαίνω καλά με όλα τα είδη των ανθρώπων.
**
Στον επικήδειο λόγο του, για την Κρίστα Βολφ, ο νομπελίστας Γκύντερ Γκρας είπε: Και αυτή, η Κρίστα Βολφ, ήταν που ύστερα από την έκρηξη του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Τσέρνομπιλ έγραψε το βιβλίο Storfall (Ατύχημα), στο οποίο προαισθάνεται την επανάληψη του γεγονότος στην περίπτωση της Φουκουσίμα και μας βλέπει όλους μπλεγμένους σε ένα καταστροφικό αδιέξοδο, στο τέρμα του οποίου το ερώτημα «Τι μένει», όπου και θεμελιώνονται οι ελπίδες μας, θα παραμείνει μετέωρο, απογυμνωμένο από το νόημά του.

Τζένη Μακαριάδη