Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΟΡΑΝΙΤΗΣ 24 Διηγήματα Εκδόσεις Πατάκη


                                                     24
                                    Διηγήματα
                                  του Γιάννη Γορανίτη               Εκδόσεις Πατάκη


Ο Γιάννης Γορανίτης γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Κέρδισε το βραβείο του λογοτεχνικού Περιοδικού «Ο Αναγνώστης», ως πρωτοεμφανιζόμενος στην πεζογραφία
Εργάζεται ως δημοσιογράφος και μεταφραστής. Το 24 είναι το πρώτο του βιβλίο. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς, έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ιστοσελίδες και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους.
Είκοσι τέσσερα διηγήματα, σπαράγματα μυθιστορήματος, κάθε στάση του τρένου και μια ιστορία. Ιστορίες έξω και μέσα στα βαγόνια. Ιστορίες που θυμίζουν τον εαυτό μας. Μια διαδρομή-ταξίδι από Κηφισιά μέχρι Πειραιά αρχή και τέλος; Τέλος και αρχή; Το ταξίδι κρύβει το συμπαντικό μικρόκοσμό μας, εικοσιτέσσερις στάσεις, κάθε στάση μια ανάσα και ξανά στο τρέξιμο. Μια  καθημερινή διαδικασία για την έγκαιρη επιβίβαση –μη χάσουμε το τρένο- μια διαδρομή άγχους –μην αργήσουμε στη δουλειά, αγωνίας να είμαστε στο νοσοκομείο κοντά σε αγαπημένο -η ζωή και ο θάνατος στο ζύγι- και άλλες φορές επιβίβαση με ρυθμούς περιπάτου και ραχατιού να γεμίσει μέρος του 24ώρου. Εικοσιτέσσερις φωτογραφίες, μαγνητοσκοπούν προφίλ ανφάς πρόσωπα, λόγια, σκέψεις. Βλέπουμε κι ακούμε μέσα σε μια ώρα τη ζωή  να φωνάζει, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον σιδηροδρομικό θόρυβο,  να σταματάει απότομα με ένα κλικ. Μια ανάσα και η ζωή βοά, κινείται αέναα, ταξιδεύει κάθε φορά με παλιούς και νέους επιβάτες. Ταξιδεύει  με σκιές πάμπολλες. Τα ίχνη, οι μυρωδιές γέρων, νέων, παιδιών αιώνες τώρα στα ίδια βαγόνια. Στα ίδια βαγόνια χαμόγελα, λύπες, φωνές, γέλια, δάκρυα,  όπου ο συγγραφέας βάζει δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων και όχι μόνο.
Στα ίδια βαγόνια καθόμαστε ενάμιση αιώνα τώρα, από Πειραιά ανεβαίνουμε Κηφισιά. Αρχή και τέρμα. Από Κηφισιά κατεβαίνουμε Πειραιά. Αρχή και τέρμα. Τέρμα και Αρχή. Το κάθε βαγόνι απορρόφησε και απορροφά αμέτρητες ιστορίες η μια παρεισφρέει στην άλλη. Ιστορίες που οι φωνές τους χάθηκαν και χάνονται στις χαλύβδινες σιδηροτροχιές.  Με το τρένο χωμένοι κατάβαθα στο σκοτάδι.  Με το τρένο ανασυρμένοι στο φως.
Τ’ αυτί του συγγραφέα καταγράφει τις συζητήσεις των επιβατών, τα προσωπικά τους τηλεφωνήματα, μπαίνει στη σκέψη τους, στη σκέψη που τρέχει μέσα στην αγωνία της καθημερινότητας. Χανόμαστε, δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, τους γύρω μας, κολυμπάμε στο χάος της ζωής καθορίζουμε τον χρόνο με ημερομηνίες,             ακούμε μουσική με τα headphones στ’ αυτιά, ενόσω υποκρούουν φωνές συνανθρώπων μας. Στις γραμμές του τρένου αυτοκτονούν. Στα βαγόνια του την απόλυτη προσοχή μας. Όχι  όπως της μάνας που η κουβέντα την παρασύρει κατεβαίνει σε λάθος στάση και δεν αντιλαμβάνεται την εξαφάνιση του παιδιού της με τη μεστή, θα έλεγα, σκέψη. Και τέλος ας ψάξουμε μαζί με τον συγγραφέα ποιος είναι αυτός που δεν μιλάει με κανέναν, αλλά διηγείται με το «νι» και με το «σίγμα» την οικογενειακή του κατάσταση και όχι μόνο...
                                             **--**--**
*Η γυναίκα-μάνα στήριγμα στο παιδί της, παραδομένο στην καταστροφή των ουσιών, γιατί
«τόσα χρόνια στα προγράμματα, έναν πατέρα δεν είδα όλο μανάδες. Μαθημένες στα ψέματα, δεν τις χαλάει ένα ακόμα και η μάνα μου το ξέρει, αλλά ήθελε να το παλέψουμε. Έτσι έλεγε. Να το παλέψουμε».

*Αγωνία μέχρι να φτάσεις στο ΚΑΤ, θα προλάβεις να τον δεις ζωντανό; Ήταν ένας έρωτας. Ένας μεγάλος έρωτας αν και του ήσουν θυμωμένη.
«Μετράς από μέσα σου τα δευτερόλεπτα μέχρι να κλείσουν οι πόρτες, κάθε δευτερόλεπτο κι ένας χτύπος της καρδιάς..»

*Τι γυρεύεις μες στο τρένο με γαλάζιες παιδικές πιζάμες και παντοφλάκια με λιοντάρια; Ευτυχώς που δεν είμαι γυμνή σκέφτεσαι. Ποιος σε σημαδεύει με όπλο; Ζητάς βοήθεια. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει, ζεις στην αλήθεια του παραμυθιού σου.

*Η Έλλη νεαρή συγγραφέας σκέφτεται το κείμενο της που έστειλε στον εκδότη της, όταν άκουσε διαφορετικά το όνομά της
«Ελιζαβέτα». Μιλάει μια γυναίκα με σπαστά ελληνικά:
«(Η )Μπήκε νύχτα στο κλινική, άντρα πολλοί, φωνάζει έξω ξένοι έξω παράνομος. Στο νοσοκομείο την πιάσει. Μπήκε νύχτα στο κλινική, άντρας πολλοί, φωνάζει έξω ξένοι, έξω παράνομος, μπήκε θαλάμο έδιωχνε νοσοκόμα. Ελιζαβέτα φωνάζει, πώς φύγω, γιαγιά εγκεφαλικό, άντρας βγάλει έξω Ελιζαβέτα, κλοτσές, αστυνομία πάει, δεν πιάνει άντρας, πιάνει ‘Ελιζαβέτα, ε, τώρα απέλαυση». (Θ) Απέλαση το λένε>>.

* Ας ακούσουμε κι αυτή τη φωνή.
«Αυτοί κάνουνε πως με πληρώνουνε κι εγώ κάνω πως δουλεύω. Σιγά τα λεφτά, αλλά κι αυτά θα μου λείψουνε, έχω παιδιά να ταΐσω, γυναίκα να ταΐσω… για πάρτη μου δεν χαλώ τίποτα. Έναν καφέ την ημέρα. Ενενήντα σεντς, αφήνω ευρώ στην κοπέλα. Φτωχύναμε, αλλά μη γίνουμε και γύφτοι. Ωραίο κομμάτι. Της τον σφύραγα άνετα..»

*Να μην σου τύχει να είσαι μες στο τρένο, μαζί με τον αφηρημένο τρομοκράτη, αλλού προορίζεται η σακούλα με την προκήρυξη και τις ντομάτες στ’ αριστερό του χέρι και αλλού τα δυναμιτάκια με όσες ντομάτες περίσσεψαν στο δεξί.

Ας ακούσουμε κι άλλες φωνές. Πολλές ασταμάτητες φωνές σαν τα τζιτζίκια το καλοκαίρι.

*           «Κουβαληθήκανε εδώ πέρα και κάνανε τις ζωές μας άνω κάτω, μας βαράνε, μας ληστεύουνε, μας σπαν’ τα μαγαζιά, σε λίγο θα μας πηδάνε και τις κόρες. Συγγνώμη κιόλα, κυρ-Δημήτρη. Τι να κάνουμε, να καθόμαστε να τους κοιτάμε;……. Ε και να ‘χα καραμπίνα, έναν έναν θα τους καθάριζα».

*           <<Η μάνα του δεν ήξερε να γράφει. Ούτε να διαβάζει. Την τελευταία φορά στο γηροκομείο δεν τον αναγνώρισε καν. Κάθισε δίπλα της και κράτησε το αριστερό της χέρι μέσα στα δικά του. «Βοήθεια» φώναξε. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος της… Ο Πέτρος έμεινε με τα χέρια ανοιχτά, παράλληλα μεταξύ τους, λες και είχε μόλις απελευθερώσει ένα αιχμάλωτο πουλί…. «καλά που ήρθες» είπε εκείνη στον νοσοκόμο και χάιδεψε την ανάστροφη της παλάμης του. «Αυτός θα με βίαζε» και έδειξε τον Πέτρο>>.

*           <<Ένα από αυτά τα δάχτυλα του γέρου –ο δείκτης του αριστερού χεριού για την ακρίβεια- είχε δείξει στον έφηβο τότε Προκόπη τον δρόμο της εξόδου. «Δεν μπορεί αυτή η πόρνη να κοιμηθεί στο κρεβάτι της μάνας μου» του είχε πει με φωνή τρεμάμενη αλλά κατά βάθος σίγουρη ο Προκόπης…
Σήκωσε το αριστερό του χέρι…. ο Προκόπης ευχήθηκε να το κατεβάσει στη μούρη του, να του ανοίξει τη μύτη να του σκίσει τα χείλη, να του σπάσει ει δυνατόν ένα δυο δόντια….. «Όταν γυρίσω, μη σε βρω εδώ, είπε με σταθερή φωνή και του έδειξε την πόρτα>>.



*           «το πρωί στο βαγόνι άκουσε ένα νέο κορίτσι να διαμαρτύρεται «κάθε μέρα τίγκα ο ηλεκτρικός. Πού πάνε πέρα δώθε τόσοι γέροι;»……… Το πρόσωπό της εκπέμπει την ψευδαίσθηση του άφθαρτου. Στα διαυγή της μάτια διαβάζει τη βεβαιότητα ότι την περιμένει μια ζωή γεμάτη ευκαιρίες. Ούτε που θα καταλάβεις για πότε και πώς θα τις σπαταλήσεις, σκέφτεται. Ούτε που θα καταλάβεις για πότε θα συνωστίζεσαι σε γεμάτα βαγόνια, για πότε θα μετακινείσαι άσκοπα σε μια πόλη που δεν σ’ έχει ανάγκη».



Και άλλες φωνές αέναες, λέξεις, λόγια που φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια μας, μπαινοβγαίνουν στα αυτιά μας, καμιά φορά στη σκέψη, ίσως και στην καρδιά μας.
                                                ..**..