Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΜΠΛΕ ΒΑΘΥ ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ



                                    ΜΠΛΕ ΒΑΘΥ
                                  ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ

ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΛΤΙΝΟΥ (γεν. 1932 Κυνουρία),
    πεζογράφος-σεναριογράφος και
    μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Έργα του:
  • "Το συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη" 1972
  • "Η κάθοδος των εννιά" 1978
  • "Τρία ελληνικά μονόπρακτα" 1978
  • "Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο" 1985
  • "Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60" 1989
  • "Φτερά μπεκάτσας" 1992
  • "Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν" 1992
  • "Ορθοκωστά" 1994
  • "Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο Β΄" 2000
  • "Σχισμή Φωτός" 2001
  • "Ημερολόγιο 1836-2011" 2001
  • "Εθισμός στη Νικοτίνη" 2003
  • "Άνθη της Αβύσσου" 2008
  • "Κρασί και Νύμφες" 2009
  • "Ημερολόγιο της Αλοννήσου" 2010
Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, λόγος πυκνός (χειμαρρώδης), απλός, διανθισμένος με χιούμορ, γλώσσα καθομιλουμένη.
Ένα βιβλίο που αντέχει (και θα αντέχει) στο χρόνο. Το μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο, όπως ο ύπνος, όπως ο θάνατος. Ένας μονόλογος μια γυναίκας, που συνομιλεί με τη μοναξιά της, που θυμάται-ξεχνά αυτούς που πέρασαν στη ζωή της, άλλοι σα σκιές, άλλοι από το αίμα της, άλλοι μες στο σπίτι της, τώρα ούτε η σκόνη τους. 
Φαντάζεσαι μια σκηνή θεάτρου, μια καρέκλα, ένα κρεβάτι, μια ηλικιωμένη γυναίκα με τη νυχτικιά της, με το πορτατίφ στο κομοδίνο, τα χάπια της, τα ηρεμιστικά της  να πηγαίνει για έναν ύπνο στο κρεβάτι ή να κατέρχεται στο βαθύ σκοτάδι, παραμερίζοντας τη μνήμη.  (σελ.91) Αλλά η μνήμη δεν παραμερίζεται. Η μνήμη είναι.
Η μνήμη τής ανήκει  με ‘κεινη συνομιλεί  εκείνη φέρνει εικόνες, αλήθειες, υποκρισίες, ψέματα.. εκείνη φέρνει τον εαυτό της απέναντι της από τότε που άρχισε η μνήμη όχι μόνο να εικονοποιεί, αλλά να αντιλαμβάνεται ως παιδί.. ως έφηβη, ως ενήλικη, και το «τότε» γίνεται «τώρα». Τώρα. Το στερημένο χάδι-στοργή της μάνας, η ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς, το πρώτο φιλί, ο πρώτος έρωτας, η φιλία, γάμοι που δε στέριωσαν, σύζυγος σε διαρκή ερωτική αναζήτηση εκτός συζυγικής κλίνης, τα παράξενα της ζωής που συσσωρεύονται και σε κουράζουν, οι κοινωνικά παραδεκτές δεσμεύσεις, απαράδεκτες της αλήθειας του εαυτού σου.. Η οργή μνήμης. Το ξεγύμνωμα χαρούμενων ή θλιβερών γεγονότων.  Οι φρούδες ελπίδες για το αύριο. Ένα βάρος η ζωή όσο την ανεβαίνεις... και κατεσπευσμένα κατέρχεσαι να την ελαφρύνεις, βυθισμένος στα σκότη του ύπνου..

*σελ. 16: Δεν ξέρω. Θα ήταν καλά να έχεις έναν άντρα ο ποίος λείπει κάπου και τον περιμένεις, λες θα γυρίσει. Το ζήτημα είναι αν μπορείς να δεχτείς την αλήθεια. Είμαι πολύ στενοχωρημένη, έλεγε η Νικόλ, δεν μπορώ να καταλάβω, έρχεται ο Μιχάλης. Έρχεται αύριο και είμαι στενοχωρημένη. Οπότε της λεω, είναι γιατί ένα χρόνο ήσουνα ελεύθερη να βγαίνεις ενώ τώρα θα μπει ο Μιχάλης στη μέση και θα πηγαίνετε πάλι δυο-δυο, σαν τους Χιώτες.
Μίλαγε για μένα. Είναι φοβερό να γίνεσαι ράκος, όπως δηλαδή με έχει δει αυτή να γίνομαι τόσο συχνά. Πρέπει να πιάσεις φίλο, μου λεει. Να το ρίξεις έξω. Όλα αυτά ξεκαρδισμένη στα γέλια. Να ρίξω τι; Έξω και πού; Σα να σου λένε ρίξε έξω το στήθος σου. Είναι γελοίο. Μου λεει, οι εννιά στις δέκα γυναίκες έχουν φίλο – και στην ηλικία μας. Οπότε λεω, και τι νόημα έχει αυτό..
*σελ.26-27. Θα ήθελα να είμαι διαφορετική, ένας άνθρωπος με πολλή κατανόηση. Και φυσικά την έχω την κατανόηση, αλλά άμα με πληγώνει εμένα δεν μπορώ. Δεν γεννήθηκα μεγαλομάρτυρας. Το λάθος των ανθρώπων είναι που δεν κρατάνε πτυχές. Πτυχές μέσα τους για του ίδιους. Με τη συμβίωση αφήνεσαι και σε μαθαίνει ο άλλος τελείως. Και είναι ολέθριο αυτό, χάνεσαι. Αυτό που σε τραβάει σε κάποιον είναι το άγνωστο.
*σελ.58. Ίσως θα έπρεπε κανείς να δεχτεί τον εαυτόν του, να φιλιώσει μαζί του. Ίσως. Αλλά πώς να φιλιώσεις με όλα αυτά που σε κάνουν κομμάτια. Δεν θέλω να γενικεύω γιατί μπορεί να νιώθω εγώ μόνον έτσι, επειδή η ζωή μου είναι κάπως στραβή. Αν ήμουν ευχαριστημένη, ίσως. Και ξέρω πόσο εύκολο θα ήταν να είμαι ευχαριστημένη. Όταν όμως συλλογιέσαι ότι όλα αυτά που θέλησες δεν μπορούν να γίνουν, τότε, τότε. Πάντα λες είμαι νέος, έχω καιρό. Αύριο μεθαύριο, αύριο μεθαύριο, υπάρχει όλος ο χρόνος. Και τελικά κάπου φτάνεις και διαπιστώνεις ότι δεν υπάρχει πια χρόνος.
*σελ. 84. Ήταν τόσο ζωντανή και ήθελε τόσα πράγματα και μου διηγιόταν συχνά τις ερωτικές ιστορίες της. Μου έλεγε, αυτός ο γιατρός Μαράκι είναι τσιμπημένος μαζί μου. Μου ρίχτηκε. Και ήταν πόσο χρόνων η Αίγλη, εβδομήντα σχεδόν. Και έτρεχε, ξέρεις, με όλη αυτήν την ανησυχία, δεν μπορούσε να τη δαμάσει. Δεν μπορούσε. Είχε τόση δίψα για τη ζωή και ποτέ δεν κατάφερε να ξεδιψάσει.
*σελ.88. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί.



Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ του ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΧΙΤΣΕΝΣ



                                    ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
                            του ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΧΙΤΣΕΝΣ  -      Γέννηση: 13.04.1949, Αγγλία.
                                                                                    Απεβίωσε: 15.12.2011, Η.Π.Α.

                                    Εκδόσεις: Μεταίχμιο.
                                    Μετάφραση: Κατερίνας Σχινά.



Αγλλοαμερικανός συγγραφέας, αρθρογράφος, δημοσιογράφος.

Έργα του:
Τα δικαιώματα του ανθρώπου,
Ο Θεός είναι μεγάλος,
Γράμματα σε έναν νέο αντιρρησία,
Η δίκη του Χένρι Κίσινγκερ,
Μητέρα Τερέζα,
Τα ελγίνεια μάρμαρα,
HITCH 22.
  κ.α.



