Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

Η ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ, της ΧΑΝ ΓΚΑΝΓΚ, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

          Η ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ

                    Της Χαν Γκανγκ (γεν.1970  Ν.Κορέα)

 

«Η Χορτοφάγος» χάρισε στην Χαν Γκανγκ παγκόσμια αναγνώριση, καθώς η αγγλική του μετάφραση τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016.  Έχει εκδώσει  μυθιστορήματα, ποιήματα, και συλλογές διηγημάτων. Η συγγραφέας ζει στη Σεούλ και είναι καθηγήτρια δημιουργικής γραφής.

 

                        ***---***

Τρία διηγήματα, τρεις συγκλονιστικές αφηγήσεις, απαρτίζουν το μυθιστόρημα της Χαν Γκανγκ, 

Έργο αλληγορικό, για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση του ανθρώπου και στο έργο της Γκανγκ για τον περιορισμό και την εξάλειψη της έμφυλης ανισότητας  στα  δικαιώματα της γυναίκας. Θίγει ζητήματα οικουμενικά, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος της γυναίκας, της αναπαραγωγικής της ικανότητας, της γυναίκας ως σεξουαλικό αντικείμενο, την καταπίεση, την ενδο-οικογενειακή βία, τη σεξουαλική βία.

 

Τρία μέλη της οικογένειας της ΓιόνγκΧιε μας αφηγούνται την ιστορία της. Το έργο αρχίζει με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του συζύγου της Τζονγκ, συνεχίζει με τη αφήγηση του συζύγου της αδελφής της και στο τρίτο μέρος μας αφηγείται η  ΊνΧιε αδελφή της ΓιόνγκΧιε.

 

Στο πρώτο μέρος γνωρίζουμε την ΓιόνγκΧιε και τον σύζυγό της Τζονγκ. Η ΓιόνγκΧιε μια συνηθισμένη νοικοκυρά, αποφασίζει ξαφνικά να μην ξαναφάει κρέας, να μην ξαναφορέσει σουτιέν και αδιαφορεί αν φαίνεται ή όχι το στήθος της. Είναι σιωπηλή, απαντάει λακωνικά, γυμνά και αληθινά σ’ ό,τι την ρωτούν. Το αποτέλεσμα των αποφάσεών της έχει τραγικές συνέπειες. Έχει δικαίωμα και αξιώσεις στο σώμα της η ΓιόνγκΧιε; Ξαφνικά της ήρθε η χορτοφαγία; Θα έλεγα ότι όλα ξεκινούν από τα παιδικά χρόνια. Η ΓιόνγκΧιε έχει μεγαλώσει σε πατριαρχική οικογένεια και σε τέτοιες οικογένειες οι κακοποιήσεις παιδιών αποτελούν παράδοση. Η ΓιόνγκΧιε αντιδρά βίαια κατά του εαυτού της. Η εξέγερσή της είναι η λιμοκτονία, η εξέλιξή της να γίνει φυτό. Όμως στο έργο και οι άλλοι κεντρικοί χαρακτήρες είναι υπάρξεις αξιολύπητες, όπως ο Τζονγκ χωρίς όνειρα για κάτι καλύτερο στη ζωή του με τον γάμο, έχει χαμηλές προσδοκίες, η έλλειψη αξίας στην προσωπικότητα και εμφάνισή του, το μικρό του πέος, αξίζει μόνο σε μια μέτρια γυναίκα, νοικοκυρά, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις.

 Επίσης το ακατανίκητο ερωτικό πάθος του καλλιτέχνη συζύγου της ΊνΧιε για την ΓιόνγκΧιε τον ταπεινώνει σαν άνθρωπο, όταν χρησιμοποιεί το ισχνότατο σώμα της ΓιόνγκΧιε, την άρρωστη θα έλεγα ΓιόνγκΧιε,  σαν καμβά για να ζωγραφίσει πολύχρωμα λουλούδια και να την προκαλεί να κάνουν έρωτα, έρωτα που δέχεται η ΓιόνγκΧιε σαν μια αλήθεια της ανθρώπινης υπόστασης. Τέλος η αδελφή της ΓιόνγκΧιε, η οποία αδιαφορούσε μέχρι που βλέπει την αδελφή της στο ψυχιατρείο σε κωματώδη κατάσταση και η θύμησή της πήγε παλιά στα παιδικά τους χρόνια.

 

Απανθίσματα:

***Το πρωί που τελικά βρήκε το θάρρος να πάει στο μαιευτικό και γυναικολογικό τμήμα, εκεί που είχε γεννηθεί ο ΤζίΟυ, είχε σταθεί στην υπαίθρια πλατφόρμα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό ΓουάνγκΣιμΝι περιμένοντας το τρένο, που έκανε ασυνήθιστα πολλή ώρα να περάσει. Απέναντι από την πλατφόρμα υπήρχε μια σειρά από προσωρινά κτήρια με τον ατσαλένιο σκελετό τους να σαπίζει, και άγρια χόρτα να αναρριχώνται ανάμεσα στις ράγες, στις άκρες των οποίων δεν περνούσαν τρένα. Η αίσθηση ότι δεν είχε ποτέ πραγματικά ζήσει σε αυτόν τον κόσμο την εξέπληξε. Ήταν γεγονός. Δεν είχε ζήσει ποτέ της. Ακόμη και όταν ήταν παιδί, τόσο παλαιά την πήγαινε η θύμησή της, δεν είχε κάνει τίποτε άλλο από το να επιβιώνει. Είχε πιστέψει στη δική της εγγενή καλοσύνη, στον ανθρωπισμό της, και είχε ζήσει με αυτές τις αρχές δίχως ποτέ της να προκαλέσει κακό σε κανέναν. Η αφοσίωσή της στο να κάνει τα πράγματα με τον σωστό τρόπο ήταν ακατάβλητη, όλη της η επιτυχία στηριζόταν  σε αυτό, και θα είχε συνεχίσει έτσι επ’ αόριστον. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά, αντιμέτωπη με εκείνα τα κτήρια που σάπιζαν και τα αναρριχώμενα χόρτα, ένιωθε  σαν ένα παιδί που δεν είχε ζήσει.

 

***Έριξε άλλη μια ματιά γύρω στα διάφορα αντικείμενα μέσα στο σπίτι. Δεν της ανήκαν, όπως ακριβώς και η ζωή της δεν της ανήκε.

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Ορατή σαν αόρατη, της Ζυράννας Ζατέλη, εκδόσεις Καστανιώτη

 Ορατή σαν αόρατη, της Ζυράννα Ζατέλη,

            Εκδόσεις Καστανιώτη


Η Ζυράννα Ζατέλη γεννήθηκε το 1951 στον Σοχό Θεσσαλονίκης. Σπούδασε θέατρο και εργάστηκε ως ηθοποιός, καθώς και στο ραδιόφωνο, μα τα εγκατέλειψε αρκετά γρήγορα -η πραγματική της κλίση ήταν και είναι το γράψιμο και ασχολείται πλέον αποκλειστικά μ' αυτό. Έχει εκδώσει ως τώρα τα βιβλία:
- "Περσινή αρραβωνιαστικιά", συλλογή εννέα διηγημάτων, εκδ. Σιγαρέτα 1984· Καστανιώτης, 1994
- "Στην ερημιά με χάρι", συλλογή τριάντα ενός διηγημάτων, εκδ. Σιγαρέτα 1986· Καστανιώτη, 1994
- "Και με το φως του λύκου επανέρχονται", μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες, εκδ. Καστανιώτη, 1993
- "Ο θάνατος ήρθε τελευταίος", μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 2001, πρώτο βιβλίο της τριλογίας "Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους".
- "Το πάθος χιλιάδες φορές", μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 2009, δεύτερο βιβλίο της τριλογίας "Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους".
Το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Το μυθιστόρημά της "Και με το φως του λύκου επανέρχονται" μεταφράστηκε στα γερμανικά, ολλανδικά, λιθουανικά, ιταλικά, γαλλικά.
Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί και δημοσιευθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά.

**********-------------------------------****************

Αόρατη σαν ορατή, σαν όνειρο που τσιμπιόμαστε μες στον ύπνο μας αν είμαστε ξύπνιοι-ορατοί, ή τριγυρίζουμε σαν σκιές αόρατοι στο φανταστικό σύμπαν της Ζατέλη.  Η συγγραφέας κρύβει σ’ ένα μεγάλο σεντούκι αγάπες, έρωτες, ποιήματα, τραγούδια, μαγεία, τέρατα, ζώα, φυτά, συγγραφείς, από παλιά τόσο παλιά που δεν χρειάζεται να ξέρουμε πότε, μόνο να γευτούμε τη λάμψη του νέου ή το αρχαιότερο συναρπαστικό με το χρώμα τεχνοτροπίας παλαίωσης. Η Λεύκα, η ονειροπόλα, η χωριατοπούλα που μεγαλώνει με παροιμίες, παραμύθια που εισπράττει από σιωπές, διαλέκτους, αγαπημένους, συγγενείς, φίλους, ξένους, ζώα, βουνά, δάση, λουλούδια, κρωγμούς, κελαδήματα, από τον παιδικό έρωτα μέχρι τον ανεκπλήρωτο της ενηλικίωσης. Η Λεύκα που άνοιξε πελώρια φτερά θέλοντας να ζήσει μόνη με χαρτιά και μολύβια, σε τόπους γνωστούς και άγνωστους· το κορίτσι που ένιωσε την αλήθεια μες στο παραμύθι, τον μύθο, τα πρόσωπα, τα μάτια, τις εκφράσεις τους που αμίλητα έβγαζαν δυνατή φωνή και η περιπατήτρια συγγραφέας κατέγραφε καταγράφει και θα καταγράφει εσαεί, και με ησυχία του χρόνου, του χρόνου που εκείνη ξέρει να κοντρολάρει και κοντρολάρει αποδεδειγμένα, γιατί η μελέτη σκέψης ή ψυχής, αν θέλετε, δεν είναι δοκίμιο επιστημόνων και χημείας, αλλά το χάδι στο κεφαλάκι ενός παιδιού που κοιμάται με τραγούδι ή παραμύθι. Κάπου εκεί βρίσκει κανείς τη Ζατέλη, να ανοίγει την αυλαία και  αργά αργά να παρουσιάζει θεατρικά την αληθινή ζωή, τη φανταστική ζωή, την κάθε ζωή πλασμάτων ζωντανών ή νεκρών. Γιατί όπως λέει και το βιβλίο της «…και δεν θα πρέπει να διαφωνούν πολλοί πως όταν σκέφτεσαι με ζήλο κάτι, όλο αυτί και μάτι, σου διαφεύγει πριν απ’ όλα ότι σκέφτεσαι, ακόμα και το τι μπορεί να σκέφτεσαι, καταγίνεσαι εκεί πέρα με ό,τι είναι δίχως σχεδόν να ευθύνεσαι· περίπου όπως στον ύπνο με τα όνειρα».

Ένα βιβλίο με εφτά ιστορίες, ιστορίες που ταυτοποιούν τη συγγραφέα, ιστορίες που θυμίζουν τα πρόσωπά μας όπως ακριβώς αποτυπώνονται στο έργο, ιστορίες παλιές και νέες στεφανώνονται μυστικά και η συγγραφέας τις φανερώνει με τον λόγο, τη γλώσσα, ως μαθητεία γραφής.

Πρωταγωνιστεί η Λεύκα την ακολουθούμε από τα παιδικάτα της στο χωριό μέχρι που φθάνει -εδώ κοντά μας- στην Αθήνα (εδώ μπορούμε να βάλουμε ημερομηνίες, μας τις  μαρτυρούν οι εικόνες). Τα πρώτα της βήματα στη δουλειά στη γραφή, στην παρατήρηση, στην αλήθεια, στη φαντασία, στο όνειρο, στην επινόηση, το ψέμα κι όλα να τοποθετούνται ανάκατα στο σεντούκι· όπως  μια κουκουβάγια· παρότι όμορφη είναι πρόδρομος θανάτου και η πιτσιρικαρία του χωριού ανδρώνεται με το να τα βάζει μαζί της· παλεύει με το φόβο νύχτα σε στοιχειωμένο σπίτι όπου κικκαβίζει το πουλί σκορπώντας τρόμο. Χιούμορ, γέλιο και συγκίνηση ένα πέπλο που απλώνει γενναιόδωρα η συγγραφέας σ’ όλο της το έργο.

Απανθίσματα:

*…..Μια κόλαση σαν να λέμε, ένας παραδαρμός. Κι όσο κι αν ήξερε από το παρελθόν πως είναι αναγκαία αυτή η κόλαση κι οφείλει να την διαβεί ολόκληρη, σπιθαμή προς σπιθαμή για να γίνουν μετά τα πράγματα πιο εύκολα, να σου δοθούν περίπου, έβλεπε από μέρα σε μέρα-καινούργιο αυτό- πως γίνονταν και πιο δύσκολα· ένα καράβι για ξεκίνημα που δεν ξεκινούσε. Και πόσο ακόμα να περιμένει να αποδημήσει ένας άνθρωπος για να λάβει το λάκτισμα, την ευλογία! Πως αντέχω και δεν απελπίζομαι; αναρωτιόταν στα τετράδιά της, την ώρα που μέσα της βαθειά εφτά φορές είχε αλλάξει δέρμα απ’ την απελπισία. Κι εκεί ήταν το ζήτημα οι φοβερότερες στιγμές και σκέψεις, οι πιο ανείπωτες, δύνανται άραγε να γραφούν σ’ ένα χαρτί ή μήτε στον αιώνα τον άπαντα; Δύναται να «κρυφτεί» η ίδια μέσα σ’ αυτά που έγραφε ή μόνο να κρυφτεί απ’ αυτά; κι αν δεν υπήρχε διαφορά;