Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

ΑΝΤΙ ΣΤΕΦΑΝΟΥ του Γιάννη Μακριδάκη




                                    ΑΝΤΙ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
                                    του Γιάννη Μακριδάκη


Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά.

Βιβλία του:
"Aνάμισης ντενεκές",
"Η δεξιά τσέπη του ράσου",
"Ήλιος με δόντια",
‘’Λαγού μαλλί",
"Η άλωση της Κωσταντίας",
"Το ζουμί του πετεινού",  
΄΄Του Θεού το μάτι΄΄,
           κ. α.


Έχω  διαβάσει σχεδόν όλα τα βιβλία, του καλλιεργητή-συγγραφέα όπως ο ίδιος υπογράφει. Βιβλία μεστά, συμπυκνωμένα, γραμμένα με χιούμορ, όπως το «Αντί Στεφάνου» που σαν παραμύθι ξετυλίγει την ιστορία του νεκροθάφτη Στέφανου.

Εύστοχος ο τίτλος του βιβλίου, με διττή απόδοση, ή στέφανος από λουλούδια, ή Στέφανος το όνομα του νεκροθάφτη, η λέξη «αντί» βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

Το κείμενο χωρισμένο σε δυο μέρη  στο πρώτο μέρος τριτοπρόσωπη αφήγηση και στο δεύτερο μέρος, όπου μας συστήνεται ο αφηγητής, πρωτοπρόσωπη. Η γλώσσα τρέχει σωστά, σε μεγάλες παραγράφους, γραμμένη σε απλή καθαρεύουσα (μικτή) υποδηλώνει τον μικροαστισμό των εκδηλώσεων μιας χωριάτικης κοινωνίας, που έχει υπόδειγμα τον μεγαλοαστισμό.

Ο συγγραφέας περιγράφει την μικρο-κοινωνία ενός ελληνικού νησιού, τα κληρονομημένα ήθη και έθιμά τους, που απλώνονται όχι μόνο στον τόπο τους (που στο κάτω-κάτω δικαιολογούνται), αλλά (σχεδόν) σ’ όλη την επικράτεια. Η φωνή του αφηγητή είναι του ίδιου φυσιολάτρη  συγγραφέα, που εμφαντικά, με τις μυθιστορίες και την αρθρογραφία του παρακινεί τον αναγνώστη μακριά από τον καταναλωτισμό που τον φθείρει, και πίσω στη φυσική, λιτή  ζωή και στις πατροπαράδοτες συνήθειες. Τονίζει την νοσογόνο κατανάλωση προϊόντων, παρασκευασμένων από τοξικά είδη, που πωλούνται σε φανταχτερές, ακριβές συσκευασίες, «καμακώνουν» τον καταναλωτή-πελάτη και πλουτίζουν εισαγωγείς, προμηθευτές και τραστ μεγαλομπακάληδων.  Κλείνει το μάτι με χιούμορ στην μικροαστική εμμονή, αλλά όχι αστεία,  και τραβάει στα άκρα το θέμα του τόσο, που ξεφεύγει του περιθωρίου. Η κάθε του φράση είναι μια ιδέα-ιδεολογία, που αποστομώνει τον αναγνώστη με επιχειρήματα και τον ταρακουνάει να ξαναφάει, όπως παλιά,  την μυρωδάτη και «ζαχαρένια» ντομάτα, τα ζαρζαβατικά και φρούτα, που δεν ψεκάζονται με δηλητήρια, ώστε να μην μολύνει το χώμα που θα θρέψει τους απογόνους του. Διακωμωδεί τον θαυμασμό μας στα νεκροταφεία που διαγκωνίζονται σε έκταση,  σε ποιότητα μαρμάρων των νεκρόσπιτων που σκεπάζουν άλειωτα  φαρμακωμένα σώματα, τσακισμένα αγρίως στα χέρια χημειοθεραπευτών.

Ας δούμε την ιστορία που μας περιγράφει ο συγγραφέας-αφηγητής.

Ο άεργος Στέφανος, μετά από παράκληση και χρηματοδότηση του θείου του Συλβέστρου εξ Αμερικής, ορίζεται νεκροθάφτης του νησιού του. Είναι γνωστό ότι είναι χορτοφάγος, και μάλιστα τρέφεται από ζαρζαβατικά που μόνος του καλλιεργεί. Εμπαίζεται  από τους συντοπίτες του, για τις οικολογικές τους ευαισθησίες, όταν γνωστοποιεί ότι και τα ανθρώπινα κόπρανα είναι καλό και θρεφτικό λίπασμα για τα φυτά, αφού βέβαια ο άνθρωπος τρέφεται από χορταρικά οικολογικά.
Η μόνη ταφή που προλαβαίνει να κάνει, είναι εκείνη της μητέρας του, γιατί στη συνέχεια απολύεται, όταν φυτεύει στον τάφο της  ξυλάγγουρα για να τα προσφέρει στο μνημόσυνό της, και τα λιπαίνει αφοδεύοντας στο χώμα τους.

