Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

«ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ» του Philip Roth. (Μετάφραση Κατερίνα Σχινά).

Καινούργιες ιστορίες του Φίλιπ Ροθ, όμως το θέμα, όπως και σ’ άλλα του μυθιστορήματα, το ίδιο: η επαπειλούμενη θνητότητα του ανθρωπου, η ανημπόρια, τα γερατιά και ό,τι αυτά συνεπάγονται.

Ο ήρωας, που ταυτίζεται (μπορούμε να πούμε) με τον συγγραφέα του έργου, ονόματι Νέϊθαν Ζούκερμαν – διάσημος συγγραφέας- αποφασίζει στα εξήντα του χρόνια να εγκαταλείψει την πόλη του, την Νέα Υόρκη, το σπίτι του, τους φίλους του και να απομονωθεί στην ορεινή Νέα Αγγλία, με μόνη ενασχόληση τη συγγραφή, την ανάγνωση βιβλίων, τη φύση και τον εαυτό του σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει το βάρος των επερχόμενων γερατιών που αναγκαστικά μεταβάλλουν το σθένος σε αδυναμία, τη μνήμη σε ξεχασιά, την κρίση σε ακρισία και τους ανθρώπους σε ανδρείκελα...

Όμως μετά από δυο χρόνια μια πάθηση, όπως ο καρκίνος του προστάτη και μια χειρουργική επέμβαση, είχε σαν αποτέλεσμα την ακράτεια των ούρων του ήρωά μας. έτσι εκείνος αναγκαστικά φορούσε τα ειδικά σχεδιασμένα ελαστικά, αδιάβροχα σώβρακα, όπως χρειάζεται να φορούν οι ασθενείς μ’ αυτή την πάθηση.

«Να ελέγχεις την κύστη σου-ποιος από τους υγιείς αναλογίζεαι ποτέ την ελευθερία που προσφέρει ή την αγωνιώδη τρωτότητα που μπορεί να επιβάλει η έλειψη αυτης της δυνατότητας, ακόμη και στον άνθρωπο με τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθση; Εγώ, που δεν ειχα ποτέ σκεφτεί τέτοια πράγματα, που από την ηλικία των δωδεκα ετών έρρεπα προς τη μοναδικότητα και καλωσόριζα οτιδήποτε ασυνήθιστο πάνω μου-τώρα επιτέλους, μπορούσα να είμαι όπως όλοι οι άλλοι. Λες και η σκιά της ταπείνωσης που συνεχώς καραδοκεί δεν είναι στην πραγματικότητα, εκείνο που μας δένει τον έναν με τον άλλο» σελ. 30.).

Άφησε αναγκαστικά το κρησφύγετό του, μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια για να κατέβει στην Ν. Υόρκη, μια και ο γιατρός του προέβλεπε αξιόλογη βελτίωση της κατάστασής του με την έγχυση κολλαγόνου που θα αποκαθιστούσε τον έλεγχο της κύστης του. Μετά θα επέστρεφε μπορεί θεραπευμένος μπορεί και όχι. Εξ’ άλλου, όπως ο ίδιος λεει «είχε κατακτήσει τον μοναχικό τρόπο ζωής, γνώριζε τις δοκιμασίες και τις χαρές του και σταδιακά είχε περιορίσει το εύρος των αναγκών του, έχοντας εγκαταλείψει από καιρό τις μεγάλες συγκινήσεις, την οικειότητα, την περιπέτεια, τους ανταγωνισμούς, προς όφελος μιας ήρεμης, σταθερής προβλέψιμης επαφής με τη φύση και τη δουλειά του» σελ. 42).

Όμως ποτέ μην ξαναπεί κανείς «ποτέ».

Περιδιαβάινοντας το πολύβουο πλήθος της Ν. Υόρκης ο ήρωάς μας, ήρθε σε επαφή με έναν κόσμο νέο, περίεργο, νευρωτικό, αδιάφορο και με αμβλυμμένο, μπορεί να πει κανείς, το σεβασμό: όταν πιστεύει κάποιος ότι συνεχίζει να ζει σαν άνθρωπος όταν περιφέρεται μιλώντας σ’ ένα τηλέφωνο τη μισή του ζωή κινούμενος σαν νευρόσπαστο. Στην μεγαλούπολη, λοιπόν, ο ήρωάς μας αποφασίζει να μείνει και το έναυσμα είναι μια αγγελία στην εφημερίδα όπου ένα ζευγάρι ζητάει να ανταλλάξει το σπίτι του και να πάει κάπου έξω απο την Ν. Υόρκη, γιατί τα χτυπήματα της Αλ Κάϊντα στους δίδυμους πύργους έχουν τρομοκρατήσει τη νεαρή σύζυγο.

