Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΡΟΔΕΡΕΡ. (Μυθιστόρημα) του ΓΚΙΓΕΡΜΟ ΜΑΡΤΙΝΕΣ (γεν. 1962 Αργεντινή.)

Έργα του:
-Σχετικά με τον Ροδερερ (1992)
-Ακολουθία της Οξφόρδης (2004)
κ.α.

Τελικά όταν διαβάζω βιβλία νοτιο-αμερικανών συγγραφέων, όπως ο μεγαλοφυής Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Αργεντινή), ο νομπελίστας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Κολομβία), ο Luis Sepulveda (Χιλή), ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες (Αργεντινή) και τώρα ο προαναφερόμενος, τα τελειώνω χωρίς διακοπή• με λίγα λόγια δεν τ' αφήνω από τα χέρια μου.

Ο Γκιγέρμο Μαρτίνες είναι μαθηματικός και όπως φαίνεται συνεπής στις σπουδές του της Λογικής, έγραψε μια δραματική, θα 'λεγα, μυθιστορία πάνω στη μαθηματική επιστήμη που όπως καθαρά διαφαίνεται τείνει προς τη φιλοσοφία.

Δεν ξέρω γιατί έχουν βάλει ετικέτα σ' αυτού του είδους τα μυθιστορήματα και τα χαρακτηρίζουν ως "μαθηματική λογοτεχνία". Σας διαβεβαιώ ότι το εν λόγω μυθιστόρημα δεν έχει να κάνει με αριθμούς και εξισώσεις, παρά μόνο με φιλοσοφικά θέματα και πνευματικές αναζητήσεις. Επίσης επισημαίνει τη μοναξιά της διανοητικότητας και της αυτοτελούς σκέψης της με στόχο την ανακάλυψη θεωρήματος που θα χρειαστεί όχι μόνο χρόνο να θυσιάσει ο ήρωάς μας στην ερημιά του διαβάσματος και του διαλογισμού, αλλά και την ίδια του τη ζωή.
Όπως, εξάλλου, το διαβεβαιώνει ο ίδιος στον αφηγητή και φίλο του, όταν ο τελευταίος του μίλησε για έρωτα λέγοντας "σ' αυτό τον πειρασμό, δε θα μπορέσεις να αντισταθείς", εκείνος απάντησε "αν κάτι ξέρω είναι πως αυτό που μέχρι τώρα δεν αποκαλύφτηκε σε κανέναν δεν πρόκειται να το αποκτήσω παρά με κόστος μια ολόκληρη ζωή κι αυτό είναι που πληρώνω, μην αμφιβάλλεις, για να μάθω την απάντηση" (σελ.92),

Οι ήρωες του βιβλίου δυο συμμαθητές αμφότεροι ευφυείς. Ο ένας είναι ο αφηγητής, (πρωτο-πρόσωπη αφήγηση) κι ο άλλος είναι ο Ροδερέρ, που όπως φαίνεται από τον ανομολόγητο θαυμασμό του αφηγητή, μπορεί και ζήλιας, ευφυέστερος του πρώτου.

Εξ' άλλου σε μια παρτίδα σκάκι σε ένα κακόφημο μπαρ που έπιναν και έπαιζαν ζάρια διάφοροι, κατώτεροι (κατά τον αφηγητή) σε κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο, γνώρισε τον Ροδερέρ ως συμπαίκτη του. Οι σκακιστές έπαιζαν στο βάθος του μαγαζιού σε ειδικά διαμορφωμένα τραπέζια με τα τετράγωνα χαραγμένα στο ξύλο. Ο αφηγητής σίγουρος για την νίκη και καλά μελετημένος μια και θα έπαιζε στο Ετήσιο Ανοιχτό Τουρνουά, έχασε κατά κράτος από τον Ροδερέρ. Η έκφραση του τελευταίου δεν ήταν εκείνη της ικανοποίησης, αλλά της αναποφασιστικότητας και του εκνευρισμού. Ήταν σαν να τα είχε με τον εαυτό του για ένα ζήτημα που δεν κατάφερνε να λύσει.

Ο Ροδερέρ ήταν απόμακρος απ' όλους, έξω από τα τετριμμένα, τα κοινότοπα, αγνοούσε φιλίες, συγγένειες και έρωτες ακόμα, αν και είχε εκείνο το στοιχείο που έθελγε τα κορίτσια και δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η εξυπνάδα του. Ήθελε όλο το χρόνο αποκλειστικά για τον εαυτό του γιατί το πάθος του ήταν η λύση του προβλήματος μιας ανακάλυψης που δεν είχε ποτέ καταγραφεί, που δεν είχε ποτέ ειπωθεί και που εκείνος ένιωθε ότι δεν θα αργήσει να τη βρει, αρκεί να έχει χρόνο, μακριά από οικογενειακές και κοινωνικές αξιώσεις, καθώς και από τις σχολικές σπουδές και το κάνει μια και αποφασίζει να τις σταματήσει.

Ο αφηγητής τελειώνει τις σχολικές του σπουδές και συνεχίζει με υποτροφία στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Τελειώνει επίσης και το πανεπιστήμιο.

Στην επιφυλακτική του στάση αναφορικά στην πρόταση του καθηγητή του να μπει στο πρόγραμμα υποτροφιών για το διδακτορικό του στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ο τελευταίος τον πείθει λέγοντας, "η χώρα ενός μαθηματικού είναι τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου".

Σε δυο μέρες πρέπει να ταξιδέψει στην Αγγλία. Αν και ο χρόνος ενισχύει τη λήθη ή τουλάχιστον απομακρύνει από συγγενικούς και φιλικούς δεσμούς, ο αφηγητής αποφασίζει να επισκεφτεί το χωριό του, την οικογένειά του που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη στενοχώρια της ξενιτιάς και στην υπερηφάνεια της προόδου του. Επίσης δείχνουν μια έμμεση συμπεριφορά στο να του γνωστοποιούν τα διάφορα συμβάντα, όπως για παράδειγμα τον επικείμενο αρραβώνα της αδελφής του Κριστίνα με έναν παλιό συμμαθητή του, τον Ανίμπαλ Κουφρέ, που έκανε καζούρα στην τάξη κι ήταν χαμηλού πνευματικού επιπέδου. Τον παραξένεψε η απόφαση αυτή της αδελφής του, γιατί ήταν από τα σχολικά χρόνια τρελά ερωτευμένη με τον Ροδερέρ.

Τελείωνε την μπύρα του ο αφηγητής μας στο γνωστό στέκι-μπαρ όταν έκανε την εμφάνισή του ο Ροδερέρ. Ανέβαινε ασθμαίνοντας τα σκαλιά στηριγμένος σε ένα μπαστούνι. Ο Ροδερέρ τον πλησίασε και μιλώντας ψιθυριστά είπε "το τέλειωσα".

Ο Ροδερέρ είχε τελειώσει αυτό που η σκέψη του μελετούσε χρόνια τώρα και δεν το είχαν καταφέρει ο Σπινόζα και ο Ντε Κουίνσυ, το μεγάλο όραμα που καταδίωκε τον Νίτσε: τη νέα ανθρώπινη γνώση. Θα το υπαγόρευε σ' ένα ευφυή πανεπιστημιακό και φίλο...

Δυο φίλοι, δυο ανθρώπινες ευφυίες.
ο καθηγητής τους, ο δόκτωρ Ράγο είχε διατυπώσει τον ορισμό των τύπων της ευφυίας ότι μπορούσαν να περιοριστούν σε δυο κύριες μορφές: η πρώτη είναι η αφομοιωτική ευφυία, η ευφυία που δρα σαν σφουγγάρι και απορροφά αμέσως ό,τι της προσφέρεται, που προχωράει με αυτοπεποίθηση και βρίσκει φυσικές, προφανείς σχέσεις και τις αναλογίες που άλλοι προηγουμένων έχουν καθορίσει ... είναι η ευφυία των ταλαντούχων ή "ικανών" που ο κόσμος διαθέτει κατά χιλιάδες..(σελ. 42,43 )

Και ως παράδειγμα ανέφερε τον αφηγητή.

Ο άλλος τύπος ευφυίας συνέχισε ο καθηγητής Ράγο, είναι πιο σπάνιος, πιο δυσεύρετος• είναι μια ευφυία που βρίσκει παράξενα και πολλές φορές εχθρικά τα πιο κοινά δεσμά της λογικής, τα πιο τετριμμένα επιχειρήματα, το γνωστό και αποδεδειγμένο...(σελ. 44).


Το κουράρισμα του άρρωστου Ροδερέρ έχει αναλάβει η ακόμα ερωτευμένη μαζί του Κριστίνα.

Δίπλα στον ετοιμοθάνατο Ροδερέρ ήταν η Κριστίνα και ο αφηγητής, που μας λεει ότι ο Ροδερέρ κάτι μουρμούριζε, σαν να είχε δει ένα τελευταίο φως. Τα χέρια του με τις παλάμες ανοιχτές ήταν σαν να χτυπούσε τις πόρτες του ουρανού και ακούστηκε παράξενα η φωνή του σαν να μην ήταν του κόσμου τούτου: Ανοίξτε μου, είμαι ο πρώτος.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

"Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑΊΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ" του Θεόδωρου Δημητρόπουλου.

Τα παρακάτω εκφώνησα, στην παρουσίαση του προαναφερόμενου βιβλίου, στο Γυμνάσιο-Λύκειο Διονύσου στις 30.11.2011.




Καλησπέρα σας, πρώτα απ' όλα χαίρομαι που επιλέχτηκα να εισηγηθώ και να διαβάσω αποσπάσματα του βιβλίου με τίτλο Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑΊΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ του συγγραφέα κυρίου Θεόδωρου Δημητρόπουλου και να βρίσκομαι επίσης ανάμεσα σε καταξιωμένους συμπολίτες μας όπως ο συγγραφέας κύριος ΄Αρης Γαβριηλίδης και ο καθηγητής, δάσκαλος, καλύτερα (μου αρέσει η λέξη δάσκαλος) και συγγραφέας επίσης κύριος Γιάννης Κωβαίος.

Θα προσπαθήσω να μην σας κουράσω, αν και εμείς οι παραμυθάδες είμαστε λογάδες, υπομονή λοιπόν.

Παίρνω πίσω αυτό που είπα πρωτύτερα ότι χάρηκα που επιλέχτηκα, σας εξομολογούμαι ότι μάλλον ταράχτηκα• τι δουλειά έχω εγώ σκέφτηκα να εισηγηθώ κάτι που αφορά τους αρχαίους, μια και υστερώ στον αρχαιογνωστικό τομέα.

Αρχίζοντας το βιβλίο μπήκα αμέσως στα δύσκολα. Τι μας λεει ο ποιητής;
"Ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου" δηλαδή: Κανένα ψέμα δεν αντέχει στο χρόνο, γνωμικό του Σοφοκλή.

Εντάξει αυτό μπορείς να το ερμηνεύσεις σκέφτηκα, αν όμως συνεχίσει έτσι με αρχαία ρητά και αποφθέγματα, τότε απλά υποχωρώ περήφανα.

Όμως, με κεντρίζει, λόγω φύλου βεβαίως, ό, τι έχει να κάνει γενικά με τις διακρίσεις που οφείλονται στο γένος του ανθρώπου και εδώ μιλάμε για τη γυναίκα• έτσι στρώθηκα στο διάβασμα και στη μαγεία της συγγραφής, όπου η πνευματική μαστοριά του γράφοντος κάνει τα δύσκολα απλά και ανακαλύπτεις ότι αυτά που ξέρεις δεν είναι ακριβώς έτσι• κι αυτό γιατί ο συγγραφέας σε πείθει αναλύοντας περαιτέρω απόψεις δίνοντας νόημα, έμφαση (αν θέλετε) σε καταστάσεις του τότε, ακόμα και του σήμερα, μεταμορφώνοντας το άσκημο σε όμορφο, όπως για παράδειγμα την υποδούλωση σε απελευθέρωση.

Και μια και αρχίζει το βιβλίο με τον Αθηναίο τραγικό ποιητή Σοφοκλή, ας θυμηθούμε ένα του απόφθεγμα και ας μας επιτραπεί, εμάς τις γυναίκες του σήμερα, να τον έχουμε κάπου σε ένα μικρό μέρος του μυαλού μας, είναι η αλήθεια, ως μισογύνη. Λεει λοιπόν "Στις γυναίκες η σιωπή φέρνει κοσμιότητα" .

Διαβάζοντας το βιβλίο του κυρίου Δημητρόπουλου, μας θυμίζει το σπουδαίο έργο του Σοφοκλή την "Αντιγόνη" και τότε σε ένα μεγάλο μέρος του μυαλού και της καρδιάς μας αποθεώνεται ως φιλογύνης.

Συνεχίζω με τον έτερο σπουδαίο ποιητή, τον Ευριπίδη• εδώ να δείτε τι μας σούρνει και ας μου επιτραπεί να αναφέρω μόνο τούτο "Η γυναίκα είναι ένα πλάσμα γεμάτο φόβους. Φοβάται τις μάχες και τρέμει μόλις δει σπαθί. Μα μόλις βρεθεί μέσα στον κύκλο των συζυγικών της καθηκόντων δεν υπάρχει ψυχή περισσότερο διψασμένη για αίμα". Εμφαντικό σ' αυτό του το απόφθεγμα είναι το έργο του "Μήδεια" μια παιδοκτόνα και βάρβαρη φαρμακίδα. Όμως στην "Ανδρομάχη" του, όπως μας υπενθυμίζει στη σελίδα 42 του βιβλίου ο κύριος Δημητρόπουλος, ο Ευριπίδης τονίζει "πως ο άνδρας και η γυναίκα πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα" και τότε σε ένα μεγάλο μέρος του μυαλού και της καρδιάς μας αποθεώνεται επίσης μια και παρουσιάζεται ως φίλος των γυναικών.

Ας πάμε πιο παλιά στον σπουδαίο, μετά τον Όμηρο, ποιητή Ησίοδο, γιατί κι αυτός αναφέρεται στο βιβλίο που σήμερα έχει την τιμητική του, λεει λοιπόν "όποιος εμπιστεύεται τη γυναίκα, εμπιστεύεται απατεώνα" ('Έργα 375 στχ), αυτό στη σελ 20 , ενώ στη σελ. 71 ο Ησίοδος ρίχνει νερό στο κρασί του και λεει 'τίποτε καλύτερο για τον άνδρα απ' τη γυναίκα την καλή, αλλά ούτε χειρότερο απ' την κακή". Όμως ποιος ή ποια δεν υμνεί ένα τόσο σπουδαίο ποιητή φιλόσοφο όπως ο Ησίοδος..

Εξ' άλλου, ας αφήσουμε το χρόνο να κατρακυλάει και να φτάνει το γυναικείο ζήτημα στο στόμα αυτού του σπουδαίου Γερμανού φιλοσόφου, φιλολόγου, ποιητή και καθηγητή ελληνικής φιλολογίας, στο Πανεπιστήμιο Βασιλείας, Φρίντριχ Νίτσε* που είπε: Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι πιο βάρβαρη από τον άντρα. *(1844-1900).


Σας είπα, ότι οι παραμυθάδες είναι λογάδες, γι αυτό βάζω από μόνη μου ένα τέλος λέγοντας.

Κυρίες και Κύριοι, ο συγγραφέας κύριος Θεόδωρος Δημητρόπουλος μέσα από αυτό το διαβαστερό του βιβλίο αφουγκράζεται ερωτικά, όπως οφείλει να κάνει κάθε συγγραφέας στα πονήματά του, τη γυναικεία ευαισθησία, την αγγίζει απαλά και σταθερά ως ανεκτίμητο δώρο ζωής και βήμα το βήμα της δίνει την αξία που της όφειλαν στο "άλλοτε" και της το οφείλουν στο "σήμερα".

Ευγενία Μακαριάδη

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

"λογοκρίνοντας μια ιρανική ερωτική ιστορία"

του Σαχριάρ Μαντανιπούρ.
(γεν. το 1957 στο Σιράζ του Ιράν,
διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

12 Νοεμ. 2011.

Από ιρανική λογοτεχνία και κινηματογράφο δεν μπορώ να πω ότι έχω εμπειρίες. κάτι λίγα για τον ακουστό σκηνοθέτη Αμπας Κιαροστάμι καθώς και την πολλή καλή ταινία, που είδα πρόσφατα, με τίτλο "ένας χωρισμός" του σκηνοθέτη Ασγκάρ Φαρναντί, (καλύτερη ταινία στο 61ο διεθνές φεστιβάλ του Βερολίνου).

Με το πιο πάνω βιβλίο, η αλήθεια είναι ότι το διάβασα χωρίς διακοπή, ήταν σαν να περιδιάβαινα το κέντρο της Τεχεράνης κρυμμένη πίσω από μια μαντίλα (τσαντόρ) και ένα κεφαλομάντιλο.

Ακολουθούσα κατά πόδας έναν από τους ήρωες του βιβλίου και συγκεκριμένα τον αφηγητή-συγγραφέα με τον όνομα Σαχριάρ (πιθανόν το alter ego του συγγραφέα), ο οποίος άνοιγε διάλογο ρωτώντας εμένα την κρυμμένη ευρωπαία για το τι γράφει, τι θα γράψει και γιατί, ώστε να αποφύγει σκοπέλους απόρριψης του προς έκδοση πονήματός του κατά τη λογοκριτική διαδικασία, από την οποία θα μπορούσε κατηγορηθεί για δολιότητα, ανηθικότητα, απιστία και λοιπές κολάσιμες πράξεις και ιδέες με άμεσο κίνδυνο την ποινή φυλάκισής του.


Προχωρούσα λαχταρισμένα, διότι ο κίνδυνος ήταν ορατός σε κάθε βήμα, σε κάθε κίνηση, ακόμα και σε κάθε σκέψη ή ερώτησή μου προς τον συγγραφέα, που θα μπορούσε να κάνει το κατασκοπευτικό-εξουσιαστικό "μάτι" που απλώνεται απ' άκρη σε άκρη της χώρας να με εντοπίσει, να με ακινητοποιήσει με τα stun baton (τα ρόπαλα δηλαδή που προκαλούν ηλεκτροσόκ στους διαδηλωτές και τους ακινητοποιούν προσωρινά), ή να με συλλάβουν με την κατηγορία της μέθης για ένα ποτό που ήπια παράνομα, να με οδηγήσουν στην πλατεία και να με συνετίσουν με πενήντα βουρδουλιές μπροστά στον κόσμο. Τιμωρία που γίνεται κατά συνήθεια στη χώρα του, όπως ο συγγραφέας με βεβαιώνει.

Για να σας δώσω να καταλάβετε τη θέση μου θυμηθείτε τον ήρωα Γουϊνστον Σμιθ στο μυθιστόρημα του Τζορζ Όργουελ με τίτλο 1984.

