Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Γιάννης Μακριδάκης:Το μεγαλείο της ταπεινότητας και η ταπεινότητα του μεγαλείου (Αφιερωμένο στο Θόδωρο Αγγελόπουλο)

________________________________________
Σα 28/1/2012
Απορώ. Δεν έχουν σκεφτεί ποτέ τον ενδεχόμενο θάνατο; Απορώ ειλικρινά. Τι κάνουν, τι παριστάνουνε καθημερινά οι άνθρωποι αυτοί; Ντυθήκανε με γραβάτες και σακάκια, πιάσανε και θέση ψηλά, στην εξουσία επί των ανθρώπων και νομίζουνε τι; Πως είναι ανώτεροι; Από ποιον;Μα τον θεό δεν καταλαβαίνω τίποτα. Πώς γίνεται να συμβαίνει όλο αυτό σκέφτομαι, κι αν είμαι εγώ, ο βλαξ, σε δρόμο παλαιό κι αδιέξοδο αναρωτιέμαι. Αν έχω μείνει τόσο πίσω και δεν έμαθα κάτι που ξέρουνε αυτοί, διότι σαν αιώνιους κι αθάνατους τους θωρώ να φέρουνται. Ειλικρινά απορώ και δεν ξέρω ποιόνε να ρωτήσω.

Κάθε απόγευμα βγαίνω και περπατάω με τούτο το ερώτημα να γυρνοβολά βασανιστικά μες το μυαλό μου σα σκυλί που το δέσανε με σκοινί κοντό στο δέντρο και φύγανε οι αφέντες του για μέρες. Ανεβαίνω στο βουνό, ύστερα παίρνω την όχθη του χείμαρρου, φτάνω ίσαμε κάτω, στην αμμουδιά της ακροθαλασσιάς, βαδίζω και σκέφτομαι, σκέφτομαι, μα απάντηση δεν βρίσκω. Ρουφάω αχόρταγα τη χειμωνιάτικη φύση γύρω μου, καρφώνω το βλέμμα μου στον ήλιο που γέρνει στο βάθος του Αιγαίου, ακούω τα πουλιά να φτερουγίζουνε τρομαγμένα μέσα από τις βατιές και τους σκίνους σε κάθε μου βήμα, τ' αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο, σκύβω, με τον σουγιά μου ξεχωρίζω ένα άγριο ραδίκι από τη ρίζα του, το χώνω στη τσάντα μου και κοιτάζω ψηλά, στο Θεό σαν την όρνιθα που μόλις ήπιε, νιώθω τόσο μικρός, αισθάνομαι τόσο πολύτιμο της ζωής το δώρο, που μ' έστειλε εδώ, σ' αυτόν τον όμορφο κόσμο να χαρώ το θαύμα της πλάσης γύρω μου, να γίνω ένα μαζί της για όσο διάστημα κρατήσει κι εμένα το φωσάκι μου, ανασαίνω από το βάθος των πνευμόνων μου αχόρταγα αλλά με δέος και, ξάφνου, μου ρχεται πάλι η ίδια σκέψη στο μυαλό κι απορώ ειλικρινά. Πως ζούνε αυτοί οι άνθρωποι; Με ψευδαισθήσεις περνάνε μια ζωή ολάκερη ή έχουνε το βοτάνι της αθανασίας κι εγώ δεν τ' ανακάλυψα ακόμα; Μα οι σοφοί γερόντοι του χωριού δεν θα το ξέρανε κι αυτοί; Δε θα μου το αποκαλύπτανε; Τόσα μου λένε σαν τους ρωτώ για τα φυτά και τις σπορές. Είναι στραβόξυλο, λέγανε προχτές εκεί στον καφενέ για ένανε γνωστό τους, μα η φωτιά πλησιάζει. Έτσι λέγανε και ήτανε σίγουροι γι' αυτό. Πως θα τον ισιώσει η φωτιά τον στριμμένο άνθρωπο. Όλα τα στραβόξυλα τα ισιώνει. Η φωτιά. Ο θάνατος. Η μόνη βεβαιότητα. Μια έκπληξη για όλους.Αυτό λένε οι σοφοί.
Μα οι άλλοι; Οι μεγάλοι; Ποτέ τους δεν τον σκέφτονται; Μπας και δεν τους αφορά στ' αλήθεια; Απορώ κάθε μέρα και πιο πολύ ακούγοντας τα λόγια τους, βλέποντας τις ζωές τους. Άνθρωποι σαν εμένα μου φαίνονται στην όψη. Κι ας μην πατάνε πια σε χώμα κι ας μη φορούν τα ρούχα μου τα τριμμένα απ' τη δουλειά στα γόνατα. Άνθρωποι είναι όμως, που βάλανε ψηλά καπέλα και πήρανε ρόλους σημαίνοντες δήθεν, που δείχνουν να νομίζουνε πως είναι απάνω απ' όλους κι όλα οι καημένοι και σπαταλάνε το δώρο της ζωής διαπραγματευόμενοι συμφωνίες σοβαρές, λένε, για την πορεία του κόσμου! Μήπως πρέπει να τους λυπηθώ; Άλλο ερώτημα γεννιέται, δεν θ' αντέξω.
Μπορεί να πρέπει να τους λυπάμαι λοιπόν. Διότι μάλλον δεν είναι με τα καλά τους. Έχουνε τυφλωθεί από κάτι ή μάθανε τόσο στραβά τον κόσμο από τα μικράτα τους ακόμα. Μα καλά, ποτέ δεν νιώσανε τους ψυχωμένους που ήρθανε κατά καιρούς να υμνήσουνε με τα έργα τους την ομορφιά του κόσμου τούτου και το μεγαλείο της ψυχής, που ήρθανε να θυμίσουνε συνάμα την ταπεινή, την τιποτένια ουσία του ανθρώπου;
Ειλικρινά απορώ. Πως γίνεται ένας άνθρωπος να έχει περάσει μισόν αιώνα αναπνοών επί της γης και να μην έχει νιώσει τη μικρότητά του. Το τσακ της μιας στιγμής που θα τον κάνει παρελθόν. Και φέρεται ως τύραννος, ως εξουσιαστής υποταγμένος στην ψευτιά μιας παράλληλης στη μόνη αλήθεια πλαστής πραγματικότητας, μες στην οποία ζει και νομίζει πως κυβερνά τα πάντα.
Τελικά μάλλον τους λυπάμαι. Όχι μάλλον. Σίγουρα. Αύριο θ' ανέβω ψηλά στην κορφή και θα κραυγάσω. Σας λυπάμαι ρε, θα κραυγάσω. Ίσως κάποιος νιώσει.