 Ένας φίλος, βιβλιοφάγος, μου χάρισε αυτό το βιβλίο  και παρ’ όλο που συνταυτίζομαι με τις επιλογές του, άφησα το βιβλίο στην άκρη, γιατί μου θύμισε τον αγαπημένο μου αδελφό που πέθανε από καρκίνο (χρόνια πριν) μέρες Χριστουγέννων, και είπα ότι δεν βοηθάει κι ο χειμώνας με τις κρύες μέρες του.. θα το διαβάσω  το καλοκαίρι,  ώστε η θλίψη της αρρώστιας και του θανάτου να αμβλυνθεί από τα γαλαζοπράσινα χρώματα του ουρανού και της θάλασσας που δίνει το ηλιόφως... όμως κόβεται το συνήθειο; Γίνεται να παίρνεις ένα δώρο και να μην τ’ ανοίξεις; Το διάβασα.

Πρώτη φορά διαβάζω βιβλίο του Χίτσενς, αν και τον είχα ακουστά.

Σου κάνει μεγάλη εντύπωση η δύναμη ψυχής ενός ανθρώπου που τον ρημάζει ο καρκίνος να μπορεί να γράφει τις σκέψεις του (δηλαδή να εργάζεται), τους απολογισμούς των δραστηριοτήτων του, τις λογοτεχνικές του ανησυχίες,  το πάθος των ομιλιών του, ήταν ένας εύγλωττος αγορητής, και το κυριότερο τις περιγραφές της αρρώστιας, των φριχτών πόνων, τα μέσα θεραπείας, υποδείξεις συμπεριφοράς στον άρρωστο, στους γιατρούς, έναντι μιας αήττητης, μέχρι στιγμής, αρρώστιας.
Σου κάνει εντύπωση ότι σου μιλάει, σου γνωρίζει τα κακοτράχαλα μονοπάτια που διαβαίνει αυτός που αναχωρεί από τη χώρα Υγειόκαστρο, στη χώρα Ογκούπολη.
Ένα βιβλίο, ημερολόγιο ασθενούς, γραμμένο λογοτεχνικά-φιλοσοφικά, μη προδίδοντας τις αξίες ενός ανθρώπου του πνεύματος, όπως ο Χίτσενς, γνωστός  για τα αιρετικά του άρθρα σε θέματα πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμού.
Το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, που δεν είναι ο θάνατος εκείνος που σε συγκλονίζει, όσο ο θαυμασμός αυτού του αληθινά αξιοπρεπούς ανθρώπου, που το πνεύμα, και η ανθρωπιά θα πρόσθετα,  τον υποκινεί ώστε να αποφύγει, αυτοϊκτιρμούς και εγωκεντρισμούς, όπως κάπου αναφέρει.
Θα συνεχίσω με αποσπάσματα του βιβλίου, που εμπνέει ιδέες και συναισθήματα στον αναγνώστη που αγαπά την αλήθεια ψάχνοντας  τα λογοτεχνικά – φιλοσοφικά βιβλία και εκφράζω τη γνώμη μου για το βιβλίο με άπειρα θαυμαστικά, ευχαριστώντας για άλλη μια φορά τον φίλο μου, Αλέξανδρο, που μου το δώρισε.

*Αναφέρει τον ποιητή Καλλίμαχο (Παλατινή ανθολογία) αιθεροβάμονα όταν λεει: όμως αυτά τα αηδόνια ακόμη ζουν, αυτά το χέρι δεν θα βάλει ο άρπαγας των πάντων Άδης.
* Η διαβόητη θεωρία των σταδίων Ελίζαμπεθ Κάμπλερ Ρος, σύμφωνα με την οποία ο ασθενής περνά από την άρνηση στην οργή, στη διαπραγμάτευση, στην αποδοχή...   Υποθέτω ότι κατά κάποιο τρόπο πέρασα για ένα διάστημα από τη φάση της άρνησης, καίγοντας συνειδητά το κερί και από τις δυο άκρες και διαπιστώνοντας ότι συχνά δίνει ένα όμορφο φως.. η ογκολογική διαπραγμάτευση έγκειται στο ότι, με αντάλλαγμα μια τουλάχιστον ευκαιρία για λίγα ακόμα χρήσιμα χρόνια, συμφωνείς να υποβληθείς σε χημειοθεραπεία και στη συνέχεια, αν είσαι τυχερός, σε ακτινοβολία ή σε εγχείρηση.
*Δεν παλεύω, δεν πολεμάω τον καρκίνο-εκείνος με πολεμάει.
*Γενναίος: Χα! Κράτα τον χαρακτηρισμό για καμιά μάχη από την οποία δεν μπορείς να το σκάσεις.
*Ανέκαθεν καυχιόμουν για τον ορθολογισμό και τον στωικό υλισμό μου. Δεν έχω σώμα, είμαι σώμα. Κι όμως συνειδητά και συστηματικά ενεργούσα λες και δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, ή λες και στην περίπτωσή μου θα γινόταν μια εξαίρεση. Νιώθεις βραχνάδα ή κόπωση στη διάρκεια μιας περιοδείας; Πήγαινε δες τον γιατρό όταν τελειώσει!
*Φιλία: Για μένα η θύμηση της φιλίας ταυτίζεται με την ανάκληση συζητήσεων που φαινόταν υπέρτατη αμαρτία να διακόψεις: εκείνες που έκαναν τη θυσία της επόμενης μέρας ασήμαντη κι αναξιόλογη. Έτσι διάλεξε να θυμάται τον αγαπημένο του Ηράκλειτο ο Καλλίμαχος.   
*Προσευχή:... άλλο είναι το σηματνικό ότι η θρησκεία που μεταχειρίζεται το ποίμνιό της ως μωρόπιστο άθυρμα εκμεταλλεύεται με αφάνταστη σκληρότητα τον έμφοβο, βασανισμένο από την αμφιβολία άνθρωπο, αναγκάζοντάς τον να πιστέψει στο αδύνατο. Στη συζήτηση περί προσευχής, λοιπόν, παρακαλώ να μη σοκαριστείτε αν διαπιστώσετε ότι οι πλέον οικτίρμονες, όταν επικαλείται κάποια ηθική κρίση, είμαστε εμείς οι αθεϊστές.

Τελειώνω με ένα απόσπασμα κειμένου για τον Χίτσενς της συγγραφέως Κατερίνας Σχινά, που έκανε την υπέροχη, ποιητική μετάφραση του βιβλίου.

Αυτοϋπονομευτικός
Και παρά την πεισματική υπεράσπιση των επιλογών του, δεν θα είναι επιεικής με τον εαυτό του. Θα παραμείνει σαρκαστικός και αυτοϋπονομευτικός ώς το τέλος, αναγορεύοντας την αμφιβολία σε ύψιστη αξία και την αυτοκριτική σε μόνη οδό προς την προσωπική ολοκλήρωση. Και θα διακρίνει, σε κάθε έκφανση του σύγχρονου βίου αλλά και της προσωπικής του διαδρομής, την ειρωνεία της Ιστορίας.
Κρατώ για το τέλος δύο-τρεις φράσεις από τον πρόλογό του, συνταγμένο μετά το πέρας της συγγραφής του βιβλίου, όταν πια είχε διαγνωσθεί με καρκίνο του οισοφάγου («σε τέταρτο στάδιο· πέμπτο δεν υπάρχει», γράφει) και οι εκκλήσεις των πιστών να αποκηρύξει την αθεΐα του πριν από το αναπόδραστο τέλος του τον βομβαρδίζουν καθημερινά: «Η εισβολή του θανάτου στη ζωή μου με έκανε ικανό να εκφράσω πιο σταθερά την περιφρόνησή μου για την κίβδηλη παρηγοριά της θρησκείας και την πίστη μου για την κεντρική θέση που κατέχουν η επιστήμη και η λογική».
Εντιμότητα σημαίνει να μην απαρνιέσαι τις πεποιθήσεις σου στο κατώφλι του θανάτου. Και αξιοπρέπεια είναι η επιμονή να θέλεις «να επιτελέσεις ενεργητικά και όχι παθητικά τον θάνατο», όπως ακριβώς «επιτέλεσε» τον συναρπαστικό του βίο ο Κρίστοφερ Χίτσενς.


Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Στο café της χαμένης νιότης




                                                Στο café της χαμένης νιότης
                                   

Του Patrick Modiano, γεν. 1945 (Boulogne-Billancourt).
Βραβείο Νόμπελ 2014.

Έργα του:
Η μικρή Μπιζού (Πόλις),
Ήταν όλοι τουςτόσο καλά παιδιά (Πόλις),
Νυχτερινό ατύχημα (Πόλις),
Οδός σκοτεινών μαγαζιών (Κέδρος),
Κυριακές του Αυγούστου (Καστανιώτης),
Ντόρα Μπρούκνερ (Πατάκης),
Η χαμένη γειτονιά (Χατζηνικολή),
Άνθη ερειπίων (Οδυσσέας),
Το άρωμα της Υβόννης (Λιβάνης).


Ένα βιβλίο μελαγχολικό, για έναν κόσμο περαστικό, για κείνους που χάνονται, για κείνους που λείπουν «πέρασμα και επιστροφή», για κείνους που ο τόπος τους είναι «οι ουδέτερες ζώνες».

Αξίζει, να διαβάσει κανείς τον Modianο τόσο, που λαχταράει να ακινητοποιήσει το χρόνο, να κρατήσει τις στιγμές, τις εικόνες του Παρισιού των μποέμ, τους δρόμους, τα στέκια, τους δυσδιάκριτους ανθρώπους μέσα σε ομιχλώδεις ατμόσφαιρες σε χάραμα, γέρμα, καπνό. Ονειρώδη τοπία, τα όμορφα «καφέ» του Παρισιού, εποχή δεκαετίας του ’60. Ανθρώπους αγαπημένους, ανθρώπους άγνωστους που τους αγαπάς. Ψυχές που αναζητάς να ξαναγυρίσουν στη ζωή, φωνές που τις ακούς μόνο εσύ όταν η απώλεια σε τυραννάει. Η μνήμη σου και ο έντονος πόθος της νοσταλγίας για ό,τι φεύγει και συ δεν ξεχωρίζεις, δεν ξεφεύγεις της αιώνιας επιστροφής  δεν τολμάς να μάθεις αυτό που είσαι, να γνωριστείς με τον εαυτό σου, γιατί έχει κόστος, ίσως την ίδια τη ζωή.. όμως το πέταγμα του δέσμιου είναι η απελευθέρωσή και λύτρωσή του.

Μια ζωή που κυλάει αέναα, φιδοσέρνεται σαν ποτάμι, χτυπάει σαν μια συμπαντική καρδιά, σα μουσική από την αρχή στο τέλος, από το τέλος στη μέση, πάλι στη μέση, πάλι στο τέλος, πάλι στην αρχή. Να παίρνεις τους δρόμους, να χάνεσαι, μέχρι να τους μάθεις. Χάνεις τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου και ζητάς στήριγμα. Ζητάς- ψάχνεις μια μορφή που δε γνώρισες και λέγεται πατέρας, ψάχνεις μια μάνα που γνώρισες, που λείπει, που ξέχασε το ρόλο της. Παιδί γεννιέσαι και πεθαίνεις. Σφίγγεις γροθιές να κρατήσεις ευτυχισμένες στιγμές που γλιστρούν σα νερό στη χούφτα σου, επουλώνεις επιπόλαια βαθιά τραύματα με χιόνι, που σου προσφέρει πρόσκαιρη φίλη που κι αυτή με χιόνι νομίζει ότι θεραπεύει τα δικά της. Πίνεις το ποτό σου στα στέκια της αριστερής όχθης, εκεί που συχνάζουν οι μποέμ, οι φαν της αμεριμνησίας, φοιτητές, συγγραφείς, μουσικοί, γιατροί, μετανάστες. Είσαι ένα πρόσωπο θολό μυστηριώδες, ούτε τ’ όνομά σου δεν τους λες, όμως δεν πτοούνται με το που σε βλέπουν σε βαφτίζουν Λουκί. Ακόμα και όταν μιλάς μόνη για τον εαυτό σου, δεν ανοίγεσαι. Είσαι φευγάτη. Χάνεσαι. Χάνεσαι. Χάθηκες ίσα που πρόλαβες να ψιθυρίσεις τρεις λέξεις, «Αυτό είναι. Αφήσου».  Όμως όλοι αυτοί που αντάμωσες κάτι έχουν να πουν για σένα, παρότι η σιωπή σου κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των διηγήσεών τους. Άφησες τόσα ίχνη ίσα για να μπορέσει ο συγγραφέας να περιγράψει την εποχή που έζησες, την ομορφιά  και τη σκληρότητα συνάμα του Παρισιού, το εναέριο μετρό, τις πεζογέφυρες, τα βιβλιοπωλεία,  τις σκοτεινές γειτονιές  που προτιμάνε οι μοναχικοί, εκεί στην αριστερή όχθη, εκεί στις ουδέτερες ζώνες. Ο Μοντιανο μετέδωσε με νοσταλγία και με πικρό χιούμορ τη μελαγχολία της ηρωίδας του, τη δική του και του αναγνώστη του.

Πρωτοπορόσωπη η αφήγηση της μυθιστορίας, χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια. Ο αφηγητής του κάθε κεφαλαίου προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης της νεαρής Λουκί, το πραγματικό της όνομα Ζακλίν, όπου σύχναζε σε στέκια μποέμ, μποέμ και η ίδια. Στο πρώτο κεφάλαιο  ένας σπουδαστής στη Σχολή μεταλλειολόγων. Δεν δείχνει την ταυτότητά του, όπως και οι άλλοι θαμώνες του καφέ conde, όμως η φιγούρα της Λουκί τού μένει ανεξίτηλα στη μνήμη και οι περιγραφές και παρατηρήσεις του είναι ανάγλυφα χαραγμένες. Ακολουθεί το δεύτερο κεφάλαιο αφηγητής ο ντετέκτιβ Κεσλέ, που τον προσέλαβε ο σύζυγος της Λουκί να την βρει, γιατί τον είχε εγκαταλείψει χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Ο Κεσλέ την ψάχνει, ψηλαφίζει τα ίχνη της, τη νιώθει και σταματάει την έρευνα γιατί όπως λεει: Με ποιο δικαίωμα μπαίνουμε σαν διαρρήκτες στη ζωή των ανθρώπων, με ποιο θράσος βυθομετρούμε τα νεφρά και την καρδιά τους και τους ζητάμε και λογαριασμό; Με ποια ιδιότητα;»  Στο τρίτο κεφάλαιο μιλάει η ηρωίδα για τη ζωή της, μια περιγραφή για τα συμβάντα της ζωής της, όμως κρύβει καλά την ψυχή της μόνο ένας ψίθυρός της ακούγεται, «Τι ευτυχία να πλανιέμαι στον αέρα και να νιώσω επιτέλους αυτή την έλλειψη βαρύτητας που πάντα έψαχνα! Θυμάμαι τόσο καθαρά εκείνο το πρωί, εκείνον το δρόμο και τον ουρανό στο βάθος...     μια μέρα στις μαύρες μου έγραψα στο εξώφυλλο ενός βιβλίου, που μου ‘χε δανείσει ο Γκι ντε Βερ,  Λουίζ του Κενού, άλλαξα με το στιλό το όνομα με το δικό μου: Ζακλίν του Κενού. Στο τέταρτο κεφάλαιο μιλάει γι αυτήν ο Ρολάν συγγραφέας, σύντροφος και φίλος της.  Διηγείται τη γνωριμία τους, τη συμβίωσή τους, τις ευτυχισμένες στιγμές.. όμως ακόμα απορεί για τη φυγή της και επιζητεί την αιώνια επιστροφή λέγοντας, «ακόμα και σήμερα, τα βράδια, μου συμβαίνει ν’ ακούω στο δρόμο μια φωνή να με καλεί με το μικρό μου. Μια φωνή βραχνή. Σέρνει λίγο τις συλλαβές, και την αναγνωρίζω αμέσως: η φωνή της Λουκί. Γυρίζω, μα δεν είναι κανείς. Όχι μόνο τα βράδια, αλλά και τις νεκρές ώρες κάποιων καλοκαιρινών απομεσήμερων που δεν είσαι σίγουρος ποια χρονιά είναι. Όλα θα ξαναρχίσουν όπως πριν. Οι ίδιες μέρες, οι ίδιες νύχτες, τα ίδια μέρη, οι ίδιες συναντήσεις. Η Αιώνια Επιστροφή».




Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ της MARGUERITE YOURCENAR



                        ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
                          της MARGUERITE YOURCENAR
                                     εκδ. Χατζηνικολή


Μαργκερίτ Γιουρσενάρ
Γαλλίδα συγγραφέας & ποιήτρια,
μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας,
γεν. Στο Βέλγιο στις 8 Ιουν. 1903 και
απεβίωσε στις 17 Δεκ. 1987.