Παρ' ότι ο συγγραφέας ιστορεί το θέμα του με εξυπνάδα περισσή χαριτολογώντας, προσπαθεί να με πείσει ότι θα τελειώσει το πόνημά του, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τρυφερή ερωτική ιστορία και παρά τις δυσκολίες θα καταφέρει να το εκδώσει στη χώρα του, αφού συγκαλύψει τα μέρη εκείνα που κατά πάσα πιθανότητα θα απορρίπτονταν από τη λογοκρισία και τότε το πόνημα θα μπορούσε να παραμείνει εσαεί στα συρτάρια του λογοκριτή. Θέλει, λεει, αυτή τη φορά να γράψει κάτι ρομαντικό, ερωτικό με ευτυχές τέλος και όχι με θανάτους και σκοτωμούς, όπως μέχρι τώρα έγραφε...

υπάρχει όμως και η μαγεία εκείνη της γραφής όπου οι ήρωές σου σε οδηγούν εκεί που εσύ πολλές φορές θέλεις να αποφύγεις και οι ατυχείς συμπτώσεις μπορεί να σε φέρουν μπρος στην αγχόνη, γι αυτό κοίτα να λακίσεις, να σωθείς, κι άφησε χωρίς τέλος το παραμύθι σου γιατί πρόλαβε και το σκότωσε το φάντασμα του Χάρου που από την αρχή καραδοκούσε.

Τώρα θα μου πείτε ποια είναι τα μέρη εκείνα που μπορεί να απορριφθούν και γιατί δεν το κάνει ο συγγραφέας ευθύς εξ αρχής, ώστε να έχει το πόνημά του την ευτυχή κατάληξη της έκδοσής του.

Ρώτησέ με το γιατί, να σου απαντήσω, μου λεει ο συγγραφέας και έτσι το ερώτημά μου και δικό σας έχει τις εξής διευκρινίσεις:

Απαγορεύεται ο συγγραφέας να συντάσσει κάποιες λέξεις ή προτάσεις που κατά τον εγκέφαλο της επιχειρήσεως λογοκρισίας μπορεί να υπονοεί κάτι άλλο απ' αυτό που γράφει, ή να είναι επίσης συγκαλυμμένα και αντιθετικά σ' αυτά που οι αρχές πρεσβεύουν.

Έτσι μπορεί ο συγγραφέας να γράψει μια ερωτική ιστορία, αφού θα αποφεύγει "δια ροπάλου", λέξεις όπως: κίνηση, χορός, μουσική, έρωτας, ξύρισμα, μαγεία, μάγος, τζόγος, ποτό, μεθύσι, τύμπανα, φιλί, σεξ, αγκαλιά, στήθος, φίδι, κλπ., κλπ., καθώς και ερωτικά σημεία του ανθρωπίνου σώματος. επίσης να βρεθεί το ερωτευμένο ζευγάρι, της μυθιστορίας, μαζί όχι μόνο σε ιδιωτικό χώρο, αλλά και σε δρόμο ή πεζοδρόμιο και άλλα πολλά που δεν θα φτάσουν σελίδες σελίδων να περιγραφούν. Όμως επιτρέπονται οι προσευχές και οι ύμνοι στον Αλλάχ.

Εδώ ο συγγραφέας μού απευθύνει το γνωστό: ρώτησέ με γιατί, να σου απαντήσω.

Η απάντηση είναι ότι στη χώρα του για να μην περπατούν άντρες και γυναίκες μαζί σ' ένα πεζοδρόμιο, έχουν ορίσει κάποιες μέρες να περπατούν οι γυναίκες στον πεζόδρομο δεξιά και οι άντρες αριστερά.

Βέβαια έχεις την ελευθερία εκτός των προσευχών και υμνωδιών στον Αλλάχ, να θαυμάζεις και να εξυμνείς το γαλάζιο του ουρανό, τον λαμπερό ήλιο, τα αστέρια, το φεγγάρι, τα αρωματικά φυτά και λουλούδια, εκτός της ορχιδέας, ή άλλων λουλουδιών που θυμίζουν κάποιο ερωτικό σημείο του ανθρωπίνου σώματος. Ελεύθερα να ακούς, να διαβάζεις, να σπουδάζεις λογοτεχνία και ποίηση που γράφτηκε αιώνες πριν και να ζεις ανάμεσα με φαντάσματα ποιητών, λογοτεχνών που έζησαν προ επτακοσίων χρόνων, ή αυτών που πρόκειται να γεννηθούν και περιδιαβαίνουν καθημερινά τη χώρα. Ακόμα να ζεις καθημερινά με τη δαμόκλειο σπάθη στο κεφάλι σου κάποιας επαπειλούμενης κατηγορίας με ποινή απαγχονισμού.

Μ' αυτά τα λόγια ο συγγραφέας μάς βεβαιώνει ότι στην πατρίδα του στο Ιράν δεν είσαι ο εαυτός σου, ζεις και πεθαίνεις χωρίς γιατί.

Οι βασικοί ήρωες της μυθιστορίας είναι εκτός του Σαχριάρ, που γνωρίσαμε, η πανέμορφη φοιτήτρια Σάρα, ο Ντάρα πρώην κινηματογραφιστής, που είναι ερωτευμένοι, ο λογοκριτής Πετρόβιτς και μην σας κάνει εντύπωση ρόλο παίζει και ο αναγνώστης με τον οποίο συνομιλεί ο Σαχριάρ κάθε λίγο και λιγάκι και με ερωτοαπαντήσεις και αναφορές γράφει γραμμή γραμμή το πόνημά του. Αφήνει τη γραφή να κυλάει όμορφα και ερωτικά μπρος στον αναγνώστη, όμως στη συνέχεια τραβάει οριζόντιες γραμμές και σβήνει τα επίμαχα σημεία σίγουρος για την απόρριψή τους από τον λογοκριτή.

Το ζευγάρι γνωρίζεται πίσω από τα ράφια μιας δημόσιας βιβλιοθήκης. Σημειώστε ότι ο Ντάρα μόνο τη φωνή της κοπέλας ακούει και κάτι λίγο κάτω από τον αστράγαλο το παπούτσι της βλέπει. όμως την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, όπως είπαμε από τη φωνή και το ύφος της που δείχνει ένα πνεύμα ανήσυχο και επαναστατικό, κάτι όχι μόνο επικίνδυνο αλλά και θανατηφόρο. Βρίσκει ο ερωτευμένος Ντάρα έναν έξυπνο τρόπο να της δίνει βιβλία που δεν κυκλοφορούν στη χώρα του και σε κάποιες σελίδες με ένα μοβ μολύβι να βάζει τελείες σε κάποιες λέξεις. Η Σάρα στην αρχή δεν δίνει σημασία στις τελείες, σιγά σιγά όμως αρχίζει και διαβάζει γράμματα που απευθύνονται σε κείνη αποκλειστικά και έτσι με τον ίδιο τρόπο το νεαρό ζευγάρι ανταλλάσσει κωδικοποιημένα μηνύματα μέσα από τα βιβλία.

Άραγε τι σχέση έχει η ερωτευμένη φοιτήτρια Σάρα της ιστορίας μας, με τη φοιτήτρια Σάρα που διαδηλώνει σε φοιτητική εξέγερση μπρος στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης και συγκρούονται υψώνοντας τα χέρια και φωνάζοντας "θάνατος στη σκλαβιά", ενώ μέλη του κόμματος του Θεού με αλυσίδες και σιδερογροθιές ανταπαντούν "θάνατος στους φιλελεύθερους"; Και πώς τολμούν οι φοιτητές να τα βάζουν μ' όλους αυτούς καθώς και με τις μονάδες αποκατάστασης της τάξης, οπλισμένες με ρόπαλα αναισθητοποίησης; Και η όμορφη φοιτήτρια Σάρα γιατί είναι απόμακρη των συμφοιτητών της; γιατί βαστάει ένα πλακάτ που γράφει "Θάνατος στην Ελευθερία, Θάνατος στη Σκλαβιά" ακαταλαβίστικο σίγουρα και στις δυο αντίπαλες παρατάξεις.. με λίγα λόγια το κόκκινο πανί που σέρνει το θάνατο, τον δικό της θάνατο..

Τώρα, κατά τη γνώμη μου, όταν έχεις μια βασιλική δικτατορία αιώνων, όταν έχεις μια τυραννία, τότε παλεύεις, αμύνεσαι, εξεγείρεσαι για την "Ελευθερία".. Αλήθεια είναι τα κατάφερες έκανες την επανάστασή σου χύνοντας το αίμα σου.. έτσι σου φτιάξανε οι αρχιδικαστές, οι μουλάδες καλύτερα , δημοκρατικό κράτος, έχεις και σύνταγμα... τώρα σκλάβε τι ζητάς; το θάνατό τους βέβαια όμως προηγείται ο δικός σου πάντα...

Μερικά κομμάτια του βιβλίου τώρα:

Σελ. 127: ....μ' ένα πτυχίο λογοτεχνίας δεν έχει πολλές ελπίδες να βρει δουλειά...
Στο Ιράν, όταν με ρωτούσε κάποιος τι δουλειά κάνω και απαντούσα ότι είμαι συγγραφέας, με ξαναρωτούσε αμέσως "εννοώ ποια είναι η πραγματική σου δουλειά. Τι κάνεις για να ζήσεις".

Σελ. 233: ποίημα: "Σφάλισαν την πόρτα της ταβέρνας, ως Θεέ,
μην το εγκρίνεις.
Διότι ανοίγουν την πόρτα στην ψευτιά
και στην υποκρισία."

Σελ: 250: ... χρειάζεται να σας υπενθυμίσω ότι η εκκαθάριση ή κάθαρση είναι μια μορφή λογοκρισίας; ως συγγραφέας, που νιώθει μερικές φορές πιο κακότυχος και πιο δυστυχισμένος από τον Γιάννη Αγιάννη των "Αθλίων", πιστεύω ότι τη στιγμή που συναίνεσα στη διαγραφή μιας λέξης από μια ιστορία μου συναίνεσα επίσης στη διαγραφή ενός ανθρώπινου πλάσματος από τη δουλειά του ή τη ζωή του.

Σελ. 505:... είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο αδερφός Άττα θα τηλεφωνήσει σε ένα από τα πολλά γραφεία της Εκστρατείας Κατά της Κοινωνικής Διαφθοράς... ο Άττα θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τα σεξουαλικά όργανα όλων των κατοίκων της πόλης, θα τους βομβαρδίσει με τηλεφωνήματα, μέχρι να κάνουν έφοδο στο σπίτι και συλλάβουν τους δυο ενόχους (ερωτευμένους).

Ευγενία Μακαριάδη.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

ΝΕΜΕΣΙΣ * του ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ. (γεν. 1933 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ)

Έργα του:
-κι ό,τι θέλει ας γίνει. -Το ανθρώπινο στίγμα.
-Το σύνδρομο Πόρτνοϊ. -Το ζώο που ξεψυχά.
-Ζούκερμαν Δεσμώτης. -Κουβέντες του σιναφιού.
-Ο καθηγητής του πόθου. -Καθένας.
-Αντιζωή. -Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής.
-Επιχείρηση Σάυλωκ. -Φεύγει το φάντασμα.
-Αμερικανικό ειδύλλιο. -Αγανάκτηση.
-Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή. -Η ταπείνωση.

*MAN BOOKER INTERNATIONAL PRIZE 2011.

Μια δυνατή στριγκλιά από βάθος ψυχής, που σκίζει κομματιάζοντας τη συμπαντική μας υπόσταση, μπρος στον τρόμο του θανάτου, της παράλυσης, της μοναξιάς, της αρρώστιας, της απώλειας.

Έναν ανηλεή πόλεμο με τις ενοχές του έχει ο Μπάκυ Κάντορ, ήρωας της μυθιστορίας.

Μια στριγκλιά μάνας μπρος στην επαπειλούμενη, θανατηφόρα αρρώστια που πιθανόν κολλήσει το παιδί της και πεθάνει.

Μόνο που ο Μπάκυ Κάντορ δεν άκουγε απλώς τη στριγκλιά - ήταν ο ίδιος η στριγκλιά. (σελ.245).


Τραγικό έργο, σηματοδοτεί επιλογές μας σε κρίσιμες καταστάσεις, που ξεπερνούν τη σκέψη μας, την κρίση μας, πολλές φορές την αξιοπρέπειά μας..

Τελικά τι είναι συνείδηση, τι είναι αξιοπρέπεια; ποιο είναι το έσχατο σημείο τους; είναι άραγε η αυτοτιμωρία χωρίς έλεος, ως η ιδεολογία του ήρωά μας υπαγορεύει;

Τελικά τι δύναμη, τι ηρωισμός υπάρχει στον αφόρητο σωματικό πόνο ενός ανθρώπου, ενός παιδιού που πάσχει από την αρρώστια της πολιομυελίτιδας; Ενός παιδιού που παρατηρεί με τρόμο τα ισχνά, σαν καλάμια, ποδαράκια του ακίνητα και ψιθυρίζει "κουνηθείτε, κουνηθείτε"...

Σήμερα, πόσα παιδάκια πονούν, παραλύουν και πεθαίνουν όχι από πολιομυελίτιδα, όπως στο μυθιστόρημα, αλλά από την αρρώστια της πείνας;

Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση η νουβέλα. Κάποιος μαθητής του Κάντορ, που μας συστήνεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ιστορεί τα παιδικά και νεανικά χρόνια του δάσκαλου-γυμναστή Μπάκυ Κάντορ.


Ο κύριος Κάντορ ήταν ένας γεροδεμένος νέος είκοσι τριών ετών· δάσκαλος φυσικής αγωγής και αρσιβαρίστας, διευθυντής του Υπαίθριου Κέντρου Άθλησης, εκείνου του καυτού καλοκαιριού του έτους 1944, στο Νιούαρκ. Ήταν ένας από τους λίγους που δεν πολεμούσε στο μέτωπο, λόγω της κακής του όρασης, κι αυτό το έφερε βαρέως.

Μεγάλωσε ορφανός στα χέρια του παππού και της γιαγιάς. Ανατράφηκε με ήθος, θάρρος και αξιοπρέπεια, ως οι ιδιότητες της προσωπικότητάς του.

Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν κι άφηνε νεκρούς, ανάπηρους, ερείπια και πόνο, ενώ στην πόλη του Νιούαρκ ένας εχθρός αόρατος με όπλο την πολιομυελίτιδα είχε τα ίδια φριχτά αποτελέσματα και αφάνιζε, κατά το πλείστον, παιδιά και νέους.

Τα πρώτα κρούσματα πολιομυελίτιδας εκδηλώθηκαν στη φτωχή ιταλική γειτονιά στην άλλη άκρη της πόλης, ενώ στην εβραϊκή συνοικία, όπου και το Κέντρο Άθλησης, δεν είχε μέχρι στιγμής κανένα περιστατικό.

Τα παιδιά που αθλούνταν στο Κέντρο αγαπούσαν και θαύμαζαν τον καθηγητή τους κύριο Κάντορ· καταπληκτικό αθλητή στο ακόντιο, στην άρση βαρών, στις καταδύσεις. Ο θαυμασμός τους περίσσεψε όταν μια μέρα μια αλητοπαρέα νταήδων Ιταλών προσπάθησαν με θράσος να εισβάλλουν στο Κέντρο και να μεταδώσουν όπως οι ίδιοι κραύγαζαν την αρρώστια. Ο κύριος Κάντορ τους αντιμετώπισε με θάρρος και κοιτώντας τους κατάματα τους απαγόρεψε την είσοδο, ενώ εκείνοι φεύγοντας θρασύδειλα έφτυναν το πεζοδρόμιο, ώστε να τους μολύνουν με την κακιά αρρώστια.

Η αρρώστια έφτασε πολύ γρήγορα στην εβραϊκή συνοικία. Πολλοί γονείς δεν άφηναν τα παιδιά τους να πηγαίνουν στο Κέντρο Άθλησης. Ο κύριος Κάντορ ήταν θλιμμένος βαθιά για τους μαθητές του. μερικοί έμεναν ανάπηροι από την αρρώσια, άλλοι χάνονταν· υπήρξε υποστηρικτής και συμπαραστάτης στους γονείς που πενθούσαν κι σ' όσους είχαν την ανάγκη του. Ήταν ένας αξιοσέβαστος δάσκαλος, αγαπητός από γονείς και μαθητές.

Μέσα σ' αυτές τις καταστάσεις συμφοράς που ζούσε ο κύριος Κάντορ, αποφάσισε να παραιτηθεί· και παρ' όλες τις προσβλητικές παρατηρήσεις του ηλικιωμένου προέδρου του Κέντρου, για την εγκατάλειψη της θέσης του, εκείνος αποφάσισε να πάει να βρει την αγαπημένη του Μάρσια στα όρη Πόκονο προς την Πενσυλβανία, όπου εργαζόταν η ίδια στις κατασκηνώσεις Ίντιαν Χιλ και υπήρχε μια θέση κενή και για κείνον. Πολλά τα τηλεφωνήματα και τα γράμματα της αγαπημένης του, να πάει εκεί όπου η αρρώστια δεν υπήρχε.. γιατί ήταν εξοχή, ο αέρας καθαρός και όχι μολυσματικός..

Οι ένοχες σκέψεις ότι εγκατέλειψε τη θέση του, τους μαθητές του, άρχισαν να τον βασανίζουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Λιποτάκτης ο κύριος Κάντορ εγκατέλειψε τον "πόλεμο" διαλέγοντας την αγκαλιά της Μάρσια και την ασφάλεια του Ίντιαν Χιλ.

Οι ενοχές γρήγορα ξεπεράστηκαν σαν έφτασε στις καταστηνώσεις Ίντιαν Χιλ, τόπος παραδεισένιος. Εξ' άλλου αυτός ο πόλεμος κακού - καλού ήταν δουλειά του Θεού και μόνο· και μ' αυτόν τα 'χε βάλει ο κύριος Κάντορ· σ' αυτόν τον Θεό που σκοτώνει παιδιά από πολιομυελίδα, που στο κάτω κάτω αυτός είχε επιτρέψει να υπάρχει.

Όμως η φρικτή ασθένεια δεν άργησε να φτάσει στον φυσικό και ερωτικό παράδεισο του κυρίου Κάντορ.. Μα τι γίνεται; Πεθαίνουν οι μαθητές του και μάλιστα οι πιο γεροδεμένοι; Μήπως φταίει ο ίδιος; Μήπως αυτός είναι ο φορέας της φρικτής αρρώστιας;



Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει· μετά από δέκα χρόνια, σχεδόν, είχε τελειώσει κι ο πόλεμος της πολιομυελίτιδας, που ήταν (αν εξαιρέσουμε την ατομική βόμβα) ο χειρότερος φόβος, αφού άφησε στις μεταπολεμικές ΗΠΑ 3.145 θανάτους και 21.269 χτυπημένους από μέτρια μέχρι σοβαρή αναπηρία.

