Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Το βιβλίο στην Εποχή της Κρίσης.

Συμφωνώ με την επιστολή προς τους εκδότες βιβλίων της κ. Βιβής Γεωργαντοπούλου, της Λέσχης Ανάγνωσης "Degas", γι αυτό και την παραθέτω:

Το Βιβλίο στην Εποχή της Κρίσης

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Κυρίες και κύριοι εκδότες,

            ζητούμενο, τόσο για σας όσο και για μας τους βιβλιόφιλους ιστολόγους, είναι να αυξηθεί η αναγνωσιμότητα σε μια Ελλάδα, που διαβάζει όλο και λιγότερο.

Βασικό πρόβλημα τα τελευταία χρόνια είναι η κρίση. Μια κρίση οξύτατη και πολυεπίπεδη. Έχει εισβάλει στις επιχειρήσεις σας, αλλά διαστρωματωμένα αποτυπώνεται πλέον και στο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και επηρεάζει, αντιστοίχως αναλογικά και πάντως δραματικά, τη ζωή όλων μας. Όταν η ανεργία και η κάθετη πτώση του εισοδήματος έχουν εκτοξευθεί στους πιο υψηλούς δείκτες των τελευταίων δεκαετιών, η βασική βεβαίως προτεραιότητα δεν μπορεί παρά να είναι η υπεράσπιση της Αξιοπρέπειας στην καθημερινή διαβίωση με όλα όσα πρέπει αυτή να περιλαμβάνει σε συνθήκες Δημοκρατίας: Υγεία, Στέγη, Τροφή, Εκπαίδευση, Ελευθερία.

Για τους βιβλιόφιλους αυτής της χώρας, που στην πλειονότητά τους δεν είναι ένα προνομιούχο κομμάτι, που ζει εκτός κοινής οικονομικής πραγματικότητας, το βιβλίο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό αγαθό ενταγμένο στα παραπάνω, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει στην λίστα εκείνων, που θα μειωθούν ή θα κοπούν εντελώς, επειδή η ακρίβεια το καθιστά συχνά απλησίαστο.

Αν με τις προσφορές, τα παζάρια, την στροφή στους παλιούς τίτλους και την επιστροφή στις βιβλιοθήκες διαφαίνεται μια καλή λύση, τι θα γίνει με τους καινούργιους τίτλους;

Θα αφορούν σε όλο και πιο λίγους; Και αν παγιωθεί αυτό ως αναγκαστική συνθήκη στην κρίση, θα πάμε από την εκδοτική πλημμυρίδα σε μιαν εκδοτική άμπωτη, της οποίας τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά θα περιγράφονται με την φράση εκδίδουμε ό,τι μπορεί να αποσβέσει;
 
          Είχαν ακουστεί και παλιότερα αντιρρήσεις για την τιμή του βιβλίου, τόσο από αναγνώστες όσο και από τους ειδικούς του χώρου, δημοσιογράφους και κριτικούς. Όταν ένα μέσο βιβλίο στοιχίζει 15-20€, οι περισσότεροι θα προτιμήσουν να παρακολουθήσουν μια ταινία στον κινηματογράφο, που κοστίζει πολύ κάτω από 10€ ή τα ίδια χρήματα να τα αφιερώσουν σε άλλου είδους (ψυχαγωγική) διέξοδο.

Το ίδιο δυστυχώς ισχύει και για το ηλεκτρονικό βιβλίο. Εκεί που θα έπρεπε η τιμή να είναι πολύ χαμηλότερη, δεδομένου ότι τα έξοδα έκδοσης είναι μικρότερα, παρατηρούνται μικρές διαφορές σε σχέση με το έντυπο βιβλίο. Το λογικό θα ήταν ο αναγνώστης, που έχει την ανάλογη συσκευή, να παρακινηθεί να αγοράζει άυλα κείμενα, ενώ αυτός που δεν έχει, να βρει κίνητρο για να ακολουθήσει την εξέλιξη.
 
Πριν φτάσουμε στο θλιβερό και στρεφόμενο στην ουσία κατά του πολιτισμού μας σημείο, να εκμηδενιστεί δηλαδή εντελώς ο αριθμός των αναγνωστών, ας επιχειρήσετε εσείς, οι εκδοτικοί οίκοι, καθώς σ’ εσάς πέφτει πρωτίστως αυτή η υποχρέωση,ένα θαρραλέο βήμα: μείωση της τιμής των καινούργιων τίτλων, ώστε να μην ανακοπεί η δημιουργική έκφραση όλων αυτών, στους οποίους ανάμεσα, πάντοτε, υπάρχουν ταλέντα που δεν πρέπει να χαθούν, επειδή θα έχει προκριθεί λόγω ωμής ανάγκης, το εφήμερο και το ευπώλητο.

