Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Η πέτρα της υπομονής, του ΑΤΙΚ ΡΑΧΙΜΙ (γεν.το 1962, Καμπούλ)



               
                     
                            

                              Βραβείο Goncourt 2008.
                       
                                (Εκδόσεις: Ψυχογιός).


Μύθος: ένας λίθος "Σενγκέ Σαμπούρ" - σύμβολο της περσικής μυθολογίας.

Μια πέτρα μαγική, μια μεγάλη, μαύρη, στρογγυλή πέτρα που κάθεσαι σιμά της και εξομολογείσαι τα ανομολόγητα.  Αυτά που κανένας δεν θέλει, δεν αντέχει, δεν έχει μάθει να αφουγκράζεται, αφού ουδέποτε άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να εκφράσει τις ενδόμυχες σκέψεις του, τα αισθήματά του, τον ψυχικό του κόσμο σ' έναν κόσμο του "απαγορεύεται".

Έτσι  παρεκκλίνοντας, κατά παράβαση, τους θρησκευτικούς,  κοινωνικούς ή ηθικούς νόμους, τοποθετείς την "πέτρα" μπροστά σου, της ανοίγεις την καρδιά σου και όλα σου τα βάσανα θρυμματίζονται μαζί με την πέτρα που εκρήγνυται.

Ένα φτωχόσπιτο στα σύνορα του Αφγανιστάν, που σείεται από φόβο και τρόμο μπρος σε επικείμενη κατάρρευσή του εξ αιτίας εμφύλιου πολέμου των "εσείς και εμείς" για την εξουσία.  Ένας πόλεμος των "ταλιμπάν", σε ένα κράτος μουλάδων.

Μέσα στο σπίτι μια νεαρή γυναίκα πηγαινοέρχεται μια προσέχοντας τις μικρές της κόρες, μια μπαίνοντας σ' άλλο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της, προστατεύοντας έτσι τα παιδιά να μη δουν τον πατέρα τους, που ψυχορραγεί χτυπημένος στον αυχένα από μια σφαίρα.

Το δωμάτιο άδειο σχεδόν, κουρτίνες στα δυο παράθυρα με σχέδια αποδημητικών πουλιών. Μια χαντζάρα στον τοίχο και από κάτω μια φωτογραφία ενός τριαντάχρονου, περίπου, μυστακοφόρου άντρα που έχει όψη κοροϊδευτική σ' αυτόν που τον κοιτάζει. Ο ίδιος άντρας κείτεται σ' ένα στρώμα κατάχαμα, με ανάσα επιθανάτιου ρόγχου, το ύφος του δεν απέχει πολύ από τη φωτογραφία.

Η γυναίκα προσέχει να μην αδειάζει το μπουκάλι με το ζαχαρωμένο-αλμυρό νερό που στάζει στο ανοιχτό του στόμα και να βάζει με προσοχή Μια-δυο σταγόνες κολλύριο στα ανοιχτά, ακίνητα στο ταβάνι καρφωμένα μάτια του Μια-δυο σταγόνες και πάλι και πάλι. Πηγαινοέρχεται λαχταρισμένη, υποταγμένη στις εντολές του μουλά. Διαβάζει από το ανοιχτό κοράνι τα ενενήντα εννιά ονόματα του Θεού.  Κλαιει επαναλαμβάνοντας ένα από τα ονόματα Αλ Καχάρ (ο Ευεργέτης), συνεχίζει κλαίγοντας να επαναλαμβάνει τα ονόματα του Θεού κι' άλλο, κι άλλο.. παραπονιέται που εκείνη υποφέρει και πονάει, ενώ εκείνος στέκεται εκεί ακίνητος χωρίς πόνο, χωρίς λέξη.

Κάποτε πηγαίνει τα παιδιά σε μια θεια της και μένει μόνη να περιποιείται τον ήρωα πολέμου άντρα της που πνέει τα λοίσθια.

Του μιλάει ανοιχτά όπως ποτέ δεν διανοήθηκε να κάνει δέκα χρόνια παντρεμένη μαζί του. Του μιλάει κάτω από ανατριχιαστικούς ήχους εκρήξεων, πυροβολισμών, ουρλιαχτών, σ' ένα δωμάτιο μιας ρημαγμένης πόλης, που βουλιάζει στον τρόμο του πολέμου ανάμεσα στις φατρίες.

Ναι τα λεει όλα έξω από τα δόντια, δεν υπάρχει κανένας φόβος εκείνος τώρα ληθαργεί. Είναι ένα βήμα από το θάνατο και γίνεται η μαγική πέτρα της, ο λίθος "Σενγκέ Σαμπούρ".