Η συνάντηση με το ζευγάρι θα γίνει άμεσα, ενώ ο εβδομήντα ενός ετών ήρωάς μας, μπρος στα θέλγητρα της ερωτικής τριαντάχρονης συζύγου, της Τζέιμι, θα ξεχάσει όλα εκείνα που είχε κατακτήσει με τον μοναχικό τρόπο ζωής , βουρλισμένος από ερωτικό πάθος.

Έχει κι άλλη συνάντηση στη Ν. Υόρκη, με την ηλικιωμένη (εβδομηνταπενταχρονη) και καρκινοπαθή Έιμι Μπελέτ, που την είχε ερωτευθεί νεαρός τότε, και κείνη μούσα του σπουδαίου εκείνα τα χρόνια και ξεχασμένου τώρα μεγάλου συγγραφέα Λόνοφ, που ήταν και μέντοράς του.

Άλλη συνάντηση έχει με έναν νεαρό, φίλο της Τζέιμι, επίδοξο συγγραφέα που θέλει να γράψει τη βιογραφία του Λόνοφ, και προσπαθεί να αποσπάσει από τον Ζούκερμαν καθώς και από την άρρωστη Έιμι, ένα μυστικό που προσβάλλει το νεκρό συγγραφέα.

Γιατί όπως μας λεει πολύ σωστά (σελ.202) ο ίδιος ο συγγραφέας, η πολιτιστική δημοσιογραφία είναι κουτσομπολιο των ταμπλόιντ μεταμφιεσμένο σε ενδιαφέρον για τις τέχνες., οτιδήποτε αγγίζει το συρρικνώνει σε κάτι που δεν είναι. Ποιος είναι διασημότητα, ποιο είναι το τίμημα, ποιο είναι το σκάνδαλο;... έχει ο συγγραφέας το δικαίωμα να μπλα, μπλα, μπλά; Είναι υπερευαίσθητη (η πολιτιστική δημοσιογραφία) απέναντι στην εισβολή στην ιδιωτικότητα την οποία έχει διαπράξει η λογοτεχνία ανά τους αιώνες ενώ ταυτόχρονα καταγίνεται μανιωδώς με το να εκθέτει γραπτώς χωρίς λογοτεχνική μετουσίωση, τίνος η ιδιωτική ζωή έχει υποστεί εισβολή και πώς. Εντυπωσιάζεται κανείς από το ενδιαφέρον που δείχνουν οι επί του πολιτισμού δημοσιογράφοι για τα όρια της ιδιωτικότητας, όταν αυτά αφορούν το μυθιστόρημα.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση και έκπληξη το μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα με έναν σφοδρό και τολμηρό ερωτικό διάλογο «Εκείνου και Εκείνης» με τέλος που μπορεί ένας εξοικειωμένος αναγνώστης του Ροθ να προβλέψει.

Ευγενία Μακαριάδη.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

«το φάντασμά της» του Κωστή Γκιμοσούλη.

Η εξομολογητική διάθεση του ανώνυμου ήρωα αυτού του αλληγορικού μυθιστορήματος, σε πρωτοπροσωπη γραφή, είναι ένα ξεδίπλωμα ψυχής, ένα ξεφόρτωμά της από το γήινο βάρος, αν θέλετε, που μόνο «ένας» μπορεί να σηκώσει, να ακούσει, να αφουγκραστεί αληθινά κι αυτό μόνο σαν βρεθεί στον απόκοσμο τόπο, όπου συναντιόνται νεκροί με ζωντανούς και κουβεντιάζουν μέσα σε μια απόλυτα νεκρική σιωπή με θέματα αυτοσυνείδησης, μοναξιάς, ζωής, έρωτα και θανάτου. όλα ένα σε μια γραμμή ίσως για την εύρεση της ουτοπικής ελευθερίας, ίσως γιατί εκεί μόνο γίνονται θαύματα ορατά και αόρατα.