 
Το βιβλίο,σήμερα, είναι ακριβό και αποτρέπει την αγορά του.Αυτή είναι η πραγματικότητα,την οποία όμως, εσείς, μπορείτε να αλλάξετε.

Ως αναγνώστες, ιστολόγοι και πολίτες, σας ζητάμε την μεγαλύτερη δυνατή μείωση και, αν το πράξετε, πρώτοι εμείς, θα την υποστηρίξουμε.

Αντιλαμβανόμαστε τις ποικίλες δυσκολίες,από τις  υποχρεώσεις σας στους εργαζόμενους, το κόστος χαρτιού, τα βάρη των δικαιωμάτων, των μεταφράσεων και ούτω καθεξής μέσα μάλιστα στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς με τους γλωσσικούς της περιορισμούς και τον ελάχιστο πληθυσμό, όμως και πάλι  το βιβλίο, ακριβώς στην παρούσα κρίση, οφείλουμε να το διαδώσουμε ως αγαθό και όχι ως πολυτέλεια των ολίγων.

Τα ιστολόγιά μας, πάντα φιλόξενα και χωρίς κανενός είδους αντάλλαγμα, λειτουργήσαμε και λειτουργούμε, εκ των πραγμάτων, ως… διαφημιστές βιβλίων! Ειδικά εκείνων που υπερβαίνουν το εφήμερο…

Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε υπηρετώντας από κοινού με σας την Λογοτεχνία (και κάθε άλλου είδους λόγο) και συμβάλλοντας στην επιβίωσή της, αν κι εσείς θελήσετε να προχωρήσετε σ’ αυτό, που επιτακτικά πλέον σας ζητάμε: χαμηλές τιμές σε όλα και ειδικότερα στα καινούργια βιβλία, χωρίς αλλαγή στην αισθητική και την ποιότητά τους.

 

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΠΑΡΑΜΕΣΟΣ. της Γιόκο Ογκάουα.



                                       «Ο ΠΑΡΑΜΕΣΟΣ»
                                  Της Γιόκο Ογκάουα (γεν. 1962)
                                           Εκδόσεις ΑΓΡΑ.


Διάβασα μέσα σ’ ένα απόγευμα το βιβλίο της διάσημης, γιαπωνέζας, συγγραφέα Γιόκο Ογκάουα.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση.
Γλώσσα «κοφτή».  Εννοώ την ανύπαρκτη καλολογία ή αν θέλετε την αισθητικότητα εκείνη που ο έρωτας προτρέπει.

Διακρίνεις την παγωνιά της θανατηφόρας μαχαιριάς του έρωτα που δίνεται με το «γάντι».

 Διακρίνεις τον «φετιχιστή» που μόνο ο θάνατος, ο φόνος καλύτερα, είναι αυτός που σεξουαλικά τον διεγείρει.

Διακρίνεις την ερωτευμένη νεαρή, με τον αισθησιασμό της στο ζενίθ του μαζοχισμού, να ανέχεται και  να δέχεται το μαγικό του δώρο που βήμα το βήμα την αλλοιώνει.

Τελικά, η ζηλοτυπία είναι εκείνη που θα συντομεύσει το «βήμα» της να του δωρίσει εκείνο που ο «καταχανάς» περιμένει για να φτάσει σε «οργασμό».

 Μια γραφή που με λίγα λόγια σε βάζει σε μια ατμόσφαιρα μαγική, τρομακτική και επικίνδυνη, κάτι σαν μια ασπρόμαυρη ταινία του Χίτσκοκ.

Η Ηρωίδα του βιβλίου αφηγείται χωρίς να μας συστήνεται, δε μας λεει ούτε το όνομά της, ούτε τ’ όνομα κανενός άλλου που έχουν κάποιο ρόλο στο βιβλίο, όπως τις δυο γηραιές γυναίκες που κατοικούν στο παλιό, ερημωμένο, μαυρισμένο μπετονιένιο κτίριο, του εργαστηρίου δειγμάτων, που εργάζεται. Αυτές τις αποκαλεί με τους αριθμούς της πόρτας του δωματίου τους. Είναι η κυρία του 309 και η κυρία του 223. Το μόνο όνομα που επικρατεί σ’ όλη την αφήγηση είναι το όνομα του κυρίου Ντεσιμάρου.

Ο κύριος Ντεσιμάρου που επάνω του υπερισχύει η απάθεια, η νέκρα (θα ‘λεγα) καλύτερα, είναι τ’ αφεντικό τής πρόσφατης δουλειάς της στο εργαστήριο δειγμάτων.

