Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

ΜΕΛΑΝΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΟΥΡΑ της Αρετής Καράμπελα εκδόσεις θράκα



ΜΕΛΑΝΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΟΥΡΑ
              της Αρετής Καράμπελα
                        εκδόσεις θράκα

Η Αρετή Καράμπελα γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε ως φιλόλογος  στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση. Εκτός από διηγήματα γράφει και παραμύθια. Αυτό είναι το πρώτο της πεζογραφικό βιβλίο.


Το βιβλίο «ΜΕΛΑΝΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΟΥΡΑ» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι μια ευχάριστη έκπληξη για τον αναγνώστη. Μέσα σ’ αυτό το μικρό βιβλίο ξετυλίγονται είκοσι πέντε σπουδαία διηγήματα. Εξαιρετικά δυνατά κείμενα, πυκνή γραφή,  παραμυθητική αφήγηση∙  η δύναμη της γλώσσας απολύτως συνεπής με τις ευφάνταστες και ρεαλιστικές ιστορίες. Τα θέματα σε μαγεύουν κυριολεκτικά και δεν τα ξεχνάς εύκολα. Όλα πλάθονται σαν παραμύθι, όπως η σκοτεινή ενέργεια της ανθρώπινης φύσης, η θεϊκή φύση, η φύση ζώων-φυτών και το υγρό στοιχείο, λίμνες, καταρράκτες, θάλασσα, βάλτοι, διατρέχουν σχεδόν όλο το βιβλίο. Τα πάντα είναι παράξενα και μη αναμενόμενα, ανατρέπει τα κλασικά που συνήθως συναντάμε στα παραμύθια. Άγγελοι και δαίμονες, έρωτας σε αντιπαράθεση με τις εμμονές θανάτου, φως, σκοτάδι, μαγεία, υπέρβαση. Λιτές, αντιφατικές,  πληθωρικές ιστορίες με εσωτερική συνοχή. Ήρωες ζώα, δάση, λουλούδια.
Η Καράμπελα στη συλλογή της παραμυθογραφεί. Με τον τρόπο του σκληρού μαγικού ρεαλισμού, συνθέτει μικρές ιστορίες με πρωταγωνιστές το ένστικτο, το θάνατο και τον έρωτα. Το ένστικτο ως πρωτόγονη δοξασία, σύμφωνα με την οποία όλα τα όντα, τα φαινόμενα και τα πράγματα έχουν ανθρωπομορφική ψυχή, εμφανίζεται με τη μορφή ζώων. Τρωκτικά, πουλιά, σκυλιά, γάτες, παγώνια, παρελαύνουν ως πρωταγωνιστές η δευτεραγωνιστές στις ιστορίες. Το αρχέγονο, ανιμιστικό κομμάτι του εαυτού.
 Ο θάνατος εμφανίζεται στο βιβλίο, ως παρωδία, φάρσα, αστείο, παιχνίδι, θυσία, αναγέννηση, τιμωρία, αφορμή για διατράνωση της ζωής, νοσταλγική αποτίμηση.
Ο έρωτας στο βιβλίο, είναι μάλλον η αντιστροφή του θανάτου, τόσο όμως κοντινή, όσο το φιλί των εραστών.
Η γραφή της Καράμπελα είναι εικονοποιητική. Δεν εξηγεί, δεν ερμηνεύει, δεν αναλύει. Παραθέτει εικόνες, σκληρές, ζωντανές, ανεξίτηλες, μυστηριακές, εξώκοσμες. Και το τέλος ανοιχτό προς διερεύνηση. Καλεί τον αναγνώστη να διαδράσει με το κείμενο, να οραματιστεί το ενδεχόμενο και το πιθανό.

Σπαράγματα από τα 25 διηγήματα του βιβλίου:

1. Σιβηριανό χάσκι με λύκο (11-15)
-Σίγουρα την αγαπούσες την καλόκαρδη Βάγια, όμως την έριξες, απερίσκεπτα, στα δόντια του αγαπημένου σου λύκου,  με τη σειρά σου τον σκοτώνεις εξ επαφής και ας σε κοιτούσε με λυπημένο βλέμμα. Δεν ξέρω πως ένιωσες, όταν η Σενεγαλέζα χορεύτρια τραγούδησε ένα μακρόσυρτο μοιρολόι του τόπου της.

2. Τέσσερις τοίχοι  (16-18)
-Μήπως σε ξέχασαν; Μήπως δεν περισσεύει χρόνος για την μάνα; Κι εσύ μάνα έφτιαξες λαχταριστή κοτόσουπα, τάισες τις γάτες της γειτονιάς σου, ενώ σε παρακολουθούσαν παιδί με τη γάτα του αγκαλιά, βρόμικοι και πεινασμένοι. Είναι επίμονο το παιδί, όπως και η πείνα του, σου ζητάει τροφή. Τον ταΐζεις, τον δελεάζεις με μια μερίδα ακόμα αν πάει να πλύνει τα χέρια του. Και συ γιατί να μην έχεις ένα εγγόνι και αναγκάζεσαι να πλένεις και να ταΐζεις ξένα παιδιά; Μήπως όμως δεν είναι τόσο ξένα;…… κάτω από το τραπέζι, το αγόρι που την κοίταζε μέχρι το ύψος του λαιμού, δοκίμαζε την αντοχή ενός πλαστικού σκοινιού για μπουγάδα.

