Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

ΑΝΕΜΕΛΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ του Πέτερ Χάντκε Εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ

 

ΑΝΕΜΕΛΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ

  του Πέτερ Χάντκε

 

    Εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ

 

 

Ο Πέτερ Χάντκε (Peter Handke) είναι Αυστριακός συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1942 στο Γκρίφεν της Αυστρίας και έχει ασχοληθεί με κάθε είδος γραπτού και λυρικού λόγου. Μετέφρασε ξένους συγγραφείς στα γερμανικά καθώς και τραγωδίες του Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη.

 Ήταν ένας από τους ελάχιστους λόγιους ανά τον κόσμο που πήρε θέση ενάντια στους βομβαρδισμούς της Σερβίας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, το 1999.

Του απονεμήθηκε  το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2019.

 

Βιβλία του:

Σφήκες

Η κλέφτρα των φρούτων

Η αριστερόχειρη γυναίκα

Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτυ

Η μεγάλη πτώση

Κάσπαρ

Ακόμη  μια φορά για τον Θουκυδίδη

Βρίζοντας το κοινό (θεατρικό)

      κ.α.

 

Η αφήγηση του έργου αρχίζει ως εξής: Η Κυριακάτικη εφημερίδα Λαϊκή Ημερησία της Καρινθίας δημοσίευσε: Νοικοκυρά ετών πενήντα ενός αυτοκτόνησε τη Νύχτα προς Σάββατο παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών.  

Η είδηση αυτή μπορεί να περνά αδιάφορα ίσως και με στάση συμπόνιας για την αυτόχειρα από οποιονδήποτε αναγνώστη  εκτός  εάν ο αναγνώστης είναι ο γιος του θύματος, τότε αν μη τι άλλο επικρατεί η φρίκη. Η συνείδηση τραντάζεται από φρίκη, όπως μας λέει ο συγγραφέας.

 

Ο Πέτερ Χάντκε μας αφηγείται, πώς, γιατί και ίσως, τους λόγους αυτοκτονίας της μητέρας του, όχι ως μυθιστόρημα, όχι ως κατασκευή, όχι ως επινόηση. Φαντάζεται ο αναγνώστης πόσο πολύ μπορεί να επηρεάζει ένα παιδί η λέξη «αυτοκτονία» της μητέρας του, έτσι που ο συγγραφέας μας την αναφέρει ως ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΗ ΘΑΝΑΤΟ.  

 

Αλλά πώς μπορεί να γράψει, όσο γίνεται, από απόσταση, την υφιστάμενη κατάσταση των πραγμάτων του περασμένου αιώνα της ζωής της μητέρας του (και θα έλεγα και μέχρι τον αιώνα μας) ώστε ανάμεσα στην υπάρχουσα βιαιότητα να παραχώσει και την αυτοχειρία της. 

 

Παρότι τέτοιου είδους βιώματα παραμένουν καρφιά στις ψυχές των τέκνων και σιωπούν έναντι της φρίκης, ο αφηγητής μας εξομολογείται αυτό που δεν αντέχεται και αυτό που δεν κουβεντιάζεται. Σαν νυγμός ανεμελιάς στη δυστυχία. Οπωσδήποτε ο αναγνώστης διαβάζοντας προσεκτικά το έργο θα επισημάνει σπαράγματα πόνου, λύπης και πένθους.

 

Μου είναι πολύ αγαπητός ο Χάντκε όταν στα βιβλία του αναφέρει τη γυναίκα, την κάθε γυναίκα∙ έχει μαζί της τέτοια εξοικείωση που προσαρμόζει κάθε εξωτερικό παράγοντα στη διαμόρφωσή της. Μπαίνει στη σκέψη, στη θέση και ψυχοσύνθεσή της. Διαβάζοντας το βιβλίο μου ‘ρχονται μνήμες συζύγων, μανάδων, γιαγιάδων όχι μόνο του περασμένου αιώνα, κατά τον οποίο έζησε η μητέρα του συγγραφέα, αλλά και μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και ανά τον κόσμο το πόσο υπέφεραν και υποφέρουν ψάχνοντας τον εαυτό τους ή μάλλον ψάχνοντας ένα γιατί.

 

Αναφέρει τοιχογραφικά την ένδεια ανθρώπων της υπαίθρου, όταν προ πενήντα χρόνων γεννήθηκε η μητέρα του, όπου επικρατούσαν ακόμα συνθήκες του 1848 με δουλοπάροικους και φεουδάρχες, μια και εξηγεί ότι ο παππούς του υπήρξε νόθο παιδί, όπως τα παιδιά των περισσοτέρων μικροκαλλιεργητών. Η μητέρα του ήταν κόρη πλουσίου αγρότη, όπου υπηρέτης ήταν ο πατέρας του, που γι αυτόν δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά ο γεννήτοράς του.  