Για την πρώτη της δουλειά, σ ένα εργαστάσιο που έφτιαχνε αναψυκτικά, μας λεει ότι παραιτήθηκε μετά το ατύχημά της. Τότε που πιάστηκε το χέρι της σ’ έναν ιμάντα μεταφοράς και απλά  κόπηκε ένα μικρό κομμάτι σάρκας από την άκρη του παράμεσου του αριστερού της χεριού.

Γραμματειακή η δουλειά της στο εργαστήριο δειγμάτων του κου Ντεσιμάρου.

Τα δείγματα που αποθήκευε και συντηρούσε ο κος Ντεσιμάρου, και κατέτασσε η ηρωίδα μας ήταν οτιδήποτε έφερνε ο πελάτης  μπορεί ένα αντικείμενο, μπορεί κάποιο κομμάτι μουσικής, μπορεί παράσιτα και ένα σωρό άλλα.. Ακόμα και κοκαλάκια κάποιου αγαπημένου πουλιού, ενός σπουργιτιού της Ιάβας συγκεκριμένα, που έφερε ένας γέρος, λούστρος στο επάγγελμα,  και κοιτάζοντάς την προείκασε τον όλεθρο, όμως εκείνη δεν έκανε τίποτα για να τον αποφύγει.

Τι ήταν άραγε τα δείγματα για κάποιον που τα κατέθετε στο εργαστήριο του κου Ντεσιμάρου; Ήταν κάτι που μισούσαν; Κάτι που αγαπούσαν; Κάτι που ήθελαν να απαλλαγούν; Κάτι που ήθελαν να πετάξουν; Ή κάτι που δεν ήθελαν ποτέ να ξεχάσουν;

Πάντως τα δείγματα ήταν τα μόνο, για τα οποία ο κύριος Ντεσιμάρου εξέφραζε στοργή.

Την επεξεργασία των αντικειμένων των πελατών βάσει των οποίων ο κος Ντεσιμάρου έφτιαχνε το δείγμα για αποθήκευση, ήταν αποκλειστικά δική του δουλειά και απαγορευόταν σε οποιονδήποτε να κατέβει στο υπόγειο δωμάτιο, όπου γινόταν αυτή η αλχημική, θα ’λεγα, επεξεργασία..

Μόνο εκείνη η νεαρή πελάτισσα με τα κατατεθειμένα παράσιτα, που όμως δεν ήρθε για να τα δει, αλλά όπως είπε στον κύριο Ντεσιμάρου να δώσει δείγμα, που δεν ήταν άλλο παρά κομμάτι από την καμένη ουλή  στο μάγουλό της. Εκείνος την πήρε αγκαλιαστά, ενώ εκείνη σαν σε κατάσταση ύπνωσης και ηδονής στο στήθος του, πήρε καθοδική πορεία για το υπόγειο δωμάτιο, από όπου ποτέ δεν ξαναβγήκε..

Η ηρωίδα μας αδιαφορεί για τον πόνο από τα παπούτσια που της δώρισε ο Ντεσιμάρου με τον απεχθή όρο να μην τα βγάλει ποτέ κι ας φθείρουν μέρα τη μέρα τα πόδια της.  

Ακόμα και τότε μες το κρύο υπόγειο λουτρό που την ξάπλωσε στη μπανιέρα, τη  γύμνωσε και τα ρούχα της γλιστρούσαν από το κορμί της σαν φύλλα που ξεκολλάνε και πέφτουν, τα παπούτσια δεν τα έβγαλε... ο όρος ήταν απαράβατος.  
Ακόμα και τότε που ο γέρο-λούστρος της είπε πως αυτά τα παπούτσια είναι μοναδικά, εφαρμόζουν τόσο τέλεια στα πόδια που σαν τα βλέπει κάποιος, ως τρίτος, έχουν κάτι το τρομαχτικό. Εξ άλλου θυμήθηκε ότι ίδια παπούτσια είχε γυαλίσει πριν σαράντα χρόνια. Τα φορούσε ένας στρατιώτης με τεχνικά πόδια..

Μόνο για χάρη του δείγματος μπορεί να συνοδεύσει κάποιον στο υπόγειο εργαστήριο, γιατί πριν απ’ όλα την προτεραιότητα την έχουν τα δείγματα και κείνη είχε τα εξής ερωτήματα: είναι δηλαδή δυνατόν να κατέβω κι εγώ μαζί σου στο υπόγειο αν ζητήσω ένα δείγμα από κάτι που δεν μπορεί να χωριστεί από μένα; Άραγε μπορώ να γίνω ένα από τα δείγματα που σου εμπιστεύονται;

Περπατάει το μακρύ διάδρομο που οδηγεί στο υπόγειο δωμάτιο, αφού προσευχήθηκε αυτό το δάχτυλο που καθρεφτιζόταν πάνω στο γυαλί του δοκιμαστικού σωλήνα να είναι λαμπερό και όμορφο.

Πάντως αναρωτιέται: θα πάρει άραγε στα σοβαρά ο κύριος Ντεσιμάρου το δείγμα μου; Από καιρού εις καιρόν θα ήθελα να παίρνει στα χέρια του τον δοκιμαστικό σωλήνα και να καρφώνει τα μάτια του στον επιπλέοντα παράμεσό μου...


Πιστεύω πως η συγγραφέας έδωσε μέσα σε λίγες σελίδες αμέτρητες εικόνες τρόμου, θανάτου και σεξουαλικής ανωμαλίας (πετυχημένα ομολογώ) τόσο αδιάφορα και ψυχρά, όπως φαντάζομαι θα περιέγραφε κάποιον που έκανε χαρακίρι.







Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

"Κόκκινο Γάλα"



Απόσπασμα από ένα μυθιστόρημά μου (το δουλεύω ακόμα), με προσωρινό τίτλο  «το κόκκινο γάλα».


**Πόσο παραξενεύτηκα που δεν είχες τηλεόραση, μα είναι δυνατόν σπίτι χωρίς τηλεόραση; Θεέ μου τι μου ’πες για δαύτη! Ότι είμαστε κλεισμένοι μέσα σε θάλαμο επιχείρησης με όπλο το τηλέφωνο, με παράθυρο-περισκόπιό μας την Τι Βι και αν πεις για ασύρματο; Έχουμε το ραδιόφωνο. Δεν περπατάμε στη φύση, έχουμε τη φύση μονοδιάστατη, άπιαστη, άοσμη, όπως τα πλαστικά λουλούδια.

Αντί για ήλιο έχουμε το ηλεκτρικό, γιατί να υποχρεωθούμε να ξοδέψουμε χρόνο για να βγούμε έξω να δούμε τον αληθινό. Τι να τους κάνουμε τους ανθρώπους; Τους έχουμε στο γυαλί. Τι να τον κάνουμε τον αέρα έχουμε τον ιονιστή. Τι να την  κάνουμε τη δροσιά των δέντρων. Έχουμε κλιματισμό. Δεν χρειάζεται να μαγειρέψουμε, με ένα τηλεφώνημα έχουμε το φαγητό έτοιμο στο τραπέζι μας.

Η θαυματουργή τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου και πλουτισμός τού κατασκευαστή και του εμπόρου. Γειτονιές παντού πάνω-κάτω του τόπου μας, χώρες ξένες και όλοι μαζί στα κλουβιά μας και από τα κλουβιά μας βλέπει ο ένας τον άλλο. Όλοι ξεκομμένοι, παγιδευμένοι στις οθόνες, ναρκωμένοι των θεαμάτων και ευχαριστημένοι με το ψεύτικο.

Έναν κόσμο που του μεταλλάζουν την καρδιά σε πάγο. Μια ζωή που τη μεταλλάζουν σε μια απέραντη θάλασσα πάγου, δηλαδή σε κόλαση. Στην τελευταία όμως, πριν από αιώνες, με τη θεϊκή μανία του ο μεγάλος ποιητής εμπνευστής της "θείας κωμωδίας" (Δάντης Αλιγκιέρι 1265-1321 Φλωρεντία) βάζει όλους αυτούς "τους κατεργάρηδες και απατεώνες και πλαστογράφους και λωποδύτες, που δεν έχουν πονέσει στη ζωή τους, ούτε έχουν χύσει ένα δάκρυ για κάποιον δυστυχισμένο, να βασανίζονται αμείλιχτα και χωρίς στιγμής διακοπή. Τους τιμωρεί σ' αυτή την παγωμένη θάλασσα που είναι αντίστοιχη της παγωμένης καρδιάς των αμαρτωλών. Τα σώματά τους είναι χωμένα μέσα σ' αυτήν τη "στερεά θάλασσα" κι ακόμα και οι κραυγές τους και  τα δακρυά τους έχουν μαρμαρώσει μέσα σ' αυτήν τη φριχτή ερήμωση της παγωνιάς. Και οι ελπίδες τους, σαν τα δάκρυά τους, πάγωσαν κι αυτές. Για κείνους σωτηρία και απολύτρωση δεν υπάρχει...  Αυτές είναι οι τρεις μεγάλες περιοχές της κόλασης, η φωτιά, η λάσπη κι ο πάγος που αντιστοιχούν στις τρεις κατηγορίες εγκλημάτων: στο πάθος, στη βρομιά της απάτης και στην κτηνωδία, όπου η τελευταία, όπως λεει ο σπουδαίος ποιητής, είναι η χειρότερη.**