Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ του Ocean Vuong (γεν. 14.10.1988, Χο Τσι Μιν, Βιετνάμ)

 ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ του Ocean Vuong (γεν. 14.10.1988, Χο Τσι Μιν, Βιετνάμ)

 

Ο Ocean Vuong είναι Βιετναμέζικος Αμερικανός ποιητής, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος.

Ο Vuong είναι αποδέκτης της υποτροφίας Ruth Lilly / Sargent Rosenberg του 2014 από το Poetry Foundation, ένα βραβείο Whiting 2016 και το T.S. Βραβείο Eliot για την ποίησή του. 

Εκπαίδευση: Glastonbury High SchoolΚολέγιο του ΜπρούκλινΠανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης

Βραβεία: American Book Award

Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Τμήμα Λογοτεχνίας.

 

Ο Ocean Vuong είναι μια σπάνια περίπτωση συγγραφέα. Το 2017 του απονέμεται το κορυφαίο βραβείο T.S. Eliot για την ποιητική του συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου. Το 2018, πριν κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, πάνω από 15 εφημερίδες και site το είχαν συμπεριλάβει στα πλέον αναμενόμενα βιβλία της χρονιάς. Μόλις κυκλοφόρησε έγινε best seller και μπήκε στη λίστα των New York Times. Αναδείχτηκε το καλύτερο βιβλίο του 2019 για: ΤΙΜΕ, New Yorker, Washington Post, The Guardian, New York Public Library, The Wall Street Journal Magazine, Vanity Fair, Esquire, GQ, Entertainment Weekly, The San Francisco Chronicle κ.ά.

Στα δύο του χρόνια, η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Βιετνάμ και να μείνει για οκτώ μήνες σε έναν καταυλισμό προσφύγων στις Φιλιππίνες πριν μεταναστεύσει στην Αμερική. Είναι ο πρώτος στην οικογένειά του που έμαθε να διαβάζει σε ηλικία 11 ετών και 18 χρόνια αργότερα (2017) έλαβε το βραβείο T.S. Eliot.

***                                    ***                          ***                ***               

Ένα βιβλίο πλέον των 300 σελίδων που το διαβάζεις μέσα σε μια μέρα. συνειρμική αφήγηση. Επιστολική πεζογραφία, μια κι ο αποστολέας αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας του έργου μάς προϊδεάζει να διαβάζουμε γραμμή-γραμμή αυτά που γράφει στη μητέρα του. Βιογραφικό, δραματικό όσο αισιόδοξο, ερωτικό, σκληρό κοινωνιολογικό, πολιτικοκοινωνικό, αντιπολεμικό, αντι-φυλετικό, φιλο-ομοφυλοφιλικό έργο σε διστοπικές περιοχές και γειτονιές, έργο λυρικό, ποιητικό, θρηνητικό, ύμνος στην αγάπη, στην στοργή, στον έρωτα. Ο νεαρός συγγραφέας κρατάει  ανοιχτή την καρδιά του κάνοντας τη δική μας να πάλλεται στους ρυθμούς που η γραφή του επιδιώκει.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ο συγγραφέας και πρωταγωνιστής του έργου, κινεί το ενδιαφέρον, την ευαισθησία, την τρυφεράδα, τον θυμό, τον φόβο κι αυτό το απαγορευμένο το περιθωριοποιημένο που σε πολλές περιπτώσεις αποφεύγουμε ή αδιαφορούμε να γίνεται οικείο, να δίνει μαθήματα ανθρωπιάς, αληθινής αγάπης, θαυμασμού για τα ζώα, τις πεταλούδες, τα φυτά κ.α. Ξέρετε; μας λέει, για τα βουβάλια που πέφτουν κατά σωρούς στον γκρεμό. αυτοκτονούν λοιπόν τα βουβάλια.  Πετυχαίνει όλα τα προαναφερόμενα όχι τόσο με το θέμα του έργου, όσο με τη λογοτεχνική γλώσσα που ρέει αργά και ήσυχα στο μυαλό, στην αλήθεια στον θρήνο μας για ξένο θάνατο, για ξένες αγάπες, για την έκπληξή μας στην σκληρότητα του έρωτα πλημμυρισμένου από στοργή κι αγάπη, όταν ο σύντροφος μαλάσσει με το στόμα του για να ζεστάνει τα κρύα και βρόμικα δάχτυλα των ποδιών αγαπημένου, τον έρωτα αυτόν που ο παράδεισος δήθεν εξοστράκισε και βασιζόμενοι σ’ αυτό αφορίζουμε -ναι αφορίζουμε- όταν τελικά όλα αυτά δεν είναι για τους πρωταγωνιστές και μόνο του έργου, αλλά για τον άνθρωπο τον κάθε άνθρωπο. Τον κάθε άνθρωπο ιθαγενή, γηγενή, αλλογενή, ταξικοποιημένο, άνεργο, πεινασμένο θήραμα εκμεταλλευτών και ναρκοδηλητηριάσεων. Τα ανθρώπινα αυτά όντα που κινούνται ανάμεσά μας αόρατα, γιατί ούτε το όνομά τους, ούτε την καταγωγή, ούτε τη γλώσσα, ούτε το φύλο τους αποδεχόμαστε. Έχουμε, λοιπόν, μια αυτοβιογραφία, μια τραγική οικογενειακή ιστορία Βιετναμέζων κυνηγημένων από τα πυρά ανελέητων πολεμοχαρών.

