Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

"Ο Λύκος της Στέπας" του Herman Esse (γεν.1877 Καλβ, Βυρτεμβέργης - 1962 Ελβετία)

Ο συγγραφέας, Χέρμαν Έσσε, λυρικός ποιητής, ειρηνιστής, μετανάστευσε στην Ελβετία (το 1912) διαμαρτυρόμενος για το μιλιταριστικό πνεύμα που αναπτυσσόταν στην Γερμανία.

Βραβεία: Βραβείο Γκαίτε το 1946.
Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1947.

Έργα του: -Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα (1899),
-Πέτερ Καμεντσιντ (1904),
-Κάτω από τον τροχό (1906),
- Γερτρούδη (1910)
-Ντέμιαν (1919),
-Σιντάρτα (1922),
-Ο Λύκος της Στέπας 1927),
-Νάρκισσος και Χρυσόστομος (1930),
-Ταξίδι στην Ανατολή (1932),
-Παιχνίδια με τις Χάντρες (1943),

κ.α..

Το απόφθεγμά του: "Μπορεί κανείς να μεταδώσει τη γνώση αλλά όχι τη σοφία. Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, να τη ζήσει, να ενισχυθεί απ' αυτή, να κάνει μ' αυτή θαύματα, αλλά δεν μπορεί να την πει και να τη διδάξει."

Ένα από τα αριστουργηματικά του έργα είναι "ο Λύκος της Στέπας", που ξαναδιαβάζοντάς το, ήταν σαν να το έπιανα στα χέρια μου για πρώτη φορά, γιατί όπως λεει και ο ίδιος η σοφία δεν διδάσκεται, όμως πιστεύω ότι μπορεί κανείς διαβάζοντας ή ακούγοντας τους σοφούς να πηγαίνει ένα βήμα παρά πέρα.

Τα νοήματα μέσα από τη μαγεία της μυθιστορίας υψηλά, αληθινά, λόγια ψυχής, λόγια πόνου μιας προσωπικότητας καταπιεσμένης, μοναχικής ανάμεσα σε σύνολο ατόμων που συμβιώνουν σε κοινωνία ακατανοησίας, μη ομαδοποιημένης, μη αδελφωμένης, που βασίζεται σε θεωρίες ατομοκρατίας και βαδίζει με ταχύτητα φωτός στο "τίποτα" και στη "δυστυχία."

Ένας έξυπνος, πνευματικός άνθρωπος είναι ο ήρωας της ιστορίας, με το όνομα Χάρυ Χάλερ, όμως η καταγγελτική του στάση σ' ένα σύστημα αστικό με βάση την αλαζονεία και τον διαχωρισμό ανθρώπων σε κατηγορίες όπως οι ονομαστοί- κάποιοι και ο συρφετός, τον κάνει ένα μοναχικό ον που παλεύει με δυνάμεις εσώτερες όπως το πνεύμα του καλού με το δαιμονικό της ύπαρξής του, όπου το τελευταίο είναι αυτό που τον οδηγεί στην εξιλέωση και δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο θάνατος όπως αυτός πιστεύει, και επιθυμεί να επέλθει από το δικό του χέρι με μια γερή ξυραφιά στο λαιμό του.

Ο παράφορος εαυτός μοναχικός, οργισμένος, αποκλεισμένος στο περιθώριο, το διαφορετικό σ' ένα σύστημα ατομισμού, απάτης, όπου το ερώτημα είναι είμαστε άραγε ίδιοι; είμαστε διαφορετικοί; μπορούμε να ζούμε σ' ένα ψεύτικο κόσμο; καλύτερα μόνοι; ή με ένα σωρό γλείφτες ολόγυρά μας; Όπως "ο λύκος της στέπας" που τρίζει δόντια και βγάζει φωτιές από τα μάτια έτοιμος να ξεσκίσει σάρκες για την ικανοποίηση της αχορταγιάς του, έτσι κι ο ήρωάς μας βασανίζεται από τον εσώτερό του "λύκο" που αδυνατεί να τιθασεύσει μέχρι που, η θεατρική μαγεία τον ξεκουνάει δείχνοντας ένα δρόμο γέλιου, χορού, μουσικής, φιλικής και ερωτικής συντροφιάς, και τον δικάζει για την μανία της καταστροφής έναντι της ζωής, για τη μανία του πόνου, έναντι της χαράς και τον καταδικάζει με τιμωρία την αιώνια ζωή.

Έτσι ο ήρωάς μας στο τέλος θέλει να τα δοκιμάσει όλα όπως σκοτωμούς, βάσανα, χαρές, πόνους, έρωτες, ζήλιες που μέσα από το αίμα της αρχέγονης μήτρας γεννήθηκαν και απαρτίζουν τη ζωή.

Μερικά απανθίσματα του βιβλίου:
(σελ.12) Στις πνευματικές υποθέσεις είχε εκείνη τη σχεδόν ψυχρή αντικειμενικότητα, εκείνη τη βέβαιη γνώση και το σίγουρο στοχασμό, όπως ακριβώς έχουν μόνο οι πραγματικά πνευματικοί άνθρωποι, όπου απουσιάζει κάθε φιλοδοξία, κάθε προσπάθεια για να προκαλέσουν το θαυμασμό ή να πείσουν τους άλλους ή να διεκδικήσουν με κάθε τρόπο την επιβολή της γνώμης τους.

(σελ.33).. αν αυτή η μουσική στα μπαρ, αυτές οι μαζικές ικανοποιήσεις μέσα στα πλήθη κι αυτός ο αμερικάνικος τρόπος ζωής είναι πράγματα δικαιωμένα, τότε εγώ έχω το άδικο, είμαι τρελός, πραγματικά ένας λύκος της στέπας, όπως συχνά ονόμαζα τον εαυτό μου. είμαι οπωσδήποτε ένα περιπλανώμενο θηρίο, μέσα σ' έναν ξένο κι ακατανόητο κόσμο, που δεν μπορεί πια να βρει την πατρίδα του, την τροφή και τον αέρα του.

(σελ.118) ... συχνά (τα θηρία) είναι τόσο φοβερά, αλά πολύ πιο σωστά από τους ανθρώπους... δεν θέλουν να σε κολακέψουν ούτε να σε εντυπωσιάσουν. Δεν παίζουν θέατρο. Είναι όπως είναι, σα φυτά και λουλούδια ή σαν αστέρια στον ουρανό.. πολλές φορές τα ζώα είναι λυπημένα κι όταν ένας άνθρωπος είναι λυπημένος, όχι γιατί έχει πονόδοντο ή γιατί έχει χάσει χρήματα, αλλά γιατί, για μια στιγμή αισθάνεται τα πάντα, ολόκληρη τη ζωή, τότε είναι λυπημένος και τότε μοιάζει με ένα ζώο. Είναι λυπημένος, αλλά η λύπη του είναι σωστή και ωραία.΄

(σελ. 194). Είστε ο Πάμπλο; ρώτησα. Δεν είμαι κανένας εξήγησε φιλικά. Εδώ δεν έχουμε κανένα όνομα, εδώ δεν έχουμε πρόσωπα...


Ένα απάνθισμα όλο το βιβλίο!

Ευγενία Μακαριάδη.

"Η ΦΟΝΙΣΣΑ "του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ.(γεν. 1851-1911, Σκιάθος)

Έργα του:
- Σκιαθίτικα,
-Η Φόνισσα,
-Οι Έμποροι των Εθνών,
-Η Γυφτοπούλα,
κ.α.

Διάβασα ξανά (μετά από πολλά χρόνια) το βιβλίο αυτό του σημαντικότερού μας πεζογράφου, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που αυτή τη χρονιά έχουμε την επέτειο των εκατό χρόνων από τον θάνατό του. Έχουν γίνει τόσες πολλές και ποικίλες διεξοδικές κριτικές- εισηγήσεις αυτού του πολυσήμαντου έργου, που η δική μου γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κόκκος μιας ανάγνωσης που μου άφησε ένα σωρό συναισθήματα. σκέψεις θετικές και αρνητικές μιας ύπαρξης, ως της ηρωίδας, που μόνο σπουδαίοι επιστήμονες θα μπορούσαν να αναλύσουν την ψυχοσύνθεσή της, όπως κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, εγκληματολόγοι, ακόμα ακόμα και εκείνοι οι επίσης σπουδαίοι άνθρωποι που κινούνται και μάχονται υπέρ των αδυνάτων, υπέρ των μειονοτήτων, υπέρ των απλών και αδύναμων ενάντια σε κείνους, τους φανατικούς, που προξενούν δυστυχία και θάνατο σε κάτι διαφορετικό από κείνο που τους συμφέρει, όπως είναι η θεωρία της ανωτερότητας του φύλου και της ράτσας τους.

"Η θεία Χαδούλα η κοινώς καλούμενη Γιαννού η Φράγκισσα ή άλλως Φραγκογιαννού".

Άραγε η εξηντάρα Φραγκογιαννού, η ηρωϊδα μας, ήταν κακούργα; Ναι γιατί σκότωνε μικρά παιδιά. Αποκλειστικά θηλυκού γένους! Γιατί μόνο θηλυκά; Τι θέση είχε η γυναίκα στην ανδροκρατούμενη εκείνη εποχή; Τι θέση έχει η γυναίκα σήμερα; Είναι ανδροκρατούμενη η εποχή μας;

Άραγε είναι η γυναίκα εμπόρευμα σήμερα όπως τότε; Την προικίζουν σήμερα οι δικοί της; Είναι εκείνη που ανατρέφει παιδιά, που γεροκομεί γονείς, που εργάζεται ολημερίς μέσα και έξω από το σπίτι; Που γερνάει αλλά έρχεται ξανά η σειρά της να αναθρέψει εγγόνια, να βάζει πλάτη στην οικονομική ανέχεια των απογόνων της με ό,τι μπορεί να προσφέρει, όπως τότε; Τι ρόλο παίζαν τότε οι άρχοντες του πλούτου; Tι σήμερα; Υπάρχουν γυναίκες στον κόσμο που πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του τοκετού από έλλειψη φροντίδας; Τουλάχιστον το 2001 ήσαν 600.000 γυναίκες, μια κάθε λεπτό! Τουλάχιστον (κατά το ίδιο έτος) 60 εκατομμύρια γυναίκες λείπουν από τις στατιστικές πληθυσμού σ' όλο τον κόσμο γιατί δολοφονούνται εκ προθέσεως μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες! Κάθε χρόνο πλέον των δυο εκατομμυρίων κοριτσιών υπόκεινται σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων! κλπ... κλπ...κλπ.


Στην περίπτωση της μυθιστορίας η Φραγκογιαννού είναι σπουδαία βοτανολόγος, με τα γιατροσόφια της βοηθάει τους πάσχοντες συγχωριανούς της και κάτι κερδίζει για το φτωχό της σπιτικό. Έχει διττή προσωπικότητα η Φραγκογιαννού; Aπό τη μια γιατρεύει τον πόνο των αρρώστων από την άλλη σκοτώνει;

Σήμερα, τι γίνεται; Γκρεμίζονται ακόμη στον Καιάδα οι ηττημένοι, οι κακούργοι, οι αδύναμοι, οι γέροι, οι ανάπηροι, οι άρρωστοι;

Σαν κοπελούδα η ηρωίδα είχε πατέρα αφέντη που σαν πράγμα την συνάλλαξε στον νέο αφέντη - σύζυγο. Άραγε συναλλάζουν σήμερα τις θυγατέρες;

Νύχτες ολάκερες μάτι δεν είχε κλείσει. Ξενυχτούσε, ηλικιωμένη γυναίκα, πλάι στο νεογέννητο, αρρωστιάρικο θηλυκό εγγόνι της, ενώ παράμερα κοιμόταν η ταλαιπωρημένη λεχώνα θυγατέρα της. Ταλαιπωρημένη και η ίδια αναπολούσε τη φτωχή, βασανισμένη ζωή της, ενώ μουρμούριζε απελπισμένα "Θε μου, γιατί να έλθει στον κόσμο κι αυτό;"
Μετά από ώρες έπνιξε με τα ίδια της τα χέρια το άτυχο μωρό που ίσα έβγαινε η ασθματική του ανάσα.

Έτσι διέπραξε το πρώτο φονικό, που κανείς δεν το υποψιάστηκε μια και το νεογέννητο φαινόταν πως δεν είχε αντοχές για ζήση και κατ' επέκταση το σθένος εκείνο που απαιτείται έναντι της δουλοπρέπειας, οπότε ο θάνατος λυτρωτής για το ίδιο και περσότερο για τους φτωχούς και άτυχους γονείς που γέννησαν θηλυκό, κατά τη γνώμη και τον στοχασμό της Φραγκογιαννούς. Πεπεισμένη των δεινών που έμελλε να πάθει το κάθε θηλυκό που άθελά του γεννιόταν, έλεγε: "Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου την ώρα που γεννούνται να τα καρυδοπνίγει. Και ακόμα την άκουγαν να λεει κατά καιρούς -καλύτερα να μη υπανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθης ευχή της προς τα μικρά κορίτσια ήτο: να μη σώσουν."

Μήπως από λύπηση στον φτωχό Γιάννη Περιβολά και στην φιλάσθενη γυναίκα του, που όλο θηλυκά γεννούσε, δεν έριξε τις δυο μικρές του κόρες στη στέρνα; Όμως και αυτό το φονικό δεν έβαλε σε υποψίες μια και η ίδια δικαιολογήθηκε πως τυχαία περνούσε κατά κει κι αυτά παίζοντας πέσανε μέσα στην κατάμεστη στέρνα, ενώ η αλήθεια είναι ότι με τα ίδια της τα χέρια τα βούλιαξε..

Και μπροστά στα μάτια της παίζοντας η μικρή Ξενούλα σκύβοντας στο πηγάδι δεν έπεσε μέσα, και κείνη αντέδρασε αμέσως έτσι από ένστικτο ως άνθρωπος να σώσει το παιδί, όμως αυτόματα η δεύτερη σκέψη ήταν εκείνη που βαθιά μέσα της υπαγόρευε - τα κορίτσια να μη σώσουν-

Το ένα φονικό μετά το άλλο σαν έπνιξε το βρέφος του βοσκού Γιάννη του Λυρίγκου, που 'χε γυναίκα βαριά άρρωστη κι όλο "κοριτσούδια" γεννούσε..

Θα συνέχιζε καταπώς φαίνεται το μακάβριο έργο της η "φόνισσα", όμως την υποψιάστηκαν οι αρχές και την πήραν στο κυνήγι δυο χωροφύλακες, όμως μαζί μ' αυτούς την καταδίωκαν και οι ερινύες και σαν τ' αγρίμι έτρεχε και κρυβόταν ανάμεσα σε λόχμες και είχε σκοπό να φτάσει στην ακτή να πηδήσει πάνω στο βράχο όπου το εκκλησάκι του Αγίου Σώστη και το ερημητήριο του παπά Ακακίου και κει να εξομολογηθεί. Έφτασε σ' αυτό το επικίνδυνο σημείο όπου το παλιρροϊκό κύμα όλο και ανέβαινε και τα πόδια της γλιστρούσαν στην άμμο. άκαρπες οι προσπάθειές της, αν και είχε μόνο δέκα βήματα για να φτάσει, γιατί ήδη το νερό είχε φτάσει στο στέρνο της και δεν είχε έδαφος να πατήσει.. έτσι γονάτισε και ενώ την έπνιγε το αλμυρό-πικρό νερό το βλέμμα της αντίκρισε έναν έρημο αγρό, που της είχαν δώσει προίκα όταν την κουκούλωναν με γάμο οι γονείς της και είπε τις τελευταίες λέξεις της: Ω' να το προικιό μου.

Ένα "θρίλερ" με μια προσωπικότητα που ο ίδιος ο συγγραφέας φαίνεται να αφουγκράζεται, να λυπάται, όταν την αναφέρει ως ταλαίπωρη γραία και δυστυχή.
Ευγενία Μακαριάδη.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

"Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ" του ΧΑΒΙΕΡ ΘΕΡΚΑΣ (γεν. 1962, Ισπανία).

Έργα του: Ο ενοικιαστής (1989),
Στρατιώτες της Σαλαμίνας (2001), κ.α..


Ένα έργο μωσαϊκό από αλήθειες για τη φιλία, για την αγωνία της συγγραφής, την ήττα της αποτυχίας, την κακή διαχείριση της επιτυχίας με την έπαρση που αυτή συνεπάγεται. την ταπείνωση, το πόνο και την ενοχή από τον θάνατο αγαπημένων προσώπων. το φριχτό, σκοτεινό προσωπείο του πολέμου που τον υποβαστάζουν εκπαιδευμένα ανθρώπινα-κατασκευάσματα μηχανές κατακρεούργησης τρομοκρατημένων πληθυσμών πέρα από κάθε λογική, που βασανίζουν, ακρωτηριάζουν, δολοφονούν και κρεμούν στο λαιμό, σαν σουβενίρ, αποτρόπαια αναμνηστικά από τα θύματά τους, αρμαθιές ανθρώπινων αυτιών περασμένων σε κορδόνια παπουτσιών (σελ. 307).

Ο αφηγητής- συγγραφέας αρχίζει να μας διηγείται από τότε που τέλειωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στη λογοτεχνία και μοιράζεται ένα άθλιο διαμέρισμα με τον φίλο του, τον Μάρκο, που έχει σπουδάσει ζωγραφική και όπως αποδείχτηκαν οι σπουδές ανώφελες μια και οι δυο τους ήταν ανεπάγγελτοι και αδέκαροι. και ενώ τα χρόνια περνούν οι φίλοι μια χάνονται μια βρίσκονται ο ένας διάσημος συγγραφέας, ο άλλος άσημος ζωγράφος που μετά το διαζύγιό του σταμάτησε τη ζωγραφική.

Στο τέλος της ιστορίας τα πίνουν πάλι σε ένα παρακμασμένο μπαρ όπως τότε που 'ταν απένταροι, ο ένας εξομολογείται ότι κάποιος τον είχε πείσει ότι ήταν καλλιτέχνης, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν, γι αυτό υπέφερε είκοσι χαμένα χρόνια προς μια κατεύθυνση... μέχρι που βάλθηκε ξανά να ζωγραφίζει, γιατί δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει και τώρα η απόδειξη είναι ότι το διασκεδάζει, το φχαριστιέται, μπορεί να είναι κακά έργα μπορεί και τα καλύτερα που έκανε στη ζωή του... Ο άλλος συγγράφει ένα έργο που δεν γνωρίζει το τέλος της και ενώ εξιστορεί τα δραματικά και βιωματικά γεγονότα εδώ και δεκαεφτά χρόνια, στην ερώτηση του φίλου πώς τελειώνει, εκείνος ευτυχισμένος απαντάει, έτσι τελειώνει.

Μια θλίψη άφατη και περάσματα από το παρελθόν, σκέψεις που τρέχουν, τα πάντα επιταχύνονται, τρέχουν γρηγορότερα από το κανονικό, όλο και πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, μέχρι που ο αφηγητής ήρωάς μας είδε τη λάμψη, τον ίλιγγο και την απώλεια και σκέφτηκε ότι εν αγνοία του είχε ταξιδέψει ταχύτερα κι απ' το φως και ότι αυτό που έβλεπε ήταν το μέλλον.