Χρόνια ενδεή του 20’ του ‘30’ του ’40, σκληρά χρόνια για άντρες και ακόμα σκληρότερα για τις γυναίκες. Άραγε οι λόγοι αυτοκτονίας, είναι η φτώχεια; Η διακοπή των σπουδών της μητέρας; Ο ανεκπλήρωτος έρωτας από τον οποίο αυτός γεννήθηκε; Ο μετέπειτα γάμος της, που έγινε κατόπιν κοινωνικών συνθηκών και ζήτημα καθήκοντος να δώσει στο παιδί της έναν πατέρα; Ασχέτως αν εκείνη τον αντιπαθούσε. Αν κι εκείνος τη λάτρευε και δεν τον ένοιαζε αν γεννούσε το παιδί ενός άλλου. Μήπως μεταξύ όλων αυτών ήταν και τα κενά που γέμιζε με ανέλπιδα όνειρα για κάτι άλλο; Ένα δρόμο, για παράδειγμα, ένα διάλεγμα που θα την απελευθέρωνε; Μήπως η συμπόνια, η ενσυναίσθηση για την οικογένεια, τα καθήκοντα, τα πρέπει της δημιουργούσαν νέα κενά; Μήπως τα πολλαπλασιαζόμενα κενά έκοβαν μαχαίρι κάθε μικρή φτερούγα που γεννιόνταν σαν γαλήνευε η τρικυμία της καθημερινότητά της; Μήπως ήταν η αποστροφή για τον σύζυγο της που την ξυλοκοπούσε; Μήπως το νοιάζει του για ‘κεινη ήταν για την ίδια φορτίο ενόχλησης; Μήπως, όπως αφηγείται ο συγγραφέας, μετατράπηκε σ’ ένα ουδέτερο πλάσμα που ξοδευόταν στην καθημερινή ρουτίνα; Μήπως τελικά πήρε το μυστικό της στον τάφο;

 

 Μήπως, μήπως, μήπως; Μπορώ να γράφω ένα σωρό εικασίες για κάθε γυναίκα, για κάθε γυναίκα που έθαψε και θάβει τα όνειρά της, για κάθε γυναίκα που στιγματίζεται με νόθο παιδί, για κάθε λέξη που ο συγγραφέας τοποθετεί ακριβώς στη θέση της και κουρελιάζει τις κοινωνικές συμπεριφορές που περιθωριοποιούν ανθρώπους.   

 

Απανθίσματα:

*όλα άρχισαν όταν η μητέρα μου ανέπτυξε ξαφνικά τη διάθεση για κάτι: ήθελε να μάθει∙ γιατί μαθαίνοντας τότε που ήταν παιδί, ένιωθε κάτι από την ίδια. Ήταν όπως όταν λέει κάποιος «Αισθάνομαι» Για πρώτη φορά μια επιθυμία, που μάλιστα εκφραζόταν κάθε τόσο, ώσπου στο τέλος καταντούσε έμμονη ιδέα. Η μητέρα διηγούνταν ότι «παρακαλούσε γονατιστή» τον παππού να την αφήσει να μάθει κάτι. Αυτό όμως αποκλειόταν: ένα νεύμα με το χέρι αρκούσε για την απόρριψη∙ μια κίνηση αποδοκιμασίας για κάτι που ήταν αδιανόητο.

 

*η μητέρα δεν έγινε τίποτα…

*η επώδυνη ανάμνησή της, οι καθημερινές κινήσεις της, ιδίως στην κουζίνα.

 

*τον πρώτο καιρό το χαροπάλεμά της μου παρουσιαζόταν ολοζώντανο, ειδικά όταν επανερχόταν η ημέρα της εβδομάδας που είχε πεθάνει. Κάθε Παρασκευή το σούρουπο ήταν οδυνηρό και μετά νύχτωνε. Το κιτρινωπό φως στον δρόμο του χωριού μέσα στη νυχτερινή ομίχλη∙ βρώμικο χιόνι και μυρωδιά αποχέτευσης∙ σταυρωμένα χέρια στην πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση∙ το τελευταίο καζανάκι δυο φορές.

 

*αυτή η ιστορία όμως έχει όντως να κάνει με ακατονόμαστα πράγματα, με βουβές στιγμές τρόμου. Πραγματεύεται στιγμές, στις οποίες η συνείδηση τραντάζεται από τη φρίκη∙ ….

όνειρα τόσο αποτρόπαια ώστε τα ζει κανείς πράγματι σαν σκουλήκια μέσα στη συνείδηση. Όταν κόβεται η αναπνοή, όταν κάποιος κοκκαλώνει, «ένα σύγκρυο σκαρφάλωνε στη ραχοκοκαλιά μου, μου σηκωνόταν η τρίχα…

 

**η φρίκη υπάγεται στους φυσικούς νόμους είναι ο horror vacui στη συνείδηση. Μόλις η παράσταση αρχίσει να παίρνει σχήμα στη φαντασία, παρατηρεί αίφνης ότι δεν υπάρχει τίποτα ποια για να παραστήσει. Κι εκεί καταρρέει, σαν φιγούρα κινούμενων σχεδίων που συνειδητοποιεί ότι όλη την ώρα αεροβατούσε.

 

Τζένη Μακαριάδη