Τρίτη 13 Απριλίου 2021

ΤΑΛΓΚΟ του Βασίλη Αλεξάκη

 

                                    ΤΑΛΓΚΟ

                            του Βασίλη Αλεξάκη

                                

Ο Βασίλης Αλεξάκης ελληνογάλλος συγγραφέας,  γεννήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1943 και πέθανε το 2021. Σπούδασε στην ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ. Εγκατεστημένος στη Γαλλία από το 1969, υπήρξε επί σειρά ετών συνεργάτης της εφημερίδας Le Monde έγραφε στα γαλλικά και ελληνικά.

Έχει πάρει μεταξύ άλλων τα βραβεία του: Αλμπέρ Καμί, Αλεξάντρ Βαιλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis, αλλά και το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 2007, για το βιβλίο του "μ.Χ."

Ηταν 17 χρονών, όταν έγραψε την πρώτη του φράση στα γαλλικά, ως συγγραφέας. Τη φράση που ήθελε να γραφτεί στο μνήμα του, «Δεν υπάρχει θεός. Είμαι σε θέση να το γνωρίζω». Έλεγε: «Παντρεύτηκα την ιστορία, το παραμύθι. Η ελληνική γλώσσα αξίζει περισσότερο και από την Ακρόπολη».

Δεν θέλησε ποτέ να πάρει τη γαλλική υπηκοότητα∙ έζησε από έφηβος ως το 2015 κυρίως στη Γαλλία με μεγάλα διαλείμματα στην Αθήνα και την Τήνο, όμως πατρίδα ένιωθε πάντα την Ελλάδα. Όταν έγινε η χούντα σταμάτησε να γράφει στα ελληνικά και κάθε του λέξη ήταν γαλλική.

************………………..**************

Ευκολονόητο και ευκολοδιάβαστο το βιβλίο Τάλγκο, του πρόσφατα θανόντος συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη. Η γλώσσα απλή, ρυθμική, ρέει ο λόγος του.

Η λέξη Τάλγκο είναι ακρωνύμιο ενός «ελαφρού-σπονδυλωτού» τρένου,  (τρεν, αρτικολάντο λιχέρο∙ του Γκουικοτσέα που το εφεύρε, και του Οριόλ που το χρηματοδότησε. Είναι το τρένο εκείνο όπου η ερωτευμένη –μέχρι τα μπούνια, όπως θα λέγαμε- ηρωίδα του βιβλίου ταξιδεύει να συναντήσει τον εραστή της.

Το Τάλγκο είναι το πρώτο στα ελληνικά που έγραψε ο Αλεξάκης. Είναι ένα  ιντερμέδιο τρελού έρωτα μιας γυναίκας και ενός άντρα. Η ζυγαριά στην παραζάλη του έρωτα κλείνει περισσότερο από της γυναίκας τη μεριά, έτσι τουλάχιστον μας δείχνει η αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια του έργου. Έργο δραματικό ερωτικό και ελπιδοφόρο. Ο πόνος του ανεκπλήρωτου έρωτα ζητωκραυγάζει, η αγάπη λυγίζει. Και όπως στις πιο πολλές δραματικές στιγμές της ζωής, έρχεται ο χρόνος να καταπραΰνει πληγές και η σκέψη να βάζει τα πράγματα στη θέση τους, κρύβοντας  στο κουτάκι των γλυκών αναμνήσεων ένα μικρό μπουκαλάκι παριζιάνικης βροχής. 

Ο Αλεξάκης μπαίνει ολόκληρος στην ψυχοσύνθεση της ερωτευμένης γυναίκας, όμως ο αναγνώστης μπορεί να παρατηρήσει μιαν αχνάδα αντρική που παίζει τα νήματα στη λίαν ευαίσθητη νότα του έρωτα.

Διανθίζεται το έργο με το γνωστό χιουμοριστικό υπομειδίαμα του συγγραφέα. 