Δυο άντρες συναντιούνται μια φορά τη βδομάδα συντρώγοντας σε εστιατόριο· ο ένας είναι γύρω στα πενήντα ο άλλος τριάντα εννιά. Είναι κι οι δυο ανάπηροι, ο νεότερος κυκλοφορεί με πατερίτσες. Ο ηλικιωμένος έχει γερό το δεξί του χέρι και πόδι και σακατεμένα -παράλυτα τα αριστερά του άκρα. Είναι ο δάσκαλος σωματικής αγωγής κύριος Κάντορ και ο πρώην μαθητής του, ο Αρνολντ Μέσνικοφ, που μας κάνει την αφήγηση από τα παιδικά χρόνια τα δικά του και τα νεανικά του δασκάλου του. Τα συζητούν ξανά και ξανά, τα ζωντανεύουν με συμφωνίες και διαφωνίες όμως με περίσσια αγάπη και συγκίνηση.


Μετά από ατέλειωτες οδυνηρές παραμονές τους σε νοσοκομεία, βγήκαν μεν ανάπηροι, αλλά ζωντανοί· στην αρχή κυκλοφορούσαν με αναπηρικά καροτσάκια.. τώρα πάλι καλά..

Ο νεότερος παντρεύτηκε έκανε οικογένεια, εργάζεται είναι καλά και ευτυχής με την καλή και συμπαραστάτισσα σύζυγό του. Όχι ο άλλος ήταν κατάμονος· ναι εργαζόταν στο Δημόσιο. Όχι δεν ξαναείδε την αγαπημένη του την έδιωξε· όφειλε να της δώσει την ελευθερία της, να μην την παγιδεύσει.. ενώ ο ίδιος έμεινε εκεί παγιδευμένος στην κόλαση της ενοχής, γιατί όπως πίστευε ήταν εκείνος που μετέδωσε τον ιό, ως φορέας που ήταν. Ναι φταίχτης, για τα δικά του γούστα, ήταν η μοχθηρία του Θεού.

Όμως εκείνη τη μέρα είχε στα χέρια ένα αχνοπράσινο χαρτί αλληλογραφίας, μια επιστολή αποκλειστικά για κείνον γραμμένη με καλλιγραφικά γράμματα: το 'φερα να το δεις είπε. Ήταν ένα γράμμα της Μάρσια που από την αρχή ως το τέλος της σελίδας έγραφε: "άντρα μου, άντρα μου, άντρα μου, άντρα μου.."

(σελ. 121) Όσο λιγότερος φόβος, τόσο το καλύτερο. Ο φόβος μας παραλύει. Ο φόβος μας εξευτελίζει. Να καλλιεργούμε λιγότερο φόβο...

(σελ. 211) Οι αντισημίτες λένε ότι η πολιομυελίτιδα εξαπλώνεται έτσι στη γειτονιά μας, επειδή είμαστε Εβραίοι... Μερικοί είναι σαν να λένε ότι ο καλύτερος τρόπος να ξεφορτωθούμε την επιδημία της πολιομυελίτιδας είναι νά κάψουμε ολόκληρο το Γουϊκγουέικ και τους Εβραίους μαζί.

(σελ. 119) "έχεις συνείδηση, και η συνείδηση είναι ανεκτίμητη ιδιότητα· όχι όμως αν σε παγιδέψει στη σκέψη ότι είσαι ένοχος για κάτι που βρίσκεται πολύ πέρα από το πεδίο της ευθύνης σου". Σκέφτηκε να ρωτήσει: ο Θεός δεν έχει συνείδηση; Πού είναι η δική Του ευθύνη; Ή μήπως Εκείνος δεν γνωρίζει κανένα όριο;

Ευγενία Μακαριάδη.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ.


Του Ουμπέρτο Έκο. (γεν. 1932 (Αλεσσάντρια-Πιεμόντε).

Έργα του: Το όνομα του Ρόδου (1980),
Το εκκρεμές του Φουκώ(1988),
Το νησί της προηγούμενης μέρας (1994),
Μπαουντολίνο (2001),
Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2006).


Μυθιστορία που αναβιώνει την ιστορία του 19ου αιώνα, κινηματογραφικά θα έλεγα, και όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα, εκτός του ήρωά του Σιμόνε Σιμονίνι που είναι εφεύρημα επινόησης.

Ο συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο, καθηγητής Σημειωτικής, παίζει στα δάχτυλα την ιστορία και καταπιάνεται κατά καιρούς με τέτοιου είδους μυθιστορήματα. Στο συγκεκριμένο τρίβει τα χέρια του με σαρκασμό, χλεύη και συμβολισμούς της ιστορίας του 19ου αιώνα που δεν διαφέρει πολύ από τη σημερινή, όπως ίντριγκες, κατασκοπίες, πόλεμοι, ψεύδη, συνωμοσίες και προπαγάνδες.

Με ροπή σε μια κατάσταση ισοπεδωτική που βασίζεται στην πλαστογραφία της ιστορίας, ρίχνει, χλευάζοντας βέβαια, το ανάθεμα σε Εβραίους-Μασσόνους - είναι υπαίτιοι όλων των κακών, κρατούν τον παγκόσμιο πλούτο με σκοπό να κατακυριεύσουν τη γη, να ανασύρουν στην επιφάνεια τον εβραϊκό μακιαβελισμό και τα σχέδιά τους για τη διάβρωση των κρατών κλπ..κλπ...

Ο Σιμόνε Σιμονίνι, είναι ένας συμβολαιογράφος που πλαστογραφεί διαθήκες, δημόσια έγγραφα και ιδιωτικά και τα πουλάει ακριβά στους ενδιαφερόμενους. όπως και τα περίφημα πλαστόγραφα των Σοφών της Σιών. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τομάρι που ανατράφηκε από τον παππού του (απόστρατος λοχαγός) με τη διδαχή του μίσους εναντίον των ασχημομούρηδων Εβραίων. Είναι εγκλωβισμένος στον φανατισμό, στην έχθρα και στο ρατσισμό. Και δεν ξεχνά μεγαλώνοντας (γιατί δεν σταματούσε να του το υπενθυμίζει ο παππούς) ότι: "ο Εβραίος πέρα από ματαιόδοξος σαν Ισπανός, αδαής σαν Κροάτης, ερωτύλος σαν Λεβαντίνος, αχάριστος σαν Μαλτέζος, θρασύς σαν τσιγγάνος, βρόμικος σαν Άγγλος, λιγδιάρης σαν Καλμούχος, αυταρχικός σαν Πρώσος και συκοφάντης σαν αυτούς που είναι από το Άστυ, είναι και μοιχός, εξαιτίας του ασυγκράτητου πόθου του, ο οποίος οφείλεται στην περιτομή που τους κάνει να έχουν πιο εύκολα στύσεις... κλπ.." (σελ. 17).

Ο ήρωας έχει όλα τα κακά της ανθρώπινης κακίας, κυνικός, ψεύτης, φονιάς, κατάσκοπος, λιποτάχτης, παραχαράκτης των πολιτικών γεγονότων έναντι αδρής αμοιβής, χωρίς έλεος σε κανέναν και κείνο που τον ενδιαφέρει στη ζωή είναι μόνο ο εαυτός του, τα χρήματα και τα πολυτελή εστιατόρια μιας και έχει αδυναμία στην καλή κουζίνα.

Να λοιπόν πως κατασκευάζει ένα δήθεν ντοκουμέντο, με έναν μάρτυρα ινκόγκνιτο, αλλιώς τον περιμένει ο θάνατος, τις μαγγανευτικές τελετές Εβραίων στο νεκροταφείο τα μεσάνυχτα. Στον τάφο λοιπόν του ραβί Λοβ, (που τον 17ο αιώνα είχε δημιουργήσει το Γκόλεμ) θα γινόταν ιουδαϊκή σύναξη, θα έφταναν δώδεκα άτομα τυλιγμένα σε σκούρους μανδύες, και μια φωνή, σαν από τάφο, θα χαιρετούσε σαν τους δώδεκα Ρος-Μπαθ-Αμποθ, αρχηγούς των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, και ο καθένας θα απαντούσε "σε χαιρετούμε, υιέ του καταραμένου"....
(σελ.265).

Η ιστορία πάντα έχει ενδιαφέρον και μάλιστα αυτή του 19ου αιώνα μια και αναφέρονται γνωστά πολιτικά πρόσωπα, συγγραφείς όπως ο Αλέξανδρος Δουμάς (1802-1870) και ο υιός (1824-1895), ο Εμιλ Ζολά (1840-1902) και το περίφημο "κατηγορώ" του για την υπόθεση του λοχαγού Αλφρεντ Ντρέιφους (1859-1935) θύμα δικαστικής σκευωρίας (και εδώ έβαλε το δάχτυλό του, συγγνώμη την πένα του ο Σιμονίνι), ψυχιάτρους όπως ο Ζίγκμουντ Φρόιντ (1856-1939), ο λόρδος Μπίκονσφιλντ (Ντισραέλι) (1804-1881) συγγραφέας-πρωθυπουργός, ο Ευγένιος Σι- (1804-1857) συγγραφέας, στρατιωτικοί-πολιτικοί όπως ο Ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γαριβάλδη, που αποσκοπούσε στην ένωση της Ιταλίας, κ.α..

Σημειώνω κάποιες αναφορές του συγγραφέα που τις βρίσκουμε και στις μέρες μας :

(σελ. 142) "ότι τους άντρες των μυστικών υπηρεσιών τους βολεύει πάντα, ακόμα κι αν δεν βγει στη φόρα αμέσως, ένα ντοκουμέντο με το οποίο μπορούν να εκβιάζουν τους ανθρώπους της κυβέρνησης , να σπέρνουν αναστάτωση ή να ανατρέπουν καταστάσεις."

(σελ. 173) "όχι ένας πόλεμος ενάντια στους Βουρβόνους, αλλά ένας πόλεμος των φτωχών ενάντια σ' αυτούς που τους κάνουν να πεινάνε, και δεν βρίσκονται μόνο στην Αυλή του βασιλιά, αλλά παντού."

(σελ. 358) "είναι ένας απατεώνας, ένας κατάσκοπος. Καθολικός ιερέας και εκδιώχτηκε από την Εκκλησία, επειδή έκανε μερικά πράγματα, πώς να το πω, μάλλον βρόμικα με παιδάκια - και αυτή είναι ήδη μια κακή αρχή, π' ανάθεμά τον, ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι αδύναμος, αλλά όταν είσαι παπάς, είσαι αναγκασμένος να κρατάς μιαν αξιοπρέπεια."

(σελ. 376) "το βασικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων είναι ότι πιστεύουν πρόθυμα τα πάντα. Από την άλλη, πώς θα μπορούσε η Εκκλησία να αντέξει για σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια χωρίς την παγκόσμια ευπιστία;"

Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο και προσιτό (οπωσδήποτε) σ' αυτούς που ξέρουν ή θυμούνται καλά την ιστορία του 19ου αιώνα. εγώ που δεν θυμόμουν πολλά πράγματα, δεν σας κρύβω ότι το βρήκα ενδιαφέρον, αλλά ειλικρινά με κούρασε κι άργησα να το τελειώσω. Όμως βρήκα πολύ έξυπνο το εύρημα του συγγραφέα για τα δυο πρόσωπα του Σιμονίνι το δικό του και του αβά που σκότωσε, τον Ντάλα Πίκολα, οπότε γράφοντας το ημερολόγιό του, κατά τη δύση του βίου του, και ξεχνώντας σημαντικά γεγονότα, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον, στον ίδιο χώρο, στο ίδιο ημερολόγιο, ενώ ο αφηγητής σαν τρίτο πρόσωπο έμπαινε και κείνος στον χορό των τραγικών αποκαλύψεων.

Εκείνο όμως που βρίσκω ότι λείπει είναι η αντιρροπία έναντι της ροπής του συγγραφέα (με την ειρωνική έστω ματιά του) στην παραχάραξη της ιστορίας, στο φανατισμό, στο ρατσισμό στο μίσος, στη βία, στο φόνο και στην έχθρα.







Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Το Αλφαβητάρι του ΑΙΓΑΛΕΩ.

Το Αλφαβητάρι του ΑΙΓΑΛΕΩ.
Μια πόλη, μια ιστορία!

Του Νίκου Δημ. Νικολαϊδη.

Έκδοση: Ιστορικό Λαογραφικό Οικομουσείο Αιγάλεω.


Αυτό το κείμενο είναι ολοφάνερο μιας εκφρασμένης χαράς γιατί "γέννημ' ανάθρεμμα" και όπως λεει ο μεγάλος Μαρκ Τουέιν (1835-1910) "Για να νιώσεις τη χαρά σε όλη της την ένταση πρέπει να έχεις κάποιον να τη μοιραστείς". Αυτό ακριβώς έκανε ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού. Μοιράζει χαρά, αναμνήσεις, περιδιαβαίνοντας ένα τόπο που άλλαξε, ένα τόπο νοσταλγίας παιδικών μου χρόνων, χωμάτινων δρόμων, μικρών σπιτιών, ανθρώπων απλών, κυνηγημένων, εξοστρακισμένων από πατρίδες που λέμε "χαμένες", όμως η μνήμη είναι φύλακας θησαυρού και ο θησαυρός δε χάνεται πηγαίνει από χέρι σε χέρι σαν τη σκυτάλη, ακτινοβολεί στη μνήμη, στο λόγο, στην αφήγηση, στην καταγραφή, στην ιστορία.

"ΑΙΓΑΛΕΩ: Μια λέξη που μιλά στην καρδιά μας. Το μοναδικό τοπωνύμιο που αρχίζει από Άλφα και τελειώνει σε Ωμέγα. Σαν μια αλφάβητο εμπειριών, εικόνων, οσμών και γεύσεων που μας έχουν σημαδέψει. Επτά γράμματα, σαν ένας αρχέτυπος συμβολισμός που ξεκινά απ' τα βάθη των αιώνων για να καταλήξει στο παρόν (σελ. 17)."

Ένας αγαπημένος δήμαρχος, Σταύρος Μαυροθαλασσίτης (1898-1986), ένας έλληνας αντιστασιακός, πολιτικός, ταγματάρχης πεζικού του ΕΛΑΣ, που είχε τα ηνία της εξουσίας για πάρα πολλά χρόνια (1956-1967) και ξανά το 1975, χωρίς να είναι εξουσιαστής.

Το "μπαρουτάδικο", σήμερα άλσος. Χώρος που δεν τον πλησίαζες εύκολα, απαγορευμένος ιδίως στα παιδιά, επικίνδυνος, εκρηχτικός, με πολεμόχαρα προϊόντα... όμως στα σκοτεινά του περιτειχίσματα νέοι και νέες με αγκαλιές, φιλιά και χάδια κρύβουν παθιασμένους έρωτες, αντίδοτα στη μανία του Θεού Άρη.

Οι Φούρνοι, δυο που θυμάμαι, ένας του Βαζάκα στην Πλατεία του Εσταυρωμένου και ένας του Τσιτόπουλου στη μέση σχεδόν της Μυριοφύτου, με προϊόντα που έκαναν τα πιο πολλά παιδιά να σαλιάζουν απλά και μόνο με το κοίταγμα μια κι η τσέπη μονίμως φτωχή, χωρίς οικονομικό περιεχόμενο.

Το όρος Αιγάλεω να πιάνει από Πάρνηθα μεριά μέχρι τον Σαρωνικό κόλπο Ελευσίνας, και να' χει φιλοξενήσει, αθέλητα είναι η αλήθεια, το θρόνο ενός πάμπλουτου, υπερήφανου βασιλιά - κατακτητή (Ξέρξης Α') που η θέαση μιας άγριας ναυμαχίας, στα στενά του νησιού της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), με αποτέλεσμα την ήττα του πολλαπλάσιου στρατού του, έναντι των Ελλήνων, τον έκανε να σκύψει ντροπιασμένος το κεφάλι.

Ο θεός Κηφισός - ποταμός με τις πηγές του από Πάρνηθα, Πεντέλη να ρέει μαζεύοντας τα νερά από το όρος Αιγάλεω καθώς και τα βρόχινα και να τα διοχετεύει στη θάλασσα. Θεός ευσπλαχνίας που ο σεβασμός μας γι αυτόν θα 'πρεπε να περισσεύει..

Ψυχαγωγικές παραστάσεις δρόμων, λαϊκοί ήρωες, όπως ο "Σαμψών" , ένας μυώδης, βραχύσωμος άντρας, που έσπαζε αλυσίδες πολλές φορές ματώνοντας το ημίγυμνό του σώμα ή τραβώντας με το στόμα το σκοινί όπου ήταν δεμένο ένα αυτοκίνητο... κι όλα αυτά για να πετάξεις πενταροδεκάρες σε ένα παλιό καπέλο που ' κανε ένα γύρο του κόσμου, που αραίωνε, δυστυχώς, σαν έφτανε η στιγμή ενός πενιχρού εισιτηρίου, μετά την παράσταση.

Καλλιτέχνες πολλοί που αγάπησαν και ύμνησαν τον τόπο που τους φιλοξένησε, γιατί το Αιγάλεω ήταν και είναι μια μεγάλη αγκαλιά ενός απέραντου ψηφιδωτού ανθρώπων του μόχθου, της προσφυγιάς, των γραμμάτων και των τεχνών. Όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο μάγκας τεχνίτης της λαϊκής μας μουσικής, "τ' αηδόνι του Αιγάλεω" όπως τον ονομάζει ο συγγραφέας. Και τόσοι άλλοι...

Πολλές σελίδες αφιερώνει το βιβλίο στον αθλητισμό, όπως στο ποδόσφαιρο, στο Βόλεϊ, στο Μπάσκετ, κι εγώ συγκινήθηκα στην αναφορά του ονόματος των ποδοσφαιριστών Μαραμενίδη, του Λάκη, που είναι συγγενής μου, καθώς και του αξέχαστου Γιάννη Μαρδίτση, που τον γνώρισα στις διακοπές μου σ' ένα ψαροχώρι, που επισκεπτόμασταν για πάρα πολλά καλοκαίρια...

Μεγάλη αναφορά και σε πολλούς συλλόγους και εφημερίδες τοπικές που κατακλύζουν τον τόπο.

Ένα βιβλίο μεγαλύτερων διαστάσεων από τα συνηθισμένα, 317 σελίδων, με συμπυκνωμένες αναφορές, γιατί το ΑΙΓΑΛΕΩ μεγαλώνει, αλλάζει, συγχρονίζεται, δεν έχει τέλος, ένα συνονθύλευμα πολιτισμού, "μαγκιάς και κουλτούρας", όπως καλύτερα το συνοψίζει ο συγγραφέας.

Σημείωση: Σ' αυτό το "blog" στις 13.09.2008, ανέβασα ένα διήγημα που αναφέρεται σε συνοικία του Αιγάλεω, για ένα προσκύνημα της γιορτής του πολιούχου Αγ. Σπυρίδωνα, όταν η πιτσιρικαρία πανηγυρίζει... θαυμάζοντας, τρώγοντας και κάνοντας κούνιες. Τίτλος του διηγήματος: "το ροζ φουρό".

Ευγενία Μακαριάδη.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟ ΦΥΛΛΟ.

"Κύπρος της αγάπης και του Ονείρου.!

