Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του JULIAN BARNES


Julian Barnes, Η μοναδική ιστορία
   (εκδόσεις Μεταίχμιο)

Ο ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη και εργάστηκε ως λεξικογράφος για το Oxford English Dictionary, κριτικός λογοτεχνίας στους Times και τηλεκριτικός στον Observer. Ζει στο Λονδίνο. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως πεζογράφος το 1980 με το μυθιστόρημα METROLAND. Ακολούθησαν άλλα πέντε μυθιστορήματα που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους γνωστότερους και καλύτερους εκπροσώπους της νεότερης αγγλικής λογοτεχνίας. Από αυτά, Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΤΟΥ ΦΛΩΜΠΕΡ (1984) του χάρισε διεθνή φήμη και λογοτεχνικά βραβεία στην Αγγλία, Ιταλία και Γαλλία. Το 1986 η Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ του απένειμε το Βραβείο Ε.Μ.Forster. Το 1988 χρίστηκε ιππότης του γαλλικού Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων. Επίσης, ο Τζούλιαν Μπαρνς έχει εκδώσει και αστυνομικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Dan Kavanagh.
Άλλα βιβλία: Ένα κάποιο τέλος 2011 και Ο Αχός της εποχής 2016 (θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του 21ου αιώνα)

Μια ερωτική ιστορία, σκέφτεσαι, διαβάζοντας το βιβλίο και όπως ο ίδιος ο συγγραφέας το επισημαίνει, αρχίζει το έργο του  με τις εξής διλημματικές φράσεις:
«ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΕΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο; Νομίζω πως αυτό είναι, τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα».

Όμως σ’ όλο αυτό που μας λέει ο συγγραφέας υπάρχει και ένα αλλά. Ποιός άραγε μπορεί να ελέγξει το συναίσθημά του, όταν ερωτεύεται;

«Έρως ανίκατε μάχαν… Ο έρωτας είναι ανίκητος στη μάχη, ξενυχτά στα τρυφερά μάγουλα των κοριτσιών, πετάει πάνω απ’ τη θάλασσα και τρυπώνει στους κήπους, και κανένας δεν του ξεφεύγει, ούτε θεός, ούτε θνητός κι ο ερωτευμένος είναι τρελός, τραγουδά ο χορός», αυτά γράφει ο αρχαίος τραγικός μας ποιητής Σοφοκλής, στην «Αντιγόνη» και υμνεί την παντοδυναμία του Έρωτα. Θα επιμείνω λίγο ακόμα με τα λόγια της Σαπφώς «Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη, σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει. Ήρθε, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα, δρόσισες την ψυχούλα, που έκαιγε ο πόθος».  

Τώρα γιατί αναφέρομαι στους αρχαίους μας; Όχι για να κοντράρω βέβαια τον σπουδαίο Barnes και την περίφημη φράση του βιβλίου, που προανέφερα, ίσως για να υμνήσω τον έρωτα, όσο είναι στο αποκορύφωμα, όσο είναι μαγικός, γιατί πολύ γρήγορα ή αν θέλετε με τα χρόνια πέφτει στο κατώτατο σημείο, χάνεται, απομαγεύεται. Επομένως εκείνο που μας λέει ο συγγραφέας δεν είναι κάτι άλλο από τον έρωτα και την απομάγευσή του. 

Μετά την παραπάνω εισαγωγή ας γνωρίσουμε τους ήρωες του έργου που δεν έχουν να κάνουν με πρόσωπα σπουδαία και ιστορικά, αλλά με απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που ο έρωτάς τους είναι τροφή για κακόβουλους σχολιασμούς των συνανθρώπων τους, που συνήθως  διαβιώνουν σε χωριό ή μικρό προάστιο (όπως οι ήρωες του βιβλίου) και πολύ περισσότερο όταν η γυναίκα είναι μεγαλύτερη του άντρα, που μέχρι τις μέρες μας δεν «καταπίνεται» εύκολα, όσο όταν συμβαίνει το αντίθετο. Έχουμε μια σχέση ενός νεαρού με μια γυναίκα σαν την μητέρα του ηλικιακά, με λίγα λόγια μια οιδιπόδεια σχέση. Η ματιά του ηλικιωμένου πλέον ήρωα του βιβλίου, ανασύρει στη μνήμη μακρινές αναμνήσεις, ενός μεγάλου έρωτα στα νεανικά του χρόνια μέχρι  που …  Αλλά ας αφήσουμε την ιστορία να εξελιχθεί.

Δεκαετία του ’60,  σ’ ένα μικρό προάστιο του Λονδίνου ο δεκεννιάχρονος φοιτητής Πολ, ενθουσιάζεται από την γνωριμία της σαρανταοκτάχρονης Σούζαν, σε μια λέσχη του τένις. Η Σούζαν είναι παντρεμένη και έχει δυο κόρες. Δεν αργούν να ερωτευθούν και να γίνουν εραστές. Προξενούν αναστάτωση στους οικείους τους και στον συντηρητικό περίγυρό τους, για τον οποίο ο νεαρός δείχνει αν μη τι άλλο παρά την αποστροφή του. Εκείνη διαλύει έναν αδιάφορο γάμο, αφήνει τον βίαιο σύζυγο της και τις δυο κόρες της, μεγαλύτερες μάλιστα από τον Πολ και συζεί μαζί του. Ο Πολ ξεπερνά τα εσκαμμένα, είναι ευτυχής και υπερήφανος, έχοντας καταπατήσει τις κοινωνικές συμβάσεις∙ αν και τι άλλο θα μπορούσε να σκεφτεί τότε στα δεκαεννιά του χρόνια. Φτάνοντας σε ώριμη ηλικία, οι απαιτήσεις και  οι μελλοντικές δυσχέρειες  αυτής της ερωτικής σχέσης τον ξεπερνούν, (όπως ο αλκοολισμός της Σούζαν) δεν τις είχε προβλέψει. Ο Πολ θα παρατήσει τη Σούζαν στα χέρια της κόρης της. Στο τέλος η Σούζαν θα πεθάνει σε κλινική. Στην ωριμότητά του ο Πολ κοιτάζει φιλύποπτα τον έρωτα, που τόσο εκθείαζε στα νιάτα του.
Ο Julian Barnes μας αφηγείται πώς ανθίζει ένας μεγάλος έρωτας, πώς ατονεί και τι μένει στο τέλος.  Ο συγγραφέας φτάνει στον πυρήνα της ψυχικής οδύνης και παρότι δράμα έχει πινελιές χιούμορ.

πλώνει τα μπράτσα της προς το μέρος μου, με τα δάχτυλά της σφιγμένα σε γροθιά και λέει, «Κράτα του καρπούς μου Πολ». Τους τυλίγω και τους δυο και πιέζω όσο πιο δυνατά μπορώ. Η σημασία αυτής της κίνησης δεν περιγράφεται με λόγια. Ήταν μια χειρονομία που σκοπό είχε να την ηρεμήσει, να περάσει σ’ εκείνην κάτι από μένα. Μια εμφύσηση θάρρους, μια μετάγγιση δύναμης. Και έρωτα.

*Μια νοσοκόμα της είχε χτενίσει τα μαλλιά….  Σχεδόν ενστικτωδώς άπλωσα το χέρι, θέλοντας να ξεσκεπάσω για μια τελευταία φορά ένα από κομψά της αυτάκια. Όμως το χέρι μου σταμάτησε , θαρρείς αοπό δική του θέληση. Το τράβηξα, δίχως να κατανοώ αν το κίνητρό μου ήταν σεβασμός για την κατάστασή της ή σιχασιά…

*Κοίταξα το προφίλ της και ανέτρεξα σε μερικές στιγμές από το δικό μου ιδιωτικό σινεμά. Η Σούζαν με τη στολή του τένις να υψώνει τη ρακέτα της. Η Σούζαν να χαμογελάει σε μια άδεια παραλία. Όμως ύστερα από λίγα λεπτά αναδρομών, το μυαλό μου άρχισε να περιπλανιέται. Δεν μπορούσα να το κρατήσω εστιασμένο στον έρωτα και στην απώλεια, στην απόλαυση και τη θλίψη. Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται πόση βενζίνη είχε μείνει στο αυτοκίνητο και πόσο κοντά μπορεί να βρισκόταν κάποιο βενζινάδικο…