Ας πω λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου. Ο νεαρός Ocean  γράφει τη βιογραφία του με εντιμότητα με αλήθειες -μπορεί και επινοήσεις- βασίζεται στην απώλεια, στην αγάπη για ανθρώπους και ζώα. Απευθυνόμενος στην αγράμματη μητέρα του, άραγε αν ήξερε να διαβάζει θα της έγραφε αυτό το γράμμα; αλλά και η μητέρα του θα έμπαινε στο νόημα της ψυχοσωτήριας εξομολόγησής του;  

 Η μητέρα του η Ρόουζ, εξ αιτίας του πολέμου στο Βιετνάμ, μετά την εγκατάστασή της στις ΗΠΑ, δεν έμαθε αγγλικά, παρά ελάχιστα ίσα να συνεννοείται. Η οικογένεια του συγγραφέα, η μητέρα του Ροουζ και η γιαγιά του Λαν, αναγκάστηκαν να φύγουν από το Βιετνάμ, το λευκό δέρμα της Ρόουζ πρόδιδε παιδί μεικτού γάμου, κάτι που δεν ήταν αποδεκτό στην πατρίδα και τοπική κοινωνία. Ο πόλεμος και η εγκατάλειψη από τον σύζυγό και πατέρα του Όσιαν αφήνει ανεξίτηλα ίχνη στην ψυχή της και πολλές φορές κακοποιεί τον μικρό Όσιαν. Η μητέρα της, η Λαν, είναι σχιζοφρενής όμως με συγκροτημένες ιδέες πολλες φορές για την αποφυγή  κακοτοπιάς. Στα έντεκα του χρόνια μαθαίνει να διαβάζει. Παίρνει εύκολα τα γράμματα. Ζει σε φτωχική συνοικία, στο Χαρτφορντ του Κονέκτικατ, ζει ως μη λευκός, νιώθει την απόρριψη και το μπούλινγκ από τα μικράτα του και στην εφηβεία του -ανακαλύπτοντας ίσως την ομοφυλοφιλία του- ερωτεύεται και αγαπά λευκό αμερικανό. Μετακομίζει στη Ν. Υόρκη και σπουδάζει αγγλική λογοτεχνία.

Απανθίσματα:

*Προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη ζωή-ακόμα κι όταν ξέρουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση το σώμα ν’ αντέξει. Θρέφουμε τη ζωή, της προσφέρουμε ανακούφιση, την μπανιάρουμε, της χορηγούμε φάρμακα, τη χαϊδεύουμε, της τραγουδάμε ακόμα. Επιτελούμε τις βασικές αυτές λειτουργίες, όχι επειδή είμαστε γενναίοι και αλτρουιστές, αλλά επειδή, σαν την ανάσα, αυτή είναι η πιο κεφαλαιώδης πράξη για το είδος μας: να διατηρούμε το σώμα ώσπου η ζωή να το αφήσει πίσω.

*Εδώ, καλά είναι να βρεις ένα δολάριο μαγγωμένο στη σχάρα του υπόνομου, καλά είναι όταν στη μαμά σου φτάνουν τα λεφτά για να νοικιάσει μια ταινία στα γενέθλιά σου και, αφού παραγγείλει και μια πίτσα πέντε δολαρίων από του Easy Frank, να μπήξει οκτώ κεράκια στο λειωμένο τυρί και το πεπερόνι. Καλά είναι όταν ξέρεις ότι έπεσαν πυροβολισμοί και ο αδελφός σου ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που γύρισν σπίτι, ήταν ήδη δίπλα σου με τα μούτρα χωμένα σε μια γαβάθα μακαρόνια με τυρί.

 ***


 

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

"ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΑ" της Ευγενίας Μακαριάδη, εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ

 


«Το ράγισμα», το τρίτο βιβλίο της Ευγενίας  Μακαριάδη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν, μας εξέπληξε ευχάριστα. Με πυκνή, ελλειπτική γραφή και γλώσσα ανάγλυφη περιπλέει το χώρο και το χρόνο των ηρώων της, προκαλώντας συναισθηματική αναστάσωση, χωρίς μελοδραματισμούς.

Αφήγηση που ισορροπεί ανάμεσα στο θέμα και τη γλώσσα, μέσω της ενάργειας των περιγραφών και των κινηματογραφικών της εικόνων, αναδεικνύει τον έρωτα, το πάθος και το θάνατο ως κύριο συστατικό ζωής.

Οι άνδρες κυρίως αφηγητές ή πρωταγωνιστές της, δεν φοβούνται να αποδελτιώσουν το παρελθόν τους, εκκινώντας από το ώριμο παρόν τους, εφοδιασμένοι με τα  σοφά και περίτεχνα ραγίσματα των βιωμάτων τους. Συνήθως οι ήρωες θυμούνται αυτοθεραπευόμενοι, βρίσκουν την απωλεσθείσα ταυτότητά τους, ή επαναλαμβάνουν λυτρωτικές συμπεριφορές όψιμα. Τολμούν να κοιτάξουν κατάματα αυτοκτονίες, δολοφονίες, ματαιώσεις, απώλειες, λάθη, χωρίς ενσταλάγματα ενοχής ή τιμωρίας. Ανήλικα παιδιά προσπερνούν το αμετάκλητο του θανάτου και συνεχίζουν τροπαιοφόρα τη ζωή τους.

Μικρές ατιμίες και μεγάλα σφάλματα χρεώνονται στους πρωταίτιους και οι αποδέκτες τους συνεχίζουν τη ζωή τους. Η ερωμένη ενός εβραίου στο  β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αφηγείται όσα θυμάται από την τάφρο που άνοιξε και έκρυψε μέσα τον αγαπημένο της.  Γιος τολμά να μιλήσει για την αλκοολική μάνα του. Γυναίκα σπρώχνει μαλακά προς το θάνατο τον άρρωστο και άτολμο εραστή της. Ο Θάνατος με τη μορφή του γιού και τη βοήθεια της γυναίκας του, δολοφονεί την ανελέητη μάνα του. Ιστορίες απενοχοποιημένης σκληρότητας και άφατης ευαισθησίας βγάζουν με γενναιότητα τη γλώσσα στο αποτρόπαιο.

Εντύπωση επίσης κάνουν σ’ αυτό το βιβλίο της Μακαριάδη, όπως και στο προηγούμενο, η σύμπλευση ρεαλιστικού και παράλογου στοιχείου. Έχουμε διηγήματα τοπιογραφικά του άστεως με ακριβή προσανατολισμό του χώρου και της ανθρωπογεωγραφίας και διηγήματα όπου κυριαρχεί το όνειρο και το παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Το οικοτροφείο των καλογραιών στα περίχωρα της Αττικής, ο σιδηροδρομικός σταθμός στα Κιούρκα, το δάσος Χαϊδαρίου, τα Εξάρχεια, είναι απολύτως αναγνωρίσιμοι τόποι, όπως και η ταραχή του ονείρου ηλικιωμένης αθλήτριας  με  νεαρά ποντίκια να μεταγγίζουν το αίμα τους σε υπέργηρους, ή η συνομιλία των πρωταγωνιστών με ζώα αληθινά ή ψεύτικα ως το alter ego του εαυτού τους.