Την ιστορία μάς την αφηγείται, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο θεολόγος καθηγητής του νησιού, που υπερασπίζεται, κατ’ αρχάς, τον Στέφανο για τις κατηγόριες εναντίον του.


Τώρα, με το χέρι στην καρδιά θα έλεγα ΝΑΙ στο κείμενο και  ΟΧΙ εκτός κειμένου όπως στην αφόδευση του τάφου οποιουδήποτε και πολύ περισσότερο αγαπημένων προσώπων θα συμπλήρωνα ούτε φτύσιμο κι ας είναι σπουδαίο το έργο του Μπορίς Βιάν «θα φτύσω στους τάφους σας». Επιχειρηματολογεί στο δικό μου «όχι» η καταπληκτική ταινία «Ο γιος του Σαούλ» του Ούγγρου σκηνοθέτη Λάζλο Νέμες και δείχνει τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου (με το άλφα κεφαλαίο) και τέλος, αν θέλετε, είναι βάρβαρες οι πράξεις που  προκαλούν μίανση σε κάτι που έμεινε στην ιστορία και στη μικρή μας μνήμη.  



Σελ. 15:  ... Διότι η Πάτρα, εκ του Κλεοπάτρα... η επονομαζόμενη και Ξυλαγγούρω κάποτε, όταν ήταν ακμαία, υπό των ζηλοφθόνων γυναικών της μικράς νήσου, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 66 ετών, πιθανότατα από ανακοπή καρδιάς σύμφωνα με τη γνωμάτευση του αγροτικού γιατρού, τρεις μόλις μέρες αφότου ανέλαβε καθήκοντα εντός νεκροταφείου ο μοναχογιός της. Έγειρε το κεφάλι της αριστερά σαν λαβωμένο πουλάκι, όπως καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού της το απόγευμα της Δευτέρας 19ης Μαϊου και ξεψύχησε ήσυχα. Σαν να αποκοιμήθηκε γλυκά κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Είχε και ένα απολύτως εμφανές όσο και αινιγματικό μειδίαμα στα χείλη της, το οποίο αν και κατά κόρον ερμηνεύτηκε ως αδιάψευστο τεκμήριο του ότι έφυγε από τη ζωή ικανοποιημένη.....

Σελ. 17:  ... Οι πρώτες εντούτοις ώρες από την εκδημία της απέδειξαν περίτρανα ότι η παλαιά φημολογία συντηρούνταν τελικά σαν φλόγα έρπουσα καθ’ όλα αυτά τα χρόνια διότι υποδαυλιζόταν συνεχώς από διάφορες κυρίες, οι οποίες, έχοντας προφανώς υπόνοιες περί ενδεχόμενης απιστίας των συζύγων τους με τη νεαρή τότε χήρα Πάτρα δεν έπαψαν να φθονούν ποτέ, ουδέ νεκρή ακόμα. Προέβησαν λοιπόν εκείνο το απόγευμα του θανάτου της σε εικασίες διάφορες για να δικαιολογήσουν το νεκρικό μειδίαμα. Είπαν ότι το γλέντησε καλά στα νιάτα της και έφυγε χορτάτη.....






Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

360 του Αχιλλέα Κυριακίδη






                                     360
                         του Αχιλλέα Κυριακίδη,
                               γεν. 1946- Κάιρο

Ο πολυβραβευμένος, πολυσχιδής, Αχιλλέας Κυριακίδης, μεταφραστής, κινηματογραφιστής, λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, πολύγλωσσος, μουσικός  (θα ‘λεγα), ή καλύτερα ειδήμων της μουσικής, έτσι τουλάχιστον «φωνάζουν» τα βιβλία του και πολύγνωρος θα πρόσθετα, διαβάζοντας τα πονήματά του, έχει μεταφράσει πάνω από 85 έργα γαλλόφωνης, ισπανόφωνης, αγγλόφωνης και ιταλόφωνης λογοτεχνίας - μεγάλων συγγραφέων (όπως τα άπαντα πεζά του Μπόρχες).  

Η νουβέλα του με τίτλο 360, είναι ένα συμπυκνωμένο, μεστό μυθιστόρημα 62 σελίδων, όπου τρέχει η μια σκηνή μετά την άλλη σαν έργο κινηματογραφικό.  Ο συγγραφέας-αφηγητής αφήνει τους ήρωές τους στη μοίρα τους, να μας μιλούν, να στριφογυρίζουν ιλιγγιωδώς κατατρέχοντας ο ένας τον άλλον αέναα  μελοδραματοποιώντας την καθημερινότητά τους, μοιραίοι στις «360ο του  κύκλου ζωής», όπου κάπου ενώνονται, κάπου χωρίζουν, κάπου χάνονται αναπόφευκτα, κάπου υψώνουν τη φωνή σε δυνατό τέμπο -Allegro, σε σιγανό -Largo, κάπου σβήνουν – σιωπούν για πάντα με ένα -Lento.
Δεξιοτέχνες παράταιροι μιας ορχήστρας, όπου όλα ξεκινούν όπως στον «κανόνα» του Πάχελμπελ και εκεί καταλήγουν έντρομα... όπως ο χρόνος που επαναλαμβάνεται αιώνια.
Ένα μελαγχολικό έργο μνήμης, ζωής αστείας, ζωής τραγικής, θανάτου, επενδυμένο με μουσική υπόκρουση.

Η μυθιστορία αρχίζει όταν ένας κακός-απρόσεκτος οδηγός σκοτώνει ένα άτομο στη διάβαση πεζών.  Στην ολοκλήρωση του έργου ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται αναγνωρίζοντας την ταυτότητα του νεκρού.

Ένας από τους ήρωες του βιβλίου, μουσικοσυνθέτης και συγγραφέας, αναρωτιέται αν τα όνειρα έχουν μουσική. Ο ίδιος σε ένα «καφέ» της γειτονιάς του, εντυπωσιάζεται όταν τον πλησιάζει μια γυναίκα, ίδια η μητέρα του, και δεν αργεί να υποδυθεί τον ντέτεκτιβ που εκείνη θα συναντούσε. 

Η Άννα που αναθέτει σε ντέτεκτιβ  να παρακολουθεί τον άντρα της, Γιάννη,  που την απατά με μια ψυχίατρο. Ο πατέρας της Άννας  που αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον έκτο όροφο.
Ο γιος της Ιάσονας, φοιτητής ιστορίας.

Η ψυχίατρος – ομιλήτρια, με θέμα τη μελαγχολία. Η μελαγχολία της Άννας, οι χαριεντισμοί του άντρα της και της ψυχιάτρου, μετά τη διάλεξη.

Η Μάρτα που έχει το καφενεδάκι  στη γειτονιά, όπου συνηθίζει να σερβίρει τον μουσικοσυνθέτη-συγγραφέα.
Το στρίγκλισμα των φρένων του ταξί, τρομάζει τη Μάρτα, που νομίζει ότι  είναι ο άντρας της, ο ταξιτζής, που πάτησε και σκότωσε άνθρωπο.

Η ηλικιωμένη ανοϊκή μητέρα της Μάρτας στον κόσμο του παρελθόντος της.

Ο ταξιτζής, άντρας της Μάρτας, μπλεγμένος σε συμμορίες ρατσιστών, αυτών με τα ξυρισμένα κεφάλια,  ξυλοκοπούν, μαύρους, πακιστανούς και πούστηδες.  Όμως σαν βαριέται τη νύχτα να γυρίσει σπίτι πηγαίνει σε ένα ερειπωμένο μισοσκότεινο μέρος και βρίσκει κάποιον,  αυτή τη φορά  τον νεαρό  Ιάσονα, φοιτητή ιστορίας,  να συνευρεθεί.

Ο μουσικοσυνθέτης Άαβικ που βρέθηκε νεκρός έξω από το ξενοδοχείο του, όταν τον έσπρωξε από το μπαλκόνι στο οκταώροφο κενό, κάποιος που πίστευε ότι ήταν εραστής της γυναίκας του.

Ο τραγικός ήρωας του έργου Σεμπάστιαν, που ξέφυγε από το «ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Ουίλιαμς.


Απανθίσματα: (τι να πρωτοδιαλέξω, όλες οι σελίδες απανθίσματα).

-Η μητέρα μας μάς είχε αφήσει χρόνια πριν. Εκείνος έφυγε όπως του ‘πρεπε μ’ ένα lento που έσβησε σε μια σιωπή μονότονη, οριστική και άηχη, κάπως σαν την αγαπημένη μου 15η Συμφωνία του Σοστακόβιτς. « Ο άνθρωπος μελώδησε το θάνατό του» του έλεγα όταν του την έβαζα να την ακούσει, κι εκείνη απόσωνε κι άφηνε μέσα μας τ’ αβγά της. Θυμάμαι, πήγαινα στο κώμα του και του μιλούσα. Τότε συνέθεσα το τελευταίο μου έργο, ένα κουαρτέτο για Πιάνο, Βιολί, Βιολοντσέλο και Βιόλα σε τέσσερα μέρη, καθένα απ’ τα οποία είχε τίτλο μιαν από τις φράσεις που του είχα απευθύνει: Allegro- «Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου μας είναι η μουσική», Andante- «Έχουν τα όνειρα μουσική;», Largto- «Σωλήνες που σταλάζουν χρόνο μα δεν φτάνει. Το τέταρτο μέρος ήταν ένα αναστάσιμο rondo: «Όλα ξεκίνησαν με τον Κανόνα του Πάχεμπελ, κι εκεί θα επιστρέψουν έντρομα».