Ένα οδοιπορικό γνώσης, χαράς, δακρύων, στεναγμών, γαλήνης και όλα να βασίζονται σε συντοπίτες και συντοπίτισσες, που αγαπούν τη μουσική, το χορωδιακό τραγούδι και όχι μόνο. Ένα ταξίδι με τη δύναμη μιας φυσαρμόνικας που οι ήχοι της υμνούν τον έρωτα, τον πόνο της απώλειας, τη φρίκη του πολέμου, τη νίκη της ζωής.

Πρώτος σταθμός η Λευκωσία ένα χαμόγελο στην όμορφη πόλη, όμως μια φυσαρμόνικα κλαιει, όπως το εκφράζει ο ποιητής, σαν πλησιάζουμε τη διαχωριστική γραμμή, γιατί εδώ κυριαρχεί η διαίρεση, η πράξη του χωρισμού, της απώλειας του μισού μιας πρωτεύουσας. Η δύναμη της μουσικής να δίνει ώθηση να στέκεσαι ασάλευτος μπρος στη βία του απαγχονισμού παιδιών εικοσάχρονων που αγωνίζονταν για την ελευθερία εκεί στα "φυλακισμένα μνήματα" όπου έκρυβαν οι εγγλέζοι τα νεκρά σώματα των παιδιών που κρέμασαν και δεν τα έδιναν στους συγγενείς τους για να θαφτούν (1955-1959). ένα κοιμητήρι στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας για δεκατρείς νέους και μια επιγραφή που σε ταρακουνάει για την αξιοπρέπεια της ζωής σου μέχρι θανάτου "Τ' αντρειωμένου ο θάνατος δε λογιέται." Ο φρικιαστικός χώρος της αγχόνης με την καταπακτή και το μοχλό της, η θήκη με γυάλινο άνοιγμα, όπου εκτίθεται η λευκή μάσκα που τη φορά ο μελλοθάνατος... όμως έμεινε εκεί αφόρετη μια και οι ήρωες αντιμετώπισαν το θάνατο κατάματα.

Ένα προσκύνημα στον τύμβο της Μακεδονίτισσας, όπου είκοσι ένας τάφοι, εκεί που έπεσε το αεροπλάνο της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, της 1ης Μοίρας Καταδρομών, των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και τετρακόσια σαράντα εννιά τάφοι & κενοτάφια Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων υπερασπιστών της Κύπρου στους αγώνες κατά των Τούρκων (1964 & 1974).. και ένα χάδι, ένα άγγιγμα μπας και ελαφρύνουμε το βάρος ενός ατέλειωτου πένθους, στη ράχη της ηλικιωμένης Κύπριας μάνας που στέναζε δακρυσμένη θυμιατίζοντας τον τάφο του εικοσάχρονου γιου της..

Επίσης ένας άηχος λυγμός για τους δεκατρείς νεκρούς και δεκάδες τραυματίες από την έκρηξη ρουκετών, βλημάτων και βομβών στη Ναυτική βάση Μαρί, στις 13-07-11.

Δεύτερος σταθμός: η Αμμόχωστος. Η φυσαρμόνικα κλαιει γοερά μια νεκρή πόλη, μια πόλη φάντασμα, ένας τόπος περιφραγμένος με απομεινάρια σπιτιών, δρόμων, μαγαζιών, ένας τόπος που επίσης απαγχονίστηκε όμως αυτή τη φορά από τον Τούρκο.

Τρίτος σταθμός: Στη Λεμεσό, στις Πλάτρες, που ο Σεφέρης λογοτεχνικά ύμνησε "τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες", στην οροσειρά Τρόοδος, Μονή Κύκκου, και λίγο παραπέρα από το μοναστήρι ο τάφος του Μακαρίου.

Τέταρτος σταθμός: Πάφος και στάση στην Πέτρα του Ρωμιού, ένας μεγάλος βράχος που δεσπόζει στην παραλία και κατά τη μυθολογία αναδύθηκε η θεά Αφροδίτη.

Και το βράδυ στην όμορφη και μοντέρνα πόλη της Λεμεσού, όπου και το ξενοδοχείο μας, συναντηθήκαμε στο θεατράκι του Αγίου Τύχωνα, όπου η ΧΟΡΩΔΙΑ ΔΙΟΝΥΣΟΥ- ΣΕΜΕΛΗ, συμμετείχε με τη Χορωδία Αμμοχώστου και οι αγγελικές φωνές αγκάλιασαν το βασανισμένο νησί υμνώντας τη "Γη της πικραμένης Παναγιάς, τη Γη του Μύρου του Χαιρετισμού, Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος".

Σ' αυτό το υπέροχο μωσαϊκό συμπολιτών μας, ανθρώπων της επιστήμης, της μουσικής, της φωτογραφίας, βρέθηκα κι εγώ να παρατηρώ, να θαυμάζω τη γνώση, τα χαριτολογήματα, τις σκέψεις, τους στοχασμούς τους και κείνο το λίγο που θεωρώ ό,τι πρέπει να κάνω είναι να μοιραστώ μαζί σας καταγράφοντας τα δρώμενα και δίνοντας συγχαρητήρια σ' όλους και σε καθέναν χωριστά, όπως στην Έμιλυ επάξια οργανώτρια, στον Βαγγέλη με τη φυσαρμόνικά του, στη Βάσω, στη Ρία, στη Σταυρούλα, στον Κώστα, στον Λευτέρη, στον Μάκη, στον Ντάνο, στον Δημήτρη, στη Σοφία, στη Διονυσία, στη Θάλεια, στη Χρυσούλα, και σ' άλλους πολλούς σχεδόν τριάντα...

Ευγενία Μακαριάδη.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

"Ο Λύκος της Στέπας" του Herman Esse (γεν.1877 Καλβ, Βυρτεμβέργης - 1962 Ελβετία)

Ο συγγραφέας, Χέρμαν Έσσε, λυρικός ποιητής, ειρηνιστής, μετανάστευσε στην Ελβετία (το 1912) διαμαρτυρόμενος για το μιλιταριστικό πνεύμα που αναπτυσσόταν στην Γερμανία.

Βραβεία: Βραβείο Γκαίτε το 1946.
Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1947.

Έργα του: -Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα (1899),
-Πέτερ Καμεντσιντ (1904),
-Κάτω από τον τροχό (1906),
- Γερτρούδη (1910)
-Ντέμιαν (1919),
-Σιντάρτα (1922),
-Ο Λύκος της Στέπας 1927),
-Νάρκισσος και Χρυσόστομος (1930),
-Ταξίδι στην Ανατολή (1932),
-Παιχνίδια με τις Χάντρες (1943),

κ.α..

Το απόφθεγμά του: "Μπορεί κανείς να μεταδώσει τη γνώση αλλά όχι τη σοφία. Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, να τη ζήσει, να ενισχυθεί απ' αυτή, να κάνει μ' αυτή θαύματα, αλλά δεν μπορεί να την πει και να τη διδάξει."

Ένα από τα αριστουργηματικά του έργα είναι "ο Λύκος της Στέπας", που ξαναδιαβάζοντάς το, ήταν σαν να το έπιανα στα χέρια μου για πρώτη φορά, γιατί όπως λεει και ο ίδιος η σοφία δεν διδάσκεται, όμως πιστεύω ότι μπορεί κανείς διαβάζοντας ή ακούγοντας τους σοφούς να πηγαίνει ένα βήμα παρά πέρα.

Τα νοήματα μέσα από τη μαγεία της μυθιστορίας υψηλά, αληθινά, λόγια ψυχής, λόγια πόνου μιας προσωπικότητας καταπιεσμένης, μοναχικής ανάμεσα σε σύνολο ατόμων που συμβιώνουν σε κοινωνία ακατανοησίας, μη ομαδοποιημένης, μη αδελφωμένης, που βασίζεται σε θεωρίες ατομοκρατίας και βαδίζει με ταχύτητα φωτός στο "τίποτα" και στη "δυστυχία."

Ένας έξυπνος, πνευματικός άνθρωπος είναι ο ήρωας της ιστορίας, με το όνομα Χάρυ Χάλερ, όμως η καταγγελτική του στάση σ' ένα σύστημα αστικό με βάση την αλαζονεία και τον διαχωρισμό ανθρώπων σε κατηγορίες όπως οι ονομαστοί- κάποιοι και ο συρφετός, τον κάνει ένα μοναχικό ον που παλεύει με δυνάμεις εσώτερες όπως το πνεύμα του καλού με το δαιμονικό της ύπαρξής του, όπου το τελευταίο είναι αυτό που τον οδηγεί στην εξιλέωση και δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο θάνατος όπως αυτός πιστεύει, και επιθυμεί να επέλθει από το δικό του χέρι με μια γερή ξυραφιά στο λαιμό του.

Ο παράφορος εαυτός μοναχικός, οργισμένος, αποκλεισμένος στο περιθώριο, το διαφορετικό σ' ένα σύστημα ατομισμού, απάτης, όπου το ερώτημα είναι είμαστε άραγε ίδιοι; είμαστε διαφορετικοί; μπορούμε να ζούμε σ' ένα ψεύτικο κόσμο; καλύτερα μόνοι; ή με ένα σωρό γλείφτες ολόγυρά μας; Όπως "ο λύκος της στέπας" που τρίζει δόντια και βγάζει φωτιές από τα μάτια έτοιμος να ξεσκίσει σάρκες για την ικανοποίηση της αχορταγιάς του, έτσι κι ο ήρωάς μας βασανίζεται από τον εσώτερό του "λύκο" που αδυνατεί να τιθασεύσει μέχρι που, η θεατρική μαγεία τον ξεκουνάει δείχνοντας ένα δρόμο γέλιου, χορού, μουσικής, φιλικής και ερωτικής συντροφιάς, και τον δικάζει για την μανία της καταστροφής έναντι της ζωής, για τη μανία του πόνου, έναντι της χαράς και τον καταδικάζει με τιμωρία την αιώνια ζωή.

Έτσι ο ήρωάς μας στο τέλος θέλει να τα δοκιμάσει όλα όπως σκοτωμούς, βάσανα, χαρές, πόνους, έρωτες, ζήλιες που μέσα από το αίμα της αρχέγονης μήτρας γεννήθηκαν και απαρτίζουν τη ζωή.

Μερικά απανθίσματα του βιβλίου:
(σελ.12) Στις πνευματικές υποθέσεις είχε εκείνη τη σχεδόν ψυχρή αντικειμενικότητα, εκείνη τη βέβαιη γνώση και το σίγουρο στοχασμό, όπως ακριβώς έχουν μόνο οι πραγματικά πνευματικοί άνθρωποι, όπου απουσιάζει κάθε φιλοδοξία, κάθε προσπάθεια για να προκαλέσουν το θαυμασμό ή να πείσουν τους άλλους ή να διεκδικήσουν με κάθε τρόπο την επιβολή της γνώμης τους.

(σελ.33).. αν αυτή η μουσική στα μπαρ, αυτές οι μαζικές ικανοποιήσεις μέσα στα πλήθη κι αυτός ο αμερικάνικος τρόπος ζωής είναι πράγματα δικαιωμένα, τότε εγώ έχω το άδικο, είμαι τρελός, πραγματικά ένας λύκος της στέπας, όπως συχνά ονόμαζα τον εαυτό μου. είμαι οπωσδήποτε ένα περιπλανώμενο θηρίο, μέσα σ' έναν ξένο κι ακατανόητο κόσμο, που δεν μπορεί πια να βρει την πατρίδα του, την τροφή και τον αέρα του.

(σελ.118) ... συχνά (τα θηρία) είναι τόσο φοβερά, αλά πολύ πιο σωστά από τους ανθρώπους... δεν θέλουν να σε κολακέψουν ούτε να σε εντυπωσιάσουν. Δεν παίζουν θέατρο. Είναι όπως είναι, σα φυτά και λουλούδια ή σαν αστέρια στον ουρανό.. πολλές φορές τα ζώα είναι λυπημένα κι όταν ένας άνθρωπος είναι λυπημένος, όχι γιατί έχει πονόδοντο ή γιατί έχει χάσει χρήματα, αλλά γιατί, για μια στιγμή αισθάνεται τα πάντα, ολόκληρη τη ζωή, τότε είναι λυπημένος και τότε μοιάζει με ένα ζώο. Είναι λυπημένος, αλλά η λύπη του είναι σωστή και ωραία.΄

(σελ. 194). Είστε ο Πάμπλο; ρώτησα. Δεν είμαι κανένας εξήγησε φιλικά. Εδώ δεν έχουμε κανένα όνομα, εδώ δεν έχουμε πρόσωπα...


Ένα απάνθισμα όλο το βιβλίο!

Ευγενία Μακαριάδη.

"Η ΦΟΝΙΣΣΑ "του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ.(γεν. 1851-1911, Σκιάθος)

Έργα του:
- Σκιαθίτικα,
-Η Φόνισσα,
-Οι Έμποροι των Εθνών,
-Η Γυφτοπούλα,
κ.α.

Διάβασα ξανά (μετά από πολλά χρόνια) το βιβλίο αυτό του σημαντικότερού μας πεζογράφου, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που αυτή τη χρονιά έχουμε την επέτειο των εκατό χρόνων από τον θάνατό του. Έχουν γίνει τόσες πολλές και ποικίλες διεξοδικές κριτικές- εισηγήσεις αυτού του πολυσήμαντου έργου, που η δική μου γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κόκκος μιας ανάγνωσης που μου άφησε ένα σωρό συναισθήματα. σκέψεις θετικές και αρνητικές μιας ύπαρξης, ως της ηρωίδας, που μόνο σπουδαίοι επιστήμονες θα μπορούσαν να αναλύσουν την ψυχοσύνθεσή της, όπως κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, εγκληματολόγοι, ακόμα ακόμα και εκείνοι οι επίσης σπουδαίοι άνθρωποι που κινούνται και μάχονται υπέρ των αδυνάτων, υπέρ των μειονοτήτων, υπέρ των απλών και αδύναμων ενάντια σε κείνους, τους φανατικούς, που προξενούν δυστυχία και θάνατο σε κάτι διαφορετικό από κείνο που τους συμφέρει, όπως είναι η θεωρία της ανωτερότητας του φύλου και της ράτσας τους.

"Η θεία Χαδούλα η κοινώς καλούμενη Γιαννού η Φράγκισσα ή άλλως Φραγκογιαννού".

Άραγε η εξηντάρα Φραγκογιαννού, η ηρωϊδα μας, ήταν κακούργα; Ναι γιατί σκότωνε μικρά παιδιά. Αποκλειστικά θηλυκού γένους! Γιατί μόνο θηλυκά; Τι θέση είχε η γυναίκα στην ανδροκρατούμενη εκείνη εποχή; Τι θέση έχει η γυναίκα σήμερα; Είναι ανδροκρατούμενη η εποχή μας;

Άραγε είναι η γυναίκα εμπόρευμα σήμερα όπως τότε; Την προικίζουν σήμερα οι δικοί της; Είναι εκείνη που ανατρέφει παιδιά, που γεροκομεί γονείς, που εργάζεται ολημερίς μέσα και έξω από το σπίτι; Που γερνάει αλλά έρχεται ξανά η σειρά της να αναθρέψει εγγόνια, να βάζει πλάτη στην οικονομική ανέχεια των απογόνων της με ό,τι μπορεί να προσφέρει, όπως τότε; Τι ρόλο παίζαν τότε οι άρχοντες του πλούτου; Tι σήμερα; Υπάρχουν γυναίκες στον κόσμο που πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του τοκετού από έλλειψη φροντίδας; Τουλάχιστον το 2001 ήσαν 600.000 γυναίκες, μια κάθε λεπτό! Τουλάχιστον (κατά το ίδιο έτος) 60 εκατομμύρια γυναίκες λείπουν από τις στατιστικές πληθυσμού σ' όλο τον κόσμο γιατί δολοφονούνται εκ προθέσεως μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες! Κάθε χρόνο πλέον των δυο εκατομμυρίων κοριτσιών υπόκεινται σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων! κλπ... κλπ...κλπ.


Στην περίπτωση της μυθιστορίας η Φραγκογιαννού είναι σπουδαία βοτανολόγος, με τα γιατροσόφια της βοηθάει τους πάσχοντες συγχωριανούς της και κάτι κερδίζει για το φτωχό της σπιτικό. Έχει διττή προσωπικότητα η Φραγκογιαννού; Aπό τη μια γιατρεύει τον πόνο των αρρώστων από την άλλη σκοτώνει;

Σήμερα, τι γίνεται; Γκρεμίζονται ακόμη στον Καιάδα οι ηττημένοι, οι κακούργοι, οι αδύναμοι, οι γέροι, οι ανάπηροι, οι άρρωστοι;

Σαν κοπελούδα η ηρωίδα είχε πατέρα αφέντη που σαν πράγμα την συνάλλαξε στον νέο αφέντη - σύζυγο. Άραγε συναλλάζουν σήμερα τις θυγατέρες;

Νύχτες ολάκερες μάτι δεν είχε κλείσει. Ξενυχτούσε, ηλικιωμένη γυναίκα, πλάι στο νεογέννητο, αρρωστιάρικο θηλυκό εγγόνι της, ενώ παράμερα κοιμόταν η ταλαιπωρημένη λεχώνα θυγατέρα της. Ταλαιπωρημένη και η ίδια αναπολούσε τη φτωχή, βασανισμένη ζωή της, ενώ μουρμούριζε απελπισμένα "Θε μου, γιατί να έλθει στον κόσμο κι αυτό;"
Μετά από ώρες έπνιξε με τα ίδια της τα χέρια το άτυχο μωρό που ίσα έβγαινε η ασθματική του ανάσα.

Έτσι διέπραξε το πρώτο φονικό, που κανείς δεν το υποψιάστηκε μια και το νεογέννητο φαινόταν πως δεν είχε αντοχές για ζήση και κατ' επέκταση το σθένος εκείνο που απαιτείται έναντι της δουλοπρέπειας, οπότε ο θάνατος λυτρωτής για το ίδιο και περσότερο για τους φτωχούς και άτυχους γονείς που γέννησαν θηλυκό, κατά τη γνώμη και τον στοχασμό της Φραγκογιαννούς. Πεπεισμένη των δεινών που έμελλε να πάθει το κάθε θηλυκό που άθελά του γεννιόταν, έλεγε: "Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου την ώρα που γεννούνται να τα καρυδοπνίγει. Και ακόμα την άκουγαν να λεει κατά καιρούς -καλύτερα να μη υπανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθης ευχή της προς τα μικρά κορίτσια ήτο: να μη σώσουν."

Μήπως από λύπηση στον φτωχό Γιάννη Περιβολά και στην φιλάσθενη γυναίκα του, που όλο θηλυκά γεννούσε, δεν έριξε τις δυο μικρές του κόρες στη στέρνα; Όμως και αυτό το φονικό δεν έβαλε σε υποψίες μια και η ίδια δικαιολογήθηκε πως τυχαία περνούσε κατά κει κι αυτά παίζοντας πέσανε μέσα στην κατάμεστη στέρνα, ενώ η αλήθεια είναι ότι με τα ίδια της τα χέρια τα βούλιαξε..

Και μπροστά στα μάτια της παίζοντας η μικρή Ξενούλα σκύβοντας στο πηγάδι δεν έπεσε μέσα, και κείνη αντέδρασε αμέσως έτσι από ένστικτο ως άνθρωπος να σώσει το παιδί, όμως αυτόματα η δεύτερη σκέψη ήταν εκείνη που βαθιά μέσα της υπαγόρευε - τα κορίτσια να μη σώσουν-

Το ένα φονικό μετά το άλλο σαν έπνιξε το βρέφος του βοσκού Γιάννη του Λυρίγκου, που 'χε γυναίκα βαριά άρρωστη κι όλο "κοριτσούδια" γεννούσε..

Θα συνέχιζε καταπώς φαίνεται το μακάβριο έργο της η "φόνισσα", όμως την υποψιάστηκαν οι αρχές και την πήραν στο κυνήγι δυο χωροφύλακες, όμως μαζί μ' αυτούς την καταδίωκαν και οι ερινύες και σαν τ' αγρίμι έτρεχε και κρυβόταν ανάμεσα σε λόχμες και είχε σκοπό να φτάσει στην ακτή να πηδήσει πάνω στο βράχο όπου το εκκλησάκι του Αγίου Σώστη και το ερημητήριο του παπά Ακακίου και κει να εξομολογηθεί. Έφτασε σ' αυτό το επικίνδυνο σημείο όπου το παλιρροϊκό κύμα όλο και ανέβαινε και τα πόδια της γλιστρούσαν στην άμμο. άκαρπες οι προσπάθειές της, αν και είχε μόνο δέκα βήματα για να φτάσει, γιατί ήδη το νερό είχε φτάσει στο στέρνο της και δεν είχε έδαφος να πατήσει.. έτσι γονάτισε και ενώ την έπνιγε το αλμυρό-πικρό νερό το βλέμμα της αντίκρισε έναν έρημο αγρό, που της είχαν δώσει προίκα όταν την κουκούλωναν με γάμο οι γονείς της και είπε τις τελευταίες λέξεις της: Ω' να το προικιό μου.

Ένα "θρίλερ" με μια προσωπικότητα που ο ίδιος ο συγγραφέας φαίνεται να αφουγκράζεται, να λυπάται, όταν την αναφέρει ως ταλαίπωρη γραία και δυστυχή.
Ευγενία Μακαριάδη.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

"Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ" του ΧΑΒΙΕΡ ΘΕΡΚΑΣ (γεν. 1962, Ισπανία).

Έργα του: Ο ενοικιαστής (1989),
Στρατιώτες της Σαλαμίνας (2001), κ.α..


Ένα έργο μωσαϊκό από αλήθειες για τη φιλία, για την αγωνία της συγγραφής, την ήττα της αποτυχίας, την κακή διαχείριση της επιτυχίας με την έπαρση που αυτή συνεπάγεται. την ταπείνωση, το πόνο και την ενοχή από τον θάνατο αγαπημένων προσώπων. το φριχτό, σκοτεινό προσωπείο του πολέμου που τον υποβαστάζουν εκπαιδευμένα ανθρώπινα-κατασκευάσματα μηχανές κατακρεούργησης τρομοκρατημένων πληθυσμών πέρα από κάθε λογική, που βασανίζουν, ακρωτηριάζουν, δολοφονούν και κρεμούν στο λαιμό, σαν σουβενίρ, αποτρόπαια αναμνηστικά από τα θύματά τους, αρμαθιές ανθρώπινων αυτιών περασμένων σε κορδόνια παπουτσιών (σελ. 307).

Ο αφηγητής- συγγραφέας αρχίζει να μας διηγείται από τότε που τέλειωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στη λογοτεχνία και μοιράζεται ένα άθλιο διαμέρισμα με τον φίλο του, τον Μάρκο, που έχει σπουδάσει ζωγραφική και όπως αποδείχτηκαν οι σπουδές ανώφελες μια και οι δυο τους ήταν ανεπάγγελτοι και αδέκαροι. και ενώ τα χρόνια περνούν οι φίλοι μια χάνονται μια βρίσκονται ο ένας διάσημος συγγραφέας, ο άλλος άσημος ζωγράφος που μετά το διαζύγιό του σταμάτησε τη ζωγραφική.

Στο τέλος της ιστορίας τα πίνουν πάλι σε ένα παρακμασμένο μπαρ όπως τότε που 'ταν απένταροι, ο ένας εξομολογείται ότι κάποιος τον είχε πείσει ότι ήταν καλλιτέχνης, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν, γι αυτό υπέφερε είκοσι χαμένα χρόνια προς μια κατεύθυνση... μέχρι που βάλθηκε ξανά να ζωγραφίζει, γιατί δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει και τώρα η απόδειξη είναι ότι το διασκεδάζει, το φχαριστιέται, μπορεί να είναι κακά έργα μπορεί και τα καλύτερα που έκανε στη ζωή του... Ο άλλος συγγράφει ένα έργο που δεν γνωρίζει το τέλος της και ενώ εξιστορεί τα δραματικά και βιωματικά γεγονότα εδώ και δεκαεφτά χρόνια, στην ερώτηση του φίλου πώς τελειώνει, εκείνος ευτυχισμένος απαντάει, έτσι τελειώνει.

Μια θλίψη άφατη και περάσματα από το παρελθόν, σκέψεις που τρέχουν, τα πάντα επιταχύνονται, τρέχουν γρηγορότερα από το κανονικό, όλο και πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, μέχρι που ο αφηγητής ήρωάς μας είδε τη λάμψη, τον ίλιγγο και την απώλεια και σκέφτηκε ότι εν αγνοία του είχε ταξιδέψει ταχύτερα κι απ' το φως και ότι αυτό που έβλεπε ήταν το μέλλον.

Η ιστορία γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο έχει θέμα τη γνωριμία και φιλία του αφηγητή-συγγραφέα, όταν βρισκόταν στο μεταπτυχιακό του και δίδασκε στο πανεπιστήμιο μια μικρής επαρχιακής πόλης στις ΗΠΑ, την Ουρμπάνα, στο τμήμα ξένων γλωσσών, με τον βοηθό καθηγητή των ισπανικών Ρόντνεϋ Φοκ, ένα ιδιόμορφο τύπο, ακοινώνητο, παράξενο που απέφευγαν οι περισσότεροι και τη θέση την πήρε γιατί ήταν βετεράνος στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ο Ρόντνεϋ ήταν ένα πνευματώδες, ευαίσθητο, μορφωμένο παιδί που τον ενδιέφεραν οι τέχνες, τα γράμματα, οι σπουδές ... όμως βρέθηκε μεταξύ "σφύρας και άκμονος", γιατί όντας φιλειρηνιστής και μέλος αντιπολεμικού κινήματος, κλήθηκε να στρατευτεί σε έναν πόλεμο μισητό, σ' έναν πόλεμο που δεν θα επιβίωνε. Βρισκόταν σε σκέψη να λιποτακτήσει, να φύγει για τον Καναδά, αυτό του έλεγε η ψυχή του, το μυαλό του, όμως η γνώμη του πατέρα του και κατ' επέκταση της αμερικάνικης κοινωνίας ήταν η υποστήριξη όλων των νέων με το να καταταγούν στο στρατό για τη νίκη και τιμή της πατρίδας..

Θυσιάστηκαν εξήντα χιλιάδες αμερικανοί στρατιώτες στον πόλεμο αυτό (1965-1973), μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Ρόντνεϋ. Όσοι επέζησαν και επέστρεψαν, όπως Ρόντνεϋ, γύρισαν ακρωτηριασμένοι, ανάπηροι σε σώμα, σε ψυχή και πολλοί έδωσαν τέλος αυτοκτονώντας από μια πατρίδα που τους γύρισε πλάτη, από μια κοινωνία που τους στιγμάτιζε ως δολοφόνους άμαχων πληθυσμών και μάλιστα παιδιών, γυναικών και γέρων... ναι έτσι πρέπει να ήταν γιατί ο τρόμος του αμερικανού στρατιώτη για επιβίωση τον είχε μετατρέψει σ' έναν άκριτο σφαγέα μια και η νίκη ήταν στα χέρια αυτών που υποστήριζαν τη γη τους, την πατρίδα τους από τους αποικιοκράτες εισβολείς και ήταν άριστα εκπαιδευμένοι αντάρτες που μαχόταν στη δική τους χώρα και γνώστες της εμπόλεμης περιοχής.

Μερικά αποσπάσματα του βιβλίου σχετικά με τη συγγραφή: (σελ. 74). " Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δηλαδή υφίστανται ή απολαμβάνουν τον πραγματικό κόσμο, δεν μπορούν όμως να κάνουν τίποτε γι αυτόν, ενώ ο συγγραφέας μπορεί. Δουλειά του είναι να δίνει νόημα στον πραγματικό κόσμο, ακόμα κι αν αυτό το νόημα είναι απατηλό. Να τον μεταμορφώσει δηλαδή σε κάτι όμορφο κι αυτή η ομορφιά ή το νόημα είναι και η ασπίδα προστασίας του... (σελ. 162)... ότι το να ερωτεύεσαι σημαίνει να αφήνεσαι ταυτόχρονα στην ανοησία και σε μια ασθένεια που θεραπεύεται μόνο με το χρόνο...
(σελ. 163)΄... απόρροια των ευνοϊκών συνθηκών ήταν τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής μου τέσσερα βιβλία, δυο μυθιστορήματα, μια συλλογή χρονογραφημάτων κι ένα δοκίμιο. Η αλήθεια είναι ότι πέρασαν όλα απαρατήρητα, όπως αλήθεια είναι κι ότι δε βίωνα πλέον αυτή την αφάνεια σαν ματαίωση, πόσο μάλλον σαν αποτυχία. Πρώτον, από άμυνα, σ' ένα συνδυασμό σεμνότητας, υπεροψίας και δειλίας. Δε με πείραζε που τα βιβλία μου δεν τύχαιναν μεγαλύτερης προσοχής απ' αυτήν, δεν πίστευα ότι την άξιζαν, κι ενώ σκεφτόμουν ότι ελάχιστοι αναγνώστες ήταν σε θέση να τα καταλάβουν, έτρεμα μέσα μου γιατί, αν είχαν τύχει μεγαλύτερης αναγνώρισης , θα κινδύνευε ίσως να αποκαλυφθεί η κατάφωρη κενότητά τους....
Ευγενία Μακαριάδη.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

«ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ» του Philip Roth. (Μετάφραση Κατερίνα Σχινά).

Καινούργιες ιστορίες του Φίλιπ Ροθ, όμως το θέμα, όπως και σ’ άλλα του μυθιστορήματα, το ίδιο: η επαπειλούμενη θνητότητα του ανθρωπου, η ανημπόρια, τα γερατιά και ό,τι αυτά συνεπάγονται.

Ο ήρωας, που ταυτίζεται (μπορούμε να πούμε) με τον συγγραφέα του έργου, ονόματι Νέϊθαν Ζούκερμαν – διάσημος συγγραφέας- αποφασίζει στα εξήντα του χρόνια να εγκαταλείψει την πόλη του, την Νέα Υόρκη, το σπίτι του, τους φίλους του και να απομονωθεί στην ορεινή Νέα Αγγλία, με μόνη ενασχόληση τη συγγραφή, την ανάγνωση βιβλίων, τη φύση και τον εαυτό του σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει το βάρος των επερχόμενων γερατιών που αναγκαστικά μεταβάλλουν το σθένος σε αδυναμία, τη μνήμη σε ξεχασιά, την κρίση σε ακρισία και τους ανθρώπους σε ανδρείκελα...

Όμως μετά από δυο χρόνια μια πάθηση, όπως ο καρκίνος του προστάτη και μια χειρουργική επέμβαση, είχε σαν αποτέλεσμα την ακράτεια των ούρων του ήρωά μας. έτσι εκείνος αναγκαστικά φορούσε τα ειδικά σχεδιασμένα ελαστικά, αδιάβροχα σώβρακα, όπως χρειάζεται να φορούν οι ασθενείς μ’ αυτή την πάθηση.

«Να ελέγχεις την κύστη σου-ποιος από τους υγιείς αναλογίζεαι ποτέ την ελευθερία που προσφέρει ή την αγωνιώδη τρωτότητα που μπορεί να επιβάλει η έλειψη αυτης της δυνατότητας, ακόμη και στον άνθρωπο με τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθση; Εγώ, που δεν ειχα ποτέ σκεφτεί τέτοια πράγματα, που από την ηλικία των δωδεκα ετών έρρεπα προς τη μοναδικότητα και καλωσόριζα οτιδήποτε ασυνήθιστο πάνω μου-τώρα επιτέλους, μπορούσα να είμαι όπως όλοι οι άλλοι. Λες και η σκιά της ταπείνωσης που συνεχώς καραδοκεί δεν είναι στην πραγματικότητα, εκείνο που μας δένει τον έναν με τον άλλο» σελ. 30.).

Άφησε αναγκαστικά το κρησφύγετό του, μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια για να κατέβει στην Ν. Υόρκη, μια και ο γιατρός του προέβλεπε αξιόλογη βελτίωση της κατάστασής του με την έγχυση κολλαγόνου που θα αποκαθιστούσε τον έλεγχο της κύστης του. Μετά θα επέστρεφε μπορεί θεραπευμένος μπορεί και όχι. Εξ’ άλλου, όπως ο ίδιος λεει «είχε κατακτήσει τον μοναχικό τρόπο ζωής, γνώριζε τις δοκιμασίες και τις χαρές του και σταδιακά είχε περιορίσει το εύρος των αναγκών του, έχοντας εγκαταλείψει από καιρό τις μεγάλες συγκινήσεις, την οικειότητα, την περιπέτεια, τους ανταγωνισμούς, προς όφελος μιας ήρεμης, σταθερής προβλέψιμης επαφής με τη φύση και τη δουλειά του» σελ. 42).

Όμως ποτέ μην ξαναπεί κανείς «ποτέ».

Περιδιαβάινοντας το πολύβουο πλήθος της Ν. Υόρκης ο ήρωάς μας, ήρθε σε επαφή με έναν κόσμο νέο, περίεργο, νευρωτικό, αδιάφορο και με αμβλυμμένο, μπορεί να πει κανείς, το σεβασμό: όταν πιστεύει κάποιος ότι συνεχίζει να ζει σαν άνθρωπος όταν περιφέρεται μιλώντας σ’ ένα τηλέφωνο τη μισή του ζωή κινούμενος σαν νευρόσπαστο. Στην μεγαλούπολη, λοιπόν, ο ήρωάς μας αποφασίζει να μείνει και το έναυσμα είναι μια αγγελία στην εφημερίδα όπου ένα ζευγάρι ζητάει να ανταλλάξει το σπίτι του και να πάει κάπου έξω απο την Ν. Υόρκη, γιατί τα χτυπήματα της Αλ Κάϊντα στους δίδυμους πύργους έχουν τρομοκρατήσει τη νεαρή σύζυγο.

Η συνάντηση με το ζευγάρι θα γίνει άμεσα, ενώ ο εβδομήντα ενός ετών ήρωάς μας, μπρος στα θέλγητρα της ερωτικής τριαντάχρονης συζύγου, της Τζέιμι, θα ξεχάσει όλα εκείνα που είχε κατακτήσει με τον μοναχικό τρόπο ζωής , βουρλισμένος από ερωτικό πάθος.

Έχει κι άλλη συνάντηση στη Ν. Υόρκη, με την ηλικιωμένη (εβδομηνταπενταχρονη) και καρκινοπαθή Έιμι Μπελέτ, που την είχε ερωτευθεί νεαρός τότε, και κείνη μούσα του σπουδαίου εκείνα τα χρόνια και ξεχασμένου τώρα μεγάλου συγγραφέα Λόνοφ, που ήταν και μέντοράς του.

Άλλη συνάντηση έχει με έναν νεαρό, φίλο της Τζέιμι, επίδοξο συγγραφέα που θέλει να γράψει τη βιογραφία του Λόνοφ, και προσπαθεί να αποσπάσει από τον Ζούκερμαν καθώς και από την άρρωστη Έιμι, ένα μυστικό που προσβάλλει το νεκρό συγγραφέα.

Γιατί όπως μας λεει πολύ σωστά (σελ.202) ο ίδιος ο συγγραφέας, η πολιτιστική δημοσιογραφία είναι κουτσομπολιο των ταμπλόιντ μεταμφιεσμένο σε ενδιαφέρον για τις τέχνες., οτιδήποτε αγγίζει το συρρικνώνει σε κάτι που δεν είναι. Ποιος είναι διασημότητα, ποιο είναι το τίμημα, ποιο είναι το σκάνδαλο;... έχει ο συγγραφέας το δικαίωμα να μπλα, μπλα, μπλά; Είναι υπερευαίσθητη (η πολιτιστική δημοσιογραφία) απέναντι στην εισβολή στην ιδιωτικότητα την οποία έχει διαπράξει η λογοτεχνία ανά τους αιώνες ενώ ταυτόχρονα καταγίνεται μανιωδώς με το να εκθέτει γραπτώς χωρίς λογοτεχνική μετουσίωση, τίνος η ιδιωτική ζωή έχει υποστεί εισβολή και πώς. Εντυπωσιάζεται κανείς από το ενδιαφέρον που δείχνουν οι επί του πολιτισμού δημοσιογράφοι για τα όρια της ιδιωτικότητας, όταν αυτά αφορούν το μυθιστόρημα.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση και έκπληξη το μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα με έναν σφοδρό και τολμηρό ερωτικό διάλογο «Εκείνου και Εκείνης» με τέλος που μπορεί ένας εξοικειωμένος αναγνώστης του Ροθ να προβλέψει.

Ευγενία Μακαριάδη.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

«το φάντασμά της» του Κωστή Γκιμοσούλη.

Η εξομολογητική διάθεση του ανώνυμου ήρωα αυτού του αλληγορικού μυθιστορήματος, σε πρωτοπροσωπη γραφή, είναι ένα ξεδίπλωμα ψυχής, ένα ξεφόρτωμά της από το γήινο βάρος, αν θέλετε, που μόνο «ένας» μπορεί να σηκώσει, να ακούσει, να αφουγκραστεί αληθινά κι αυτό μόνο σαν βρεθεί στον απόκοσμο τόπο, όπου συναντιόνται νεκροί με ζωντανούς και κουβεντιάζουν μέσα σε μια απόλυτα νεκρική σιωπή με θέματα αυτοσυνείδησης, μοναξιάς, ζωής, έρωτα και θανάτου. όλα ένα σε μια γραμμή ίσως για την εύρεση της ουτοπικής ελευθερίας, ίσως γιατί εκεί μόνο γίνονται θαύματα ορατά και αόρατα.