Το οδοιπορικό εν τέλει της Μακαριάδη έχει σταθμούς αξιέραστους, τέτοιους που μέσα από την πληγή και το θραύσμα οδηγούμαστε στην ενσυνείδητη ίαση και την κατάματη ενατένιση της ζωής.

Καράμπελα Αρετή

 

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

Ενημέρωση:




 


Σας ενημερώνω ότι κυκλοφορεί το τρίτο μου βιβλίο με τίτλο «Το ράγισμα» εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ.  Εύχομαι να το διαβάσετε, να σας κρατήσει καλή συντροφιά -με γενικότερη στάση όχι της ματαιοδοξίας μου αλλά τη στήριξη του εκδότη μου και ακόμα την υποστήριξη της διηγηματικής πεζογραφίας.

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Η Αστυνομία της μνήμης, της Γιόκο Ογκάουα. Εκδόσεις Πατάκη

                  Η Αστυνομία της μνήμης

                       της Γιόκο Ογκάουα

                         εκδόσεις Πατάκη

 

Η Γιόκο Ογκάουα γεννήθηκε το 1962 στην Οκογιάμα της Ιαπωνίας και ζει σήμερα στο Χιόγκο. Έχει τιμηθεί με όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία της Ιαπωνίας.

Έργα της: Το Άρωμα πάγου, το Ξενοδοχείο Ίρις, ο  Παράμεσος,  κ.α..

 

 

 

Το βιβλίο «Η αστυνομία της μνήμης» με συντάραξε και με καταγοήτευσε. Είναι ευκολοδιάβαστο, αλληγορικό και από εκείνα τα βιβλία που ενώ οι ήρωές του ζουν σε τόπο δυστοπικό και σε συνθήκες φρίκης, εντούτοις τα διαβάζεις με ευχαρίστηση και συγκίνηση. Το τέλος του βιβλίου είναι θλιβερό αν και δίνει μια κάποια ανάσα αισιοδοξίας. Δεν μισείς κανέναν από τους ήρωες παρά μόνο το σύστημα εκείνο που επιδιώκει με άτιμα μέσα να σε εξαφανίσει καταστρέφοντας τη μνήμη σου. Ας θυμηθούμε ότι από τη 10ετία του ’40 μας χτύπησε το καμπανάκι ο Τζορτζ Όργουελ με το βιβλίο 1984 και η ρήση του «Big Brother is watching you» δυστυχώς μας στοιχειώνει μέχρι σήμερα.

Η συγγραφέας χωρίς περιττές περιγραφές μας δίνει το στίγμα της διαχρονικής αξίας. Έτσι έχουν τα πράγματα και ίσως χειρότερα στο μέλλον εφ’ όσον τα αποδεχόμαστε και συνηθίζουμε να ζούμε σε απάνθρωπες καταστάσεις. Σε εκείνο που δίνει έμφαση η Ογκάουα δεν είναι κάτι άλλο παρά η μνήμη, μισητή αντίπαλος της απολυταρχίας, της τυραννίας, του φασισμού και του αυταρχισμού της εξουσίας.

Με συναισθήματα στοργής, φιλίας, ανθρωπιάς, αγάπης και έρωτα η συγγραφέας προκαλεί δίνοντας τη σκυτάλη στον αναγνώστη να σκεφτεί ότι ίσως είναι αυτός ένας από τους ήρωές της, μια και δεν αναφέρει ονόματα ούτε και τον τόπο που εξελίσσεται η ιστορία. Ας υποθέσουμε κάπου στην Ιαπωνία, χώρα της συγγραφέα-αφηγήτριας.

Η συγγραφέας εγκιβωτίζει μυθιστόρημα μέσα στην ιστορία της, το ίδιο τρομακτικό όσο και η ζωή των ηρώων της ιστορίας, κατοίκων ενός δυστοπικού νησιού εγκλωβισμένου στο δολοφονικό μάτι της εξουσίας. Οι κάτοικοι κάτω από το φόβο της σύλληψης και εξαφάνισής τους συνηθίζουν να ζουν ομοιότυπα την καθημερινότητα τους μες στη δυστυχία και την ένδεια.

Στο νησί μέρα τη μέρα εξαφανίζονται, καταστρέφονται από τους κατοίκους-κατόπιν εντολής των κυβερνητικών αρχών- διάφορα πράγματα, όπως λουλούδια, πουλιά, ημερολόγια ακόμα και μυθιστορήματα, που μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ξεχνιούνται από τους κατοίκους, δεχόμενοι a priori το δίκιο της εξαφάνισης. Έτσι περνάνε στη λήθη πράγματα που κανείς δεν πρέπει και δεν θέλει να  θυμάται, εκτός κάποιων ιδεαλιστών, που κρύβονται σε καταφύγια και κρύβουν αντικείμενα για να γλιτώσουν απ’ τη λήθη.

 

Η αφηγήτρια, μυθιστοριογράφος σε μικρή ηλικία έχασε τη μητέρα της που ήταν γλύπτρια και από τους πρώτους ανθρώπους που εξαφάνισε η αστυνομία της μνήμης. Ακολούθησε ο πατέρας της που ήταν ορνιθολόγος. Τώρα ζει μόνη και έχει φιλία με τον γέρο που ήταν φίλος της οικογένειας πριν ακόμη εκείνη γεννηθεί. Ο γέρος ζει μόνος σε ένα εγκαταλειμμένο καράβι· ήταν καπετάνιος μέχρι που εξαφάνισαν τα φέριμποτ. Η ηρωίδα έχει πολύ καλές σχέσεις με τον Ρ., που είναι ο επιμελητής των μυθιστορημάτων της και αρνητής της εξαφάνισης πραγμάτων στη λήθη. Αποφασίζει να τον κρύψει σπίτι της, σε ένα μικρό δωμάτιο που αιωρείται ανάμεσα στο ισόγειο και το υπόγειο.

