Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Η τριλογία της Κοπεγχάγης, της Τόβε Ντιτλέουσεν, εκδ. Πατάκη. Μετάφραση Κατερίνα Σχινά

 

                                                                                                                                                                                                                            

Η τριλογία της Κοπεγχάγης, της Τόβε Ντιτλέουσεν, εκδ. Πατάκη.

                        Μετάφραση Κατερίνα Σχινά

 

Η Τόβε Ντιτλέουσεν γεννήθηκε το 1917 στο Βέστερμπρο της Δανίας και σε ηλικία πενήντα οκτώ χρόνων, αυτοκτόνησε.

 

Η τριλογία της Κοπεγχάγης, είναι κάτι ανάμεσα σε αυτοβιογραφία και αυτομυθοπλασία της συγγραφέως, Τόβε Ντιτλέουσεν, η οποία αφηγείται τη ζωή της, σε τρία βιβλία, στο πρώτο τα παιδικάτα της, στο δεύτερο τα νιάτα της και στο τρίτο και τελευταίο την εξάρτησή της από ναρκωτικά, που επέφερε και το τέλος της. Ένα δραματικό ταξίδι ζωής, για ένα κορίτσι που αποστρέφεται την καταπιεστική πραγματικότητα και μάχεται με δικούς του όρους να επιβιώσει. Προσοντούχα, αφ’ εαυτής, μεταφέρει στο μαγικό σακίδιο του πνεύματός της πλούτο λέξεων με ποιητικές και λογοτεχνικές ιδιότητες, που θα την συμπαρασύρουν στην απομάγευση των ψευδαισθήσεων της πραγματικότητας για δρόμους προοπτικής, εξέλιξης και δημιουργικότητας

 

Γεννιέται σε φτωχογειτονιά του Βέστερμπρο, Κοπεγχάγης, ανάμεσα σε λαϊκό και εργατικό κόσμο. Οι πρώτες καλές εικόνες των παιδικών της χρόνων είναι η όμορφη μαμά που συχνά πυκνά κλείνεται στη μοναχικότητά της, ξεχνώντας την ύπαρξη της μικρής Τόβε. Ο στενός χώρος του σπιτιού, κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με τους γονείς, της δίνει την εμπειρική δυνατότητα γνώσης, αναφορικά με το απόρρητο της ερωτικής συμπεριφοράς των αντρόγυνων. Οι οικονομικές δυσχέρειες της οικογένειας, τα μυστικά που την κατακλύζουν, τα φέρει με μια υποκριτική μάσκα, ώστε να μοιάζει με τ’ άλλα παιδιά και να μην καταλογίζουν την φημολογούμενη αλλοκοτιά της. Κρύβεται πίσω από μάσκα προσποίησης και προστασίας συνάμα. Στιγμές ευφροσύνης, τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και κάποια βιβλία που καμιά φορά βρίσκονται στα χέρια της. Στη σκέψη της ρέουν λέξεις, που δεν θα αργήσει να της τιθασεύσει ποιητικά. Στην περίπτωση της συγγραφέα δεν θα λέγαμε ότι είχε όμορφα παιδικά χρόνια, αφού οι οικονομικές ανέχειες της οικογένειας, την έκαναν να σταματήσει, δεκατετράχρονη ακόμα, το σχολείο.

 

Τα νιάτα (β’ σύγγραμμα)

 

Η μάσκα της διαφορετικότητας πέφτει όταν κατόπιν υποδείξεως φίλης, φτιάχνει τα δόντια της, τώρα δεν περνά απαρατήρητη από βλέμματα θαυμασμού και περιέργειας. Είναι όμως διαφορετική όπως η ίδια επιμένει αφού διαβάζει ότι πέφτει στο χέρι της και γράφει, γράφει μανιωδώς ποιήματα. Μια ματιά αποδοχής στα ποιήματά της είναι για ‘κεινη η ορμητική παρότρυνση να εισβάλλει στον ωκεάνιο λογοτεχνικό τόπο και να κατακτήσει, έστω και μετά θάνατο, όπως γνωρίζει ο αναγνώστης/στρια, μια σπουδαία και τιμητική θέση, αφού παιδεύεται και υποφέρει πρωτύτερα, εφ’ όσον δεν δημοσιεύονται τα ποιήματά της.

 

Εξάρτηση  (γ’ σύγγραμμα)

 

Παντρεύεται τέσσερις φορές, κάνει ένα παιδί, και πορεύεται με γραφή, παιδί, παρέες, αλκοολισμό, φλερτ, εκτρώσεις, που απαγορεύονται την 10ετία του ’30. Πόνοι σωματικοί και ψυχολογικοί απαλαίνουν, όταν ο τρίτος σύζυγος - γιατρός- εθισμένος στις ουσίες, την συνηθίζει σε διεγερτικές ενέσεις που καταστρέφουν την ίδια και τον γάμο τους. Ηττάται μαχόμενη με τον εθισμό, μέχρι τέλους της ζωής της κατόπιν αυτοχειρίας. Η αυτοχειρία εκτός κειμένου, όπως οι αναγνώστες γνωρίζουν από την βιογραφία της.

 

Δραματικό έργο με ριπές, όπου δει, χιούμορ. Βιώματα, επινοήσεις, η καθημερινότητα ενός ονειροπαρμένου κοριτσιού της εργατικής τάξης. Εξομολογητική φωνή, ψυχρή φωνή, ανάλογα την ηλικία και την εποχή της. Καταπληκτική γραφή, μιλάει από το σήμερα και καθηλώνεται στην βιωματική ηλικία. Έμφυλη λογοτεχνία, το υπαρξιακό γίνεται συλλογικό, ποιητικό μες στην αφήγηση. Η τάση της συγγραφέα να εξελίσσει στο έπακρο τις ικανότητες και δυνατότητές της για να κερδίσει τη μάχη με τον εαυτό, στοχεύει στην εκτίμηση του ίδιου εαυτού και των άλλων.

 

Ανθολόγημα:

 

Το σαλόνι είναι μια νησίδα φωτός και ζεστασιάς για πολλές χιλιάδες βραδιές- οι τέσσερίς μας είμαστε πάντα εκεί, όπως οι χάρτινες κούκλες που στέκονται στον τοίχο πίσω από τις κολώνες του κουκλοθέατρου που έφτιαξε ο πατέρας μου από μια μακέτα που βρήκε στο familie Journalern. Είναι πάντα χειμώνας, κι έξω στον κόσμο έχει παγωνιά, όπως στην κρεβατοκάμαρα και την κουζίνα. Το σαλόνι πλέει στον χώρο και τον χρόνο και η φωτιά βρυχάται στη σόμπα. Αν και ο Έντουϊν κάνει πολύ θόρυβο με το σφυρί του, όταν ο πατέρας μου γυρίζει μια σελίδα του απαγορευμένου βιβλίου, ο ήχος μοιάζει πολύ πιο δυνατός. Αφού έχει γυρίσει πολλές σελίδες, ο Έντουιν κοιτάζει τη μητέρα μου με τα μεγάλα καστανά του μάτια κι αφήνει κάτω το σφυρί. «Δεν θα τραγουδήσει κάτι η Μητέρα;» λέει. «Εντάξει απαντά η μητέρα μου χαμογελώντας του, και αμέσως ο πατέρας μου αφήνει το βιβλίο πάνω στην κοιλιά του και με κοιτάζει σαν να θέλει κάτι να μου πει. Αλλά εκείνο που θέλουμε να πούμε ο ένας στον άλλο δεν θα ειπωθεί ποτέ. Ο Έντουιν πετάγεται πάνω και δίνει στη μητέρα μου το μοναδικό βιβλίο που είναι δικό της και την ενδιαφέρει. Είναι ένα βιβλίο με τραγούδια για τον πόλεμο. Στέκεται σκύβοντας από πάνω της όσο εκείνη το ξεφυλλίζει, κι ενώ φυσικά δεν αγγίζουν ο ένας τον άλλο, είναι μαζί με τρόπο που αποκλείει τον πατέρα και εμένα. Μόλις η μητέρα μου αρχίζει να τραγουδάει, ο πατέρας μου αποκοιμιέται  με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο απαγορευμένο βιβλίο. Η μητέρα μου τραγουδάει δυνατά και τσιριχτά, σαν να μη συνδέεται με τις λέξεις που τραγουδάει.

Μητέρα-είναι η Μητέρα;

Βλέπω πως έχει κλάψει.

Έρχεσαι από μακριά, δεν έχεις κοιμηθεί.

Είμαι χαρούμενος τώρα. Μην κλαις, μητέρα.

Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, αψηφώντας τούτη τη φρίκη.

 

Όλα τα τραγούδια της μητέρας μου έχουν πολλούς στίχους, και, προτού φτάσει στο τέλος του πρώτου, ο Εντουιν αρχίζει να βαράει ξανά το σφυρί του και ο πατέρας μου ροχαλίζει δυνατά.

 

 Τζένη Μακαριάδη,

για την Λέσχη Ανάγνωσης Διονύσου