Ένας μοναχικός καβαλάρης σε «σιδηράλογο» ψάχνοντας αυτόν τον «έναν», φρέναρε απότομα σαν του ’κοψε τη φόρα ένα άσπρο άλογο με γυαλιστερή χαίτη που έσκυψε και τον σκούντησε με τη μουσούδα του.
Μια δύναμη τον έκανε να πιαστεί από τη μακριά χαίτη και να σκαρφαλώσει πάνω του. Μέχρι που τον άφησε σ’ ένα εκκλησάκι σιμά σ’ ένα μικρό νεκροταφείο.

εδώ αρχίζει το μεγάλο ταξίδι με σταθμούς τρόμου μιας ζωής επαπειλούμενης θανάτου, μιας «κατά παραγγελίαν» διάπυρης ερωτικής και παρηγορητικής σχέσης με μια νεαρή χήρα, την Περσεφόνη, μάνα δυο παιδιών που κλαιει στον τάφο του νεκρού άντρα της που είναι και ο εντολέας του ήρωά μας!

Το επώδυνο ταξίδι του ήρωα θα τελειώσει με μια έντονη γεύση νίκης έναντι της νέκρας των ζωντανών και θα αφήσει την πόρτα ανοιχτή στο αναπόφευκτο του θανάτου, με χαμόγελο.

Τα διαμάντια του έργου που συνέλεξα:
- η πραγματικότητα είναι μια παραζάλη. Κάποτε μια απάτη αισθήσεων (σελ.42).
- μένουμε ακίνητοι όπως οι πέτρες. μόνο ο παράφορος έρωτας και το πένθος μας ξεκουνάνε. (σελ.70).
- όλοι μπορούμε να γίνουμε καρχαρίες. Να κατασπαράξουμε. Να κατασπαραχτούμε. (σελ.103).
- συνήθως σταματάμε όταν νομίζουμε ότι δεν αντέχουμε άλλο. Όλη η μαγκιά έγκειται στο να συνεχίζεις ακόμη κι όταν νομίζεις ότι πλέον δεν μπορείς.
- δεν σημαίνει ότι μεγαλώνοντας γίνεσαι αναγκαστικά και σοφότερος. (σελ.128).
- σε ορισμένους τόπους ο χρόνος μοιάζει να κινείται πιο αργά. Δε σταματάει, αλλάζει απλώς ταχύτητα. Είναι κάτι υποκειμενικό βέβαια, αφού το ρολόι είσαι πάντα εσύ (140)
- εμείς οι άνθρωποι έχουμε γίνει πάρα πολλοί κι έχουμε πάθει διαστροφή. Ένα αόρατο χέρι μας σπρώχνει στον αφανισμό. Προσπαθούμε να κλείσουμε το μέσα μας κενό, ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλο, με έπαθλο την εφήμερη δόξα, την αιώνια νεότητα, το χρήμα, τη βάρβαρη διασκέδαση. Έφτασε η ώρα να γίνουμε αιχμάλωτοι όλων αυτών των σκουπιδιών που μαζεύουμε. Και των αντικειμένων και των ιδεών.

Σημ: η περιγραφή των ερωτικών σκηνών τόσο τολμηρή όσο και η αέναη δίψα αυτής της έλξης του άντρα στη γυναίκα γιατί έτσι ακριβώς ποθεί να αγαπήσει, να αγαπηθεί και να ζευγαρώσει.

Ευγενία Μακαριάδη.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΑΣ, του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗ

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΑΣ.

(Μυθιστόρημα)



Ολόφρεσκο το μυθιστόρημα του Μακριδάκη, όχι μόνο σε ημερομηνία, εκδόθηκε τον περασμένο μήνα, αλλά και σε αφηγηματική τεχνική νέο και πρωτότυπο...
αφού οι ηλικιωμένες, πολίτισσες φιλενάδες, η Κωσταντία και η Βαγγελία, που διαβάζουν ένα πολυσέλιδο γράμμα του γαμπρού της πρώτης από την Ελλάδα, συγχρόνως συνομιλούν, συγχρόνως το κρίνουν, το κατακρίνουν, και μαζί τους εμείς διαβάζουμε το διήγημα μέσα στο διήγημα και περιδιαβαίνουμε βήμα το βήμα τα στενά της Πόλης, πίνουμε καφέ στην πλατεία Ταξίμ, επισκεπτόμαστε τις εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου στο Μπαλουκλή, όπου στεγάζονται νοσοκομείο και γηροκομείο, κάποτε πηγαίνουμε και στη Σμύρνη για να βρει τις ρίζες του ο γράφων, γαμπρός της Κωσταντίας, φιλόλογος καθηγητής στο επάγγελμα και έλληνας από τη Χίο, όπως μέχρι να λάβουν το γράμμα ήξεραν και ξέραμε.

Πονηρός ο Μακριδάκης κρύβει καλά την εικόνα του τέλους, πετάει το χαρτί της ανατροπής λίγο πριν τις τρεις τελευταίες σελίδες, αν και ο προσεκτικός αναγνώστης τον έχει πάρει είδηση αφού ο ίδιος μας προϊδεάζει πετώντας πού και πού κομμάτια της απόρρητης εικόνας, όπως στη σελίδα δεκατέσσερα, όπου οι φιλενάδες της καψερής της Κωσταντίας, η Βαγγελία, η Σουλτάνα, η Ελένη, τώρα δηλαδή, μετά τα λεγόμενα της Βαγγελίας για το γράμμα, κατάλαβαν γιατί ο παμπόνηρος γαμπρός και γράφων της επιστολής έκανε τόσες ερωτήσεις στους Ρωμιούς όταν ήρθε στην Πόλη και ζητούσε ένα σωρό πληροφορίες δήθεν πως θε να γράψει βιβλίο ο πονηρός, ενώ τη δικιά του ιστορία έψαχνε και τις ρίζες του να βρει ο σπόρος του Οθωμανού, αλλά που να φτάσει το μυαλό τους τότε σε τέτοιο προσποιητό ύφος. Επίσης όταν η Βαγγελία διαβάζοντας (σελ. 107) απορεί που το επίθετο Αστρεάδη δεν θυμίζει τίποτα ούτε σε κείνη ούτε στην Κωσταντία, καμιά απολύτως πληροφορία από τον μισό αιώνα της ζωής τους στην Πόλη.

Ένα μυθιστόρημα με την πολίτικη λαλιά αυτή τη φορά, το ίδιον της γραφής του Μακριδάκη, με αναφορές ιστορικές που δένουν με τις κουβέντες των φιλενάδων, όπως η απελευθέρωση της Χίου το ’12, όπου δεν παρέμεινε μήτε ένας Τούρκος, όπως με ικανοποίηση μολογούν για τη δικαίωσή τους οι φιλενάδες, βλέπετε η σκούφια της Κωσταντίας είναι χιώτικη και τώρα η κόρη της εκεί παντρεμένη μ’ αυτόν τον αδικιώρη γαμπρό της, που με το πολυσέλιδο απολογητικό του γράμμα μαθαίνουν την τούρκικη φύτρα του.. Αναφορά και στην έκτη προς επτά Σεπτεμβρίου του ’55, όπου τσαπουλτζούδες δεν άφησαν τίποτα όρθιο, όμως στη γειτονιά τους ευτυχώς ο τούρκος Φεχμί ο μπακάλης βγήκε έξω με μια μαχαίρα και τους έδιωξε φωνάζοντας ότι εδώ μόνο τούρκοι μένουν κι έφυγαν...

Σαρκάζει γράφοντας ο συγγραφέας για τις προκαταλήψεις των μειονοτήτων σε γάμους διαφορετικής φυλής ή θρησκευτικής πίστης, το υποκριτικό ανάθεμα και η περιθωριοποίησή τους από τους ορθόδοξους, η ντροπή στίγμα στην οικογένεια, όλα καλά κρατούν στο ωραίο αυτό παραμύθι που παρακολουθείς χαμογελώντας με κατανόηση να καταρρέουν ψυχικά οι ηρωίδες πολίτισσες που τα ιερά και όσιά τους μαγαρίζονται.

Αγαπητέ μου συγγραφέα το φχαριστήθηκα πολύ κι αυτό το βιβλίο σου και ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι συνήθως άκουγα τις πολίτισσες να λένε «άσ’ τηνα» και όχι «άσ’ τηνε» (σελ.131).

Ευγενία Μακαριάδη.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Ο φύλακας στη σίκαλη.

Ο φύλακας στη σίκαλη.
νουβέλα (1951)

του J.D. Salinger (1.1.1919 - 27.1.2010, Ν.Υόρκη).

έργα του:
-Εννέα Ιστορίες.
-Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί
Σίμορ, συστατικά στοιχεία.
-Φραν και Ζούι.

Ξανά το διάβασα, είχα να το πιάσω στα χέρια μου χρόνια. ξανά συγκινήθηκα, ξανά θυμήθηκα ό,τι είμαι κι εγώ, ίσως και συ, που το διαβάζεις, ένα κομμάτι του Χόλντεν Κόλφιλντ ήρωα του βιβλίου. Ένα κομμάτι χωμένο κάπου στο «πάλαι ποτέ», που όταν το ξεθάβεις αφουγκράζεσαι την ψυχή σου, την αλήθεια σου πριν την συγκάλυψή της από την υποκριτική, «κάλπικη» όπως την εκφράζει ο ήρωας, χειραγώγηση ενός κόσμου που τον διέπουν κανόνες δήθεν κοινωνικοί, δήθεν ευνοϊκοί που βοηθούν για το συμφέρον του μέλλοντός σου, ενώ παράλληλα σου κλέβουν, σου σπαθίζουν την «παιδικότητα» της εφηβείας σου.

Έτσι, ο 16χρονος πιτσιρικάς ξεσπάει αφηγούμενος τα συμβάντα του σχολείου «Πένσυ», που φοιτά, και είναι το τέταρτο σχολείο που τον αποβάλλει, τον εξοστρακίζει καλύτερα, ως ανεπιθύμητο εξ αιτίας της αμέλειας-αδιαφορίας του στα μαθήματα, έπεφτε σε τέσσερα κάτω από τη βάση, εκτός των «αγγλικών» που εκεί έχει εξαιρετική κλίση. Εξ’ άλλου ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι είναι πολύ δύσκολο, γονείς και δάσκαλοι να τον τιθασεύσουν γιατί όλα αυτά που του «σερβίρουν» είναι «κάλπικα, ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα» και προσπαθεί χρόνια τώρα με νύχια και δόντια να βρει τρόπο να το σκάσει και μάλλον θα το κάνει τώρα αμέσως, ε όχι δεν θα περιμένει να τον διώξουν με την σφραγιστική τους άδεια την Τετάρτη, δηλαδή σε τρεις μέρες, δεν το αντέχει.


Όμως, ας τον ακούσουμε στη χειμαρρώδη, εξομολογητική του διάθεση αφού σε μας απευθύνεται, τους φανταστικούς του ακροατές, κι ας ξεχάσουμε τις επικρίσεις, τις στείρες κριτικές, σε ένα παιδί, σε οποιοδήποτε παιδί που η ιδιαιτερότητά του, η διαφορετικότητά του, αν θέλετε, ωθεί «εμάς» το κατεστημένο στον εξοστρακισμό του ή αν θέλετε στην ενηλικίωση πριν την ώρα του.

Ας κολλήσουμε τη μούρη μας στο τζάμι του εσωτερικού κόσμου ενός γνήσιου, άκακου, νεαρού ανθρώπου και με τη δίψα ενός πεισματάρη ερευνητή ας ακούσουμε με περισσή αγάπη τι είναι αυτό που κάνει το πλείστο των μαθητών να βαριούνται, να αδιαφορούν ή να πέφτουν με τα μούτρα σαν «φυτά», μπορεί από καταναγκασμό, μπορεί από εγωτισμό, μπορεί (για να μην αδικώ κανένα) από φιλομάθεια (και πάλι όχι σ’ όλα). Τέλος, ας μην τραβηχτούμε από το «τζάμι», γιατί τη «χυλόπιτα» της εκπαίδευσης του συντηρητισμού, ατομισμού και αν θέλετε της εξουσιαστικής επιβολής μαθήσεως την έχουμε φαει και συνηθίσει.

-το σχολείο του «ακαδημαϊκού τύπου» που πάνε μόνο πλουσιόπαιδα και είναι κλεφταράδες, μας το λεει στα ίσια «όσο πιο ακριβό σχολείο είναι (και τα ρέστα*) τόσο πιο πολλούς κλεφταράδες έχει, δεν κάνω πλάκα».

(*και τα ρέστα: το εκφράζει πολύ συχνά στην κουβέντα γιατί βαριέται του πλεονασμούς, τα πολλά λόγια.)

-το σκάει, φεύγει, σιχαίνεται τους αποχαιρετισμούς δεν τον νοιάζει αν είναι λυπημένος ή κακός αποχαιρετισμός, εκείνο που ξέρει είναι ότι φεύγει και κοιτάζοντας από το κεφαλόσκαλο τον κωλοδιάδρομο του σχολείου του έκλαψε αλλά λιγάκι και φώναξε μέχρι εκεί που τον έπαιρνε «όνειρα γλυκά μάπες». Αχ αυτό το «φευγιό», που μοιάζει με τους κακούς ανέμους του Αίολου.. ξεκινάμε με προορισμό, ξεκινάμε γι αυτήν την ουτοπική ελευθερία και «πλαφ» ανοίγει το σακούλι και οι μοβόροι άνεμοι μας στέλνουν «τσιφ» πίσω ολοταχώς έτσι για να μην ξεχνάμε πως είμαστε κομμάτι αυτού του κόσμου που μας γέννησε και μπορεί, όπως και ο ήρωάς μας, να αναπολούμε ανθρώπους που συναντήσαμε στο ταξίδι της ζωής, βρώμικους, κλέφτες, υποκριτές, πονηρούς, εγωιστές, συμπονετικούς, φιλικούς και κάπου εκόντες-άκοντες να ξανακολλάμε το κομμάτι αποκεί που βίαια σε στιγμές παρορμητικές ή επαναστατικές ξεκολλήσαμε.

-Μας περιγράφει τον εαυτό του τη στιγμή που πάει στο σπίτι του ασθενή γέρο Σπένσερ, του καθηγητή ιστορίας, που δεν έμενε μέσα στο σχολείο, να τον αποχαιρετήσει.
«το πήρα μονοκοπανιά ίσαμε τον κεντρικό δρόμο κι έπειτα στάθηκα μισό λεφτό να πάρω ανάσα. Δεν έχω καθόλου καλή αναπνοή, άμα θέλετε να ξέρετε. Πρώτα πρώτα, είμαι μανιώδης καπνιστής-δηλαδή ήμουνα. Με ζορίσανε και το ‘κοψα. Ένα άλλο πράμα, είναι που ψήλωσα κάπου δεκαεφτά πόντους τούτη τη χρονιά. Γιαυτό κόντεψα να πάθω φυματίωση και με φέρανε δωπέρα, για όλα τούτα τα τσεκάπ του διαόλου και τα ρέστα. Κατά τα άλλα είμαι σίδερο.»

-και να τι λεει ο ίδιος σαν του λένε: η ζωή είναι παιχνίδι αγόρι μου, και το παίζουμε σύμφωνα με τους κανόνες. –Άκου παιχνίδι. Παιχνίδι είν’ ο κώλος μου. Άμα βρεθείς απ’ τη μεριά που είναι όλοι οι εξυπνάκηδες, τότε εντάξει, είναι παιχνίδι το παραδέχουμαι. Άμα είσαι όμως από την άλλη μεριά, που δεν υπάρχει ούτε μισός, τότε τι σόι παιχνίδι λέγεται αυτό; Τίποτα. Μόνο παιχνίδι δεν είναι.-

-σιχαίνεται αν και στο τέλος θα λυπάται αναπολώντας, και τα ρέστα, τον συμμαθητή του τον Άκλεϋ, που ‘χει μπιμπίκια όχι μόνο στο κούτελο όπως οι πιο πολλοί αλλά και στα μάγουλα, και παντού. Αυτός δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μπουκάρει στο χώρο του να ξύνει τα βρωμόνυχά του μ’ ένα σπίρτο συνεχώς και να νομίζει ότι είναι παστρικός όταν ποτέ δεν πλένει τα δόντια του που ‘χει φυτρώσει χορτάρι κει μέσα και τ’ αφτιά του πιγκωμένα στη βρώμα, όμως τα νύχια τα καθαρίζει όλη την ώρα... άσε που του τη δίνει εκείνη η μονότονη φωνή του να λεει για μια πιτσιρίκα που υποτίθεται πως είχε σεξ μαζί της πέρσι το καλοκαίρι μες στη μπουικ του ξαδέλφου του. Του το ‘χει πει τουλάχιστον καμιά κατοσταριά φορές και κάθε φορά αλλιώτικα. Φυσικά όλα αυτά αέρας κοπανιστός.

-αμ εκείνος ο γέρο-Στράντλεητερ, αυτός ο πλούσιος, ο ωραίος συμμαθητής που είχε ραντεβού εκείνη τη μέρα, που κυκλοφορούσε γυμνός που ξυριζόταν με ένα σκουριασμένο ξυραφάκι φίσκα στη βρώμα και δεν έλεγε να το πετάξει, κατά τα άλλα έκανε τον καθαρό. Ε’ λοιπόν αυτός του ζήτησε να του κάνει τη χάρη να γράψει γι αυτόν μια έκθεση για τ’ αγγλικά και θέμα την περιγραφή ενός δωματίου. Θα του έγραφε την έκθεση αλλά όχι την περιγραφή του δωματίου αλλά την περιγραφή ενός αριστερού γαντιού του μπέηζμπωλ που πάνω ήταν γραμμένα ποιήματα ακόμα και στα δάχτυλα, ακόμα και στη φούχτα. Το φορούσε ο αγαπημένος του αδελφός ο Άλι, ήταν αριστερόχειρας. Δυο χρόνια μικρότερος ο Άλι, αλλά πολύ έξυπνος, πενήντα φορές πιο έξυπνος από τον ίδιο, όπως ομολογεί, όμως ο αδελφός πέθανε από λευχαιμία και κείνη την καταραμένη μέρα κοιμήθηκε στο γκαράζ και για να ξεθυμάνει έσπασε όλα τα κωλοπαράθυρα με τη μπουνιά του, όμως το χέρι του έγινε κομμάτια και τον πονάει πού και πού -

Νευρίασε ο γέρο-Στράντλεητερ για την έκθεση ακούς εκεί να γράψει για ένα κωλόγαντο, ήθελε περιγραφή δωματίου. νευρίασε ο Χόλντεν και έσκισε την έκθεση. Όμως το χειρότερο ήταν ότι ο γέρο-Στράντλεητερ είχε βγει ραντεβού με ένα κορίτσι που ‘χε γνωρίσει ο Χόλντεν το καλοκαίρι και το είχε ερωτευτεί, έτσι πλατωνικά. τώρα έχει μπροστά αυτόν τον μπήχτη οπότε ψοφάει να του πει για το ραντεβού, για το κορίτσι, για το τι συνέβη, όμως εκείνος σημασία ο μπάσταρδος μπρος στην αγωνία του. Τα νεύρα και των δυο τεντωμένα του Στράντλεητερ που φούμαρε μες το δωμάτιο ο Χόλντεν, ενώ απαγορεύεται από τη σχολή και του Χόλντεν για το κορίτσι που αγαπά και πιθανόν να το μαγάρισε ο Στράντλεητερ, μέχρι που γίνεται καυγάς και ο γεροδεμένος Στράντλεητερ, ρίχνει κάτω με μπουνιές τον Χόλντεν και ενώ αιμορραγεί στη μύτη δε σταματά να προκαλεί βρίζοντας. τον έλεγε ξανά και ξανά «μάπα» και κείνος κόρωνε, γιατί «κανενός μάπα δεν του αρέσει να τονε λες μάπα» όπως ο ίδιος μας επεξηγεί.

Λατρεύει την όμορφη, μικρή του αδελφή, τη Φοίβη, είναι τόσο έξυπνη που τον πεθαίνει, όπως λεει. Ε’ λοιπόν πριν φύγει κάπου μακριά απ’ όλους και απ’ όλα, με σκοπό να μείνει κοντά σε μια καλύβα, κοντά σε μια θάλασσα, με τη γυναίκα που θα αγαπά, πρέπει να τη δει. δεν ξέρεις τι γίνεται μπορεί και να πεθάνει να μην τη δει; να μην τη χαιρετίσει; Έτσι πηγαίνει κρυφά τη νύχτα στο σπίτι του και την ξυπνάει να κουβεντιάσουνε, να χαιρετηθούνε, να αγκαλιαστούνε, που τόσο αγαπιούνται. Φεύγει πάλι κλεφτά όπως μπήκε και την επομένη της δίνει ραντεβού κοντά στο μουσείο τέχνης. Εκείνη με μια βαλίτσα στο χέρι θέλει να φύγει μαζί του. Εκείνος τα χάνει απίστευτο αυτό που συμβαίνει, αυτός μπορεί να φύγει με ώτοστοπ προς τα δυτικά, εκείνη όμως....

Νομίζω ότι εκεί που γκρεμίζεται ο κόσμος στα πόδια του είναι αυτό το ανέλπιστο που δεν μπορεί να διαχειριστεί, η μικρή Φοίβη να τον ακολουθήσει; πού, πώς, εκεί γίνεται θηρίο η αδελφούλα πρέπει να γυρίσει σπίτι.

Σαν τον ρωτάει η Φοίβη τη δουλειά θα κάνει, "μήπως δικηγόρος σαν τον μπαμπά;"

Εκείνος της θυμίζει ένα τραγούδι που λεει «όταν πιάνεις κάποιον πού ‘ρχεται μεσ’ απ’ τη σίκαλη;» Η Φοίβη τον διορθώνει όχι δεν λεει έτσι, λεει «όταν ανταμώνεις κάποιον που ‘ρχεται μεσ’ απ’ τη σίκαλη» είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς.

«τέλος πάντων έτσι το φαντάζομαι της απαντάει, να παίζουνε τα πιτσιρίκια σ’ ενα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα, χιλιάδες πιτσιρίκια και δεν είναι κανένας εκεί –θέλω να πω κανένας μεγάλος- εκτός από μένα. Και γω στέκομαι φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε να πέσουνε στο γκρεμό- θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. ΘΑ ‘ΜΑΙ ΜΟΝΆΧΑ Ο ΦΥΛΑΚΑς ΣΤΗ ΣΊΚΑΛΗ, ΝΑ ΠΙΑΝΩ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ, ΚΑΙ ΤΑ ΡΕΣΤΑ......

Στο κάτω κάτω αυτό είναι δουλειά γιατί εκεί και τα μαλώματα είναι άδολα και ο θυμός ξεθυμαίνει με παιχνίδια, με τρεχαλητά, με φωνές, με φιλίες χωρίς τάξεις, και στο τέλος γιατί εκεί «*είσαι φύλακας στο καραούλι της πρακτικής αγάπης»* (*Σωτήρης Δημητρίου)

Ο Σαλιντζερ κάλυψε μια ολόκληρη νέα ήπειρο, της οποίας εξακολουθούμε να είμαστε κάτοικοι.* (*Βαγγέλης Ραπτόπουλος.

-Οι σελίδες 207,208, 209 μέχρι τη σελίδα.... μα τι γράφω.... όλες οι σελίδες είναι μια και μια τρυφερές, αληθινές, στοργικές, φιλικές, άδολες όπως οι παιδικές ψυχές. Τελικά είναι ένα βιβλίο αξέχαστο και θαυμάζω-ζηλεύω, αν θέλετε τους συγγραφείς που με ένα βιβλίο τους βάζουν μια μεγάλη σφραγίδα κατ’ ευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη, όπως ο Σάλιντζερ.

-Υπέροχη η μεταφραστική δουλειά της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη!

Ευγενία Μακαριάδη.

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ (20/03/1948-17/04/2011). ΜΟΥΣΙΚΟΣ-ΤΡΑΓΟΥΔΟΠΟΙΟΣ

Τραγούδια του: Αύγουστος, Μανδραγόρας, Υδροχόος, Χαράτσι, Μάτια μου, Πότε Βούδας Πότε Κούδας, Ο μοναχός ο άνθρωπος... κ.α.


Ξαφνιάστηκα, φοβήθηκα, οργίστηκα, λυπήθηκα, με κατέκλυσαν ένα σωρό συναισθήματα, που έχουν να κάνουν με την απώλεια αγαπημένου προσώπου και για μένα ο Νίκος Παπάζογλου είναι ο αγαπημένος τραγουδιστής. Είναι κείνος όπως τον φαντάζομαι ευγενικός, ταπεινός, πολυπράγμων, προικισμένος να τραγουδά, να στιχουργεί. Εκείνο που έκανε εμένα την ταπεινή του θαυμάστρια να τον έχει ακόμα πιο ψηλά είναι ένα περιστατικό που συνέβη σε μια συναυλία του. Ένα νεαρό παιδί έχει πέσει με τα μούτρα πάνω στο σανίδωμα της σκηνής και μια χειροκροτεί και μια χτυπάει πάνω στη σκηνή με δύναμη χέρια και κεφάλι, κραυγάζοντας άναρθρα. Φαινόταν, καθαρά, ότι ο νεαρός είχε κάποιο πρόβλημα... πολλοί ενοχλήθηκαν και του φώναζαν να σταματήσει κι‘ άλλοι προθυμοποιήθηκαν να τον τραβήξουν προς τα έξω και να τον διώξουν, όταν το πήρε είδηση ο καλλιτέχνης τους σταμάτησε και βοήθησε τον νεαρό να ανέβει στη σκηνή και να καθίσει κάπου σιμά του. Το παιδί, ως δια μαγείας, ησύχασε, ο κόσμος παραληρούσε από ενθουσιασμό αυτή τη φορά για την πράγματι αγνή, ανθρώπινη, αν θέλετε, συμπεριφορά του τραγουδιστή που ξεχείλιζε από αγάπη και συμπόνια για έναν θαυμαστή, που άναρθρα τραγουδούσε.
Δεν τους χορταίνω αυτούς τους καλλιτέχνες, τόσο αθόρυβοι, τόσο αρμονικά θορυβώδεις.
Ζω, δεν ξεχνώ να ευγνωμονώ, όσους ζουν, όσους ταξίδεψαν και ταξιδεύουν στα συμπαντικά τους αστέρια και μου χάρισαν και γέμισαν γαλήνη, χαρά, ψυχαγωγία, μέσα σε ένα σωρό κενά μιας αγχώδους κοινωνίας.
Ευγενία Μακαριάδη.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

ΝΤΙΕΓΚΟ ΚΑΙ ΦΡΙΝΤΑ, του ΖΑΝ-ΜΑΡΙ ΓΚΥΣΤΑΒ ΛΕ ΚΛΕΖΙΟ

.

Είναι το δεύτερο βιβλίο που διάβασα του Νομπελίστα συγγραφέα Λε Κλεζιό, (γεν. 1940, Νίκαια-Γαλλίας).

Το πρώτο ήταν το «Ονίτσα» ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για ένα ταξίδι μιας οικογένειας στην Αφρική όπου ο καθένας πηγαίνει εκεί για διαφορετικούς λόγους. ο 12χρονος γιος να γνωρίσει το ξενιτεμένο πατέρα, ο πατέρας με το όνειρο του εξερευνητή να ξαναβρεί τη θέση της νέας Μερόης, πόλη που είχε ιδρύσει η βασίλισσα της Αιγύπτου Αρσινόη.. και η σύζυγος-μητέρα που ονειρεύεται μια ειδυλλιακή Αφρική, κοντά στον άντρα που αγαπάει. Τελικά εκείνο που κανείς ψάχνει είναι ο ίδιος του εαυτός και αυτόν ανακαλύπτει.. και όπως λεει ο συγγραφέας το βιβλίο είναι σαν την Αφρική, καιει σαν μυστικό, σαν πυρετός..

Τώρα το «ΝΤΙΕΓΚΟ ΚΑΙ ΦΡΙΝΤΑ» μια ιστορική αυτοβιογραφία των διάσημων μεξικανών ζωγράφων Ντιέγκο Ριβέρα (1886-1957) και Φρίντα Κάλο (1907-1954).

Μια ερωτική ιστορία, τόσο παράξενη όσο και γοητευτική και συνάμα μια ιστορική αναφορά του 20ου αιώνα. Μερικοί ονομαστοί των γραμμάτων, της τέχνης, της πολιτικής, του εμπορίου, είναι ο κόσμος που διαδραματίζει σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ζεύγους όπως: ο αμερικανός Χένρι Φορντ (1863-1947) βιομήχανος αυτοκινήτων, ο Ρώσσος Λεόν Τρότσκι (1879-1940), επαναστάτης, ιδρυτής του Κόκκινου Στρατού, θεωρητικός του μαρξισμού και της διαρκούς επανάστασης, ο Ισπανός Πάμπλο Πικάσο (1881-1973) σημαντικός ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης, ο Τσάρλι Τσάπλιν (1889-1977), Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του αμερικάνικου κινηματογράφου, ο Γάλλος Αντρέ Μπρετόν (1896-1966), από τους θεμελιωτές του υπερρεαλισμού και άλλους πολλούς ονομαστούς και μη του περασμένου αιώνα που άφησαν έντονα τα ίχνη τους στην προσωπική και καλλιτεχνική πορεία τους.

Ένα σημαδεμένο από αρρώστιες κορίτσι η Φρίντα χτυπημένη στα έξι της χρόνια από πολιομυελίτιδα που της άφησε το ένα πόδι σχεδόν παράλυτο. Όμως δεν έφτανε αυτό, στα δέκα εννιά της χρόνια το λεωφορείο που επέβαινε συγκρούστηκε με τραμ και τραυματίστηκε σοβαρά στη μέση και στη λεκάνη. μια ζωή με αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις που δεν επέφεραν τη γιατρειά, αλλά καθήλωσαν μια αενάως κινητική μηχανή χωρίς να αγγίξουν τα φτερά της.. μια ζωή με δυνατούς σωματικούς πόνους, που τα ηρεμιστικά και τα ποτά στο τέλος της ζωής της την απήγαγαν σε τόπους χωρίς πόνους και μνήμες, ενώ εκείνη λίγο πριν ψιθύριζε, "ελπίζω το τέλος να είναι χαρούμενο και ελπίζω να μην επιστρέψω ποτέ ξανά." Μια διάσημη και σπουδαία ζωγράφος με αυστηρά προσωπικό ύφος, ζωγράφιζα τη δική μου πραγματικότητα, θα πει η ίδια για τη ζωγραφική της, όμως οι πίνακές της δεν απαθανατίζουν μόνο τον σωματικό της πόνο, δεν απαθανατίζουν μόνο τον ερωτικό της πόνο, δεν απαθανατίζουν μόνο την σκληρή απονιά της φύσης να μην τεκνοποιήσει που τόσο ποθούσε, αλλά δείχνουν ολοφάνερα την ψυχή κάθε ανθρώπου, τα συναισθήματα κάθε τραυματισμένης γυναίκας που αγαπά, ερωτεύεται και πονά είτε σωματικά, είτε ψυχικά.

Αυτό το μικρόσωμο κορίτσι με τα λαμπερά, μαύρα μάτια, τα σμιχτά φρύδια, αυτή η επαναστατική φύση που ντύνονταν με ρούχα και χρώματα ινδιάνικα, που φανέρωναν πίστη, θαυμασμό και αγάπη στο ινδιάνικο παρελθόν του Μεξικού, κατάφερε να την ερωτευθεί, να την αγαπήσει και να την παντρευτεί ένας διάσημος και πολύ σπουδαίος ζωγράφος τοιχογραφιών, ο κατά είκοσι ένα χρόνια μεγαλύτερός της, ήδη παντρεμένος τότε και με παιδιά, Ντιέγκο Ριβέρα· δάσκαλος ζωγραφικής και μέντοράς της, αν και η ζωγραφική τους είναι διαφορετική. Φαινομενικά, λοιπόν, είναι διαφορετικοί, εκείνος με χοντρά χαρακτηριστικά, πανύψηλος, παχύς, ένας συμπαθητικός, άσκημος άντρας, που όταν εκείνη δήλωσε ότι πρόκειται να τον παντρευτεί ο πατέρας της σχολίασε το γεγονός ως εξής: Θα είναι ο γάμος του ελέφαντα και της περιστέρας.

Όμως...

Ο Ριβέρα είναι επαναστάτης, είναι κομμουνιστής, έχει πίστη στη διαρκή επανάσταση κι ας τον πονά η απόλυσή του από το κόμμα· είναι ο απόγονος της πρώτης κοινωνικής μεξικάνικης επανάστασης, με ένα εκατομμύριο νεκρούς που ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη, που προαναγγέλλει την επανάσταση στη Ρωσία και σηματοδοτεί την έναρξη της σύγχρονης εποχής..

Όμως..

Ο Ριβέρα ζει στην πραγματικότητα κι αυτή είναι η αστείρευτη πηγή που αναβλύζει αγάπη ερωτική και φιλική για τη Φρίντα.

Όμως είναι καλλιτέχνης ζει στο όνειρο, στη φαντασία στηρίζει το έργο του τη ζωή του, στην ευτυχία της στιγμής, που γι’ αυτόν είναι η ερωτική ελευθερία, όπως ακριβώς και η επανάσταση που πιστεύει. είναι υπόθεση φαντασίας η συνεύρεσή του με διάφορες γυναίκες που η αλήθεια είναι ότι τον περιτριγυρίζουν σαν πεταλούδες, όπως συμβαίνει σε κάθε δημιουργό, σε κάθε άνθρωπο που εκπέμπει φως..

Όμως...

Ως εδώ και μη παρέκει... όχι και με την αδελφή της.. τον χωρίζει.... υποφέρει χειρότερα, γιατί συνάμα με τους σωματικούς πόνους που διαρκούν μια ζωή έχει τώρα και τους ψυχικούς που αυτούς αδυνατεί να ξεπεράσει.

Δεν την γεμίζει ο έρωτας μ’ άλλους άντρες που επίτηδες λανσάρει, έτσι για να του "μπει στο μάτι.." αν και καλά γνωρίζει ότι σαν γυναίκα υστερεί έναντι ενός κυνηγάρη με «κληρονομικές και καθιερωμένες», θα ‘λεγα, αρχές που είναι οι χωρίς φραγμό ερωτικές του συνευρέσεις.

Επειδή ο έρωτας λαβώνει δυο, ο πόνος τούς ενώνει και πάλι με νέο γάμο και μ’ ένα συμβόλαιο τιμής, ότι όσο είναι μαζί δεν θα την αγγίξει ερωτικά. Το δέχεται ο ερωτικός αυτός άντρας, γιατί στο τέλος τέλος η αληθινή αγάπη είναι πάντα ο νικητής οποιουδήποτε αγώνα.

Οι πίνακές τους μέχρι σήμερα προκαλούν τον παγκόσμιο θαυμασμό, η ερωτική τους ιστορία ξαφνιάζει ακόμη και το σήμερα, ανένταχτοι σ’ όλους και όλα, πιστοί στις ιδεολογίες τους, στην αγάπη τους, γιατί ο Ντιέγκο και η Φρίντα κατάγονται από τη χώρα "όπου ο θάνατος αναβλύζει ανά πάσα στιγμή από τη ζωή."

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

περί ελληνικών.

Ευχαριστώ τον φίλο μου Β.Γ. για το ακόλουθο κείμενο, ευτυχώς φίλε που καλύπτεις την άγνοιά μου γιατί τα κενά του μυαλού μου είναι αμέτρητα και τόμοι λεξικών δεν θα χωρούσαν ούτε σ' αυτό, μα ούτε και στο σπίτι μου.
Με αγάπη, Ευγενία.

Επί της ευκαιρίας κράτα ακόμα μια λέξη: delete από το αρχαίο ελληνικό έπίθετο δηλητήριος, αντίθετη έννοια του "σωτήριος". Το δηλητήριο που λέμε σήμερα είναι το ουδέτερο του επιθέτου στην πλήρη έκφραση δηλητήριον φάρμακον και προέρχεται από το ρήμα δηλέομαι του οποίου η έννοια επί πραγμάτων είναι "καταστρέφω'', "φθείρω'', ενώ επί ανθρώπων σημαίνει και "εξοντώνω". Εξ ου και δήλημα (προσοχή: δεν είναι ανορθόγραφο) που σημαίνει βλάβη, αίτιο καταστροφής. Από αρχαία ελληνικά σκίζω! Έτσι;
Άντε, επειδή σε συμπάθησα θα σου πω ακόμα μια αγγλική λέξη εξ αρχαίων ελληνικών.
.....

Tit ξέρεις τι σημαίνει; Η ρώγα του στήθους, καλά εντάξει, η θηλή, (εξ ου και θηλυκό). Αν διάβαζες αγγλικά ερωτικά μυθιστορήματα (ή μήπως διαβάζεις και δεν το ξέρω;) θα τη συναντούσες σε κάθε σελίδα δυο με τρεις φορές τουλάχιστο.Ε, λοιπόν προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "τιτθή",΄κομμάτι δύσκολο στους Άγγλους να βάλουν θήτα (που δεν έχουν) μετά από ταυ και κράτησαν μόνο το τιτ που ακούγεται και παιχνιδιάρικο. 'Οσο για τη "θηλή" που σου λέω λίγο πιο πάνω, ασφαλώς θα ξέρεις ότι στα αρχαία άνω γερμανικά λεγόταν tila (Μπαμπινιώτη, δεν τα γράφεις αυτά!).. Εύθυλος δε λεγόταν η έχουσα μεγάλα μαστάρια (μόνο για κατσίκες και αγελάδες λεγόταν βέβαια), ενώ για τις γυναίκες, αποκλειστικά, ήταν το κομπλιμέντο "αγλαοθηλής" (η έχουσα περήφανα στητά στήθη).
Άντε, αρκετά για σήμερα.. Φτάνει.. Να κάνουμε και καμιά δουλειά εδώ μέσα...