΄Ετσι, κατηγορεί τα αδέλφια του που πολύ θα ‘θελαν να 'χε πεθάνει για να 'χουν το ελεύθερο να την γαμήσουν. Ναι το ξέρε, το 'βλεπε στο βλέμμα τους, κάποιος απ' αυτούς θα το ‘κανε, κάποιος απ’ αυτούς θα την παντρεύονταν. Όλοι τον εγκατέλειψαν, ούτε σκουπίδι νάταν, ακόμα κι  η μάνα του αυτόν τον ήρωα που τραυματίστηκε για τη Τζιχάντ,. Αυτή, η μάνα του που ήθελε να του δώσει άλλη γυναίκα και να πετάξει την ίδια γιατί δεν έκανε αμέσως παιδί. Και μια στείρα απλά την πετάς και μετά δεν την θέλει κανείς ούτε η δική της οικογένεια. Έτσι απλά η στείρα είναι μια άχρηστη γυναίκα, οπότε ή εξαφανίζεται ή γίνεται πόρνη.

Μπαινοβγαίνει, ψάλλει το επόμενο όνομα Θεού, μπορεί το δέκατο, μπορεί το εικοστό, βάζει Μια-δυο σταγόνες κολλύριο στο κάθε μάτι, εκεί αυτά απλανή καρφωμένα στο ταβάνι. Ανασαίνει ίδια με το ρυθμό του ρόγχου του. Καθαρίζει το σωληνάκι, το βάζει στο στόμα του, γεμίζει το μπουκάλι με ζαχαρωμένο νερό. Αλλάζει το βρώμικο σεντόνι, τον πλένει, χώνει τα χέρια στα πυκνά του γένια, τον φιλάει στο στόμα, τον χαϊδεύει, του πλένει το φύλο, το μυρίζει, τίποτα καμιά μυρουδιά, όλα τίποτα...

Τον βρίζει  για την εγκατάλειψη, για τον έρωτα που ποτέ ο καργ... δεν την ικανοποίησε, αν και  εκείνη χαιρόταν που αυτός ένιωθε καλά, γιατί απλά είχε εκσπερματίσει.

Τον βρίζει γιατί η πρώτη νύχτα έρωτα έγινε μετά τρία χρόνια γάμου, επειδή ο "ήρωας" πολεμούσε. Βωμολοχεί γιατί η τελετή έγινε με την ίδια νύφη και  πλάι της η φωτογραφία του γαμπρού, αφού ο ίδιος πολεμούσε.. Η πρώτη νύχτα γάμου με το άντρα να φουσκώνει από ικανοποίηση και περηφάνια σαν διάνος για το πολύ αίμα, το ωραίο αίμα της νύφης τεκμήριο παρθενίας, αν και το αίμα ήταν προϊόν εμμηνορρυσίας. Πάντως ήταν παρθένα, ο ήρωας πολέμου να μην ανησυχεί.

Τον βρίζει γιατί για το ίδιο αίμα την έδειρε άγρια, όταν μια νύχτα μες τον ύπνο της τής έκανε έρωτα και διαπίστωσε ότι είχε περίοδο.. γιατί απλά εκείνο το αίμα ήταν αλλιώτικο, ήταν σιχαμερό..

Τον πλένει, τον χαϊδεύει, τον φιλάει, τον βρίζει, φιλάει το στόμα του,  φιλάει το φύλο του, κάνει τον έρωτα που πάντα ονειρευόταν, επιτέλους τελειώνει πάνω του κραυγάζοντας από ηδονή για πρώτη φορά..

Ψάλλει το όνομα του προφήτη έχει ακόμα καιρό για να φτάσει στο ενενηκοστό ένατο όνομά του.

Είναι η ώρα να πει μπροστά στην πέτρα της αυτό το μυστικό που εφιαλτικά την κυνηγά στον ύπνο της, στα όνειρά της.

Ναι τα παιδιά δεν είναι δικά του, γιατί αυτός ήταν στείρος. Τα παιδιά είναι ενός άλλου, εκείνου που έδινε φυλακτά κατά της στειρότητας και το αστείο είναι ότι με τη μάνα του πήγαινε και η τελευταία συνέχιζε να πηγαίνει κι  άλλες στείρες για να τεκνοποιήσουν...

Έχει γυρίσει την πλάτη στον άντρα, έχει ανοίξει διάπλατα τα χέρια, την έχει συνεπάρει η αποκάλυψη, όταν τα χέρια του την γραπώνουν. Εκείνη φωνάζει για το θαύμα που έγινε, και ότι τα μυστικά της τον ζωντάνεψαν... φωνάζει το τελευταίο όνομα του Προφήτη Αλ-Σαμπούρ, σ' ευχαριστώ αλ-Σαμπούρ και αγκαλιάζει τα πόδια του άντρα. Εκείνος τη σηκώνει ψηλά, την κολλάει στον τοίχο εκεί που είναι η χαντζάρα, την παίρνει στα χέρια της τη χώνει στο στήθος του, ενώ εκείνος την σέρνει κάτω, τη γραπώνει και της στρίβει το λαρύγγι.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

"Ο Κύκλωπας"

Αποσπάσματα από τη νουβέλα μου με τον παραπάνω τίτλο.



