Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Ευγνωμοσύνη!



Ευγνωμοσύνη

Είχα κι έχω καλές  στιγμές στην καθημερινότητά μου, λάθος έκφραση, θα έλεγα τυχερές στιγμές. Όπως για παράδειγμα η σημερινή.  Μια ξαφνική αρρώστια συγγενούς. Σκέφτηκα τις πρώτες βοήθειες, η μνήμη μου από άλλο σοβαρό περιστατικό, η αναμονή, η ατέλειωτη σειρά, βλ. ουρά αρρώστων,  η οχλαγωγική συμπεριφορά του πλήθους και η χωρίς ιδιαίτερο  ενδιαφέρον των νοσοκομειακών, με απέτρεψε. Ο νους μου στον αγαπημένο-γείτονα, γιατρό. Όμως δέχεται με ραντεβού. Η ευαισθησία του ασθενούς και η δική μου, δεν μου επέτρεπε να απευθυνθώ σ’ αυτόν (συνήθως τα ραντεβού κλείνονται μετά από μέρες, βλέπετε πολλοί οι άρρωστοι). Το περιστατικό όμως το θεώρησα επείγον και η δική μου ευαισθησία πήγε στην άκρη. Ο γιατρός, πρωτίστως καλός ποιμήν (στην κυριολεξία) και θεράπων, θεράπευσε!!
Εκφράσαμε ευχαριστίες από καρδιάς,  όμως η λέξη «ευχαριστώ»
γι αυτόν τον γιατρό-άνθρωπο, δεν φτάνει. Αισθάνομαι γι αυτόν  βαθιά ψυχική συμπάθεια, φιλία, θαυμασμό για την αφοσίωση στο λειτούργημά του!!
Γιατρέ μου, αγαπητέ γείτονα Πολυχρονίδη, μεταξύ των πολλών που σε αγαπούν και σε εμπιστεύονται είμαι κι εγώ. Σ’ ευγνωμονώ!!

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

ΑΓΡΙΑ ΕΡΗΜΙΑ του Χεσούς Καρράσκο (γεν.1972-Ισπανία). Εκδ. αντίποδες


ΑΓΡΙΑ ΕΡΗΜΙΑ
                του Χεσούς Καρράσκο (γεν. 1972 Ισπανία)
                              εκδόσεις: αντίποδες

Ο Χεσούς Καρράσκο είναι μια από τις σημαντικότερες νέες φωνές της ισπανικής λογοτεχνίας. Το 2016 τιμήθηκε με το Βραβείο λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δεύτερο βιβλίο του La tierra que pisamos.
Η Άγρια ερημιά (Intemperie), το πρώτο του μυθιστόρημα, που εκδόθηκε το 2013, γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε δεκατρείς γλώσσες και βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων με το English PEN Award και το Prix Ulysse για το καλύτερο πρώτο μυθιστόρημα.