3. Πολύαιγος (19-21)
- Έχουν εντολή οι στρατιώτες  για τη διακομιδή της νεκρής γριάς του. Ο γέρος αρνείται πεισματικά κανείς δεν θα αγγίξει την γυναίκα του, τη μάγισσά του. Τους παρασύρει σε βαθύ λαγούμι,  τους θάβει ζωντανούς. «Θέλατε να μου την πάρετε; είπε και γύρω του σχηματίστηκε χορός από κερασφόρες  σκιές. Χάραμα ήταν, όταν υποβασταζόμενη η γριά, με μια αρμαθιά  κέρατα γύρω από το λαιμό, βγήκε από το σπίτι και πολύ αργά πλησίασε το λάκκο». 
4.  Ζώντα ζώα (22-24)
-Θες δεν θες, θα αγοράσεις από το ανθρωπόμορφο παγώνι έξι παρδαλές πουλάδες. Στο σύρμα ανεμίζει ένα σημείωμα «μου τις πληρώνεις όταν ξαναπεράσω».

5.Σταφύλια από πέρδικες (25-31)
-Ζεις σε περίοδο μεγάλης θλίψης λόγω του χωρισμού σου. Έντονα συναισθήματα όπως απογοήτευση, μελαγχολία, στεναχώρια σε επηρεάζουν. Μπήκε σπίτι σου είναι μαυριδερή έχει ένα μάτι γυάλινο, της είπες ότι η γυναίκα σου σε παράτησε για κάποιον άλλο.. Σου έκανε έρωτα η μαυριδερή γύφτισσα με το γυάλινο μάτι.

6.  Διπλής κοπής (32-36)
-Είχα μπροστά μου το πορτρέτο μιας θλιμμένης κοπέλας με ανοιχτόχρωμα μάτια, μαύρα μαλλιά πιασμένα κότσο και κατάλευκό δέρμα. Αισθάνθηκα άβολα. Ένιωθα σα να κοιτάω τον εαυτό μου από την κορνίζα.

7. Καφετιά σαλαμάνδρα (37-42)
-Στο κοίλωμα του βράχου με την κάπαρη, την έπιανα απλά απ’ τον ώμο και τα δάχτυλά μου άγγιζαν μόλις το λαιμό της. Ήξερα ότι θα γυρίσει να με κοιτάξει για να συνεχίσουμε μέχρι την πλακόστρωτη ανηφόρα. Η θέα από κει σε καθήλωνε.

8.  Κιτρινόμαυρη μουτζούρα στο τζάμι (43-48)
-Ο ατμός από το νερό του καταρράχτη με πιτσίλισε στα βλέφαρα και γύρισα το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια. Όταν τα’ άνοιξα, τον είδα να με κοιτάζει κλαίγοντας. Τα μάτια του γυάλιζαν και ακούμπησε το πόδι του στο γόνατό μου.

9. Μαύρο σα μελάσα (49-52)
-Γυρίζω τη Νίτσα ανάσκελα και βυθίζω τα δάχτυλά μου πρώτα στα κατάμαυρα μαλλιά της και μετά στο σκοτάδι ανάμεσα στα πόδια της.

 10. Βούρκος στο παραθάλασσο (53-55)
-Από το κλαδί που της εμπόδιζε τη θέα, είχε φουρνίσει το μπαστούνι της.

11. Χύμα κολώνια λεμόνι (56-61)
-Δικό σου το διαμέρισμα μετά το θάνατο του θείου. Μετακομίζεις εκεί σε βολεύει είναι κοντά στη δουλειά. Όμως άρον άρον το παρατάς ξαναγυρίζεις στο παλιό σου σπίτι, αφού κόλλησες το «Ενοικιάζεται» με κόκκινα γράμματα.

12. Πράσινο του λαδιού (62-65)
-«Πώς θα σε πλύνουμε χωρίς σαπούνι;» της λέγαμε, «και να θέλεις να πεθάνεις, δεν μπορείς» Εκείνη πάντα έβρισκε τον τρόπο και το αντικαθιστούσε κι εμείς πάλι το κλέβαμε, γιατί ήταν ακριβό και μύριζα πασχαλιά.

13. Νάυλον κάλτσες στο μπαλκόνι (66-70)
-Ούτε τα αποκαΐδια από το δωμάτιο της μάνας μου, μπόρεσα να σκουπίσω. Έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι της, που μύριζε νάιλον κάλτσες και καμμένη σάρκα.
14. Creative Art (71-74)
-Είναι αλήθεια ότι στη σχολή δεν είχαν μάθει να μακιγιάρουν νεκρούς. Ο φαλακρός, θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμος.

15. Ίχνος αέρα (75-78)
-Στοργικά, πλησίασε πρώτη η μάνα του και τον σήκωσε στα χέρια της, σκουπίζοντας με το μπροκάρ της φόρεμα το πρόσωπό του….

 16. Στα σκοτεινά (79-82)
-Πριν βγει, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε για πρώτη φορά τους  κροτάφους του γκρίζους, σχεδόν άσπρους. Το μέτωπό τους κίτρινο, σαν το κερί.

17. Καλύτερα πουθενά (83-86)
-Το νερό είχε ήδη σκεπάσει την ορχήστρα και τα τραπέζια, ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά.

18. Γύρισε προς το μέρος μου (87-89)
-Δεν είχα δει ωραιότερο πρόσωπο προφίλ. Ψηλό μέτωπο, αρχαιοελληνική μύτη, καλογραμμένα χείλη, μακρύς λαιμός.

19. Πάντα σκυφτός (90-93)
-Για να με ευχαριστήσει, τις πιο πολλές φορές μ’ άφηνε να σκαρφαλώνω στην πλάτη του…  Η μάνα μου του είχε εμπιστοσύνη. Μ’ έβλεπε μάλιστα από το μπαλκόνι στην αγκαλιά του..
20. Σκοτεινό νερό (94-98)
-Τα αρχαία ξόρκια κατρακύλησαν από το μυαλό στη μύτη της κι από κει στο στόμα και μπούκωσαν το λαρύγγι της με πνιχτές κραυγές.