Η ιστορία γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο έχει θέμα τη γνωριμία και φιλία του αφηγητή-συγγραφέα, όταν βρισκόταν στο μεταπτυχιακό του και δίδασκε στο πανεπιστήμιο μια μικρής επαρχιακής πόλης στις ΗΠΑ, την Ουρμπάνα, στο τμήμα ξένων γλωσσών, με τον βοηθό καθηγητή των ισπανικών Ρόντνεϋ Φοκ, ένα ιδιόμορφο τύπο, ακοινώνητο, παράξενο που απέφευγαν οι περισσότεροι και τη θέση την πήρε γιατί ήταν βετεράνος στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ο Ρόντνεϋ ήταν ένα πνευματώδες, ευαίσθητο, μορφωμένο παιδί που τον ενδιέφεραν οι τέχνες, τα γράμματα, οι σπουδές ... όμως βρέθηκε μεταξύ "σφύρας και άκμονος", γιατί όντας φιλειρηνιστής και μέλος αντιπολεμικού κινήματος, κλήθηκε να στρατευτεί σε έναν πόλεμο μισητό, σ' έναν πόλεμο που δεν θα επιβίωνε. Βρισκόταν σε σκέψη να λιποτακτήσει, να φύγει για τον Καναδά, αυτό του έλεγε η ψυχή του, το μυαλό του, όμως η γνώμη του πατέρα του και κατ' επέκταση της αμερικάνικης κοινωνίας ήταν η υποστήριξη όλων των νέων με το να καταταγούν στο στρατό για τη νίκη και τιμή της πατρίδας..

Θυσιάστηκαν εξήντα χιλιάδες αμερικανοί στρατιώτες στον πόλεμο αυτό (1965-1973), μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Ρόντνεϋ. Όσοι επέζησαν και επέστρεψαν, όπως Ρόντνεϋ, γύρισαν ακρωτηριασμένοι, ανάπηροι σε σώμα, σε ψυχή και πολλοί έδωσαν τέλος αυτοκτονώντας από μια πατρίδα που τους γύρισε πλάτη, από μια κοινωνία που τους στιγμάτιζε ως δολοφόνους άμαχων πληθυσμών και μάλιστα παιδιών, γυναικών και γέρων... ναι έτσι πρέπει να ήταν γιατί ο τρόμος του αμερικανού στρατιώτη για επιβίωση τον είχε μετατρέψει σ' έναν άκριτο σφαγέα μια και η νίκη ήταν στα χέρια αυτών που υποστήριζαν τη γη τους, την πατρίδα τους από τους αποικιοκράτες εισβολείς και ήταν άριστα εκπαιδευμένοι αντάρτες που μαχόταν στη δική τους χώρα και γνώστες της εμπόλεμης περιοχής.

Μερικά αποσπάσματα του βιβλίου σχετικά με τη συγγραφή: (σελ. 74). " Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δηλαδή υφίστανται ή απολαμβάνουν τον πραγματικό κόσμο, δεν μπορούν όμως να κάνουν τίποτε γι αυτόν, ενώ ο συγγραφέας μπορεί. Δουλειά του είναι να δίνει νόημα στον πραγματικό κόσμο, ακόμα κι αν αυτό το νόημα είναι απατηλό. Να τον μεταμορφώσει δηλαδή σε κάτι όμορφο κι αυτή η ομορφιά ή το νόημα είναι και η ασπίδα προστασίας του... (σελ. 162)... ότι το να ερωτεύεσαι σημαίνει να αφήνεσαι ταυτόχρονα στην ανοησία και σε μια ασθένεια που θεραπεύεται μόνο με το χρόνο...
(σελ. 163)΄... απόρροια των ευνοϊκών συνθηκών ήταν τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής μου τέσσερα βιβλία, δυο μυθιστορήματα, μια συλλογή χρονογραφημάτων κι ένα δοκίμιο. Η αλήθεια είναι ότι πέρασαν όλα απαρατήρητα, όπως αλήθεια είναι κι ότι δε βίωνα πλέον αυτή την αφάνεια σαν ματαίωση, πόσο μάλλον σαν αποτυχία. Πρώτον, από άμυνα, σ' ένα συνδυασμό σεμνότητας, υπεροψίας και δειλίας. Δε με πείραζε που τα βιβλία μου δεν τύχαιναν μεγαλύτερης προσοχής απ' αυτήν, δεν πίστευα ότι την άξιζαν, κι ενώ σκεφτόμουν ότι ελάχιστοι αναγνώστες ήταν σε θέση να τα καταλάβουν, έτρεμα μέσα μου γιατί, αν είχαν τύχει μεγαλύτερης αναγνώρισης , θα κινδύνευε ίσως να αποκαλυφθεί η κατάφωρη κενότητά τους....
Ευγενία Μακαριάδη.