Αφιερωμένο στον μεγάλο δημιουργό Θόδωρο Αγγελόπουλο που έφυγε μ’ 'ένα τσακ για να δείξει και με την τελευταία πνοή του ό,τι προσπάθησε να δείξει με το έργο του. Το μεγαλείο της ταπεινότητας και την ταπεινότητα του μεγαλείου.

.................

Σχόλιο: Ξέρεις γιατί καλέ μου και αγαπημένε συγγραφέα; Γιατί δεν μύρισαν ποτέ τους αγιόκλιμα, ούτε δεντρολίβανο. γιατί δεν έσκυψαν ποτέ το κεφάλι να χαϊδέψουν το θυμάρι, γιατί δε σε διάβασαν ποτέ, γιατί δεν κατάλαβαν το ποίημα της ζωής που έγραψε στην οθόνη ο Αγγελόπουλος! και πολλά και άλλα ... και εκατομμύρια γιατί... γιατί...

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Το γράμμα

(ένα γράμμα με ωραίο τέλος γιατί έχει την ευχή του γέλιου, αλλά και μια φιλία χωρίς τέλος, σαν το παλιό, καλό κρασί!)


"Πολύ καιρό παρακολουθώ κάθε υπολογισμένη, επεξεργασμένη φράση, κίνηση, χειρονομία. Ξέρω πώς είσαι 'κει. Σε ακούω πίσω απ' τη σιωπή σου, μεσ' στο τηλέφωνο που δε χτυπά. Και ξέρω πώς ο σφυγμός σου εντείνεται κάτω απ' τη φαινομενική σου ψυχραιμία. Για τα βάσανα του κόσμου. Σαν πολύ επιμελής μαθήτρια, με άσπρο γιακά και σοσόνια, όπου το σκας απ' την τάξη με την κλειστή πόρτα, για να παρακολουθήσεις το εντατικό φροντιστήριο των μεγάλων μαθημάτων της ζωής. Βέβαια, το σκασιαρχείο τιμωρείται από το καθεστώς της τάξης, έτσι που ο έλεγχος αναφέρει σε "ανεπίδεκτη μάθησης". Ξανά. Επειδή έχεις αποφασίσει να μη σου κλέψει τη μέρα η κλειστή τάξη επειδή ο ήλιος πολύ λάμπει έξω και το φεγγάρι καιροφυλακτεί. Στο μεταξύ εσύ παραστέκεις πλάι στην πόρτα, μ' ένα κοντάρι να σημαδεύεις το δράκο των σκοταδιών, να τον κρατάς μακρυά από το κάστρο του κόσμου σου, υπερασπιζόμενη τα ιερά και τα όσια.

-Θεέ μου, κάνε να μην ανεβαίνουνε πολύ οι σφυγμοί της Ευγενίας, στέλνε πότε-πότε λίγο αεράκι να της δροσίζει τον πυρετό, και πιάνε πότε-πότε το κοντάρι της, να ξεκουράζεται."

Εύχομαι πολύ-πολύ γέλιο, παλιά μου φίλη.

Νάνσυ.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Για το 2012 όλα να πάνε κατ' ευχή! ΑΜΗΝ! Χρόνια καλά και πολλά με υγεία και τύχη.

Φίλοι μου, Μακάρι να πιάσουν οι ευχές, αλλιώς θα πιάσουμε πάτο, αν δεν έχουμε πιάσει... όμως ας θυμηθούμε τον Σουρή: "Με μια λιαρόκαππα καθείς την γύμνια του ας κρύψη πριν και της κάππας έξαφνα η πίστωσις να λείψη."

Ευχαριστώ από καρδιάς τους νεαρούς μου φίλους, Αλέξανδρο Γιαννόπουλο για το βιβλίο του Γκ. Μαρτίνες, και Μαρία Θεολόγου για το ωραίο της ποίημα και το παραθέτω.


Όσα πολλά κι αν ακούσουμε

Όσες γραμμές κι αν γραφτούν

Όσα χρώματα κι αν δούμε

Όσα αισθήματα κι αν φυλακίσουμε

Πάντα η καρδιά γυρεύει το άπειρο

Πάντα η καρδιά γυρεύει το άπιαστο
τρένο που πηγαίνει αλλού..

"Η πλατεία ήτανε άδεια." του Β.Α. Φιλιππάτου.

Μάτωσαν τη ζωή τους χρόνια τώρα, που ξέχασαν για ποια ζωή μάτωσαν. Μάτωσαν μέσα στη σιωπή, το φόβο, τη δουλική υπομονή. Τη μάτωσαν ξανά. Αυτή τη φορά με απόγνωση, θυμό και οργή. Μάτωσαν τα συρματοπλέγματα με τα χέρια τους, με τους φίλους τους, με τ' αδέλφια τους. Και είδαν το αίμα, γιατί κανείς δεν μπορούσε να το κρύψει, να το καθαρίσει. Ήταν άφθονο και ορμητικό. Στο πέρασμά του, άλλαξε "ρου" ο Νείλος, φοβήθηκε η ιστορία, φοβήθηκε ακόμη και ο φόβος τους. Μάτωσαν καθώς περπάτησαν στη θάλασσα των ονείρων τους. Η εξέγερση είχε αίσιο τέλος. Πάνω απ' όλα είχε τέλος. Ο ουρανός έπεσε, με πειθαρχία και περηφάνια. Τώρα, τυφλή εμπιστοσύνη στον πατριώτη στρατό. Τον "αδελφό". Το παράγγελμα είναι ελευθερία, η διαταγή δημοκρατία, και η πλατεία Απελευθέρωσης ελεύθερη από το φόβο, τον παλιό. Τώρα, διαδικασίες. Σχέδια επί χάρτου, νόμοι, εξουσίες μετά άρτου. Ψωμί και δορυφορική, ίντερνετ και πολυκαταστήματα, στους δρόμους χαρούμενη φασαρία και στη γωνιά να παραφυλάει, όπως πάντα, η σαρία. Τα χέρια μάτωσαν, δέθηκαν πρόχειρα με γάζες κι αν χρειαστεί και γύψος, θα βρεθεί. Αρκεί να κλείσει η πληγή. Το αίμα ενοχλεί. Μόνο που τα πληγιασμένα χέρια, κι αυτά στο γύψο, δεν μπορούν να σφίξουν τα χέρια εκείνων που έφυγαν και την ανατροπή δεν πρόλαβαν να δουν.
Γιατί τους ανέτρεψαν τη ζωή με θάνατο, την έσχατη ελευθερία.