21.  Κατέβαινε τις μεγάλες σκάλες
πρωί, με τον ήλιο να αφήνει φωτεινές δέσμες στο γκρίζο μαρμάρινο πάτωμα, ανεβοκατέβαινε μουδιασμένο, σχεδόν κουτσό, αφήνοντας το βάρος του να πέσει πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι, όπως οι ζητιάνοι στα παραμύθια και έφτανε μέχρι το βάθος εκείι που άρχιζε η στριφογυριστή σκάλα με τη σιδερένια κουπαστή και το φθαρμένο μωσαϊκό.

22. Χιονίζει άραγε τον Αύγουστο (102-105)
-Αχόρταγα χείλη με ρουφάνε. Αρχίζω πάλι να αναπνέω…

23. Ραφή κάτω απ’ το φτέρωμα (106-109)
-Ακούγεται πυροβολισμός. Το χέρι του κυνηγού μόλις που προεξέχει από το βάλτο. Το χέρι της ταριχεύτριας με το κοτσύφι, σα να κάνει νεύμα στο πουθενά. Τα μαυροπούλια σχηματίζουν ελλειπτικούς κύκλους πάνω απ’ το βάλτο.

24. Σταφύλι ροζακί (110-113)
-Όλο το σπίτι άκουσε καθαρά, αργά το βράδυ, τα ουρλιαχτά της, όταν μπήκαν στο δωμάτιο και την είδαν γυμνή από’ τη μέση και πάνω με το στήθος γεμάτο αίματα.

25. Μελανά όπως τα μούρα (114-116)
-Το πρωί, όταν σηκώθηκε, φόρεσε τις παντόφλες, κατέβασε το ξυπνητήρι και γύρισε στη μεριά του. Τα χείλη του, μελανά και γλυκά όπως τα μούρα.
                                                …..-----…..





Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

«ΟΙ ΚΑΛΟΙ» της Hannah Kent,εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ




«ΟΙ ΚΑΛΟΙ»  της Hannah Kent 
  Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου

Η Hannah Kent γεννήθηκε στην Αδελαϊδα της Αυστραλίας το 1985. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Έθιμα ταφής (2014), έγινε διεθνές best seller. Μεταφράστηκε σε 28 γλώσσες  και απέσπασε πολλά βραβεία.
Το δεύτερο μυθιστόρημά της «Οι καλοί» (2017), ήταν στη βραχεία λίστα για το Walter Scott Prize for Historical FictionThe Indie Book Award for Fiction και το ABIA Literary Fiction Book of the Year.
H Hannah Kent είναι συνιδρύτρια και αρχισυντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού Kill Your Darlings της Αυστραλίας.
--…--               --…--               --…--               --…--               --…--               --…--
«ΟΙ ΚΑΛΟΙ» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της Χάννας Κεντ, βασίζεται, όπως και το πρώτο, «Έθιμα ταφής», σε αληθινή ιστορία. Τα συγκλονιστικά γεγονότα του έργου διαδραματίζονται στην Ιρλανδία- Κομητεία του Κέρι- το 1825 και συγκεκριμένα σε μια μικρή πεδιάδα ανάμεσα σε υψώματα και ποτάμια, όπου,  κατά τα θρυλούμενα, οι λιγοστοί κάτοικοι πιστεύουν σε  δαίμονες, οι οποίοι προκαλούν φθορές σωματικές, ψυχικές, υλικές και άλλες. Οι κάτοικοι  ευνοϊκά διατεθειμένοι προς τα κακά πνεύματα, τους αποκαλούν, κατ’ ευφημισμόν, «Οι Καλοί».
Η συγγραφέας απεικονίζει πιστά την εποχή, την νοοτροπία των ανθρώπων, τα ήθη και έθιμά τους, τις δοξασίες, το δόγμα της θρησκευτικής πίστης που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, τις κακολογίες, τους φθόνους σε κάθε τι ξένο ή παράξενο. Η φτώχεια, και τα επακόλουθα ενός ανελέητου σκληρού χειμώνα, που καταστρέφει λιβαδότοπους, χωράφια, μια χέρσα γη ακαλλιέργητη σε ακαλλιέργητους ανθρώπους του 19ου αιώνα.
Η Νόρα Λίχι μετά τον θάνατο της κόρης της φροντίζει μαζί με τον σύζυγό της, Μάρτιν, το εγγόνι της, τον Μίχολ, που πάσχει από μυϊκή παράλυση. Η ζωή της  γίνεται αβάσταχτη, όταν ξαφνικά πεθαίνει ο Μάρτιν. Η καθημερινή κούραση την αναγκάζει να βρει την νεαρή Μαίρη για βοηθό στο σπίτι. Ντρέπεται για το εγγόνι της που δεν μπορεί ούτε να μιλήσει και περπατήσει.  Αναπολεί την κόρη της, όταν ζούσε, και γέννησε τον Μίχολ. Τότε ήταν ένα φυσιολογικό και όπως έπρεπε παιδί. Σταμπαρισμένος ο Μίχολ από τους κατοίκους στην κοιλάδα, για τις αρρώστιες,  τη φτώχεια και τις κακοτυχίες τους.  Η Νόρα θέλει να απαλλαγεί από το κακό που δεν είναι άλλο από τον εγγονό της. Ζητάει τη βοήθεια μιας ηλικιωμένης μοναχικής γυναίκας, της Νανς, η οποία ξέρει να θεραπεύει με βότανα, αλλά έχει και τη φήμη μάγισσας. Η Νανς είχε έρθει από μακριά και εγκαταστάθηκε σ’ ένα καλύβι με την κατσίκα της, στην άκρη της κοιλάδας. Επιβιώνει με τη συλλογή βοτάνων και θεραπεύει αυτούς που ζητούν τη βοήθειά της και δεν είναι λίγοι.
Η Νανς επιβεβαιώνει την Νόρα ότι το παιδί είναι πράγματι στοιχειό και θα την βοηθήσει να επαναφέρουν το χαμογελαστό αγόρι που ήταν. Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για το παιδί, έχει επιπτώσεις στη Νόρα, στη Μαίρη και ιδιαίτερα στην  Νανς που ούτως ή άλλως, ως ξένη,  θεωρούταν  γρουσούζα για τους χωρικούς της κοιλάδας. 

