Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

"Ο Κύκλωπας"

Αποσπάσματα από τη νουβέλα μου με τον παραπάνω τίτλο.



Ήμουνα οκτώ ή δέκα χρονώ, φαίνεται πως το μυαλό μου δε δούλευε σαν των άλλων παιδιών. Λέγανε πως η κουζουλάδα είναι  το χαρακτηριστικό μου. «Σαλό, κρεμανταλά, μονόμματο» όλα αυτά με ονομάτιζαν εκτός του ονόματός μου που ήταν Λάσκος το μικρό και Κωστορίζος το παράνομα. Τα μάτια μου τάχα γερά, μα μ’έλεγαν μονόμματο, γιατί το χρώμα τους ήταν παράταιρο. Το δεξί είχε της θάλασσας το χρώμα και το ζερβό της ελιάς, του κάρβουνου.

Κάποτε η μάνα μου, μου ’χε πει  ότι ο γιατρός των ματιών της είπε πως και τ’ άλλο είναι μπλε, όπως και το δεξί, αλλά το κρύβει ένα σπίλωμα.

Οι χωριανοί μου δεν πίστευαν ότι βλέπω και με τα δυο μου μάτια, νόμιζαν το ζερβό στραβό και τα παιδιά με φώναζαν «κύκλωπα».

                                               
***
Τα κρασιά, οι λαμαρίνες με τα ψητά, οι ζυμωμένες κουλούρες, που με τρόπο έφερναν οι γυναίκες στις κάμαρες και τα ’βαζαν πάνω στα σιδερένια κρεβάτια, μου ’σπαγαν τα ρουθούνια. Η κοιλιά μου γουργούριζε, πεινούσα πολύ, όμως με τράβηξαν κάποιοι και με πήγαν στο μεγάλο δωμάτιο, που ’ταν η πεθαμένη μάνα μου. Ντυμένη με ένα καφέ ταφταδένιο φουστάνι, που το γιακαδάκι του ήταν δαντελένιο, άσπρο, πλεγμένο στο βελονάκι από τα χέρια της. Της είχαν λουλούδια στα μαλλιά και φύλλα κόκκινου τριαντάφυλλου στο στόμα.
Το κασόνι το ’χαν στολίσει με νεκροσέντονο άσπρο, με χειροποίητη δαντέλα μια πιθαμή φαρδιά, έργο της γιαγιάς μου, της Αερόπης, που την έπλεκε χρόνια τώρα για την αφεντιά της, αλλά την πρόλαβε η μάνα μου. Όλο το χωριό θαύμαζε τη δαντέλα κι η γιαγιά μου κουνούσε το κεφάλι της, μπορεί από σεμνή περηφάνια, μπορεί από πόνο για το χαμό της κόρης της.

Μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν τσιριχτά, χωρίς δάκρυα και φώναζαν «κρίμα, χίλιες φορές κρίμα, στα νιάτα της, στα σπουδάματά της, στην ομορφιά της...»

Μ’ έβαλαν να στέκομαι ακριβώς δίπλα στο νεκροσέντουκο και να τηρώ τη μάνα μου, που ’ταν πανιασμένη κι έφερνε το χρώμα του ίκτερου.
Μου ‘ριχναν και καμιά στην πλάτη να ισιώσω την καμπούρα μου.
Μα ’γω διπλωνόμουνα, γιατί έτσι και ισιωνόμουνα θα χτύπαγα το κεφάλι μου στο ταβανοσάνιδο. Μ’ έντυσαν μ’ άσπρο πουκάμισο, μπαμπακερό, με μακριά μανίκια, όπου στο ένα είχαν περάσει μια μαύρη, φαρδιά κορδέλα. Το μαύρο κοντοβράκι έφτανε μέχρι τα γόνατά μου. Ήμουνα καλτσωμένος με χοντρές, γκρίζες κάλτσες, που ‘φταναν επίσης μέχρι τα γόνατα. Τα άσπρα μου μοκασίνια ήταν νούμερο σαράντα.

Η κοιλιά μου γουργούριζε συνέχεια, δε μου ‘δωσαν μπουκιά από το πρωί, λόγω της πεθαμένης και περίμενα πώς και πώς να την παν στο ταφειό και να γυρίσουμε για το φαγοπότι. Εν τω μεταξύ οι λαμαρίνες, για το νεκρογεύμα, ερχόντουσαν η μια μετά την άλλη. Οι φρεσκοψημένες κουλούρες μου φέρνανε λιγοθυμιά και το καφέ φουστάνι της μάνας μού καθρέφτιζε τα μάτια, με στράβωνε, με πόναγε και ο πόνος προχώρησε μέχρι τ’ άδειό μου στομάχι, το λάβωσε και μ’ έριξε κατάχαμα παρασέρνοντας τ’ αναμμένο κερί και το νεκροσέντουκο με τη πεθαμένη κάτω.

Ευγενία Μακαριάδη.
                                ....----....

Δεν υπάρχουν σχόλια: