Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Το αμάρτημα της μητρός μου του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ

 Το αμάρτημα της μητρός μου του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ


 –πραγματικό ονοματεπώνυμο- Γεώργιος Σύρμας ή Μιχαηλίδης.

Γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη, κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης.

Απεβίωσε το 1896 (47 ετών).

 

Λόγιος, ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αρθογράφος και κριτικός.

 

Έργα του μεταφράστηκαν, στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρουμανικά

 

Ο  Γ. Βιζυηνός έζησε στερημένα παιδικά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και στην Κύπρο. Με υποτροφία ενός πλούσιου ομογενή σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία φιλοσοφία και ψυχολογία. Το 1881 πήρε στη Λιψία το διδακτορικό δίπλωμα. Το πέρασμα από το Παρίσι και η γνωριμία του με τον Βικέλα, πεζογράφο της ίδιας γενιάς, τον ωθούν προς το διήγημα. Από το 1883 ως το 1884 δημοσιεύει τα περισσότερα από τα διηγήματά του. Έγραψε επίσης ψυχολογικές μελέτες και διδακτικά εγχειρίδια. Το 1892 μια διανοητική ασθένεια του κλείνει τη σταδιοδρομία.

 

Μοντερνιστής συγγραφέας της γενιάς του ’80 και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ηθογραφικού διηγήματος στη νεοελληνική λογοτεχνία υπήρξε ο Γεώργιος Βιζυηνός, όπως και Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.  Ο Βιζυηνός θίγει -στα πεζογραφήματά του- τα ήθη, έθιμα και παραδόσεις της ελληνικής υπαίθρου, τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής του, τη ζωή  των απλών – λαϊκών ανθρώπων και υπεισέρχεται -εφ’ όσον οι σπουδές του στη φιλοσοφία και ψυχολογία τον κατευθύνουν- να αναλύει σε βάθος, το  περιεχόμενο της ψυχής των χαρακτήρων του.

 

 

 

 

 

 

 

Πεζογραφήματα:

·        Το αμάρτημα της μητρός μου 

·        Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως 

·        Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου 

·        Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας

·        Το μόνο της ζωής του ταξείδιον 

·        Πρωτομαγιά 

·        Ο Μοσκώβ-Σελήμ 

·         κ.α..

 

Το αμάρτημα της μητρός μου

 

 

           «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα του Γ. Βιζυηνού και το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα.

Γλώσσα πλούσια, ποιητική, γοητευτική καθαρεύουσα.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, θύμησες της παιδικής ηλικίας του αφηγητή-συγγραφέα.

Κεντρικό πρόσωπο η μητέρα και στο διήγημα η ίδια μητέρα του συγγραφέα. Ο αφηγητής-συγγραφέας βασανίζεται και απογοητεύεται από τη μεροληπτική στάση της μητέρας του, όταν η παθολογική αγάπη και στοργή της περιορίζεται μόνο στην αδελφή του, την Αννιώ, αγαπημένη εξάλλου  όλης της οικογένειας επειδή είναι ασθενής. Η μητέρα παραμελεί τα τρία της αγόρια, κάτι που ενοχλεί τον μεγαλύτερο τον Γιωργή, όμως το ξεπερνά γιατί αγαπά την μικρή καλόκαρδη Αννιώ, που και εκείνη αγαπά τα αδέλφια της και την αγαπούν χωρίς ζήλια, λόγω της αρρώστιάς της. Υποτροπιάζει όμως η αρρώστια και η χήρα μητέρα δεν έχει άλλη έννοια παρά μόνο την άρρωστη θυγατέρα της. Παραμελεί τελείως την οικογένειά της και ιδιαίτερα τα μικρά της αγόρια, που έχουν την ανάγκη της. Πιστεύει, όπως πίστευαν εκείνο τον καιρό, ότι είναι δαιμονική η αρρώστιά της Αννιώς και δεν κάνει κάτι άλλο παρά ξόρκια παπάδων για την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων, μαγικά φυλαχτά και γιατροσόφια. Εντούτοις η Αννιώ  χειροτερεύει και η μητέρα αποφασίζει να πάει την άρρωστη στην εκκλησία, να την αφήσει εκεί για σαράντα μερόνυχτα. Τη συνοδεύουν τα αδέλφια της, όμως διανυκτερεύει μόνο ο Γιωργής με τη μητέρα του. Τις νύχτες ο μικρός Γιωργής τρομάζει από το άγριο περιβάλλον  κρύο και σκοτεινό της εκκλησίας και τρέχει αλαφιασμένος απ’ εκεί, όταν ακούει τη μητέρα του να προσεύχεται και να παρακαλάει τον Θεό να της πάρει ένα από τα αγόρια της και να αφήσει να ζήσει η Αννιώ. Η Αννιώ πεθαίνει. Η μητέρα επιστρέφει στα οικιακά της καθήκοντα. Ο Γιωργής ξενιτεύεται. Η μητέρα υιοθετεί ένα κορίτσι, το ανατρέφει με αγάπη, μέχρι που το αποκαθιστά παντρεύοντάς το. Στη συνέχεια υιοθετεί κι άλλο κορίτσι, που είναι κατά κάποιον τρόπο ελαττωματικό. Ο Γιωργής επιστρέφει στο σπίτι και είναι βαθιά απογοητευμένος από την μητέρα του, που υιοθετεί κορίτσια και μάλιστα από το τελευταίο, που πάσχει από μωρότητα. Σχεδιάζει να εγκαταλείψει την οικογένεια, που όμως τον έχει ανάγκη για οικονομικούς λόγους. Τελικά η μητέρα εκμυστηρεύεται το μυστικό, που φέρει βαρέως και θεωρεί το αμάρτημά της θανάσιμο που την κατατρύχει μια ολόκληρη ζωή, γιατί άθελά της μετά από γλεντοκόπι, πλάκωσε στον ύπνο της την μικρή της κόρη. 

Στο τέλος έχουμε… δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»

 

 

Απανθίσματα:

Ἐδιασκέλισε μαῦρον γάτον, ὁ ὁποῖος ἦτο κυρίως ὁ ἔξω ἀπὸ ἐδῶ μεταμορφωμένος. Ἡ μήτηρ μου ἦτο μᾶλλον εὐλαβὴς παρὰ δεισιδαίμων. Κατ’ἀρχὰς ἀπετροπιάζετο τὰς τοιαῦτας διαγνώσεις, καὶ ἠρνεῖτο νὰ ἐφαρμόσῃ τὰς προτεινομένας γοητείας, φοβουμένη μὴ ἁμαρτήσῃ. Ἄλλως τε ὁ ἱερεὺς ἀνέγνωσεν ἤδη ἐπὶ τῆς ἀσθενοῦς τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ κακοὺ, διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον. Ἀλλὰ μετ’ ὁλίγον μετέβαλε γνώμην. Ἡ κατάστασις τῆς ἀσθενοὺς ἐδεινοῦτο. Ἡ μητρικὴ στοργὴ ἐνίκησεν τὸν φόβον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ θρησκεία ἔπρεπε νὰ συμβιβασθῇ μὲ τὴν δεισιδαιμονίαν. Πλησίον εἰς τὸν σταυρὸν, ἐπὶ τοῦ στήθους τῆς Ἀννιῶς, ἐκρέμασεν ἐν χαμαγλί, μὲ μυστηριώδεις ἀραβικὰς λέξεις. Τα ἀγιάσματα διεδέχθησαν αἱ γοητείαι, καὶ μετὰ τὰ εὐχολόγια τῶν ιἐρέων ἦλθον τὰ σαλαβάτια τῶν μαγισσῶν. Ἀλλ’ ὅλα παρήρχοντο εἰς μάτην. Τὸ παιδίον ἐχειροτέρευεν ἀδιακόπως, καὶ ἡ μήτηρ μας ἐγίνετο ὁλονὲν ἀγνώριστος. Ἐνόμιζες, ὅτι ἐλησμόνησε πῶς εἴχε καὶ ἄλλα τέκνα.

 

 

Ἐν τούτοις ἡ ἀσθένεια τῆς Ἀννιῶς ὁλονὲν ἐδεινοῦτο καὶ ὁλονὲν περισσότερον συνεκεντροῦντο περὶ αὐτὴν τῆς μητρός μας αἱ φροντίδες. Ἀφ’ ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατὴρ μας, δὲν εἶχεν ἐξέλθει τῆς οἰκίας. Διότι ἐχήρευσε πολὺ νέα καὶ ἐντρέπετο νὰ κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας, ἥτις, καὶ ἐν αὐτῇ τῃ Τουρκίᾳ, ἰδιάζει εἰς πᾶσαν πολύτεκνον μητέρα. Ἀλλ’ ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἔπεσεν ἡ  Ἀννιὼ σπουδαίως εἰς τὸ στρῶμα, ἔβαλε τὴν ἐντροπὴν κατὰ μέρος. Κάποιος εἶχεν ἄλλοτε παρόμοιαν ἀσθένειαν-ἔτρεχε νὰ τὸν ἐρωτήσῃ, πῶς ἐθεραπεύθη. -Κάπου μιὰ γραῖα κρύπτει βότανα θαυμασίας ἰατρικῆς δυνάμεως, -ἔσπευδε νὰ τὰ ἐξαγοράσῃ. -Κάποθεν ἦλθε ξένος τις, παράδοξος τὸ ἐξωτερικόν, ἤ φημιζόμενος διὰ τὰς γνώσεις του, -δὲν ἐδίστασενὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν ἀντίληψίν του:  Οἱ διαβασμένοι, κατὰ τοὺς λαοὺς, εἶνε παντογνῶσται. Καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα πτωχοῦ ὁδοιπόρου κρύπτονται ἐνίοτε μυστηριώδη ὄντα, πλήρη ὑπερφυσικὼν δυνάμεων.Ὁ χονδρὸς τῆς συνοικίας κουρεύς, αὐτὸς μᾶς ἐπεσκέπτετο αὐτόκλητος καὶ δικαιωματικῶς. ἦτον ὁ μόνος ἐπίσημος ἰατρὸς ἐν τῇ περιφερείᾳ μας. Ἄμᾳ τὸν ἔβλεπον ἐγὼ ἔπρεπε νὰ τρέχω εἰς τὸν μπακάλην. Διότι ποτὲ δὲν ἐπλησίαζε τὴν ἀσθενῆ, πρὶν ἤ καταπίῃ τοὐλάχιστον πενῆντα δράμια ρακῆς.

 Εἶμαι γέρος, μωρή, ἔλεγε πρὸς τὴν ἀνυπόμονον μητέρα, εἶμαι γέρος, καὶ ἂν δὲν τὸ τσούξω κομμάτι, δὲν βλέπουν καλὰ τὰ μάτια μου. Καὶ φαίνεται, ὅτι δὲν ἐψεύδετo.. Διότι ὅσῳ περισσότερον ἔπινε, τόσο εὐκολώτερον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ ποῖα εἶναι παχυτέρα τῆς αὐλῆς μας ὄρνιθα, διὰ νὰ τὴν λάβῃ ἀπερχόμενος.