Η Ιστορία έχει να κάνει με τον εξωσυζυγικό έρωτα δυο νέων ανθρώπων της Ελένης και του Γρηγόρη. Γνωρίζονται σε μια παρέα κοινών φίλων. Ο Γρηγόρης είναι οικονομολόγος, εργάζεται στην ΕΟΚ και μένει στη Γαλλία. Η Ελένη τον ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Η καθημερινότητα της συζυγικής ζωής τούς έχει κουράσει και ψάχνουν τη μαγεία στον έρωτα. Ο ξαφνικός έρωτας δίνει τη θέση του στην αγάπη, στη συναισθηματική σχέση και όλα συστρέφονται σ’ ένα απίστευτο ερωτικό και μαγευτικό ταξίδι στις πόλεις Αθήνα, Παρίσι, Βαρκελώνη με αξέχαστο το τρένο Τάλγκο. Τέλος ένα γράμμα χωρισμού που έλαβε η Ελένη από τον Γρηγόρη, την κάνει να αναπολεί και να γράφει ώρα την ώρα και μέρα τη μέρα που έζησε μαζί του. Το ζευγάρι χωρίζει και επιστρέφει ο καθείς στην οικογένειά του. Πολλές φορές η καθημερινότητα κουράζει, όμως όταν οι άνθρωποι της οικογένειάς σου, σε αγαπούν και σου συμπαραστέκονται, τότε βρίσκεις να ξεκουράσεις τον πόνο στη γαλήνη, όπως ακριβώς η Ελένη.  

Αποσπάσματα:

Έμεινα να σε κοιτάζω κι όσο ξυριζόσουν καθισμένη στο χείλος της μπανιέρας.

-Άλλους, είπες, μπορεί απλώς να τους στενοχωρεί το γεγονός ότι γερνάνε, ότι χάνουν τα μαλλιά τους, τα δόντια τους.. Εγώ γίνομαι έξω φρενών,  μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι κάθε που κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είναι σαν να βλέπεις να σου γκρεμίζουν το ίδιο σου το σπίτι και να μη μπορείς να κάνεις τίποτε! Σε ποιον να κάνω μήνυση; Πού να υποβάλω έγγραφη διαμαρτυρία με συνημμένες φωτογραφίες που να με δείχνουν παιδί και πως κατάντησα τώρα;

 

Τις ξανάζησα φορές και φορές τι στιγμές που περάσαμε μαζι απ’ όλες όμως προτιμώ εκείνες τις πρώτες ώρες στο Κουκάκι, σ’ εκείνη την ταβέρνα, γιατί εκεί συντελέστηκε κάτι σαν θαύμα, που δε θα μπορέσω ίσως ποτέ να το εξηγήσω, γιατί εκεί αισθάνθηκα, ξέρεις πώς αισθάνθηκα αγάπη μου; Σαν τον πρώτο άνθρωπο που είδε τον ήλιο ν’ ανατέλλει έρωτα όπως τρώει ο Καραγκιόζης, με βουλιμία, μέχρι σκασμού! Καλά καλά δεν προλαβαίναμε να καπνίσουμε ένα τσιγάρο κι άντε πάλι απ’ την αρχή! Κοντέψαμε να κάψουμε τα σεντόνια! Να διαμελίσουμε το κρεβάτι, ένα ωραίο ξύλινο κρεβάτι με λουλουδάκι ζωγραφισμένα στην πλάτη του. Πήγαιναν πέρα δώθε σαν να τα φυσούσε ο αέρας!

«Έκλεισα πίσω μου την πόρτα του διαμερίσματος, ακούμπησα το πακέτο στο τραπέζι, το κοίταξα κάμποση ώρα. Μετά βάλθηκα να λύσω τον σπάγκο, δεν τα κατάφερα, τον έκοψα μ’ ένα ψαλίδι. Μέσα στο πακέτο βρήκα ένα γυάλινο μπουκαλάκι, σαν αυτά του φαρμακείου, μ’ ένα διαφανές υγρό. Επάνω στο μπουκαλάκι είχες γράψει με σινική μελάνι: ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΒΡΟΧΗ. Βρήκα κι αυτό το σημείωμα: Τη μάζεψα με μια κατσαρόλα, απ’ το παράθυρο. Το μανίκι μου έγινε μούσκεμα. Γρηγόρης».

**************************************************************************************

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: