Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΑΝΤΙΟ ΤΩΡΑ, ΤΑ ΛΕΜΕ ΑΥΡΙΟ του William Maxwell Εκδόσεις GUTENBERG

 

          ΑΝΤΙΟ ΤΩΡΑ, ΤΑ ΛΕΜΕ ΑΥΡΙΟ του William Maxwell

                       Εκδόσεις GUTENBERG

 

Ο Γουίλιαμ Μάξγουελ γεννήθηκε το 1908 στο Λίνκολν του Ιλινόις  και πέθανε το 2000 στη Νέα Υόρκη.

Συγγραφέας και επιμελητής του «New Yorker» για 40 χρόνια. Υπήρξε μέντορας πολλών συγγραφέων της γενιάς του όπως οι Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Iσαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Τζον Απντάικ, Τζερόμ Ντέιβιντ  Σάλιντζερ. Ο Σάλιντζερ μάλιστα, όταν ολοκλήρωσε το χειρόγραφο του «Φύλακας στη σίκαλη», έσπευσε στο σπίτι του Μάξγουελ για να του το διαβάσει και να ζητήσει τη γνώμη του.

Το έργο αρχίζει δημοσιογραφικά, όταν οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται στο έγκλημα που διέπραξε ο πατέρας του δεκάχρονου Κλίτους, σκοτώνοντας τον εραστή της γυναίκας του. Αμέσως μετά αυτοκτόνησε πέφτοντας στο σκυρωρυχείο, που έμοιαζε με μικρή λίμνη και ήταν τόσο βαθύ, που έλεγαν ότι δεν έχει πυθμένα

Ένα βιβλίο που θέλεις να ξαναδιαβάσεις. Ευαίσθητο, συγκινητικά αληθινό, συνεκτικό σε δυο ιστορίες με θέμα την απώλεια – τον θάνατο. Ο θάνατος στιγματίζει δυο δεκάχρονους φίλους όταν ο μεν ένας χάνει τη μητέρα του και ο άλλος τον πατέρα του.

Πώς ένας θάνατος μπορεί να καταστρέψει μια οικογένεια, μια στέγη που προστατεύει, μια στέγη υποστήριγμα για τα παιδιά και την ανάπτυξή τους. Η παιδική ψυχή που φρικιάζει έναντι του θανάτου των γονιών.  

Μια εξομολογητική μνήμη του αφηγητή, μια κατασκευή μνήμης του συγγραφέα, μια υπέροχη ιστορία.

Τοιχογραφία μιας εποχής σε αγροτικές περιοχές στο Λίνκολν του Ιλινόις, όπου ο συγγραφέας εικονοποιητικά και ποιητικά μας μεταφέρει στην πατρίδα του απαρχές του 20ου αιώνα, στη νοοτροπία των κατοίκων και στα ήθη και έθιμά τους. Αναφέρονται τα ανέμελα παιδικά του χρόνια παίζοντας με τον φίλο του τον Κλίτους, πριν ορφανέψουν ο αφηγητής από τη μητέρα του και ο Κλίτους, όταν ο πατέρας του σκότωσε τον εραστή της μητέρας του και μετά αυτοκτόνησε.

Η φαντασία του αφηγητή πρωταγωνιστεί, καλπάζει ανάμεσα σε πραγματικά γεγονότα και μιλάμε για γεγονότα που συνέβησαν προ πενήντα χρόνων και όπως λέει ο συγγραφέας «όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε να λέμε ψέματα».

Ο αφηγητής μας μεταφέρει την αληθινή ιστορία γεμίζοντας τα κενά με υποψίες και επινοήσεις.

Εντέλει και ο χρόνος που προκαλεί το γήρας και επαναφέρει στη μνήμη του αφηγητή τα δραματικά γεγονότα, όπου δίνει άφεση στον εαυτό του από ενοχές, όταν είδε τον φίλο του χρόνια μετά και δεν του μίλησε, όχι εσκεμμένα. Άξιο λόγου θα ήταν να ξέρει ο Κλίτους ότι διαφύλαξε ευλαβικά το μυστικό του, κανείς δεν έμαθε το παραμικρό στο νέο σχολείο που φοιτούσαν.