 Ένα πολύ καλό βιβλίο, με χαρακτήρα παραμυθιού. Μια ζοφερή ιστορία. Το διαβάζεις με ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Θυμίζει έργο κλασικής λογοτεχνίας. Σκληρή η ιστορία ενός παιδιού – φυγά, από έναν τόπο δυστοπικό, άνυδρο, άγριο, ερημικό ως οι υπάνθρωποι κάτοικοι αυθέντες γυναικών, παιδιών και αμείλικτοι  κυνηγοί του. Το σκάει από το σπίτι του, ένα σπίτι κάθε άλλο τόπος εστίας, δημιουργίας, αγάπης. Σπίτι που αποπνέει σαπίλα διαφθοράς, φόβου και φαυλότητας. Στο «πατρικό» σπίτι, ο πατέρας-τέρας ανοίγει ορθάνοιχτα τις θύρες γι’ αυτούς που έχουν την εξουσιαστική κονκάρδα και ως λυκάνθρωποι καρπώνονται σώματα και ψυχές. Μια άνιση μάχη του καλού έναντι του κακού με μορφή ένοπλων χωροφυλάκων. Χαρακτήρας ο τόπος,  το υγρό στοιχείο, δάκρυα, ούρα φόβου, ούρα τυραννίας. Παντελής έλλειψη νερού. Το νερό ελπίδα ως λύτρωση. Το παιδί με ένα σακίδιο και λίγα τρόφιμα δραπετεύει από το σπίτι του.  Κρύβεται σε λαγούμι που σκάβει με τα χέρια του, το σκεπάζει με κλαδιά. Εκεί οι διώκτες από πάνω του μιλούν, τον ψάχνουν, ο πατέρας του, οι συγχωριανοί του,  ο δάσκαλος. Αναγνωρίζει τον δάσκαλο από τον ήχο, όταν φύσηξε τη μύτη του πάνω από τον λάκκο. “Ένας βλεννογόνος κεραυνός που δονούσε το στεγνό μαντήλι του κι έκοβε το γέλιο των παιδιών στο σχολείο”. Το παιδί κατουριέται πάνω του. Ο δάσκαλος κατουράει πάνω στα κλαριά. Τα μαλλιά του παιδιού κολλούν από τα ούρα του δάσκαλου. Περιπλανιέται διωκόμενος στην άγρια έρημο, χωρίς φαγητό και νερό. Κυνηγημένος συναντά στο δρόμο του έναν γέρο βοσκό. Θα σας έλεγα έναν ασήμαντο ανθρωπάκο, με την πρώτη ματιά, όμως με ιδιότητες αγίου. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο βρίσκει μια αγκαλιά προστασίας, φιλίας, άδολης αγάπης. Τα συναισθήματα είναι αμοιβαία. Ο γέρο-βοσκός μεταδίδει γνώση, εμπειρία και όχι μόνο, μάχεται μέχρις εσχάτων εναντίον βίαιων πράξεων, προστατεύοντας το παιδί, τη ζωή, το καλό κατά του κακού. Φροντίζει ανυστερόβουλα τη νέα ζωή, που η φύση προστάζει τον άνθρωπο να προφυλάξει. Το παιδί περιπλανάται διψαλέο, κάτω από τον αμείλικτο ήλιο, σε τόπο εχθρικό, ξερό. Ο θεόσταλτος βοσκός γίνεται συνοδοιπόρος του.  Δένονται με φιλία, με στοργή ως πατέρα σε γιο. Αντιμετωπίζουν με γενναιοψυχία την κινδυνώδη πορεία, χωρίς σταγόνα νερό, μόνο δάκρυα, ούρα, λίγο γάλα από ισχνά γίδια. Μάχονται της ανθρωποφαγίας.

            Αφού έθαψε τον γέρο βοσκό, «ξεκίνησε να λέει ένα Πάτερ ημών… μέχρι που η προσευχή έσβησε στα χείλη του και θεώρησε πως είχε τελειώσει. Θα ήθελε να είχε μάθει το όνομα του γέρου».

«Ξάφνου, το αγόρι κατάπιε τις μύξες του, σηκώθηκε όρθιο, άρπαξε μια κατσίκα και την έφερε στον γέρο χωρίς να λύσει καν την αλυσίδα με τα κουδούνια. Ύστερα, κάθισε πλάι του και τον περίμενε μέχρι να βάλει το τενεκεδάκι στη θέση του. Όταν το έβαλε, ο βοσκός ζήτησε από το αγόρι να πιάσει τα μαστάρια. Το αγόρι έκλεισε στις χούφτες του τις θηλές και τις έσφιξε. Τότε ο βοσκός του έπιασε τους αντίχειρες και τους τοποθέτησε έτσι ώστε τα νύχια να πιέζουν τις θηλές προς το εσωτερικό των άλλων δαχτύλων. Έκλεισε τα χέρια του αγοριού στα δικά του και, χωρίς να πει λέξη, μάλαξε τα βυζιά κάνοντας το γάλα να πεταχτεί με ορμή. Κι έτσι, με αυτή τη χειροτονία, ο γέρος μετέδωσε στον μικρό τα χρειώδη του επαγγέλματος, παραδίδοντάς του, εκείνη τη στιγμή, το κλειδί μιας γνώσης ζωτικής και ακατάλυτης».

«Ένα πρωί εκεί που ξεκουραζόταν σ’ ένα παλιό σπίτι για περιπλανώμενους εργάτες, άκουσε τον ρυθμικό ήχο της βροχής…. Χοντρές σταγόνες έσκαγαν πέφτοντας στο σκονισμένο έδαφος, χωρίς να το διαπερνούν. Μπήκε στο σπίτι και ξαναβγήκε με το κιούπι υπό μάλης. Περπάτησε μερικά μέτρα μακριά από την είσοδο και άφησε το δοχείο καταγής. Ύστερα ξαναγύρισε στο κατώφλι κι έμεινε εκεί όσο κράτησε η βροχή, έμεινε να κοιτάζει πως χαλάρωνε για λίγο ο Θεός τις βίδες του μαρτυρίου του».


Ένα δύσκολο ταξίδι, μια προσπάθεια με στόχο για ό,τι καλύτερο στη ζωή, στην αξιοπρέπεια, στην ανθρωπιά.