Ένας μοναχικός καβαλάρης σε «σιδηράλογο» ψάχνοντας αυτόν τον «έναν», φρέναρε απότομα σαν του ’κοψε τη φόρα ένα άσπρο άλογο με γυαλιστερή χαίτη που έσκυψε και τον σκούντησε με τη μουσούδα του.
Μια δύναμη τον έκανε να πιαστεί από τη μακριά χαίτη και να σκαρφαλώσει πάνω του. Μέχρι που τον άφησε σ’ ένα εκκλησάκι σιμά σ’ ένα μικρό νεκροταφείο.

εδώ αρχίζει το μεγάλο ταξίδι με σταθμούς τρόμου μιας ζωής επαπειλούμενης θανάτου, μιας «κατά παραγγελίαν» διάπυρης ερωτικής και παρηγορητικής σχέσης με μια νεαρή χήρα, την Περσεφόνη, μάνα δυο παιδιών που κλαιει στον τάφο του νεκρού άντρα της που είναι και ο εντολέας του ήρωά μας!

Το επώδυνο ταξίδι του ήρωα θα τελειώσει με μια έντονη γεύση νίκης έναντι της νέκρας των ζωντανών και θα αφήσει την πόρτα ανοιχτή στο αναπόφευκτο του θανάτου, με χαμόγελο.

Τα διαμάντια του έργου που συνέλεξα:
- η πραγματικότητα είναι μια παραζάλη. Κάποτε μια απάτη αισθήσεων (σελ.42).
- μένουμε ακίνητοι όπως οι πέτρες. μόνο ο παράφορος έρωτας και το πένθος μας ξεκουνάνε. (σελ.70).
- όλοι μπορούμε να γίνουμε καρχαρίες. Να κατασπαράξουμε. Να κατασπαραχτούμε. (σελ.103).
- συνήθως σταματάμε όταν νομίζουμε ότι δεν αντέχουμε άλλο. Όλη η μαγκιά έγκειται στο να συνεχίζεις ακόμη κι όταν νομίζεις ότι πλέον δεν μπορείς.
- δεν σημαίνει ότι μεγαλώνοντας γίνεσαι αναγκαστικά και σοφότερος. (σελ.128).
- σε ορισμένους τόπους ο χρόνος μοιάζει να κινείται πιο αργά. Δε σταματάει, αλλάζει απλώς ταχύτητα. Είναι κάτι υποκειμενικό βέβαια, αφού το ρολόι είσαι πάντα εσύ (140)
- εμείς οι άνθρωποι έχουμε γίνει πάρα πολλοί κι έχουμε πάθει διαστροφή. Ένα αόρατο χέρι μας σπρώχνει στον αφανισμό. Προσπαθούμε να κλείσουμε το μέσα μας κενό, ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλο, με έπαθλο την εφήμερη δόξα, την αιώνια νεότητα, το χρήμα, τη βάρβαρη διασκέδαση. Έφτασε η ώρα να γίνουμε αιχμάλωτοι όλων αυτών των σκουπιδιών που μαζεύουμε. Και των αντικειμένων και των ιδεών.

Σημ: η περιγραφή των ερωτικών σκηνών τόσο τολμηρή όσο και η αέναη δίψα αυτής της έλξης του άντρα στη γυναίκα γιατί έτσι ακριβώς ποθεί να αγαπήσει, να αγαπηθεί και να ζευγαρώσει.

Ευγενία Μακαριάδη.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΑΣ, του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗ

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΑΣ.

(Μυθιστόρημα)



Ολόφρεσκο το μυθιστόρημα του Μακριδάκη, όχι μόνο σε ημερομηνία, εκδόθηκε τον περασμένο μήνα, αλλά και σε αφηγηματική τεχνική νέο και πρωτότυπο...
αφού οι ηλικιωμένες, πολίτισσες φιλενάδες, η Κωσταντία και η Βαγγελία, που διαβάζουν ένα πολυσέλιδο γράμμα του γαμπρού της πρώτης από την Ελλάδα, συγχρόνως συνομιλούν, συγχρόνως το κρίνουν, το κατακρίνουν, και μαζί τους εμείς διαβάζουμε το διήγημα μέσα στο διήγημα και περιδιαβαίνουμε βήμα το βήμα τα στενά της Πόλης, πίνουμε καφέ στην πλατεία Ταξίμ, επισκεπτόμαστε τις εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου στο Μπαλουκλή, όπου στεγάζονται νοσοκομείο και γηροκομείο, κάποτε πηγαίνουμε και στη Σμύρνη για να βρει τις ρίζες του ο γράφων, γαμπρός της Κωσταντίας, φιλόλογος καθηγητής στο επάγγελμα και έλληνας από τη Χίο, όπως μέχρι να λάβουν το γράμμα ήξεραν και ξέραμε.

Πονηρός ο Μακριδάκης κρύβει καλά την εικόνα του τέλους, πετάει το χαρτί της ανατροπής λίγο πριν τις τρεις τελευταίες σελίδες, αν και ο προσεκτικός αναγνώστης τον έχει πάρει είδηση αφού ο ίδιος μας προϊδεάζει πετώντας πού και πού κομμάτια της απόρρητης εικόνας, όπως στη σελίδα δεκατέσσερα, όπου οι φιλενάδες της καψερής της Κωσταντίας, η Βαγγελία, η Σουλτάνα, η Ελένη, τώρα δηλαδή, μετά τα λεγόμενα της Βαγγελίας για το γράμμα, κατάλαβαν γιατί ο παμπόνηρος γαμπρός και γράφων της επιστολής έκανε τόσες ερωτήσεις στους Ρωμιούς όταν ήρθε στην Πόλη και ζητούσε ένα σωρό πληροφορίες δήθεν πως θε να γράψει βιβλίο ο πονηρός, ενώ τη δικιά του ιστορία έψαχνε και τις ρίζες του να βρει ο σπόρος του Οθωμανού, αλλά που να φτάσει το μυαλό τους τότε σε τέτοιο προσποιητό ύφος. Επίσης όταν η Βαγγελία διαβάζοντας (σελ. 107) απορεί που το επίθετο Αστρεάδη δεν θυμίζει τίποτα ούτε σε κείνη ούτε στην Κωσταντία, καμιά απολύτως πληροφορία από τον μισό αιώνα της ζωής τους στην Πόλη.

Ένα μυθιστόρημα με την πολίτικη λαλιά αυτή τη φορά, το ίδιον της γραφής του Μακριδάκη, με αναφορές ιστορικές που δένουν με τις κουβέντες των φιλενάδων, όπως η απελευθέρωση της Χίου το ’12, όπου δεν παρέμεινε μήτε ένας Τούρκος, όπως με ικανοποίηση μολογούν για τη δικαίωσή τους οι φιλενάδες, βλέπετε η σκούφια της Κωσταντίας είναι χιώτικη και τώρα η κόρη της εκεί παντρεμένη μ’ αυτόν τον αδικιώρη γαμπρό της, που με το πολυσέλιδο απολογητικό του γράμμα μαθαίνουν την τούρκικη φύτρα του.. Αναφορά και στην έκτη προς επτά Σεπτεμβρίου του ’55, όπου τσαπουλτζούδες δεν άφησαν τίποτα όρθιο, όμως στη γειτονιά τους ευτυχώς ο τούρκος Φεχμί ο μπακάλης βγήκε έξω με μια μαχαίρα και τους έδιωξε φωνάζοντας ότι εδώ μόνο τούρκοι μένουν κι έφυγαν...

Σαρκάζει γράφοντας ο συγγραφέας για τις προκαταλήψεις των μειονοτήτων σε γάμους διαφορετικής φυλής ή θρησκευτικής πίστης, το υποκριτικό ανάθεμα και η περιθωριοποίησή τους από τους ορθόδοξους, η ντροπή στίγμα στην οικογένεια, όλα καλά κρατούν στο ωραίο αυτό παραμύθι που παρακολουθείς χαμογελώντας με κατανόηση να καταρρέουν ψυχικά οι ηρωίδες πολίτισσες που τα ιερά και όσιά τους μαγαρίζονται.

Αγαπητέ μου συγγραφέα το φχαριστήθηκα πολύ κι αυτό το βιβλίο σου και ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι συνήθως άκουγα τις πολίτισσες να λένε «άσ’ τηνα» και όχι «άσ’ τηνε» (σελ.131).

Ευγενία Μακαριάδη.