Τέλος ο αφηγητής εύχεται γαλήνη στον παιδικό του φίλο.

 

Απανθίσματα:

Ο θάνατος της μητέρας μου είχε οδηγήσει τον πατέρα μου στα όρια της κατάρρευσης. Το βράδυ, μετά το δείπνο, βημάτιζε μέσα στο σπίτι κι εγώ βημάτιζα μαζί του, με το χέρι μου περασμένο στη μέση του. Ήμουν δέκα χρονών. Πήγαινε από το καθιστικό στο χολ και όταν έφτανε μπροστά στο ρολόι του τοίχου έστριβε κι έμπαινε στη βιβλιοθήκη, και από τη βιβλιοθήκη στην τραπεζαρία και μετά έμπαινε στο καθιστικό από μια άλλη πόρτα, και τέλος πίσω στο χολ. Δεν μιλούσε, κι έτσι δεν μιλούσα ούτε κι εγώ. Προσπαθούσα μόνο να μαντέψω, όταν ετοιμαζόταν να στρίψει για να μην κουτουλήσουμε ο ένας με τον άλλο.

Τα παιδιά δεν μπορούν να πουν αν αυτά ανήκουν στο σπίτι ή το σπίτι ανήκει σ’ αυτά. Μόλις πάρεις τη σκύλα μακριά, πάρε και την κουζίνα – πάρε τη μυρωδιά από κάτι νόστιμο, που ψήνεται στο φούρνο. Τη μυρωδιά της μπουγάδας, των μάλλινων που στεγνώνουν στην απλώστρα. Της στάχτης. Της σούπας που σιγοβράζει στη στόφα. Πάρε και το γέρικο άλογο που περιμένει υπομονετικά δίπλα στο φράχτη. Πάρε τι μικροδουλειές που τον κρατούσαν απασχολημένο απ’ όταν γύριζε απ’ το σχολείο μέχρι την ώρα του βραδινού. Πάρε την πάχνη νωρίς το πρωί, το οργισμένο κρώξιμο ων κορακιών στις κορφές των δέντρων.

Τα ρούχα του για τις δουλειές είναι ακόμη κρεμασμένα στο δωμάτιό του, στο καρφί δίπλα στην πόρτα, αλλά κανείς δεν τα βάζει και κανείς δεν τα βγάζει. Κανείς δεν κοιμάται στο κρεβάτι. Ούτε διαβάζει τον Τομ Σουίφτ και την ιπτάμενη μηχανή με την τσαλακωμένη ράχη. Μιας και είσ’ εδώ, παρ’ το κι αυτό.

Πάρε το κανάτι και το μπολ, στεγνά και σκονισμένα. Πάρε το στάβλο με τις αγελάδες όπου οι γάτες κάθονται στη σειρά και περιμένουν με το στόμα ορθάνοιχτο κάποιον να τους δώσει λίγο γάλα. Πάρε και το στάβλο με τα άλογα-τη μυρωδιά απ’ το σανό και τη σκόνη και το αλογήσιο κάτουρο και τα λουριά λερωμένα απ’ τον ιδρώτα, πάρε και τη βροχή που πέφτει δυνατά στο οργωμένο χωράφι έξω απ’ την ανοιχτή πόρτα. Παρ’ τα όλα αυτά μακριά, και τι μένει; Μετά από τέτοια απώλεια, τι νόημα έχει να του ζητήσεις να συνεχίσει να είναι το αγόρι που ήταν πριν; Καλύτερα να ξεκινήσει τη ζωή απ’ την αρχή σαν κάποιο άλλο αγόρι.

 

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

ΤΑΛΓΚΟ του Βασίλη Αλεξάκη

 

                                    ΤΑΛΓΚΟ

                            του Βασίλη Αλεξάκη

                                

Ο Βασίλης Αλεξάκης ελληνογάλλος συγγραφέας,  γεννήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1943 και πέθανε το 2021. Σπούδασε στην ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ. Εγκατεστημένος στη Γαλλία από το 1969, υπήρξε επί σειρά ετών συνεργάτης της εφημερίδας Le Monde έγραφε στα γαλλικά και ελληνικά.

Έχει πάρει μεταξύ άλλων τα βραβεία του: Αλμπέρ Καμί, Αλεξάντρ Βαιλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis, αλλά και το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 2007, για το βιβλίο του "μ.Χ."

Ηταν 17 χρονών, όταν έγραψε την πρώτη του φράση στα γαλλικά, ως συγγραφέας. Τη φράση που ήθελε να γραφτεί στο μνήμα του, «Δεν υπάρχει θεός. Είμαι σε θέση να το γνωρίζω». Έλεγε: «Παντρεύτηκα την ιστορία, το παραμύθι. Η ελληνική γλώσσα αξίζει περισσότερο και από την Ακρόπολη».

Δεν θέλησε ποτέ να πάρει τη γαλλική υπηκοότητα∙ έζησε από έφηβος ως το 2015 κυρίως στη Γαλλία με μεγάλα διαλείμματα στην Αθήνα και την Τήνο, όμως πατρίδα ένιωθε πάντα την Ελλάδα. Όταν έγινε η χούντα σταμάτησε να γράφει στα ελληνικά και κάθε του λέξη ήταν γαλλική.

************………………..**************

Ευκολονόητο και ευκολοδιάβαστο το βιβλίο Τάλγκο, του πρόσφατα θανόντος συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη. Η γλώσσα απλή, ρυθμική, ρέει ο λόγος του.

Η λέξη Τάλγκο είναι ακρωνύμιο ενός «ελαφρού-σπονδυλωτού» τρένου,  (τρεν, αρτικολάντο λιχέρο∙ του Γκουικοτσέα που το εφεύρε, και του Οριόλ που το χρηματοδότησε. Είναι το τρένο εκείνο όπου η ερωτευμένη –μέχρι τα μπούνια, όπως θα λέγαμε- ηρωίδα του βιβλίου ταξιδεύει να συναντήσει τον εραστή της.

Το Τάλγκο είναι το πρώτο στα ελληνικά που έγραψε ο Αλεξάκης. Είναι ένα  ιντερμέδιο τρελού έρωτα μιας γυναίκας και ενός άντρα. Η ζυγαριά στην παραζάλη του έρωτα κλείνει περισσότερο από της γυναίκας τη μεριά, έτσι τουλάχιστον μας δείχνει η αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια του έργου. Έργο δραματικό ερωτικό και ελπιδοφόρο. Ο πόνος του ανεκπλήρωτου έρωτα ζητωκραυγάζει, η αγάπη λυγίζει. Και όπως στις πιο πολλές δραματικές στιγμές της ζωής, έρχεται ο χρόνος να καταπραΰνει πληγές και η σκέψη να βάζει τα πράγματα στη θέση τους, κρύβοντας  στο κουτάκι των γλυκών αναμνήσεων ένα μικρό μπουκαλάκι παριζιάνικης βροχής. 

Ο Αλεξάκης μπαίνει ολόκληρος στην ψυχοσύνθεση της ερωτευμένης γυναίκας, όμως ο αναγνώστης μπορεί να παρατηρήσει μιαν αχνάδα αντρική που παίζει τα νήματα στη λίαν ευαίσθητη νότα του έρωτα.

Διανθίζεται το έργο με το γνωστό χιουμοριστικό υπομειδίαμα του συγγραφέα. 

Η Ιστορία έχει να κάνει με τον εξωσυζυγικό έρωτα δυο νέων ανθρώπων της Ελένης και του Γρηγόρη. Γνωρίζονται σε μια παρέα κοινών φίλων. Ο Γρηγόρης είναι οικονομολόγος, εργάζεται στην ΕΟΚ και μένει στη Γαλλία. Η Ελένη τον ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Η καθημερινότητα της συζυγικής ζωής τούς έχει κουράσει και ψάχνουν τη μαγεία στον έρωτα. Ο ξαφνικός έρωτας δίνει τη θέση του στην αγάπη, στη συναισθηματική σχέση και όλα συστρέφονται σ’ ένα απίστευτο ερωτικό και μαγευτικό ταξίδι στις πόλεις Αθήνα, Παρίσι, Βαρκελώνη με αξέχαστο το τρένο Τάλγκο. Τέλος ένα γράμμα χωρισμού που έλαβε η Ελένη από τον Γρηγόρη, την κάνει να αναπολεί και να γράφει ώρα την ώρα και μέρα τη μέρα που έζησε μαζί του. Το ζευγάρι χωρίζει και επιστρέφει ο καθείς στην οικογένειά του. Πολλές φορές η καθημερινότητα κουράζει, όμως όταν οι άνθρωποι της οικογένειάς σου, σε αγαπούν και σου συμπαραστέκονται, τότε βρίσκεις να ξεκουράσεις τον πόνο στη γαλήνη, όπως ακριβώς η Ελένη.  

Αποσπάσματα:

Έμεινα να σε κοιτάζω κι όσο ξυριζόσουν καθισμένη στο χείλος της μπανιέρας.

-Άλλους, είπες, μπορεί απλώς να τους στενοχωρεί το γεγονός ότι γερνάνε, ότι χάνουν τα μαλλιά τους, τα δόντια τους.. Εγώ γίνομαι έξω φρενών,  μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι κάθε που κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είναι σαν να βλέπεις να σου γκρεμίζουν το ίδιο σου το σπίτι και να μη μπορείς να κάνεις τίποτε! Σε ποιον να κάνω μήνυση; Πού να υποβάλω έγγραφη διαμαρτυρία με συνημμένες φωτογραφίες που να με δείχνουν παιδί και πως κατάντησα τώρα;

 

Τις ξανάζησα φορές και φορές τι στιγμές που περάσαμε μαζι απ’ όλες όμως προτιμώ εκείνες τις πρώτες ώρες στο Κουκάκι, σ’ εκείνη την ταβέρνα, γιατί εκεί συντελέστηκε κάτι σαν θαύμα, που δε θα μπορέσω ίσως ποτέ να το εξηγήσω, γιατί εκεί αισθάνθηκα, ξέρεις πώς αισθάνθηκα αγάπη μου; Σαν τον πρώτο άνθρωπο που είδε τον ήλιο ν’ ανατέλλει έρωτα όπως τρώει ο Καραγκιόζης, με βουλιμία, μέχρι σκασμού! Καλά καλά δεν προλαβαίναμε να καπνίσουμε ένα τσιγάρο κι άντε πάλι απ’ την αρχή! Κοντέψαμε να κάψουμε τα σεντόνια! Να διαμελίσουμε το κρεβάτι, ένα ωραίο ξύλινο κρεβάτι με λουλουδάκι ζωγραφισμένα στην πλάτη του. Πήγαιναν πέρα δώθε σαν να τα φυσούσε ο αέρας!

«Έκλεισα πίσω μου την πόρτα του διαμερίσματος, ακούμπησα το πακέτο στο τραπέζι, το κοίταξα κάμποση ώρα. Μετά βάλθηκα να λύσω τον σπάγκο, δεν τα κατάφερα, τον έκοψα μ’ ένα ψαλίδι. Μέσα στο πακέτο βρήκα ένα γυάλινο μπουκαλάκι, σαν αυτά του φαρμακείου, μ’ ένα διαφανές υγρό. Επάνω στο μπουκαλάκι είχες γράψει με σινική μελάνι: ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΒΡΟΧΗ. Βρήκα κι αυτό το σημείωμα: Τη μάζεψα με μια κατσαρόλα, απ’ το παράθυρο. Το μανίκι μου έγινε μούσκεμα. Γρηγόρης».

**************************************************************************************