<< Η Νόρα χτένισε τα μπερδεμένα της μαλλιά με τα δάχτυλα και κοίταξε τον Μίχολ. Όταν τον χτύπησε, της είχε φανεί σαν να κρατιόταν στο χείλος ενός γκρεμού θεοσκότεινου∙ ένα βήμα της χώριζε από μια άβυσσο μαύρη, απ’ όπου –το ξερε- δεν θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει. Ποιος ξέρει πού θα ‘χε φτάσει, αν δεν έμπαινε κείνη τη στιγμή η Μαίρη με το γάλα. Αν δεν την ξάφνιαζε και δεν την σταματούσε.
Τι έχω πάθει;
Η Νόρα πίστευε από πάντα πως ήτανε καλή γυναίκα. Καλόκαρδη. Αλλά πάλι, σκέφτηκε, μπορεί να ‘μαστε καλοί μόνο όταν η ζωή μας αφήνει να είμαστε καλοί. Μπορεί η καρδιά να σκληραίνει, όταν δεν έχει τα χάδια της καλοτυχιάς να την μαλακώνουνε.
Ο κατήγορος έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή. «Θα πρέπει να ‘νιωσες μεγάλη ανακούφιση, κυρία Λίχι… Μια γυναίκα σου λέει πως δεν είναι παιδί, αλλά τελώνιο. Πόση ανακούφιση θα ‘νιωσες, καταλαβαίνοντας ότι δεν είχες υποχρέωση καμιά απέναντί του». Η Νόρα είδε τον δικηγόρο να σηκώνει ψηλά τα χέρια, γυρίζοντας προς τους ενόρκους. Στα πρόσωπά τους φάνηκε η δυσφορία τους. Κούνησε το κεφάλι της, ανήμπορη να μιλήσει. Δεν θα καταλάβαιναν. Δεν είχαν δει την τρομερή αλλαγή του παιδιού. Δεν ήταν πια άνθρωπος μέσα του. Μέχρι μέσα στα κόκαλά του είχε μπει το τελώνιο, το μαύρο σκληρόπετσο δαιμόνιο…
Η νύχτα ήρθε ξάστερη. Το φεγγάρι σηκώθηκε λεπτή γραμμούλα. Η Νανς κάθισε στις κρύες στάχτες του σπιτιού της και έσκαψε με τα χέρια, ώσπου ένιωσε ζεστασιά της φωτιάς στο χώμα. Μέσα κει πλάγιασε και σκεπάστηκε στις στάχτες>>.

Προσωπικά μου άρεσε το πρώτο βιβλίο της συγγραφέα, το «Έθιμα ταφής». Βρήκα το δεύτερο βιβλίο «Οι Καλοί» πιο αδύναμο του πρώτου και προβλεπόμενες οι εξελίξεις του.




Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Η ΚΡΥΦΗ ΠΟΡΤΑ του Αλέξη Πανσέληνου Εκδόσεις Μεταίχμι



   Η ΚΡΥΦΗ ΠΟΡΤΑ
του Αλέξη Πανσέληνου
   Εκδόσεις Μεταίχμιο


Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Ο πατέρας και η μητέρα του είναι γνωστοί συγγραφείς της Γενιάς του 30. Σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος με ειδίκευση το ναυτιλιακό δίκαιο. Δημοσίευσε σχετικά αργά το πρώτο του βιβλίο, το 1982 ("Ιστορίες με σκύλους", διηγήματα, Κέδρος). Ως σήμερα έχουν εκδοθεί άλλος ένας τόμος με διηγήματα ("Τέσσερις ελληνικοί φόνοι"), τέσσερα μυθιστορήματα, ένας τόμος με δοκίμια και άρθρα και ένας τόμος με προσωπικές σκέψεις σχετικά με το βιβλίο και την ανάγνωση. Έχει αρθρογραφήσει σε μεγάλες εφημερίδες γύρω από θέματα τόσο της τέχνης όσο και της πολιτικής και έχει γράψει λογοτεχνική κριτική για σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το μυθιστόρημά του "Η μεγάλη πομπή" τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1986. Το μυθιστόρημά του "Σκοτεινές επιγραφές" τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού "Διαβάζω" 2012. Από τα βιβλία του, "Η μεγάλη πομπή" έχει μεταφραστεί, μέχρι σήμερα, στα γαλλικά (Griot) και τα ιταλικά (Crocetti), και το "Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια" στα γαλλικά (Gallimard), τα ιταλικά (Crocetti) και τα γερμανικά (Berlin Verlag). Παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού, μοιράζει τον χρόνο του, από το 1996 και μετά, μεταξύ Αθήνας και του νησιού της Πάρου, όπου συχνά αποσύρεται για να γράψει. Έχει μεταφράσει βιβλία από τα αγγλικά και τα γερμανικά. Το 1997 ήταν η ελληνική υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Εκτός από τη λογοτεχνία οι ασχολίες του περιλαμβάνουν και μια ιδιαίτερα μεγάλη συλλογή δίσκων κλασικής μουσικής, με την οποία έχει πολύ ιδιαίτερη σχέση, αφού άλλωστε η αρχική του φιλοδοξία ήταν να γίνει μουσικός. Η μουσική κατέχει σημαντική θέση στα λογοτεχνικά του έργα.
.Έργα του:
Βραδιές μπαλέτου, (μυθιστόρημα) 1991
Δοκιμαστικές πτήσεις, (δοκίμια & άρθρα) 1993
Ιστορίες με σκύλους 1993
Ζαΐδα, Η καμήλα στα χιόνια, (μυθιστόρημα) 1996
Betsy Lost 1996
Ο Κουτσός άγγελος, (μυθιστόρημα) 2002
Τέσσερις Ελληνικοί Φόνοι, (διηγήματα) 2004
Μια λέξη, χίλιες εικόνες, (δοκίμιο) 2004
Σκοτεινές επιγραφές, (μυθιστόρημα) 2011
Η μεγάλη πομπή 2013
Η κρυφή πόρτα, (νουβέλα) 2016
Σεμινάρια δημιουργικής γραφής 2017
Ελαφρά ελληνικά τραγούδια, (μυθιστόρημα) 2018
               κ.α..