Ήμουνα οκτώ ή δέκα χρονώ, φαίνεται πως το μυαλό μου δε δούλευε σαν των άλλων παιδιών. Λέγανε πως η κουζουλάδα είναι  το χαρακτηριστικό μου. «Σαλό, κρεμανταλά, μονόμματο» όλα αυτά με ονομάτιζαν εκτός του ονόματός μου που ήταν Λάσκος το μικρό και Κωστορίζος το παράνομα. Τα μάτια μου τάχα γερά, μα μ’έλεγαν μονόμματο, γιατί το χρώμα τους ήταν παράταιρο. Το δεξί είχε της θάλασσας το χρώμα και το ζερβό της ελιάς, του κάρβουνου.

Κάποτε η μάνα μου, μου ’χε πει  ότι ο γιατρός των ματιών της είπε πως και τ’ άλλο είναι μπλε, όπως και το δεξί, αλλά το κρύβει ένα σπίλωμα.

Οι χωριανοί μου δεν πίστευαν ότι βλέπω και με τα δυο μου μάτια, νόμιζαν το ζερβό στραβό και τα παιδιά με φώναζαν «κύκλωπα».

                                               
***
Τα κρασιά, οι λαμαρίνες με τα ψητά, οι ζυμωμένες κουλούρες, που με τρόπο έφερναν οι γυναίκες στις κάμαρες και τα ’βαζαν πάνω στα σιδερένια κρεβάτια, μου ’σπαγαν τα ρουθούνια. Η κοιλιά μου γουργούριζε, πεινούσα πολύ, όμως με τράβηξαν κάποιοι και με πήγαν στο μεγάλο δωμάτιο, που ’ταν η πεθαμένη μάνα μου. Ντυμένη με ένα καφέ ταφταδένιο φουστάνι, που το γιακαδάκι του ήταν δαντελένιο, άσπρο, πλεγμένο στο βελονάκι από τα χέρια της. Της είχαν λουλούδια στα μαλλιά και φύλλα κόκκινου τριαντάφυλλου στο στόμα.
Το κασόνι το ’χαν στολίσει με νεκροσέντονο άσπρο, με χειροποίητη δαντέλα μια πιθαμή φαρδιά, έργο της γιαγιάς μου, της Αερόπης, που την έπλεκε χρόνια τώρα για την αφεντιά της, αλλά την πρόλαβε η μάνα μου. Όλο το χωριό θαύμαζε τη δαντέλα κι η γιαγιά μου κουνούσε το κεφάλι της, μπορεί από σεμνή περηφάνια, μπορεί από πόνο για το χαμό της κόρης της.

Μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν τσιριχτά, χωρίς δάκρυα και φώναζαν «κρίμα, χίλιες φορές κρίμα, στα νιάτα της, στα σπουδάματά της, στην ομορφιά της...»

Μ’ έβαλαν να στέκομαι ακριβώς δίπλα στο νεκροσέντουκο και να τηρώ τη μάνα μου, που ’ταν πανιασμένη κι έφερνε το χρώμα του ίκτερου.
Μου ‘ριχναν και καμιά στην πλάτη να ισιώσω την καμπούρα μου.
Μα ’γω διπλωνόμουνα, γιατί έτσι και ισιωνόμουνα θα χτύπαγα το κεφάλι μου στο ταβανοσάνιδο. Μ’ έντυσαν μ’ άσπρο πουκάμισο, μπαμπακερό, με μακριά μανίκια, όπου στο ένα είχαν περάσει μια μαύρη, φαρδιά κορδέλα. Το μαύρο κοντοβράκι έφτανε μέχρι τα γόνατά μου. Ήμουνα καλτσωμένος με χοντρές, γκρίζες κάλτσες, που ‘φταναν επίσης μέχρι τα γόνατα. Τα άσπρα μου μοκασίνια ήταν νούμερο σαράντα.

Η κοιλιά μου γουργούριζε συνέχεια, δε μου ‘δωσαν μπουκιά από το πρωί, λόγω της πεθαμένης και περίμενα πώς και πώς να την παν στο ταφειό και να γυρίσουμε για το φαγοπότι. Εν τω μεταξύ οι λαμαρίνες, για το νεκρογεύμα, ερχόντουσαν η μια μετά την άλλη. Οι φρεσκοψημένες κουλούρες μου φέρνανε λιγοθυμιά και το καφέ φουστάνι της μάνας μού καθρέφτιζε τα μάτια, με στράβωνε, με πόναγε και ο πόνος προχώρησε μέχρι τ’ άδειό μου στομάχι, το λάβωσε και μ’ έριξε κατάχαμα παρασέρνοντας τ’ αναμμένο κερί και το νεκροσέντουκο με τη πεθαμένη κάτω.

Ευγενία Μακαριάδη.
                                ....----....