Ύστερα από πολύχρονες μελέτες δύο ωρών εντόπισα στα λεξικά όλου του κόσμου που έχω στην απέραντη βιβλιοθήκη μου των δυο ραφιών διάφορες λέξεις σε ξένες γλώσσες (κυρίως αγγλικά που ξέρει και η κουτσή Μαρία καλύτερα από μένα), που προέρχονται από ρίζες ελληνικές. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στις γνωστές ελληνοποιημένες λέξεις των επιστημών (λες και είχαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν γνώση π.χ. για την homiopathetic ή είχανε περιγράψει τα κοιλιακά συμπτώματα της disenderia ως δυσεντερία).
Αναφέρομαι σε λέξεις αγγλικές κατά βάση που σε πρώτη όψη δεν μοιάζουν για ελληνικές. Μάλιστα, κάποια ετυμολογικά λεξικά της αγγλικής (π.χ. Webster) δεν φτάνουν ίσαμε την αρχική ρίζα, μα σταματούν στην παλαιοαγγλική καταγωγή της λέξης ή στην σαξονική της.
Θα μπορούσες να με χαρακτηρίσεις ως ελληναρά που ψάχνω και αναγάγω στα ελληνικά καθημερινές λέξεις του αγγλικού λεξιλογίου, αλλ’ όμως δεν είναι έτσι. Τις βρήκα περιδιαβάζοντας στις σελίδες των λεξικών του Σταματάκου, του Δημητράκου, των Λιντλ και Σκοτ, του Σάθα κλπ στα ελληνικά, αλλά και σε λεξικά ετυμολογίας της Οξφόρδης του Καίμπριτζ, του Γουέμπστερ και κάποια άλλα λίγο πιο… άγνωστα στο μεγάλο κοινό.

Την προσπάθεια την είχα πρωτοξεκινήσει το 1996 και από τότε μαζεύω ό,τι βρω τεκμηριωμένο. Σου στέλνω μερικές και πες μου τη γνώμη σου. Πάντως για να βγει βιβλίο δεν είναι ακόμα αρκετές. Είναι κάπου μόλις 200 λέξεις. Οι περισσότερες είναι αγγλικές. Το ότι μερικές δε, είναι από το ερωτολαγνικό λεξιλόγιο είναι γιατί τις θεωρώ αρκετά χρήσιμες στην καθημερινή μας επικοινωνία. Γενικώς, όχι μεταξύ εσού και εμού φυσικά. Εμείς είμαστε καλά παιδιά και δεν χρησιμοποιούμε τέτοιες λέξεις. Έτσι;
Ball = μπάλα (επακριβώς: φούσκωμα) από το φαλλός.
Lick = γλείφω από το λείχω
Peep = κλεφτή ματιά από το οπιπευτήρ (Peeping Tom = ηδονοβλεψίας)
Stand = στέκομαι από το ίστημι
Kiss = φιλώ από το κύσσω (β’ αόριστος του κύνομαι= φιλώ) (Kiss me = Κύσσον με = φίλα με)
odor = οσμή , από το οδμή (μυρωδιά)
Caress = θωπεύω, χαϊδεύω από καρρέζω ή καταρρέζω
Maccelaria (ιταλικά) Metzgerai (γερανικά) = χασάπικο από το μάκελλον = κρεοπωλείο
Hound = σκύλος (γερμανικά) και κυνηγόσκυλο (αγγλικά), αλλά και το γαλλικό chien
από το κύων (canis στα λατινικά)
Hill (αγγλικά) colline (γαλλικά) collina (ιταλικά, ισπανικά και πορτογαλικά) = λόφος από το κολωνός (λόφος). Το Κολωνάκι που είναι λοφίσκος το ξέρεις;
One, un, uno, ein, jendan (σερβικά) κλπ = ένας, από το ουδέτερο αριθμητικό ένα. Το ίδιο και για τα υπόλοιπα βασικά αριθμητικά ως και το δέκα (συμπεριλαμβανομένου και του εννέα, ενώ το ‘‘σ’’ πρώτο γράμμα του έξι σε όλες τις γλώσσες είναι η δασεία του ‘‘ε’’ στα ελληνικά).
Remus (λατινικά) = κουπί θ remo (ιταλικά) κωπηλατώ (πιθανώς και το αγγλικό oar (κουπί), αλλά και rowing (κωπηλασία) από το ερετμός (κουπί)…Row (rowing) σειρά από την εν σειρά διάταξη των κωπηλατών στα αρχαία πλοία.
Red, rouge, rosso, rubio, rot, rood (ολλανδικά) = κόκκινος από το ερυθρός
Hart (και ολλανδικά), Herz, coeur, cuore, corazón, coração, cord (λατινικά) = καρδιά από το καρδία, ή για την ακρίβεια από την αρχαιότατη ρίζα κηρ(δ), και στα αρχαία χεττέικα ήταν καρντ.
Καπίκι (υποδιαίρεση του ρώσικου ρουβλίου) από την κάπιθη (μετρική μονάδα ελαχίστης χωρητικότητας)
Argentina (θηλυκό του argentine) = άσπρος φωτεινός (και καταχρηστικά: ασημένιος, όχι όμως στα ισπανικά, παρά μόνο στα γαλλικά, όπου argent= χρήμα και ιταλικά argento) από το αργήεις (άργος), ομηρική λέξη για το αστραφτερός (αλλά και γοργός σαν αστραπή)
Ail (γαλλικά), aglio (ιταλικά) ajo (ισπανικά), alho (πορτογαλικά) = σκόρδο από το αγλίδιον (μίσχος του σκόρδου, ενώ σκόροδον ο βολβός). Επίσης: αλιάδα είναι η κεφαλλονίτικη σκορδαλιά από το βενετσιάνικο aglata (σκορδόσουπα με πατάτα για να γίνει βελουτέ)..
Αυτά φιλενάς για τον πρωινό καφέ σου. Και μια ανάποδη προέλευση λέξης για επίλογο. Το ξέρεις, ότι όσο κι αν ψάξεις για την ερμηνεία της λέξης
Παράδεισος στα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά δεν θα την βρεις; Μολονότι έτσι μετέφρασαν οι Ο’ την εβραϊκή λέξη Εδέμ στα ελληνικά, όταν μετέφρασαν την Παλαιά Διαθήκη στα ελληνικά. Κανένας δεν ξέρει γιατί τους ήρθε να την πούνε παράδεισο. Η λέξη είναι… περσική και σημαίνει λουλουδιασμένος κήπος.
Καλημέρα σου...
ο φίλος σου Β.Γ.
Y.Γ. Επειδή εγώ δεν κάνω copy paste, αλλά φτιάχνω δικές μου παραγωγές το κείμενο το έγραψα για σένα αποκλειστικά. Μη το κάνεις προώθηση.
Υ.Γ. Μη νοιάζεσαι μόνο στο blog μου θα το αναρτήσω. Ευγενία.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Οδύσσεια μιας χάρτινης ηρωίδας.

Ήταν κρυμμένη χρόνια σ’ ένα ντουλάπι κάποιος της άνοιξε την πήρε στα χέρια, την κράτησε με ευλάβεια γιατί αιμορραγούσε από το λάβωμα του έρωτα, την προσποιητή φιλία που τόσο εύκολα την ξεγέλασε. Παράλληλα μια άλλη ζωή με το φάντασμα της δολοφονημένης μάνας που ποτέ δε γνώρισε, μια ζωή στην αναζήτηση μιας αγάπης με οποιοδήποτε τίμημα έξω από κανόνες ηθικής συμπεριφοράς, εκτεθειμένη πέρα για πέρα στην ασπλαχνιά του φονιά.

Πέρασαν χρόνια ξεχασμένη ακόμα και από τον δημιουργό της, μέχρι που τα αισθαντικά χέρια μιας σκηνοθέτιδας την κράτησαν απαλά με τη σκέψη να τη ζωντανέψει στο γυαλί. Ώρες και μέρες πολλές μίλησαν καρδιά με καρδιά η σκηνοθέτρια με τη χάρτινη ηρωίδα. Στροβιλίστηκαν στο χορό της αιώνιας μοναξιάς μέσα σε πλήθος κόσμου και έφτασαν ασθμαίνοντας στα έμπειρα χέρια της Κάκιας που τις αγκάλιασε και γρήγορα συνέθεσε το σενάριο όπως εκείνη αισθανόταν. Ω’ του θαύματος το «κανάλι» το ξεχώρισε ανάμεσα σε πάμπολλα και το κατέταξε ανάμεσα στα πέντε πρώτα. Ελπίδες πολλές, μέχρι που νέο «ανακοινωθέν» του καναλιού έδωσε παράταση κατάθεσης σεναρίων και η «χάρτινη ηρωϊδα» καθώς και τ’ άλλα σενάρια της περασμένη χρονιάς ξεχάστηκαν...

Στη Βίκυ και στην Κάκια, που δούλεψαν με μεράκι τη «νουβέλα» μου με τίτλο «Κάλτσα με ραφή», στέλνω ένα χαμόγελο από καρδιάς με τη σιγουριά ότι τίποτε δεν χάνεται, κάτι που γεννήθηκε στο χαρτί κουβαλάει ένα τόσο δα κομματάκι από δικές μας ζωές, πολλές ζωές, που σέβεται ο χρόνος ο μόνος χωρίς γομολάστιχα.

Ευχαριστώ για τον κόπο, χαίρομαι για τη φιλία μεγάλο κέρδος για μένα.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

"Τα άσπρα άλογα, Ρόσμερσχολμ"

13.03.11.
Παγκόσμιο Θέατρο.

Ερρίκου Ίψεν (Ίμπσεν, Χένρικ Γιόχαν) – γεν. 1828-1906 Νορβηγία-

Έργα του: Το Κουκλόσπιτο (1879)
Οι Βρυκόλακες (1882)
Η Αγριόπαπια (1884)
Η Κυρά της θάλασσας (1888)
Έντα Γκάμπλερ (1890)
Αρχιτέκτων Σόλνες (1892)
κ.α.

Σπουδαίος συγγραφέας-δραματουργός μοντέρνου, ρεαλιστικού θεάτρου, φιλοσοφικών, κοινωνικών τάσεων, και εκφραστής του ερωτικού τριγώνου, ανδρόγυνο με εραστή ή ερωμένη, το επονομαζόμενο ιψενικό τρίγωνο.
Στο θέατρο έχεις την εικόνα, το λόγο, την καλλιτεχνική ερμηνεία των ηθοποιών, οπωσδήποτε τη θεματολογία του έργου, τη σκηνοθετική άποψη, κ.α... Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, που το βρίσκεις κατ’ ευθείαν διαβάζοντας το κείμενο του συγγραφέα εισχωρώντας στο βάθος, στο νοούμενο, αν θέλετε, των λέξεων. Διαβάζοντας ανακαλύπτεις σε κάθε φράση, λέξη, κίνηση, την καταπληκτική αξιοσύνη του Ίψεν να μπαίνει στην ψυχή των ηρώων του και εντυπωσιάζεσαι το πόσο καλά γνωρίζει τη γυναικεία ψυχολογία και πόσο προτού η ίδια συνειδητοποιήσει το βάρος της θέσης της στον κόσμο του 19ου αιώνα, όπου ο κοινωνικός της ρόλος δεν της επέτρεπε ελευθερία σκέψης, εκείνος ρεαλιστικά τη φέρνει στο επίκεντρο ενός σκεπτόμενου ανθρώπου με γνώσεις και νέες ιδέες.

«Τα άσπρα άλογα» είναι η προκατειλημμένη διάθεση των χωρικών να πιστεύουν στα φαντάσματα των νεκρών που εμφανίζονται στα βάθη της χαράδρας του τόπου όπου ο συγγραφέας τοποθετεί τους ήρωές του.

Στο παλιό αρχοντικό του Ρόσμερ, λοιπόν, σε μια μικροπολιτεία των φιορδ της Δ. Νορβηγίας, εξελίσσεται το δράμα όχι μόνο του «ερωτικού τριγώνου» με κατάληξη την ήττα του νέου έρωτα, της πρωτόγνωρης αγάπης και φιλίας, αλλά σύγχρονων, ρεαλιστικών, κοινωνικοπολιτικών αντιλήψεων, που εναντιώνονται στο παλιό και παρωχημένο με πρόδηλο τον κίνδυνο των φορέων να εκτίθενται στις επιθέσεις της κοινωνίας που αντιστέκεται, με καταναγκαστικούς γραπτούς και άγραφους νόμους, στις νέες ιδέες που ανατρέπουν τις παλιές.

Η μακρόχρονα άρρωστη και άτεκνη σύζυγος του Ρόσμερ, Μπεάτα, έχει συντροφιά τη νεαρή θεράπαινα Ρεβέκκα της οποίας ο θαυμασμός στον διανοούμενο Ρόσμερ μετατράπηκε σε σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης, με καθημερινές συζητήσεις και ανταλλαγή γνωμών, σκέψεων με επίκεντρο τον εξευγενισμένο και ελεύθερο άνθρωπο. Η φιλική αυτή σχέση έκρυβε έναν αμοιβαίο αγνό, κρυφό, έρωτα, που δεν ξομολογιόταν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό... όμως εκείνος που μπορεί να καταλάβει τα μύχια της ψυχής του ερωτικού του συντρόφου, όταν o άλλος, αν και είναι παρών, έχει φωλιάσει σ’ άλλη καρδιά, είναι ο παλιός δυστυχής ερωτευμένος που απλά εκείνο που του απομένει είναι η παρουσία, η λύπη, η κατανόηση, που τον πληγώνει και τον υποτιμά.... έτσι η αρχόντισσα Μπεάτα αυτοκτονεί γκρεμισμένη στην άγρια χαράδρα.
Η βαριά αρρώστια την έφτασε στο σημείο αυτό πιστεύει ο σύζυγος..
Άραγε η κοινότητα των ανθρώπων το πιστεύει; ή σχολιάζει την ταπεινής καταγωγής νεαρή θεραπαινίδα, που εισέβαλλε στο Ροσμερσχολμ και έχει τον αέρα αρχόντισσας; Δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουν το άσπρο άλογο της νεκρής να αχνοφέγγει στη γέφυρα της χαράδρας..

Εξοργίζεται και απειλεί ο Κρολλ (αδελφός της νεκρής Μπεάτας) για τις νέες πολιτικές ιδέες του Ρόσμερ που δηλώνει: «δεν συντάσσομαι με το πνεύμα που κυβερνάει. Με κανέναν από τους αντιμαχόμενους. Θα προσπαθήσω να συγκεντρώσω ανθρώπους απ’ όλες τις πλευρές. Όσο πιο πολλούς και όσο πιο συνενωμένα μπορέσω. Θα αφιερώσω όλη μου την ύπαρξη και όλες μου τις δυνάμεις στον ένα και μόνο αυτό σκοπό, του να δημιουργηθεί αληθινή λαοκρατία στη χώρα.. το να γίνουν όλοι οι πολίτες της χώρας πολιτισμένοι, εξευγενισμένοι άνθρωποι».
Παράλληλα εξοργίζεται, απειλεί και προσβάλλει ο Κρολλ τη νεαρή Ρεβέκκα για το ρόλο της στην οικογένεια και θίγει την ταπεινή της καταγωγή...

Ξομολογούνται οι ερωτευμένοι αποσβολωμένοι και ένοχοι για έναν έρωτα που δεν εκφράστηκε, αλλά σίγουρα δεν ξέφυγε από τη ματιά της μακαρίτισσας.

Επειδή αγάπη, έρωτας είναι η ευτυχία και ευτυχία είναι το γαλήνιο, το χαρούμενο, το ατάραχο αίσθημα μιας συνείδησης χωρίς τύψεις, όπως ο συγγραφέας εκφράζει και επειδή οι δυο διαφορετικοί κόσμοι, ο ευγενής Ρόσμερ και η νεαρή Ρεβέκκα ταπεινής καταγωγής, συγκρούονται μια και το νέο, το ανατρεπτικό φτάνει αργά αφού προηγηθεί θυσία... το ερωτευμένοι ζευγάρι προχωρεί προς τη χαράδρα ξαφνιάζοντας την υπηρέτρια του αρχοντικού που τους βλέπει να απομακρύνονται στη γέφυρα, ενώ το άσπρο άλογο αχνοφέγγει όπως πάντα μολογούσε η αγαθή χωρική στη Ρεβέκκα... αλλά έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα μια και ο κόσμος της παλιάς ηθικής αυτό υπαγόρευε.

Ευγενία Μακαριάδη.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Λέξεις, που έχασαν το νόημά τους

Τα νομοθετήματα στη χώρα μας είναι για να παραβιάζονται,
καθώς και οι κανόνες δικαίου που τους διέπουν; Αναρωτιέμαι.

Το Σάββατο (05.03.11) βρεθήκαμε μια παρέα φίλων σε ταβερνάκι, στο Μαρούσι, κλείσαμε «τραπέζι» αφού εξακριβώσαμε πως το εν λόγω κέντρο είναι για «μη καπνίζοντες». Εσκεμμένως αναζητήσαμε ένα τέτοιο κέντρο, μια και είχαμε στην παρέα φίλο με σοβαρή πάθηση. Μια κυρία μιας άλλης συντροφιάς, που δυστυχώς το τραπέζι τους ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό μας, κάπνιζε αρειμανίως. ευγενικά φερόμενοι το είπαμε και μάλιστα χαμηλόφωνα στο γκαρσόνι. Εκείνος έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, όμως εκείνη απάντησε με δυνατή φωνή ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βγει έξω να καπνίσει και ότι είναι θαμώνας του κέντρου!. Απευθυνθήκαμε και στη διεύθυνση του μαγαζιού, αλλά «φωνή βοώντος». Μέχρι και τασάκι έβαλαν στο συγκεκριμένο τραπέζι και μάλιστα μετά την κυρία άναψαν τσιγάρο και οι δυο άντρες της αυτής παρέας. Μαζί με μας δυσανασχέτησαν και άλλοι, αλλά φευ η διάθεσή μας είχε χαλάσει. Εάν το συγκεκριμένο κέντρο ήθελε και την πίτα ολόκληρη.. έπρεπε να έχει περίκλειστους χώρους αποκλειστικά για καπνίζοντες καθώς και ειδικό κλιματισμό και εξαερισμό... όπως ο νόμος 3730/2008 άρθ.3 υπαγορεύει. Οπωσδήποτε δεν είναι οι νόμοι που θα επαναφέρουν λέξεις που έχασαν το νόημά τους όπως ο σεβασμός στον διπλανό μας, το συναίσθημα της τιμής ή φιλότιμο, αν θέλετε, η αξιοπρέπεια κ.α... Σημειώνω, εδώ, γιατί πολλές φορές παρεξηγούμε τα νιάτα, οι παραπάνω "καπνίζοντες" ήταν ηλικιωμένοι.