«Η κρυφή πόρτα» είναι μια ερωτική ιστορία, που εκτυλίσσεται στη σημερινή, εν παρακμή, χώρα μας.
Τα έργα του Αλέξη Πανσέληνου τ’ ακούς, Eίναι ήχοι μουσικοί, Είναι ήχοι της πόλης που ζούμε, ήχοι του σπιτιού μας, της καθημερινότητας, των δρόμων, των αυτοκινήτων, των ανθρώπων που περπατούν συζητούν, μονολογούν, παραμιλούν. Ήχοι που συνηθίζεις σαν αεράκι που δεν σου παίρνει το καπέλο. Ήχοι γειτονιάς, κουτσομπολιού, φτώχιας.  Ρημαγμένα-παρηκμασμένα μαγαζιά, σπίτια προσβάσιμα σε απορρίμματα και άστεγους ανθρώπους. Λεηλασίες, αστυνομικές κλούβες, ΜΑΤ, μπαχαλάκηδες, ρύποι.  Το αλισβερίσι  εκδοτών με λογοτέχνες. Η παρακμή στο αποκορύφωμά της. Ήχοι ανθρώπων που σωπαίνουν και παρατηρούν, οι τελευταίοι ως ο συγγραφέας.  Όσο προχωράς οι ήχοι βήμα το βήμα δυναμώνουν, σε ξαφνιάζουν σαν κεραυνοί σε ξάστερο ουρανό και σε οδηγούν στο παρελθόν και στα μυστηριώδη μονοπάτια του. Το αναπάντεχο του τέλους.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο εξηντάρης Ευγένιος, μικρο-συνταξιούχος του δημοσίου, μεταφραστής και πεζογράφος. Είναι χωρισμένος και ζει μόνος στο μεγάλο διαμέρισμα της μακαρίτισσας μητέρας του.  Αποφασίζει να νοικιάσει για ένα επιπλέον εισόδημα μέρος του σπιτιού. Το χωρίζει και βγάζει στο νοίκι ένα κομμάτι του, διατηρώντας άχτιστη την ενδιάμεση πόρτα ανάμεσα στα δυο τμήματα. Το νοικιάζει μια όμορφη νεαρή, η οποία επικρμάται ως απειλή στην καθημερινότητα της ζωής του ηλικιωμένου Ευγένιου. Η πόρτα δεν χτίζεται ούτε όμως μπαίνει και κάποιο βαρύ έπιπλο, όπως συμφωνήθηκε, ώστε να καθορίζει τα δυο διαμερίσματα. Προσβάσιμο με λίγα λόγια στην περιέργεια του ιδιοκτήτη και μάλιστα απόταν παρατήρησε ότι την επισκέπτονταν διάφοροι άντρες. Ο Ευγένιος ποθεί την Μαρία την νοικάρισσά του, που δεν είναι σχεδιάστρια ιστοσελίδων, ως δήλωσε στην αρχή, αλλά cover girl, όπως στη συνέχεια παραδέχτηκε∙  την ερωτεύεται και εκείνη δείχνει να ανταποκρίνεται.
Ο πόθος του ηλικιωμένου για την νεαρή, συνηθισμένος θα μου πείτε, όμως από την ανοιχτή πόρτα εισέβαλαν λάθη περασμένα, με έντονη διάθεση εκδικητικότητας.
 
«Μέρα τη μέρα η μετάφραση έμπαινε στην άκρη. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν την είχε παραγγείλει. Μπορούσε να σταματήσει αν δεν του έκανε κέφι ή έβρισκε κάτι άλλο να κάνει. Κάτι άλλο δεν είχε, τουλάχιστον όχι που να τον απασχολεί με την αφοσίωση με την οποία θα δούλευε ένα βιβλίο. Σιγά σιγά όμως είχε αρχίσει να τον στοιχειώνει η νοικάρισσα. Σχεδόν κάθε παράγραφος που μετέφραζε  του προκαλούσε  σκέψεις που, χωρίς κάποια λογική σχέση μαζί της, σε εκείνη γύριζαν. Το χέρι του σταματούσε, το μυαλό του κάλπαζε. Σούρουπο δεν  πέρασε να μην σκύψει από τα κάγκελα του μπαλκονιού, προσπαθώντας να διακρίνει το φως της κάμαράς της και να αφουγκραστεί –σπάνια- τις ομιλίες από την ανοιχτή τζαμόπορτα στο σαλόνι.»

«Η κρυφή πόρτα, που παλιότερα δεν την έβλεπε καν, τώρα ξεχώριζε οδυνηρά στον μεσότοιχο, σαν να είχε αποκτήσει πλαίσιο από φλόγες».




Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του JULIAN BARNES


Julian Barnes, Η μοναδική ιστορία
   (εκδόσεις Μεταίχμιο)

Ο ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη και εργάστηκε ως λεξικογράφος για το Oxford English Dictionary, κριτικός λογοτεχνίας στους Times και τηλεκριτικός στον Observer. Ζει στο Λονδίνο. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως πεζογράφος το 1980 με το μυθιστόρημα METROLAND. Ακολούθησαν άλλα πέντε μυθιστορήματα που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους γνωστότερους και καλύτερους εκπροσώπους της νεότερης αγγλικής λογοτεχνίας. Από αυτά, Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΤΟΥ ΦΛΩΜΠΕΡ (1984) του χάρισε διεθνή φήμη και λογοτεχνικά βραβεία στην Αγγλία, Ιταλία και Γαλλία. Το 1986 η Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ του απένειμε το Βραβείο Ε.Μ.Forster. Το 1988 χρίστηκε ιππότης του γαλλικού Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων. Επίσης, ο Τζούλιαν Μπαρνς έχει εκδώσει και αστυνομικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Dan Kavanagh.
Άλλα βιβλία: Ένα κάποιο τέλος 2011 και Ο Αχός της εποχής 2016 (θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του 21ου αιώνα)

Μια ερωτική ιστορία, σκέφτεσαι, διαβάζοντας το βιβλίο και όπως ο ίδιος ο συγγραφέας το επισημαίνει, αρχίζει το έργο του  με τις εξής διλημματικές φράσεις:
«ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΕΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο; Νομίζω πως αυτό είναι, τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα».

Όμως σ’ όλο αυτό που μας λέει ο συγγραφέας υπάρχει και ένα αλλά. Ποιός άραγε μπορεί να ελέγξει το συναίσθημά του, όταν ερωτεύεται;

«Έρως ανίκατε μάχαν… Ο έρωτας είναι ανίκητος στη μάχη, ξενυχτά στα τρυφερά μάγουλα των κοριτσιών, πετάει πάνω απ’ τη θάλασσα και τρυπώνει στους κήπους, και κανένας δεν του ξεφεύγει, ούτε θεός, ούτε θνητός κι ο ερωτευμένος είναι τρελός, τραγουδά ο χορός», αυτά γράφει ο αρχαίος τραγικός μας ποιητής Σοφοκλής, στην «Αντιγόνη» και υμνεί την παντοδυναμία του Έρωτα. Θα επιμείνω λίγο ακόμα με τα λόγια της Σαπφώς «Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη, σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει. Ήρθε, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα, δρόσισες την ψυχούλα, που έκαιγε ο πόθος».  

Τώρα γιατί αναφέρομαι στους αρχαίους μας; Όχι για να κοντράρω βέβαια τον σπουδαίο Barnes και την περίφημη φράση του βιβλίου, που προανέφερα, ίσως για να υμνήσω τον έρωτα, όσο είναι στο αποκορύφωμα, όσο είναι μαγικός, γιατί πολύ γρήγορα ή αν θέλετε με τα χρόνια πέφτει στο κατώτατο σημείο, χάνεται, απομαγεύεται. Επομένως εκείνο που μας λέει ο συγγραφέας δεν είναι κάτι άλλο από τον έρωτα και την απομάγευσή του. 

Μετά την παραπάνω εισαγωγή ας γνωρίσουμε τους ήρωες του έργου που δεν έχουν να κάνουν με πρόσωπα σπουδαία και ιστορικά, αλλά με απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που ο έρωτάς τους είναι τροφή για κακόβουλους σχολιασμούς των συνανθρώπων τους, που συνήθως  διαβιώνουν σε χωριό ή μικρό προάστιο (όπως οι ήρωες του βιβλίου) και πολύ περισσότερο όταν η γυναίκα είναι μεγαλύτερη του άντρα, που μέχρι τις μέρες μας δεν «καταπίνεται» εύκολα, όσο όταν συμβαίνει το αντίθετο. Έχουμε μια σχέση ενός νεαρού με μια γυναίκα σαν την μητέρα του ηλικιακά, με λίγα λόγια μια οιδιπόδεια σχέση. Η ματιά του ηλικιωμένου πλέον ήρωα του βιβλίου, ανασύρει στη μνήμη μακρινές αναμνήσεις, ενός μεγάλου έρωτα στα νεανικά του χρόνια μέχρι  που …  Αλλά ας αφήσουμε την ιστορία να εξελιχθεί.

Δεκαετία του ’60,  σ’ ένα μικρό προάστιο του Λονδίνου ο δεκεννιάχρονος φοιτητής Πολ, ενθουσιάζεται από την γνωριμία της σαρανταοκτάχρονης Σούζαν, σε μια λέσχη του τένις. Η Σούζαν είναι παντρεμένη και έχει δυο κόρες. Δεν αργούν να ερωτευθούν και να γίνουν εραστές. Προξενούν αναστάτωση στους οικείους τους και στον συντηρητικό περίγυρό τους, για τον οποίο ο νεαρός δείχνει αν μη τι άλλο παρά την αποστροφή του. Εκείνη διαλύει έναν αδιάφορο γάμο, αφήνει τον βίαιο σύζυγο της και τις δυο κόρες της, μεγαλύτερες μάλιστα από τον Πολ και συζεί μαζί του. Ο Πολ ξεπερνά τα εσκαμμένα, είναι ευτυχής και υπερήφανος, έχοντας καταπατήσει τις κοινωνικές συμβάσεις∙ αν και τι άλλο θα μπορούσε να σκεφτεί τότε στα δεκαεννιά του χρόνια. Φτάνοντας σε ώριμη ηλικία, οι απαιτήσεις και  οι μελλοντικές δυσχέρειες  αυτής της ερωτικής σχέσης τον ξεπερνούν, (όπως ο αλκοολισμός της Σούζαν) δεν τις είχε προβλέψει. Ο Πολ θα παρατήσει τη Σούζαν στα χέρια της κόρης της. Στο τέλος η Σούζαν θα πεθάνει σε κλινική. Στην ωριμότητά του ο Πολ κοιτάζει φιλύποπτα τον έρωτα, που τόσο εκθείαζε στα νιάτα του.
Ο Julian Barnes μας αφηγείται πώς ανθίζει ένας μεγάλος έρωτας, πώς ατονεί και τι μένει στο τέλος.  Ο συγγραφέας φτάνει στον πυρήνα της ψυχικής οδύνης και παρότι δράμα έχει πινελιές χιούμορ.