 

Η Ογκάουα πραγματεύεται τη μνήμη, τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τη φιλία, την ανθρωπιά, τη γενναιότητα, την ελευθερία που η εξουσία υπονομεύει.

 

Απανθίσματα:

 

·       Θυμάμαι ότι είχα ακούσει μια φράση πριν από πολλά χρόνια: «Οι άνθρωποι που αρχίζουν να καίνε βιβλία καταλήγουν να καίνε ανθρώπους»

 ******

·       "Πρώτιστο καθήκον μας εδώ είναι να φροντίζουμε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στη διαδικασία και οι άχρηστες αναμνήσεις να εξαφανίζονται γρήγορα κι εύκολα. Είμαι σίγουρος  ότι θα συμφωνήσεις πως δεν έχει νόημα να τις κρατάμε. Όταν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σου μολυνθεί  από γάγγραινα, το κόβεις όσο πιο σύντομα μπορείς. Αν δεν κάνεις τίποτα, στο τέλος θα χάσεις ολόκληρο το πόδι. Η θεμελιώδης αρχή είναι η ίδια. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν μπορείς να πιάσεις ή να δεις τις αναμνήσεις, δεν μπορείς να μπεις στις καρδιές όπου φυλάσσονται. Ο καθένας από μας τις κρατάει κρυφές. Έτσι, μια και ο αντίπαλός μας είναι αόρατος αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε τη διαίσθησή μας. Είναι εξαιρετικά λεπτή δουλειά. Προκειμένου να αποκαλύψουμε αυτά τα αόρατα μυστικά, να τα αναλύσουμε, να τα ξεσκαρτάρουμε και να τα ξεφορτωθούμε, πρέπει να δουλεύουμε μυστικά, να προστατευόμαστε. Νομίζω ότι με καταλαβαίνεις».

 

 

 

 

 

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

ΛΑΝΝΥ του Max Porter Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

 

 

ΛΑΝΝΥ  του Max Porter

                                      Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

 

Ο Μαξ Πόρτερ γεννήθηκε το 1981 στο High Wycombe της Αγγλίας

Βιβλία του:

Grief is the Thing with Feathers (2015)

Lanny (2019)

The Death of Francis Bacon 2021

Βραβεία:  Διεθνές Βραβείο Dylan Thomas.

Βραβείο The Sunday Times/PFD Young Writer of the Year,

και βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο The Guardian First Book Award και το Βραβείο Goldsmiths. 

 

Διαβάζοντας το βιβλίο σκέφτηκα ότι διαβάζω βιβλίο με παραμυθητικά, υπερφυσικά και παγανιστικά στοιχεία. Διατρέχοντάς το βρήκα λαογραφικά στοιχεία, οικολογικά στοιχεία, λόγο ποιητικό, θεατρικό, δραματικό, στοιχεία νουάρ, κοινωνικοπολιτικά στοιχεία, μαγικό ρεαλισμό, παραμύθι και κάθαρση, φαντασία και πραγματικότητα, Ζωή και θάνατο. Παιδικότητα, εφηβεία, ενηλικίωση και ό,τι τέλος πάντων τα έργα μυθοπλασίας πραγματεύονται. Εν συντομία ο νεαρός συγγραφέας μας αρπάζει με τη θραυσματική του γραφή να απολαύσουμε λογοτεχνικό έργο με πρωτοτυπία στη γραφή. Λέξεις που πετούν, ξεφεύγουν από τη γλώσσα, την καρδιά, τους τοίχους των σπιτιών, των δρόμων και αιωρούνται ανάλαφρα σαν αιθέρας μέχρι να ξεχαστούν στα έγκατα της γης η να ακουστούν ως προσευχή στο πνεύμα το καλό ή το κακό. Άραγε ο κάθε άνθρωπος, το κάθε πλάσμα δεν είναι δεμένο με τη γη που τον γέννησε και ιδιαίτερα εκείνο το πλάσμα που δεν σταματά να είναι κοντά στη φύση; Εκείνο που δεν την ξεχνά και στροβιλίζεται, ονειρεύεται ουρανούς, δάση, χώμα. Κι αυτό το πλάσμα είναι συνήθως παιδί. Το κάθε παιδί λίγο πριν το ρουφήξουν άσφαλτοι, τσιμέντα, πολυώροφα ή γυάλινα κτίρια. Ποιο παιδί δεν άγγιξε, δεν μίλησε, δεν αγκάλιασε, δεν μύρισε, έκοψε ή κοιμήθηκε κάτω στο χώμα και στον ίσκιο ενός δέντρου. Ποιο δεν κρύφτηκε στην κουφάλα του. ποιο δεν φαντάστηκε ότι στις ρίζες του κρύβονται ότι πολυτιμότερο και αγαπημένο υπάρχει. Ποιο δεν πασαλείφθηκε με χώμα σ’ όλο το σώμα, ποιο δεν το γεύτηκε, ποιο δεν βούτηξε στη λάσπη της γης γελώντας και παίζοντας πιτσιλίσματα με τα νερά της. Ποιο πεινασμένο και χαμένο δεν χόρτασε απ’ τους καρπούς της σκορπισμένους σε κρυφά δασωμένα μονοπάτια, κάπου στο κυνηγητό και στο κρυφτό. Εκεί στην παιδική ηλικία. Εκεί που οι μεγάλοι στερούνται και πολλές φορές εποφθαλμιούν τη θέση της.

Ο θάνατος του παλιού, η ζωή, η εσαεί αναγέννηση και ανάσταση της Φύσης.

 

Ο μικρός Λάννυ είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. Ζει με τους γονείς του, δυο χρόνια τώρα, σε ένα χωριουδάκι λίγο πιο έξω από το Λονδίνο.  Εκείνο που χαρακτηρίζει το παιδί είναι η αγάπη του στη φύση αλλά και στον –εξωθρησκευτικό όμως λατρευτικό αόρατο άγαλμα του χωριού- τον γέρο Άκανθο, που τον καλύπτουν κισσοί και βρύα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Ο γέρο-Άκανθος προϋπήρχε ήταν ο ιδιοκτήτης μπορούμε να πούμε του χωριού πριν ακόμα εμφανιστούν οι άνθρωποι, είναι ορατός στα όνειρα, στα λόγια και στα γραπτά των κατοίκων. Είναι ο θεός φύλακας  του χωριού. Στα μάτια των χωρικών ο μικρός Λάννυ είναι το παράξενο αλαφροΐσκιωτο παιδί. Η μητέρα του Λάννυ, η Τζόλυ,  είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και ηθοποιός. Άφησε το θέατρο για την ανατροφή του Λάννυ, όμως συγγράφει και μάλιστα πετυχημένα στο είδος  της αστυνομικής λογοτεχνίας. Είναι ευαίσθητη μαμά και τον ανατρέφει με ενσυνειδητότητα ή αν θέλετε, ανοιχτό μυαλό, κάτι που λείπει στην μικρή κοινωνία του χωριού, οπότε συνεχώς και αδιαλείπτως τα κουτσομπολιά εξαπλώνονται σαν νέφος και θαμπώνουν την ορθή σκέψη των περισσοτέρων χωρικών. Ο πατέρας του Λάνυ, ο Ρόμπερτ, ένας σύγχρονος αστός που η συμπεριφορά του δείχνει εγωκεντρισμό, ενοχλείται από τα περίεργα φερσίματα του παιδιού του και θίγεται από τα λόγια και τις κακογλωσσιές των συγχωριανών του. Φίλος του Λάνυ ο ηλικιωμένος ζωγράφος Πιτ, ο οποίος κατόπιν θερμής παράκλησης της Τζόλυ, δέχεται να μάθει ζωγραφική στον Λάνυ, χωρίς αμοιβή. Είναι ένας σύγχρονος άντρας, διάσημος από την τέχνη του, ομοφυλοφιλικός, ταπεινός και ηθικός. Δάσκαλος και μαθητής δένονται με βαθιά φιλικά αισθήματα. Επίσης αισθήματα φιλίας και εμπιστοσύνης αναπτύσσονται με την Τζόλυ και αργότερα με τον Ρόμπερτ -παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του με τον ζωγράφο. Ο Πιτ του Μαξ Πόρτερ, μου θυμίζει τον Πιτ του Ντίκενς στο «Μεγάλες προσδοκίες» Ο «περίεργος Λάννυ» που στιγμές στιγμές φαινόταν στα μάτια του Πιτ δαιμονισμένος, ιδίως όταν ο μικρός σχεδιάζοντας σκιές μουρμούρισε: «είμαστε μικρές αλαζονικές λάμψεις σε ένα μεγάλο εξαίσιο σχέδιο». Ο Ρόμπερτ σκέφτεται πως το παιδί είναι παράξενο όταν το βρήκε μες στη νύχτα να μιλά στη ρίζα δέντρου και να  λέει ότι συζητά με ένα κορίτσι που είναι κρυμμένο στο δέντρο εκατοντάδες χρόνια, φευγάτη από γονείς που της φέρονταν άσκημα (ας θυμηθούμε εδώ την Αλίκη του Λιούις Κάρολ). Και ήρθε σε δύσκολη θέση, σκεπτόμενος ότι το παιδί είναι ηλίθιο όταν του είπε: «Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται περισσότερη υπομονή, μια ιδέα ή μια ελπίδα»;

Ο μικρός Λάννυ χάθηκε. Δεν βρίσκεται πουθενά, η Τζόλυ όσο πλησιάζει το δείλι αναστατώνεται, χτυπάει πόρτες, ρωτάει γείτονες, ξεσηκώνει όλο το χωριό. Ειδοποιούν την αστυνομία. Χάθηκε ο Λάννυ. Τα κακόβουλα λόγια πετούν σαν σαϊτες και πληγώνουν αθώους και μάλιστα τους γονείς που άφηναν ελεύθερο το παιδί να τριγυρνά στο χωριό και στο δάσος και το χειρότερο να κάνει παρέα με τον γέρο ζωγράφο, τον ομοφυλόφιλο γέρο ζωγράφο.

Κεντρικός χαρακτήρας του έργου επίσης είναι ο γέρο-Άκανθος, ο οποίος καθαγνίζει και επαναφέρει «εις την ευθείαν οδόν», το τέλος του έργου  -δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν-.

Απανθίσματα:

* Αυτό που είναι γκροτέσκο. Τερέζα, είναι η αδιανόητη ταχύτητα αυτού του πράγματος, πόσο γρήγορα ένα αγνοούμενο παιδί μετατρέπεται σε ακμάζουσα βιομηχανία. Πόσο καλά εξασκημένοι είμαστε πιά;  

* Τι θα γινόταν αν έλεγε κανείς αυτό που πραγματικά νιώθει;

* Σκέφτομαι καθαρά. Είμαι σε θέση να το γνωρίζω τώρα αυτό, για όλους μας. Κανείς μας δεν νιώθει στ’ αλήθεια τίποτα για τους άλλους. Όλα είναι προσποίηση.

* Αυτοί οι αρρωστημένοι άνθρωποι φαίνεται ότι έφυγαν, μάλλον ακολούθησαν κάποια άλλη, ολοκαίνουργια τραγωδία κάπου αλλού. Κυνηγοί συμφορών.

 

 

 

 

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

 Ευγνωμοσύνη!

Πώς νιώθετε ρωτάει το φατσοβιβλίο.

Κι εγώ δεν ξέρω τι νιώθω. Μου γράφουν λόγια αγάπης γνωστοί και άγνωστοι φίλοι, χαμογελώ και συνάμα σκέπτομαι ότι έβαλα σε κόπο να εκφράσουν κάποιοι την αγάπη, το ενδιαφέρον, την καλή συμπεριφορά αν θέλετε, όμως: Σήμερα σε επίσκεψη γιατρού, (αναρρώνω πολύ καλά) πλέον των προφυλάξεων έναντι της αρρώστιας, τα λόγια που άκουσα ήταν κάτι παραπάνω από ιάματα∙ ήταν εκείνα που ξεδιψούν ψυχές, που επουλώνουν πληγές, σκέψεις, επιθυμίες, λάθη, πετούν κι ακούς τον λόγο, που σε συνεπαίρνει, που γλυκαίνει τη σκέψη όπως ένας λόγος λογοτεχνικός, λυρικός, αληθινός, όπως ο νιτσεϊκός λόγος, όπως ο θεϊκός λόγος. Ευχαριστώ και ευγνωμονώ τον γείτονα γιατρό μου και μετανιώνω που δεν είχα μαζί μου ένα σημειωματάριο να σημειώσω όσες σκέψεις υπέροχες και παρηγορητικές έκφρασε για την αφεντιά μου (δεν ξέρω αν το αξίζω να αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο για μένα, αλλά έχω την αίσθηση ότι ακούμπησαν στην πληγή μου και την γιάτρεψαν). Σας ευγνωμονώ κύριε Πολυχρονίδη.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

ΑΝΕΜΕΛΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ του Πέτερ Χάντκε Εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ

 

ΑΝΕΜΕΛΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ

  του Πέτερ Χάντκε

 

    Εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ

 

 

Ο Πέτερ Χάντκε (Peter Handke) είναι Αυστριακός συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1942 στο Γκρίφεν της Αυστρίας και έχει ασχοληθεί με κάθε είδος γραπτού και λυρικού λόγου. Μετέφρασε ξένους συγγραφείς στα γερμανικά καθώς και τραγωδίες του Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη.

 Ήταν ένας από τους ελάχιστους λόγιους ανά τον κόσμο που πήρε θέση ενάντια στους βομβαρδισμούς της Σερβίας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, το 1999.

Του απονεμήθηκε  το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2019.

 

Βιβλία του:

Σφήκες

Η κλέφτρα των φρούτων

Η αριστερόχειρη γυναίκα

Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτυ

Η μεγάλη πτώση

Κάσπαρ

Ακόμη  μια φορά για τον Θουκυδίδη

Βρίζοντας το κοινό (θεατρικό)

      κ.α.

 

Η αφήγηση του έργου αρχίζει ως εξής: Η Κυριακάτικη εφημερίδα Λαϊκή Ημερησία της Καρινθίας δημοσίευσε: Νοικοκυρά ετών πενήντα ενός αυτοκτόνησε τη Νύχτα προς Σάββατο παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών.  

Η είδηση αυτή μπορεί να περνά αδιάφορα ίσως και με στάση συμπόνιας για την αυτόχειρα από οποιονδήποτε αναγνώστη  εκτός  εάν ο αναγνώστης είναι ο γιος του θύματος, τότε αν μη τι άλλο επικρατεί η φρίκη. Η συνείδηση τραντάζεται από φρίκη, όπως μας λέει ο συγγραφέας.

 

Ο Πέτερ Χάντκε μας αφηγείται, πώς, γιατί και ίσως, τους λόγους αυτοκτονίας της μητέρας του, όχι ως μυθιστόρημα, όχι ως κατασκευή, όχι ως επινόηση. Φαντάζεται ο αναγνώστης πόσο πολύ μπορεί να επηρεάζει ένα παιδί η λέξη «αυτοκτονία» της μητέρας του, έτσι που ο συγγραφέας μας την αναφέρει ως ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΗ ΘΑΝΑΤΟ.  

 

Αλλά πώς μπορεί να γράψει, όσο γίνεται, από απόσταση, την υφιστάμενη κατάσταση των πραγμάτων του περασμένου αιώνα της ζωής της μητέρας του (και θα έλεγα και μέχρι τον αιώνα μας) ώστε ανάμεσα στην υπάρχουσα βιαιότητα να παραχώσει και την αυτοχειρία της. 

 

Παρότι τέτοιου είδους βιώματα παραμένουν καρφιά στις ψυχές των τέκνων και σιωπούν έναντι της φρίκης, ο αφηγητής μας εξομολογείται αυτό που δεν αντέχεται και αυτό που δεν κουβεντιάζεται. Σαν νυγμός ανεμελιάς στη δυστυχία. Οπωσδήποτε ο αναγνώστης διαβάζοντας προσεκτικά το έργο θα επισημάνει σπαράγματα πόνου, λύπης και πένθους.

 

Μου είναι πολύ αγαπητός ο Χάντκε όταν στα βιβλία του αναφέρει τη γυναίκα, την κάθε γυναίκα∙ έχει μαζί της τέτοια εξοικείωση που προσαρμόζει κάθε εξωτερικό παράγοντα στη διαμόρφωσή της. Μπαίνει στη σκέψη, στη θέση και ψυχοσύνθεσή της. Διαβάζοντας το βιβλίο μου ‘ρχονται μνήμες συζύγων, μανάδων, γιαγιάδων όχι μόνο του περασμένου αιώνα, κατά τον οποίο έζησε η μητέρα του συγγραφέα, αλλά και μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και ανά τον κόσμο το πόσο υπέφεραν και υποφέρουν ψάχνοντας τον εαυτό τους ή μάλλον ψάχνοντας ένα γιατί.

 

Αναφέρει τοιχογραφικά την ένδεια ανθρώπων της υπαίθρου, όταν προ πενήντα χρόνων γεννήθηκε η μητέρα του, όπου επικρατούσαν ακόμα συνθήκες του 1848 με δουλοπάροικους και φεουδάρχες, μια και εξηγεί ότι ο παππούς του υπήρξε νόθο παιδί, όπως τα παιδιά των περισσοτέρων μικροκαλλιεργητών. Η μητέρα του ήταν κόρη πλουσίου αγρότη, όπου υπηρέτης ήταν ο πατέρας του, που γι αυτόν δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά ο γεννήτοράς του.  

Χρόνια ενδεή του 20’ του ‘30’ του ’40, σκληρά χρόνια για άντρες και ακόμα σκληρότερα για τις γυναίκες. Άραγε οι λόγοι αυτοκτονίας, είναι η φτώχεια; Η διακοπή των σπουδών της μητέρας; Ο ανεκπλήρωτος έρωτας από τον οποίο αυτός γεννήθηκε; Ο μετέπειτα γάμος της, που έγινε κατόπιν κοινωνικών συνθηκών και ζήτημα καθήκοντος να δώσει στο παιδί της έναν πατέρα; Ασχέτως αν εκείνη τον αντιπαθούσε. Αν κι εκείνος τη λάτρευε και δεν τον ένοιαζε αν γεννούσε το παιδί ενός άλλου. Μήπως μεταξύ όλων αυτών ήταν και τα κενά που γέμιζε με ανέλπιδα όνειρα για κάτι άλλο; Ένα δρόμο, για παράδειγμα, ένα διάλεγμα που θα την απελευθέρωνε; Μήπως η συμπόνια, η ενσυναίσθηση για την οικογένεια, τα καθήκοντα, τα πρέπει της δημιουργούσαν νέα κενά; Μήπως τα πολλαπλασιαζόμενα κενά έκοβαν μαχαίρι κάθε μικρή φτερούγα που γεννιόνταν σαν γαλήνευε η τρικυμία της καθημερινότητά της; Μήπως ήταν η αποστροφή για τον σύζυγο της που την ξυλοκοπούσε; Μήπως το νοιάζει του για ‘κεινη ήταν για την ίδια φορτίο ενόχλησης; Μήπως, όπως αφηγείται ο συγγραφέας, μετατράπηκε σ’ ένα ουδέτερο πλάσμα που ξοδευόταν στην καθημερινή ρουτίνα; Μήπως τελικά πήρε το μυστικό της στον τάφο;

 

 Μήπως, μήπως, μήπως; Μπορώ να γράφω ένα σωρό εικασίες για κάθε γυναίκα, για κάθε γυναίκα που έθαψε και θάβει τα όνειρά της, για κάθε γυναίκα που στιγματίζεται με νόθο παιδί, για κάθε λέξη που ο συγγραφέας τοποθετεί ακριβώς στη θέση της και κουρελιάζει τις κοινωνικές συμπεριφορές που περιθωριοποιούν ανθρώπους.   

 

Απανθίσματα:

*όλα άρχισαν όταν η μητέρα μου ανέπτυξε ξαφνικά τη διάθεση για κάτι: ήθελε να μάθει∙ γιατί μαθαίνοντας τότε που ήταν παιδί, ένιωθε κάτι από την ίδια. Ήταν όπως όταν λέει κάποιος «Αισθάνομαι» Για πρώτη φορά μια επιθυμία, που μάλιστα εκφραζόταν κάθε τόσο, ώσπου στο τέλος καταντούσε έμμονη ιδέα. Η μητέρα διηγούνταν ότι «παρακαλούσε γονατιστή» τον παππού να την αφήσει να μάθει κάτι. Αυτό όμως αποκλειόταν: ένα νεύμα με το χέρι αρκούσε για την απόρριψη∙ μια κίνηση αποδοκιμασίας για κάτι που ήταν αδιανόητο.

 

*η μητέρα δεν έγινε τίποτα…

*η επώδυνη ανάμνησή της, οι καθημερινές κινήσεις της, ιδίως στην κουζίνα.

 

*τον πρώτο καιρό το χαροπάλεμά της μου παρουσιαζόταν ολοζώντανο, ειδικά όταν επανερχόταν η ημέρα της εβδομάδας που είχε πεθάνει. Κάθε Παρασκευή το σούρουπο ήταν οδυνηρό και μετά νύχτωνε. Το κιτρινωπό φως στον δρόμο του χωριού μέσα στη νυχτερινή ομίχλη∙ βρώμικο χιόνι και μυρωδιά αποχέτευσης∙ σταυρωμένα χέρια στην πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση∙ το τελευταίο καζανάκι δυο φορές.

 

*αυτή η ιστορία όμως έχει όντως να κάνει με ακατονόμαστα πράγματα, με βουβές στιγμές τρόμου. Πραγματεύεται στιγμές, στις οποίες η συνείδηση τραντάζεται από τη φρίκη∙ ….

όνειρα τόσο αποτρόπαια ώστε τα ζει κανείς πράγματι σαν σκουλήκια μέσα στη συνείδηση. Όταν κόβεται η αναπνοή, όταν κάποιος κοκκαλώνει, «ένα σύγκρυο σκαρφάλωνε στη ραχοκοκαλιά μου, μου σηκωνόταν η τρίχα…

 

**η φρίκη υπάγεται στους φυσικούς νόμους είναι ο horror vacui στη συνείδηση. Μόλις η παράσταση αρχίσει να παίρνει σχήμα στη φαντασία, παρατηρεί αίφνης ότι δεν υπάρχει τίποτα ποια για να παραστήσει. Κι εκεί καταρρέει, σαν φιγούρα κινούμενων σχεδίων που συνειδητοποιεί ότι όλη την ώρα αεροβατούσε.

 

Τζένη Μακαριάδη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΑΝΤΙΟ ΤΩΡΑ, ΤΑ ΛΕΜΕ ΑΥΡΙΟ του William Maxwell Εκδόσεις GUTENBERG

 

          ΑΝΤΙΟ ΤΩΡΑ, ΤΑ ΛΕΜΕ ΑΥΡΙΟ του William Maxwell

                       Εκδόσεις GUTENBERG

 

Ο Γουίλιαμ Μάξγουελ γεννήθηκε το 1908 στο Λίνκολν του Ιλινόις  και πέθανε το 2000 στη Νέα Υόρκη.

Συγγραφέας και επιμελητής του «New Yorker» για 40 χρόνια. Υπήρξε μέντορας πολλών συγγραφέων της γενιάς του όπως οι Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Iσαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Τζον Απντάικ, Τζερόμ Ντέιβιντ  Σάλιντζερ. Ο Σάλιντζερ μάλιστα, όταν ολοκλήρωσε το χειρόγραφο του «Φύλακας στη σίκαλη», έσπευσε στο σπίτι του Μάξγουελ για να του το διαβάσει και να ζητήσει τη γνώμη του.

Το έργο αρχίζει δημοσιογραφικά, όταν οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται στο έγκλημα που διέπραξε ο πατέρας του δεκάχρονου Κλίτους, σκοτώνοντας τον εραστή της γυναίκας του. Αμέσως μετά αυτοκτόνησε πέφτοντας στο σκυρωρυχείο, που έμοιαζε με μικρή λίμνη και ήταν τόσο βαθύ, που έλεγαν ότι δεν έχει πυθμένα

Ένα βιβλίο που θέλεις να ξαναδιαβάσεις. Ευαίσθητο, συγκινητικά αληθινό, συνεκτικό σε δυο ιστορίες με θέμα την απώλεια – τον θάνατο. Ο θάνατος στιγματίζει δυο δεκάχρονους φίλους όταν ο μεν ένας χάνει τη μητέρα του και ο άλλος τον πατέρα του.

Πώς ένας θάνατος μπορεί να καταστρέψει μια οικογένεια, μια στέγη που προστατεύει, μια στέγη υποστήριγμα για τα παιδιά και την ανάπτυξή τους. Η παιδική ψυχή που φρικιάζει έναντι του θανάτου των γονιών.  

Μια εξομολογητική μνήμη του αφηγητή, μια κατασκευή μνήμης του συγγραφέα, μια υπέροχη ιστορία.

Τοιχογραφία μιας εποχής σε αγροτικές περιοχές στο Λίνκολν του Ιλινόις, όπου ο συγγραφέας εικονοποιητικά και ποιητικά μας μεταφέρει στην πατρίδα του απαρχές του 20ου αιώνα, στη νοοτροπία των κατοίκων και στα ήθη και έθιμά τους. Αναφέρονται τα ανέμελα παιδικά του χρόνια παίζοντας με τον φίλο του τον Κλίτους, πριν ορφανέψουν ο αφηγητής από τη μητέρα του και ο Κλίτους, όταν ο πατέρας του σκότωσε τον εραστή της μητέρας του και μετά αυτοκτόνησε.

Η φαντασία του αφηγητή πρωταγωνιστεί, καλπάζει ανάμεσα σε πραγματικά γεγονότα και μιλάμε για γεγονότα που συνέβησαν προ πενήντα χρόνων και όπως λέει ο συγγραφέας «όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε να λέμε ψέματα».

Ο αφηγητής μας μεταφέρει την αληθινή ιστορία γεμίζοντας τα κενά με υποψίες και επινοήσεις.

Εντέλει και ο χρόνος που προκαλεί το γήρας και επαναφέρει στη μνήμη του αφηγητή τα δραματικά γεγονότα, όπου δίνει άφεση στον εαυτό του από ενοχές, όταν είδε τον φίλο του χρόνια μετά και δεν του μίλησε, όχι εσκεμμένα. Άξιο λόγου θα ήταν να ξέρει ο Κλίτους ότι διαφύλαξε ευλαβικά το μυστικό του, κανείς δεν έμαθε το παραμικρό στο νέο σχολείο που φοιτούσαν.

Τέλος ο αφηγητής εύχεται γαλήνη στον παιδικό του φίλο.

 

Απανθίσματα:

Ο θάνατος της μητέρας μου είχε οδηγήσει τον πατέρα μου στα όρια της κατάρρευσης. Το βράδυ, μετά το δείπνο, βημάτιζε μέσα στο σπίτι κι εγώ βημάτιζα μαζί του, με το χέρι μου περασμένο στη μέση του. Ήμουν δέκα χρονών. Πήγαινε από το καθιστικό στο χολ και όταν έφτανε μπροστά στο ρολόι του τοίχου έστριβε κι έμπαινε στη βιβλιοθήκη, και από τη βιβλιοθήκη στην τραπεζαρία και μετά έμπαινε στο καθιστικό από μια άλλη πόρτα, και τέλος πίσω στο χολ. Δεν μιλούσε, κι έτσι δεν μιλούσα ούτε κι εγώ. Προσπαθούσα μόνο να μαντέψω, όταν ετοιμαζόταν να στρίψει για να μην κουτουλήσουμε ο ένας με τον άλλο.

Τα παιδιά δεν μπορούν να πουν αν αυτά ανήκουν στο σπίτι ή το σπίτι ανήκει σ’ αυτά. Μόλις πάρεις τη σκύλα μακριά, πάρε και την κουζίνα – πάρε τη μυρωδιά από κάτι νόστιμο, που ψήνεται στο φούρνο. Τη μυρωδιά της μπουγάδας, των μάλλινων που στεγνώνουν στην απλώστρα. Της στάχτης. Της σούπας που σιγοβράζει στη στόφα. Πάρε και το γέρικο άλογο που περιμένει υπομονετικά δίπλα στο φράχτη. Πάρε τι μικροδουλειές που τον κρατούσαν απασχολημένο απ’ όταν γύριζε απ’ το σχολείο μέχρι την ώρα του βραδινού. Πάρε την πάχνη νωρίς το πρωί, το οργισμένο κρώξιμο ων κορακιών στις κορφές των δέντρων.

Τα ρούχα του για τις δουλειές είναι ακόμη κρεμασμένα στο δωμάτιό του, στο καρφί δίπλα στην πόρτα, αλλά κανείς δεν τα βάζει και κανείς δεν τα βγάζει. Κανείς δεν κοιμάται στο κρεβάτι. Ούτε διαβάζει τον Τομ Σουίφτ και την ιπτάμενη μηχανή με την τσαλακωμένη ράχη. Μιας και είσ’ εδώ, παρ’ το κι αυτό.

Πάρε το κανάτι και το μπολ, στεγνά και σκονισμένα. Πάρε το στάβλο με τις αγελάδες όπου οι γάτες κάθονται στη σειρά και περιμένουν με το στόμα ορθάνοιχτο κάποιον να τους δώσει λίγο γάλα. Πάρε και το στάβλο με τα άλογα-τη μυρωδιά απ’ το σανό και τη σκόνη και το αλογήσιο κάτουρο και τα λουριά λερωμένα απ’ τον ιδρώτα, πάρε και τη βροχή που πέφτει δυνατά στο οργωμένο χωράφι έξω απ’ την ανοιχτή πόρτα. Παρ’ τα όλα αυτά μακριά, και τι μένει; Μετά από τέτοια απώλεια, τι νόημα έχει να του ζητήσεις να συνεχίσει να είναι το αγόρι που ήταν πριν; Καλύτερα να ξεκινήσει τη ζωή απ’ την αρχή σαν κάποιο άλλο αγόρι.