πλώνει τα μπράτσα της προς το μέρος μου, με τα δάχτυλά της σφιγμένα σε γροθιά και λέει, «Κράτα του καρπούς μου Πολ». Τους τυλίγω και τους δυο και πιέζω όσο πιο δυνατά μπορώ. Η σημασία αυτής της κίνησης δεν περιγράφεται με λόγια. Ήταν μια χειρονομία που σκοπό είχε να την ηρεμήσει, να περάσει σ’ εκείνην κάτι από μένα. Μια εμφύσηση θάρρους, μια μετάγγιση δύναμης. Και έρωτα.

*Μια νοσοκόμα της είχε χτενίσει τα μαλλιά….  Σχεδόν ενστικτωδώς άπλωσα το χέρι, θέλοντας να ξεσκεπάσω για μια τελευταία φορά ένα από κομψά της αυτάκια. Όμως το χέρι μου σταμάτησε , θαρρείς αοπό δική του θέληση. Το τράβηξα, δίχως να κατανοώ αν το κίνητρό μου ήταν σεβασμός για την κατάστασή της ή σιχασιά…

*Κοίταξα το προφίλ της και ανέτρεξα σε μερικές στιγμές από το δικό μου ιδιωτικό σινεμά. Η Σούζαν με τη στολή του τένις να υψώνει τη ρακέτα της. Η Σούζαν να χαμογελάει σε μια άδεια παραλία. Όμως ύστερα από λίγα λεπτά αναδρομών, το μυαλό μου άρχισε να περιπλανιέται. Δεν μπορούσα να το κρατήσω εστιασμένο στον έρωτα και στην απώλεια, στην απόλαυση και τη θλίψη. Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται πόση βενζίνη είχε μείνει στο αυτοκίνητο και πόσο κοντά μπορεί να βρισκόταν κάποιο βενζινάδικο…




Κυριακή 15 Απριλίου 2018

"Μια χαρά" του Χρίστου Κυθρεώτη


Μια χαρά
του Χρίστου Κυθρεώτη

Ο Χρίστος Κυθρεώτης γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Έχει κερδίσει το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος των εκδόσεων Πατάκη για νέους συγγραφείς (2007), καθώς και στον αντίστοιχο διαγωνισμό του Βρετανικού Συμβουλίου (2009). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και στα λογοτεχνικά περιοδικά "(δε)κατά", "Εντευκτήριο" και "The Books' Journal", ενώ βιβλιοκριτικές του έχουν δημοσιευτεί στην "Εφημερίδα των Συντακτών" και στο "The Books' Journal". Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων "Μια χαρά", για την οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2015 (εξ ημισείας με την Μαρία Φίλη).
*
Έξι διηγήματα, με τον τίτλο «Μια χαρά». Μια χαρά με τόση αλήθεια, όσο όταν την λέμε πικρή.  «Το ψέμα είναι συχνά η έκφραση της αγωνίας ότι θα μπορούσε κανείς να συνθλιβεί από την αλήθεια» ( λέει ο Κάφκα) .  Η αλήθεια και των έξι διηγημάτων κάτω από το πικρόγελο βλέμμα του συγγραφέα. Αφήγηση διαφορετικής θερμοκρασίας φωνής και ύφους. Γραφή ώριμου συγγραφέα, αν και  είναι το πρώτο βιβλίο του Κυθρεώτη. Ψυχογραφεί μέσα από την κάθε ιστορία του, τον χουλιγκανισμό, την οικογένεια, το φόβο της μοναξιάς, το sex, τον φόβο της δέσμευσης, την λύτρωση από δεσμεύσεις επαγγελματικές και ερωτικές, τα ολέθρια λάθη των γονιών έναντι παιδιών με περιορισμένη νοημοσύνη. Εν ολίγοις θέματα καθημερινά, θέματα που μας απασχολούν και τίθενται επί τάπητος.

Το μυστικό του  χούλιγκαν Μιχάλη, θανάσιμο για ‘κείνον από τους συντρόφους του. Η μανία των οπαδών-χουλιγκάνων, των ποδοσφαιρικών ομάδων. Η γλώσσα και τα μέσα που χρησιμοποιούν. Οι αντιμαχόμενοι μέχρι θανάτου. Η κιμωλία, η σκόνη της κιμωλίας η μόνη θύμηση της πατρίδας. Και τέλος ο θάνατος. Ο θάνατος του Μιχάλη από χέρι χούλιγκαν, σαν το δικό του, σαν το χέρι των δικών του, σαν το χέρι των  εχθρών του.
**Τέλος πάντων η ουσία είναι ότι στην τελετή πήγα μόνος μου. Δεν  πά’ να γινόταν της πουτάνας. Εγώ ήμουνα μόνος μου. Με τον Μιχάλη. Σε ίση απόσταση απ’ τους δικούς του κι απ’ τους μαλάκες του κλαμπ. Εκεί που θα καθόταν κι ο ίδιος δηλαδή, αν ζούσε. Κι όταν κατέβηκε το φέρετρο και ούρλιαζε η μάνα του Μιχάλη και πετάγαν οι μαλάκες τα κασκόλ και οι διάφοροι άσχετοι λουλούδια, εγώ το μόνο που τράβηξα απ’ την τσέπη μου για να ρίξω μέσα ήταν η κιμωλία. Την κράτησα για λίγο και την έσφιγγα με τόση δύναμη, που όταν την έβγαλα απ’ το νάιλον είχε γίνει σκόνη. Δεν πειράζει. Πέταξα τη σκόνη…»

Πόσο ρόλο παίζει η ασχήμια ενός έξυπνου αγοριού και  ο κρυφός έρωτάς του για την ωραία συμφοιτήτριά του; Τι μπορεί να κάνει στο πρώτο ραντεβού, ο  βαθιά ερωτευμένος ήρωάς μας, για να της αρέσει; Ίσως μια κίνηση απροσεξίας που μόλις σκέφτηκε για την προστασία της ασχήμιας του.
**«Το έχω μάθει πολύ καλά αυτό, περνώντας τη μισή μου εφηβεία μπροστά σε καθρέφτες, παρατηρώντας το πρόσωπό μου και προσπαθώντας να επιβάλω μια κάποια πειθαρχία στα ακανόνιστα εξογκώματα και στις στραβές του γραμμές. Τι εννοεί δηλαδή όταν λέει ότι τα περιγράμματα γίνονται πιο σκληρά. Λες και δεν είναι ήδη αρκετά σκληρά. Οι γωνίες βγαίνουν προς τα έξω; Η μύτη μου, δηλαδή που είναι ήδη μεγάλη σαν το τακούνι της, και το πιγούνι μου και τα αυτιά μου- μα πόσο έξω μπορεί να βγει μια γωνία;…..»

Τι ζητάει ένα κορίτσι από του χωρισμένους γονείς;  Τι μπορεί να συλλάβει ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι, μειωμένης αντίληψης,  με νευρικές κρίσεις  εξ αιτίας όλων αυτών που υποκρίνονται οι γονείς; Μπορεί άραγε με ένα δώρο, ένα κόκκινο φουστάνι στη μάνα, να την δεχτεί την πρωτοχρονιά στο σπίτι της; Γιατί άραγε δεν την δέχεται η μάνα τι προφασίζεται στο απονήρευτο παιδί της;
**¨ Ήθελε να πάει στο ΙΕΚ και να κάνει φασαρία οπότε κι εγώ σκέφτηκα πως αν του έλεγα πως το λυκάκι είναι παντρεμένο, ίσως και να μην πήγαινε για να μην καταστρέψει μια οικογένεια. Μόλις όμως το έμαθε κι αυτό, ο πατέρας μου λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό. Είπε  πως θα έπαιρνε τηλέφωνο τη μητέρα μου για να αποφασίσουν μαζί τι θα έκαναν. Άρχισα να τον παρακαλάω να μην το κάνει, παρόλο που δεν μπορούσα να του πω  ακριβώς το λόγο που δεν ήθελα να μάθει τίποτα η μητέρα μου…… όμως ο πατέρας μου τηλεφώνησε. Τα είπε όλα στη μητέρα μου και μετά απ’ αυτό εγώ έπαθε πάλι νευρική κρίση».

Μπορεί, άραγε, ένας τριαντάρης  να παρατήσει τόσο εύκολα την πετυχημένη δουλειά του, να διαλύσει τον επικείμενο γάμο του, να εναντιωθεί στο κοινωνικοοικονομικό και θρησκευτικό σύστημα,  περίκλειστος στον εαυτό του και να εκτονώνεται μόνος σεξουαλικά; 
** Σε ένα ταξίδι μου στη Γερμανία επισκέφτηκα ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου μια επιζώσα του ολοκαυτώματος έδινε ομιλία. Ήταν δεκαπέντε χρονών όταν τελείωσε ο πόλεμος και, όπως μας είπε, είχε ζήσε έκτοτε μια βαρετή ζωή. Όταν όμως κάποιος απ’ το κοινό τη ρώτησε αν της είχε ποτέ να νοσταλγήσει εκείνη την εποχή, μας κοίταξε όλους λες και ήμασταν από άλλον πλανήτη. Είπε πως κάποτε είχε διαβάσει μια φράση που της έκανε τόση εντύπωση ώστε είχε ζητήσει να τη χαράξουν στον τάφο της. Την αποτελούσαν δυο φαινομενικά αντιφατικές προτάσεις, που όμως ίσχυαν ταυτόχρονα. Οι προτάσεις  ήταν οι εξής. –είναι θλιβερό όταν δεν συμβαίνει τίποτα. / Το τίποτα είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί».

Πώς μια χειραφετημένη ελεύθερη γυναίκα, ασυμβίβαστη με την κοινή ζωή του γάμου, της οικογένειας, της δέσμευσης, των μικροαστικών συνηθειών αλλάζει κατά την κλιμακτήριό της; Και στο τέλος θέλει οπωσδήποτε να μείνει μέσα σε μια μέτρια ερωτική σχέση; Γιατί μόλις αντιλαμβάνεται ότι την έχει πλησιάσει επικίνδυνα ο πανδαμάτωρ χρόνος, η μοναχικότητα, η φθορά του σώματός της και το χειρότερο η αλλαγή της προσωπικότητάς της.
**Να περιμένω κάποιον, ενώ το ξέρω πως δεν θα ‘ρθει κανείς. Να περιμένω ξαπλωμένη. Να μετράω το χρόνο. Με ένα σύστημα που δεν μπορεί να τον μετρήσει. Μπορεί μόνο να τον ανακατέψει και να τον ξαναμοιράσει σαν τράπουλα. Μπορεί μόνο να μου φέρει εικόνες μέσα στις οποίες βλέπω τον εαυτό όλο και μεγαλύτερο. Με όλο και μεγαλύτερο μίσος.»