Έργα της:
 -Αλέξης, 1929
 - νέα Ευρυδίκη, 1931
 - Πίνδαρος (1932)
-Ο οβολός του ονείρου (1934, αναθεωρημένο 1958-1959)
-Φωτιές, (1936)
- Διηγήματα της Ανατολής (1938)
 -Τα όνειρα και οι μοίρες, 1938)
 -Η χαριστική βολή, (1939)
 -Αδριανού Απομνημονεύματα, (1951)
-Ηλέκτρα ή πέφτουν οι μάσκες, (1954)
- Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη με μετάφραση όλων των ποιημάτων του, (1958)
-Sous bénéfice d'inventaire (Επ' ωφελεία απογραφής, ελλην. τίτλος "Με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης", (1962)
- Η Άβυσσος, (1968)
-  Θέατρο Ι και ΙΙ (1971)
-Ο Λαβύρινθος του κόσμου
-Ευλαβικές αναμνήσεις, (1974)
- Αρχεία του Βορρά, (1977)
-Η αιωνιότητα, (1988)
-Το στεφάνι και η λύρα, ανθολογία αρχαίων ελληνικών ποιημάτων, (1979)
-Μισίμα ή το όραμα του κενού, (1980)
 -Με ανοιχτά τα μάτια (1981)
- Anna, Soror (1981)

       κ.α.....

Μια βιογραφία για το έργο ενός μεγάλου αυτοκράτορα, τον τρίτο από τους λεγόμενους «πέντε καλούς αυτοκράτορες» από μια συγγραφέα που θεωρείται κορυφαία λογοτεχνική μορφή της Γαλλίας του 20ου αιώνα.
Ένα έργο βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα της ζωής και του έργου του αυτοκράτορα Πούπλιου Αίλιου Τραϊανού Αδριανού, γραμμένο με τη μυθιστορηματική βαρύτητα της λογοτεχνίας.
Ο Αδριανός αυτοκράτορας κατά τα έτη 117 – 138 ήταν συγγραφέας, ποιητής, στωικός και επικούρειος φιλόσοφος. Γεννήθηκε στις 24 Ιαν. του 76 μ.Χ. και απεβίωσε στις 10 Ιουλ. του 138 μ.Χ.
Η Γιουρσενάρ σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μας ταξιδεύει ζωντανεύοντας βήμα βήμα  την συναρπαστική ζωή του πολυμερούς  Αδριανού.
Ένα βιβλίο για μελέτη και φιλολογική ανάλυση. Ένα βιβλίο για τον αξιομνημόνευτο αυτοκράτορα που η συγγραφέας, μπορώ να πω ταυτίζεται μαζί του  στην πολυγνωσία, στην αγάπη της λογοτεχνίας, στα ταξίδια, στη λατρεία του Ελληνικού πολιτισμού και Παιδείας, στα δημοκρατικά ιδεώδη, στον ειρηνισμό, στα αγνά αισθήματα αγάπης και έρωτα έξω από συμβατικούς κανόνες. Μια γραφή όπου στην ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων ενσωματώνει θέματα που προβληματίζουν μέχρι σήμερα την ανθρωπότητα.

Το εύρημά της στο βιβλίο είναι η επιστολή του  Αδριανού στον διάδοχό και υιοθετημένο του γιο Μάρκο Αυρήλιο, λίγο πριν πεθάνει από βαριά καρδιακή νόσο. Μια επιστολή, κληρονομιά ιερή, μέσα από τα μύχια της ψυχής του. Επιστολή αποχαιρετισμού, επιστολή απολογισμού ζωής, για τα καλά, για τα σφάλματα, για τις ειρηνικές διαδρομές μέσω των βαρβαρικών ατραπών  κατά τη διάρκεια της εξουσίας του και τόσα άλλα.   

Δεν θα κάνω μια κατά βάθος εισήγηση, αυτή είναι δουλειά φιλολόγων.
Είναι πολύ καλύτερα να διαβάσει κανείς το βιβλίο. ΑΞΙΖΕΙ.
Θα παραθέσω  όμως κάποια αποσπάσματα,  που έχω υποσημειώσει:

*σελ. 11: είναι δύσκολο να παραμείνει κανείς αυτοκράτορας μπροστά σ’ ένα γιατρό, όπως είναι δύσκολο να διατηρήσει και την ανθρώπινη ιδιότητά του..
*σελ. 20: όσο για τους θρησκευτικούς ενδοιασμούς του γυμνοσοφιστή, για την αηδία του στη θέα των ματωμένων κρεάτων, θα με συγκινούσε περισσότερο αν δε μου είχε τύχει ν’ αναρωτηθώ σε τι διαφέρει ουσιαστικά η οδύνη του χόρτου που κόβομε από του αρνιού που σφάζομε, και αν η φρίκη μας μπροστά στα δολοφονημένα ζώα δεν οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η ευαισθησία μας υπάγεται στο ίδιο βασίλειο με τη δικιά τους.
*σελ. 32: Ο γραπτός λόγος μ’ έμαθε ν’ ακούω την ανθρώπινη φωνή, ακριβώς όπως οι μεγαλοπρεπείς ακίνητες στάσεις των αγαλμάτων με μάθανε να εκτιμώ τις κινήσεις, και αντίστροφα, στη συνέχεια, η ζωή μού φώτισε τα βιβλία.
*σελ. 54: Το μεγάλο λάθος μας είναι πως προσπαθούμε να αποσπάσουμε από τον καθένα αρετές που δεν έχει, παραμελώντας να του καλλιεργήσουμε εκείνες που έχει.
*σελ. 87: Ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Αναγκάστηκα να τον ξαναρχίσω και να τον τελειώσω  λίγους μήνες μετά την ανάρρησή μου. Η τάξη βασίλευε, έστω πρόσκαιρα, σε κείνη τη μεθόριο. Γύρισα στη Ρώμη γεμάτος τιμές. Αλλά είχα γεράσει.
*σελ. 192: Πιστεύω πως ένα από τα πιο όμορφα επακόλουθα του έρωτα είναι η ηρεμία μας, που τόσο ευνοϊκή είναι για τα έργα και για τις πνευματικές πειθαρχίες μας. Και παραξενεύομαι που αυτές τις χαρές, τις τόσο πρόσκαιρες, τις τόσο σπάνια τέλειες μέσα σε μια ανθρώπινη ζωή, σ’ όποια έξαλλη μορφή κι αν τις αναζητήσουμε ή τις δεχθούμε, μερικοί υποτιθέμενοι συνετοί τις αντιμετωπίζουνε τόσο δύσπιστα, τονίζοντας τη συνήθεια και την υπερβολή τους, αντί να τονίσουν την έλλειψη, ή τον χαμό τους, που χαραμίζουν τυραννικά τις αισθήσεις μας για ένα χρονικό διάστημα που θα αξιοποιούσαμε πολύ καλύτερα πασχίζοντας να ομορφύνουμε την ψυχή μας ή να την ισορροπήσουμε.

(Για την αυτοκτονία του Αντίνοου) *σελ. 236. Ένα παιδί, φοβισμένο μήπως τα χάσει όλα, είχε βρει αυτόν τον τρόπο για να με δέσει μαζί του για πάντα. Αν είχε ελπίσει να με προστατέψει μ’ αυτή τη θυσία του, θα πρέπει να αισθανόταν πολύ λίγο αγαπητός για να μην καταλάβει ως το χειρότερο των δεινών θάτανε να τον
χάσω.

*σελ.340:..... Μικρή ψυχή, ψυχή τρυφερή και μετέωρη, σύντροφε του κορμιού μου που σε φιλοξένησε, θα κατεβείς σ’ αυτούς τους ωχρούς τόπους, τους σκληρούς και γυμνούς, όπου θα χρειαστεί ν’ απαρνηθείς τα παιχνίδια του άλλοτε. Μια ακόμα στιγμή, ας κοιτάξουμε μαζί τις γνωστές μας ακτές, τα πράγματα που είναι βέβαιο πως δεν θα ξαναντικρίσουμε πια.. Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στο θάνατο με ανοιχτά τα μάτια....




Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Τα δερμάτινα




H ιστοσελίδα bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com, δημοσίευσε το διήγημά μου
«Τα δερμάτινα». Θα χαρώ να το διαβάσετε.

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο





                        Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο
                                    του Ισίδωρου Ζουργού
                                          (εκδόσεις Πατάκη)
Έργα του:
Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού,
Στη σκιά της πεταλούδας,
Η αηδονόπιτα,
Ανεμώλια,
   κ.α..

            Συνήθως αποφεύγω τα πολυσέλιδα βιβλία, όμως έκανα εξαίρεση στον καλό συγγραφέα Ζουργό, για το πρόσφατο βιβλίο του των 780 σελίδων.  Έχω διαβάσει τρία βιβλία του (αυτό είναι το τέταρτο) και σε μερικά υπάρχει η εισηγητική μου σ’ αυτό το μπλογκ. 
            Πολύ μεγάλο το ταξίδι (ζωής του ήρωα Ματίας Αλμοσίνο) με κούρασε, αν και πολύ ενδιαφέρον, όμως πολλές σελίδες τις διάβασα τροχάδην. Πολυπρόσωπο πόνημα.  Τι να πρωτοθυμηθώ. Όλοι με περγαμηνές, διάσημοι οι περισσότεροι του 17ου αιώνα, που η σοφία και η πολυγνωσία τους σφραγίζει τις εποχές μέχρι σήμερα.
            Η αλήθεια είναι πως από το χέρι μου δεν το άφησα, όπως κάνω σε άλλα μυθιστορήματα, πληκτικά κατά τη γνώμη μου. Δεν άφησα το μυθιστόρημα του Ζουργού για τις θαυμάσιες περιγραφές της Ευρώπης του 17ου αι., όπως Ελβετία, Βενετία, Ζάκυνθος, Κων/πολη, Λονδίνο, Μολδαβία, Ρωσία, Άγιον Όρος. Δεν το άφησα για την με λεπτομέρειες περιγραφή της ιατρικής επιστήμης, εκείνης της εποχής, για την καταπολέμηση θανατηφόρων νόσων.
            Ο συγγραφέας δημιούργησε έναν ήρωα χαρισματικό και ανθρώπινο που σε ελκύει η σκέψη, η ταπεινότητά, η πολυμάθεια και η επιστημοσύνη του, τον ιατρό Ματίας Αλμοσίνο. 
           
            Ο συγγραφέας μας αφηγείται την ζωή του κρυπτοεβραίου Ματίας Αλμοσίνο από την παιδική του ηλικία, στη Βασιλεία. Γιος του περουκοποιού Τομπίας και της Έστερ. Όλα αλλάζουν στην οικογένεια όταν θα φτάσει από το Άμστερνταμ ο θείος του Ματίας, ο Ισαάκ, που είναι δίδυμος αδελφός του Τομπίας.  Η Έστερ εγκυμονεί και πεθαίνει στη γέννα. Ο θείος Ισαάκ πείθει τον αδελφό του να φύγουν για Βενετία, όπως πολλοί Εβραίοι. Ο μικρός Ματίας συνοδεύεται στο δύσκολο αυτό ταξίδι από τον θρησκόληπτο πατέρα του και τον ανοιχτόμυαλο και διορατικό θείο του. Γρήγορα θα μάθει ότι πραγματικός του πατέρας είναι ο θείος Ισαάκ. Ο Τομπίας είναι στείρος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα αρρωστήσει από ευλογιά και θα γλιτώσει το θάνατο με έντονα σημάδια στο πρόσωπο. Το ταξίδι συνεχίζεται και βρίσκονται στη Σαλονίκη, όπου ο θείος του εργάζεται στο σπίτι του εμπόρου Μελισσηνού. Όμως ο πατέρας Ισαάκ θα πεθάνει όταν μια επιδημία πανούκλας εξαπλώνεται στην περιοχή. Ο έμπορος Μελησσηνός θαυμάζει την οξυδέρκεια του μικρού, τον παίρνει μαζί του στη Βενετία. Η  Θεανώ υπηρέτρια και ερωμένη του Μελισσηνού, τον μεγαλώνει με πολύ αγάπη. Ο Μελισσηνός υιοθετεί τον Ματίας και τον στέλνει να σπουδάσει ιατρική στην Πάντοβα.
Με το νέο του όνομα, Ματέο Μελισσηνός, γιατρός  πλέον θα ταξιδέψει στην Κων/πολη, όπου συναντά παλιούς συμφοιτητές του και ως αυθεντία μπαίνει σε κύκλους ευγενών. Σε σκλαβοπάζαρο της Πόλης θα αγοράσει μια νέα γυναίκα και θα την παντρευτεί. Το ταξίδι θα συνεχιστεί στο Λονδίνο, όπου συναναστρέφεται με αυθεντίες της ιατρικής επιστήμης.
Για χατίρι της αγαπημένης του γυναίκας, της Όλγας, θα ταξιδέψει στην πατρίδα της την Μολδαβία. Εκείνη θα τραυματιστεί βαριά από ατύχημα και θα πεθάνει.
Η περιπετειώδης ζωή του Ματίας, όπου σε κάθε πόλη και χώρα ταξιδεύουμε μαζί του (χάριν των καταπληκτικών και λεπτομερών περιγραφών του συγγραφέα), θα τελειώσει στο Άγιον Όρος, ως εξώκοιτος καλόγερος, με το όνομα του «αδελφού» του ιερομόναχου Ιωαννίκιου, νόθο παιδί του εμπόρου Μελισσηνού και της Θεανώς, ο οποίος  πεθαίνει,  συνοδευόμενος από τον Ματίας, κατά τη διάρκεια ταξιδιού προς τον Άθω.


Σελ. 640.          «Δαιμόνια! Έξω απ’ το χωριό στις σπηλιές ο τόπος είναι γεμάτος δαιμόνια!»                             «Είδανε στην είσοδο απ’ το παλιό ορυχείο τέρατα».
                        «Τι τέρατα δηλαδή;»
                        «Λέγανε για κόκκινα πρόσωπα της κόλασης με πληγές κι ένα μάτι, που δε μιλάνε ανθρώπινα αλλά μουγκρίζουν, που τα πόδια τους είναι τριχωτά με τραγίσιες οπλές».
«Και λοιπόν;»
«Θα πάνε όλοι τους, με τον παπά μπροστά. Θέλουν να πας κι εσύ, σ’ έχουν για άνθρωπο σοφό».
«Δεν ξέρω να κάνω εξορκισμούς».
«Ματίας, σε σέβονται και σ’ αγαπάνε».


Σελ.642.    Η είσοδος του ορυχείου μύριζε ανθρωπίλα κι όχι δαιμόνια. Τότε μου ήρθε στη μύτη καπνός απ’ το θυμιατό – ο παπάς ερχόταν πίσω μου.
 «Πάτερ, δε νομίζω να μυρίζει έτσι η κόλαση  αυτό είναι απλυσιά και ιδρώτας».
«Ο διάβολος ξέρει, παιδί μου, να μεταμφιέζεται».
Έγειρα τους πυρσούς, για να μην ακουμπήσουν στη χαμηλή οροφή, και μπήκα. Κοντοσταθήκαμε. Η γαλαρία στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν γκρεμισμένη  άφηνε μόνο μια τρύπα στο βάθος απ’ όπου ίσα που χωρούσε να περάσει άνθρωπος Αφουγκραστήκαμε. Για λίγη ώρα ακουγόταν μόνο το ρετσίνι των πυρσών που καιγόταν ύστερα ήρθε κάτι σαν ψίθυρος απ’ την τρύπα κι ένα σύρσιμο σε πέτρες και χαλίκια. Κάτι μας πλησίαζε έρποντας. Οδήγησα τον πυρσό προς το άνοιγμα τότε ξεχωρίσαμε κάτι που προσπαθούσε να βγει απ’ την τρύπα. Ο Όλιβερ δίπλα μου είχε ήδη κρατήσει το μουσκέτο στο χέρι και σημάδευε.
Ο δαίμονας δεν μπορούσε να περπατήσει παρά μόνο σερνόταν. «Ένα σώμα κουλουριασμένο βγήκε απ’ την τρύπα και σταμάτησε μπροστά στη φωτιά των πυρσών. Είχε μόνο ένα μάτι, η μύτη έλειπε, μαλλιά μακριά, ένα πουκάμισο τρύπιο, παντού επάνω στο δέρμα τα σημάδια της κόλασης – ζαρωμένο δέρμα σαν της χελώνας, κοκκινίλες και πληγές.
Ο παπάς δίπλα μου ύψωσε τον σταυρό κι άρχισε να ψέλνει.
«Πίσω όλοι σας!» έβγαλα μια φωνή.
Ο δαίμονας, με φαγωμένο το πρόσωπο απ’ τα τέρατα της κόλασης, με κοίταζε ατάραχα.
«Πίσω, να μην ακουμπήσει κανείς, είναι λεπρός!»

Σελ. 731.          Καθώς πλησίαζαν τα γεράματα, είχε αποκτήσει και τη συνήθεια να προσεύχεται κάθε βράδυ πριν κλείσει τα μάτια. Χρόνια πριν, όταν του ερχόταν παρόμοια επιθυμία, είχε την αμηχανία πού να στρέψει την προσευχή και πώς να την πει. Τα τελευταία χρόνια προσευχόταν σ’ αυτόν τον Θεό που είχε βρει πως του ταίριαζε, σ’ Αυτόν που είχε αγαπήσει το ανθρώπινο σώμα σαν να ‘ταν γιατρός, που είχε νιώσει πώς είναι το κορμί όταν υποφέρει, σ’ Αυτόν που αγάπησε τη σάρκα των ανθρώπων και δεν τη χαράμισε για πάντα στο χώμα, αλλά της φύτεψε την ελπίδα της Ανάστασης.



Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Ανεχώρησε η "κυρία Μάνια"



Γιάννης Μακριδάκης


Posted on
Η “κυρία Μάνια” ήταν για μένα ο άνθρωπος, στου οποίου την κρίση και την εμπειρία επί της λογοτεχνίας οφείλω την όποια ύπαρξή μου στα ελληνικά γράμματα. Ήταν εκείνη που διάβασε το πρώτο μου βιβλίο, τον Ανάμιση ντενεκέ και το πρότεινε στην κόρη της την Εύα προς έκδοση από την Εστία. Ήμουν ουσιαστικά η τελευταία της επιλογή από τον μακρύ κατάλογο των συγγραφέων της Εστίας όλα αυτά τα χρόνια που διηύθυνε τον εκδοτικό οίκο ή που, αποτραβηγμένη στο γραφειάκι της, στο βάθος του ιστορικού βιβλιοπωλείου, παρακολουθούσε τα πάντα γύρω από το χώρο των εκδόσεων και της λογοτεχνίας.
Νιώθω πολύ τυχερός που αξιώθηκα να ζήσω την βγαλμένη από μια άλλη Αθήνα ατμόσφαιρα του γραφείου της, να ακούσω τις απόψεις της και τις εμπειρίες της επί των προβληματισμών μου, τις συμβουλές της κάποιες φορές και να γνωρίσω εξαίρετους ανθρώπους που την επισκέπτονταν συνεχώς εκεί. Θυμάμαι με γλύκα τα μεσημεριανά τσίπουρα και τις ρακές με τα ξηροκάρπια άλλοι όρθιοι, άλλοι στα σκαμπουδάκια κι άλλοι βυθισμένοι στις παλιές δερμάτινες πολυθρόνες, θυμάμαι τα περιστέρια, που ήξεραν πια την ώρα άφιξής της στο γραφείο και κατέβαιναν κι αυτά κατά σμήνη, συνοστίζονταν στον ακάλυπτο και στο κασαλίκι του μεγάλου συρόμενου παραθύρου περιμένοντας το σταράκι από τα χέρια της.
Θυμάμαι που έκανε εκείνο τεράστιο ταξίδι με ένα σαπιοκάραβο της άγονης γραμμής από την Λήμνο όπου έκανε διακοπές και ήρθε καταταλαιπωρημένη στη Χίο μαζί με την φίλη της την Ε.Ξ. για να με τιμήσουν στην παρουσίαση του πρώτου μου βιβλίου, ξαναγύρισαν δε στη Λήμνο με το επόμενο βαπόρι.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που πήγαμε μαζί στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, εκεί που συνειδητοποίησα ότι αν έμπαινες μαζί με την κυρία Μάνια από την κεντρική πύλη της έκθεσης, μέχρι να φτάσεις στο βάθος, όπου βρισκόταν συνήθως το περίπτερο της Εστίας, χρειαζόταν σχεδόν μισή μέρα περπάτημα και ορθοστασία αφού από κάθε περίπτερο στη διαδρομή έβγαιναν οι εκδότες και το προσωπικό για να την χαιρετίσουν, να της δηλώσουν τον σεβασμό τους, να την προσκαλέσουν να καθίσει μαζί τους λίγο, να της πουν τα εκδοτικά τους νέα και την ρωτήσουν την γνώμη της. Μου έκανε εντύπωση με πόσο σεβασμό υποκλίνονταν εμπρός της οι άνθρωποι του βιβλίου κι εκείνη πάντα με το γέλιο και την ατάκα του αυτοσαρκασμού στο στόμα έδειχνε κατά βάθος να απολαμβάνει τον άτυπό της τίτλο της μητέρας των εκδοτών
Πολλά ακόμα θυμάμαι από την σχέση μου με την κυρία Μάνια. Τα τηλεφωνήματα που κάπου κάπου μου έκανε, για να μου χτυπήσει καμπανάκι σχετικά με κάποιο πολιτικό μου σχόλιο ή για να μάθει αν γράφω και πότε θα της στείλω να διαβάσει κανένα χειρόγραφο. Πάντα μου έλεγε να κάτσω εκεί που κάθομαι, να μείνω στη Χίο, στο χωριό μαζί με τα φυτά και τα ζώα, μη τυχόν και διανοηθώ να πάω στην Αθήνα και στις συναναστροφές, έτσι μου έλεγε με τον γνωστό σαρκασμό της και το μάτι της έλαμπε, ήταν γνωστή σε όλους η αγάπη της για τα φυτά και τα ζώα, για τα πουλιά, τα λουλούδια.
Ποτέ δεν έχασε το χιούμορ της, ακόμη και τους σωματικούς πόνους με αυτοσαρκασμό και γέλιο γάργαρο τους αντιμετώπιζε, ακόμη και σε αυτή την τελευταία πολύ δύσκολη περίοδο του εγκλεισμού της στο σπίτι στο Ψυχικό, γελούσαμε στις κουβέντες μας, πρώτα απ’ όλα για τον τρόπο που κουβεντιάζαμε γελούσαμε, εγώ μιλούσα κι εκείνη έγραφε, πάντα όμως είχε κάτι να μου πει για να με εμπνέει, να με κάνει να συνεχίζω δίχως ταλάντευση, δίχως αμφιβολία τον δρόμο της αφοσίωσης στη γη και στη συγγραφή.
Η κυρία Μάνια, ο άνθρωπος που ουσιαστικά με έβαλε στα ελληνικά γράμματα ανεχώρησε χθες για άλλους τόπους. Τώρα την αναλαμβάνουν πια τα πουλιά, τα ζωντανά, τα φυτά και τα λουλούδια. Να της ανταποδώσουν την τόση αγάπη που τους πρόσφερε όλα αυτά τα χρόνια της ανθρωπινής της υπόστασης. Είμαι βέβαιος ότι θα ζει μιαν αιώνια άνοιξη πλέον αφού όλα αυτά τα πλάσματα θα χαμογελούν συνέχεια με τις ατάκες της κι έτσι θα γίνει και ο δικός μας κόσμος εδώ κάτω πολύ καλύτερος σύντομα
Καλό ταξίδι κυρία Μάνια, καλά να περνάς εκεί με τις ψυχούλες αυτές γύρω σου και κοίτα να με κάνεις πάλι γραφιά άμα ξανανταμώσουμε, δεν το μετάνιωσα, μ’ άρεσε και σ’ ευχαριστώ από την καρδιά μου.


Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Καιροί τέσσερεις, της Χριστίνας Καράμπελα



                                 Καιροί τέσσερεις
                    Της Χριστίνας Καράμπελα (γεν. 1963, Αθήνα)
                                    (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)


Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί
στο λογοτεχνικό περιοδικό «δέκατα».


Το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα, όπου ρέει η γραφή, η εξαιρετική αφήγηση,  η αλληγορία, το χιούμορ, η μνήμη, το συναίσθημα, ο ρεαλισμός, το όνειρο, η μαγεία.   Ένας κόσμος μέσα από τα μάτια γυναικών πάνω και κάτω από τη γη. Ένα  βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, που χαμογελάς/γελάς από την αρχή μέχρι το τέλος. Ένα βιβλίο που μοιράζει γεύσεις και αρώματα ζάχαρης, καραμέλας, φρούτων που μεταλλάσσονται σε γλυκά του κουταλιού και ανοίγεις το στόμα λιγωμένος για γλύκα σωματική και ψυχική. Δεν αργείς να πάρεις χαρτί και μολύβι να γράψεις τις συνταγές που ευφραίνουν έτσι αφήνεις έξω τους άρπαγες όπως, τον πανδαμάτορα χρόνο, την χθόνια Εκάτη, τον απαγωγέα Πλούτωνα, τη μάνα Δήμητρα που διεκδικεί την κόρη της. Και, η αιώνια κόρη η Περσεφόνη το έπαθλο νίκης διελκυστίνδας παντοδύναμων θεών.  Μέχρι πότε;  Πρωταγωνιστικό ρόλο και η Ευρυδίκη σύζυγος του μουσικού Ορφέα, συνοδός στο σκοτάδι του Άδη αθώων ψυχών.. σημαντικός ο ρόλος του υποχθόνιου Χάροντα που τριγυρίζει την όμορφη κόρη έμμονος να την κατακτήσει ερωτικά.
 Ένα βιβλίο που η φύση πρωταγωνιστεί έξω και μέσα στον άνθρωπο. Το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη, το καλοκαίρι. Μέσα από τον μύθο η αλήθεια, μέσα από τη συνειδητοποίηση η απελευθέρωση και η καταφυγή σε δρόμους αυτογνωσίας. Η αέναη πάλη των φύλων, η εξουσία/εκμετάλλευση ανθρώπου σε άνθρωπο, κι όλα αυτά γραμμένα και ανασυρμένα από τους αρχαίους μύθους νυμφών και θεών του πάνω και κάτω κόσμου. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά, όπως η συγγραφέας μας τα παρουσιάζει.
Τέσσερις καιροί του σήμερα  τέσσερα κεφάλαια, το καθένα με τίτλο το όνομα του αφηγητή που δραματοποιεί τα γεγονότα.

Καιρός πρώτος: Της Ρούλας

Φθινόπωρο.  Η ηλικιωμένη μάνα, πάσχει από ζάχαρο, είναι στο  τελευταίο στάδιο ζωής. Ρούλα το χαϊδευτικό της, Δήμητρα το όνομά της. Ζει σ’ έναν πύργο, χτισμένο τον περασμένο αιώνα, στο Μαρούσι. Πιστεύει ότι ο κόσμος θα ‘ταν καλύτερος χωρίς άντρες. Εξ’ άλλου από γιαγιά προς γιαγιά γέννησαν από μια κόρη και όλες μισούσαν τους άντρες και, οι άντρες ή τις παράτησαν ή τους απόδιωξαν. Η προγιαγιά η Ερατώ ήταν η εξαίρεση το φάντασμά της κάνει ό,τι μπορεί να ελαφρύνει το μίσος στέλνοντας σημειώματα, γραμμένα σε ελληνικά της εποχής της. Τα γλυκά του κουταλιού είναι η παράδοση τους και παρότι το ζάχαρο της Ρούλας την στέλνει βήμα το βήμα στον Άδη, εκείνη επιμένει να τα φτιάχνει και να τα  δοκιμάζει  συνταγές πολλές, φρούτα πάμπολλα. Της λείπει η συνταγή για γλυκό ρόδι και οι ροδιές του κήπου της, γεμάτες καρπούς. Η ροδιά με τον πολύσπερμο καρπό της. Η γονιμότητα. Της λείπει εδώ και πέντε χρόνια η κόρη της σπουδάζει στο Παρίσι. Μια κάρτα το χρόνο λαβαίνει στη γιορτή της που γράφει:
(σελ.15) ΄΄είμαι καλά, ελπίζω το ίδιο κι εσύ μητέρα, τις ευχές μου για την ονομαστική σου εορτή.’’  Κάθε χρόνο η ίδια ευχή, απαράλλαχτη. Σαν να τις έχει γράψει όλες μαζί και να τις ταχυδρομεί, μία τον χρόνο, μία ίδια κάρτα κάθε χρόνο.
(σελ. 30) το κυδώνι δεν είναι ακριβώς γλυκό, είναι είδος πρώτης ανάγκης, το έχεις πάντα στο σπίτι, μαζί με το σιμιγδάλι για χαλβά, το ψωμί, το λάδι, το γάλα, τις ελιές και τα μπαχάρια. Το κυδώνι δεν το συμπεριλαμβάνεις στα κεράσματα, δεν το στέλνεις σε άλλα σπίτια, είναι οικόσιτο, δεν το μοιράζεσαι, όπως δεν δανείζεται το κατσούλι του σπιτιού ούτε ο όφις ο οικουρός.

Καιρός δεύτερος: Του  Χαριτόπουλου

Χειμώνας. Ο φωτοευαίσθητος Χαριτόπουλος, δικηγόρος για την εκτέλεση διαθήκης της συχωρεμένης Ρούλας. Λιπόσαρκος, χλωμός, αποπνέει μυρουδιές θειαφιού και λιβανιού, όπου δείχνει, καθώς και το όνομα του (από το Χάρος) τον χθόνιο τόπο του. Ερωτεύεται την όμορφη Πέρσα, κόρη της εκλιπούσης Ρούλας. Την πολιορκεί ερωτικά, καταφέρνει να την πάρει  και να την κλείσει στον υπόγειο χώρο του, να την κοιμίσει.. μέχρι που..

Καιρός τρίτος: Της Ευρυδίκης

Άνοιξη. Η πανύψηλη Ευρυδίκη, υπηρέτρια της Ρούλας και νταντά της Πέρσας, που όπως έλεγε η μακαρίτισσα η Ρούλα:  (σελ. 17)  την άνοιξη, αν δεν έχω σαπίσει, ίσως ξεκινήσω τους περιπάτους στο κτήμα, η Ευρυδίκη αντέχει να με υποβαστάζει, ζυγίζει ογδόντα κιλά κόκαλα και δέκα λίπος. Δεν θέλει, λεει, ν’ αφήσει πολλή τροφή για τα σκουλήκια.
Η άνοιξη, ο ανθισμένος κήπος. Τα αρώματα των λουλουδιών συνηγορούν όχι μόνο τον έρωτα της  Ευρυδίκης για τον Αιμίλιο εξ Αλβανίας, αλλά και  γονιμότητας όπως της κοντοπίθαρης Φώφης της μεσίτριας (νοίκιαζε το σπιτάκι στον κήπο του πύργου) που λύσσαγε να τεκνοποιήσει και με το δίκιο της. Τα μεγάλα της βυζιά την τοποθετούσαν στην κατηγορία της βυζάστρας και το σατανικό της μυαλό στη θέση της «καρέκλας». Δεσπόζει στο κείμενο η καρέκλα, όπως μας διηγείται η Ευρυδίκη (σελ. 110) είχε καθίσει η Πέρσα και πριν από την Πέρσα η μάνα της η Ρούλα, και πριν από τη Ρούλα  η μάνα της η Βαρβάρα, και πριν από τη Βαρβάρα η μάνα της η Ερατώ. Κάθισα εκεί, και για μια στιγμή ήθελα πολύ να ήταν δική μου κόρη η Πέρσα, για να μπορώ, να έχω το δικαίωμα δηλαδή, να την τουλουμιάζω στα χαστούκια

Καιρός τέταρτος: Της Πέρσας

Καλοκαίρι.
Ταξιδεύει η Πέρσα  μαζί με την ασθματική της νόσο, ψάχνει λόγια, θύμησες, ρίζες, ψάχνει τον εαυτό της. Σταθμός τα πατρικά χώματα, μάλλον τα μητρικά χώματα. Εκεί σ’ ένα παγκάκι, (σελ.181) μύριζε τις χίλιες μυρουδιές της Σμύρνης, και καθώς εισέπνευσε με όλη τη δύναμη των πνευμονιών της, ένας γλάρος προσγειώθηκε δίπλα της.... άνοιξε την τσάντα της, το χάρτινο σακουλάκι με τα υπολείμματα από τα κουλούρια με το σουσάμι, τα έχυσε στην παλάμη της και του τα πρόσφερε, έσκυψε εκείνος και διάλεξε από το χέρι  της τέσσερα σπυριά ροδιού, τα έφαγε αργά το ένα μετά το άλλο, έτριψε για λίγο το κεφάλι του στο χέρι της, άνοιξε τα φτερά κι έφυγε....
Τώρα πια μπορούσε να ξεχωρίσει τις μυρωδιές, πολλές κι ευδιάκριτες, μαλλί γριάς, ποπ-κορν, μπαρούτι από πυροτεχνήματα που μόλις εκτοξεύτηκαν, φρεσκοτηγανισμένοι λουκουμάδες, σιρόπι από μέλι και καρύδια, μήλα βουτηγμένα στην καραμέλα, ο άνεμος από τη θάλασσα τις έφερνε, μια μια στην αρχή, μετά όλες μαζί, το καλοκαίρι τελείωνε, την υγρασία την είχε ρουφήξει το μελτέμι και η Πέρσα ανέπνεε με άνεση...............

Ευγενία Μακαριάδη

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

καλό ταξίδι φίλε Γιώργο




Γράψε κάτι για τον Γιώργο, μου είπαν, είπα ότι δεν ξέρω  να γράψω ή να πω επικήδεια  λόγια. Μόνο  νιώθω αυτό το σύγκρυο της απώλειας αγαπημένων προσώπων που πονάει και με φοβίζει από μικρό παιδί.
Έτσι σκέφτηκα δυο λόγια ευγνωμοσύνης για την μακρόχρονη φιλία μας.
Γιώργο, καλέ μου φίλε, ήξερες τόσο καλά να κουμαντάρεις τη ζωή που και στα πιο βαριά της χτυπήματα σήκωνες ψηλά το κεφάλι κι εγώ βουβά θάρρευα ότι γίνεται να κάνει κανείς μικρά βήματα ψάχνοντας διεξόδους στα σκαμπανεβάσματα της ζωής όμως ακόμα ψάχνομαι και την ηρεμία της αποζητώ, όπως τις στιγμές εκείνες που  μέσα στην έρημο των οποιωνδήποτε απογοητεύσεων μας έδειχνες την όαση με τα αστεία και χαριτολογήματά σου. Τι κρίμα που δεν σημείωσα όσα έλεγες έτσι για να γλυκαίνω με γέλιο τις πίκρες της ζωής. Οφείλω όμως να πω μόνο ένα έτσι για να σε θυμίσω σ’ όλους εδώ, ώστε η χαρά, το γέλιο να είναι το έρεισμά μας στα δύσκολα: Δίναμε, λοιπόν, ραντεβού και σε ρωτούσα «τι ώρα Γιώργο θα συναντηθούμε;» και απαντούσες σοβαρά σοβαρά «και τέταρτο.. και τέταρτο»..
Τώρα ζεις στο όνειρό σου και εμεις κάπου κει σε βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής μας/  --είσαι λεει σ’ ένα πλοιάριο με πανιά στέκεσαι ορθός κάπου στη μέση,  η ευτυχία έχει χαράξει ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό σου, η ματιά μας ακολουθεί το βλέμμα  σου που είναι καρφωμένο στον άξιο και έμπειρο σ’ αυτά τα μακρινά ταξίδια καπετάνιο και ναι δεν είναι άλλος από τον γιο σου, τον Δημήτρη!
Καλό σου ταξίδι φίλε.

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΣΤΟ ΦΑΡΟ, της Βιρτζίνια Γουλφ



                          
                          ΣΤΟ ΦΑΡΟ
             της Βιρτζίνια Γουλφ, (1882-1941, Αγγλία)     
                   

Έργα της:
Το ταξίδι,
Μέρα και νύχτα,
Η κυρία Νταλογουέη,
Το δωμάτιο του Ιάκωβου,
Ορλάντο,
Τα κύματα,
Η κυρία στον καθρέφτη..
        κ.α..

Αυτό το βιβλίο χρειάζεται να το νιώσεις  για να γίνει αυτό πρέπει να «στρωθείς στη μελέτη» να αφοσιωθείς, να  αντιλαμβάνεσαι τον έξω κόσμο σε θέση με το εγώ σου, να λες αυτό που είσαι, τη στιγμή που είσαι, γιατί την άλλη στιγμή δεν είσαι πια ο ίδιος, γιατί την άλλη στιγμή μια άλλη εικόνα έχει κατακλύσει το μυαλό και το κορμί σου και ζεις και σκέφτεσαι με τις διαφορετικές εικόνες (H.James). Στο έργο αυτό η συγγραφέας, (γράφτηκε το 1927) χαράσσει νέους μοντερνιστικούς δρόμους, με αλλαγή ύφους στα μέχρι τότε μυθιστορήματα «ρομαντισμού». Οι ήρωες του έργου μιλούν λίγο μεταξύ τους, όμως εμείς ακούμε τις σκέψεις τους, ακούμε τον εσώτερο μονόλογό τους, τον κρυφό κόσμο της συνείδησής τους, της ψυχής τους έναντι του εξωτερικού κόσμου, όπως πολύ ορθά η ηρωίδα του βιβλίου κυρία Ράμσεϋ υπέθετε ότι όλοι οι φίλοι εδώ, στο εξοχικό της που φιλοξενεί, πρέπει να νιώθουν πως αυτό που φαινόμαστε, αυτό με το οποίο μας ξέρετε είναι παιδαριώδες, πιο κάτω είναι όλα σκοτεινά, όλα απλώνονται είναι απύθμενα, μα πότε πότε ανεβαίνουμε στην επιφάνεια και έτσι μας βλέπετε. Η κυρία Ράμσεϋ, που η ομορφιά της σου ‘κοβε την ανάσα, μάνα οχτώ παιδιών, μας λεει ότι εύρισκε ανάπαυση όχι όταν ήταν ο εαυτός της, μα όταν γινόταν σφήνα στο σκοτάδι, όταν χάνοντας την προσωπικότητά της έχανε τον εκνευρισμό, τη κίνηση τη βιάση και γινόταν ένα με την αιωνιότητα σε  συνάντηση με τη μακριά σταθερή φωτεινή ακτίνα του Φάρου, τη δική της ακτίνα, που αγνάντευε από το παράθυρό της, εκεί στο βραχονήσι απέναντι.
Ο κάθε φιλοξενούμενος ένας κόσμος, όπως η μικροκαμωμένη Λίλυ η ζωγράφος, που τα λόγια του Τάνσλεϋ ότι οι γυναίκες ούτε να γράψουν ούτε να ζωγραφίσουν μπορούν της πιπιλίζει το μυαλό, έχει αρχίσει έναν πίνακα με μοντέλο την κυρία Ράμσεϋ που κρατάει στην αγκαλιά της το στερνοπαίδι της Τζέιμς, ο γέρο Καρμάϊκλ ο ποιητής,  ο Τσαρλς Τάνσλεϋ, μαθητής του άντρα της, ο ηλικιωμένος Ουϊλιαμ Μπανκς, που σκέφτεται η κ. Ράμσεϋ να παντρέψει με τη Λίλυ, η νεαρή Μίντα και ο αφελής νεαρός Ρέιλυ. Όλοι τους να κάθονται στο τραπέζι και εμείς να διαβάζουμε/ακούμε τις σκέψεις  και τα αισθήματά τους.
Η αρχή του έργου με την κυρία Ράμσεϋ και τον μικρούλη Τζέιμς, που λαχταρά να πάει στο Φάρο κι ο πατέρας τον αποθαρρύνει λέγοντας ορθά κοφτά πως ο καιρός δε θα ‘ναι καλός, αντίθετα από τη μάνα του που με παρηγορητικό λόγο προσπαθεί  να δώσει ελπίδες στον μικρό ότι καιρός μπορεί να καλυτερέψει.. και ο μικρός Τζέιμς να μισεί τον ορθολογιστή πατέρα, που αν είχε μαχαίρι στα χεράκια του εκείνη τη στιγμή θα τον έσφαζε.
Δέκα χρόνια μετά στο ίδιο σπίτι, (άλλοι παντρεύτηκαν άλλοι πέθαναν όπως η κυρία Ράμσεϋ και δυο από τα παιδιά της), βρίσκονται ξανά η γεροντοκόρη Λίλυ, ακόμα να ζωγραφίζει τον ίδιο πίνακα που κάπως άλλαζε η σύνθεσή με τα νέα δεδομένα, και να ζει να κινείται, να σκέπτεται, να αισθάνεται μέσα στο σπίτι, όπως τότε η κυρία Ράμσεϋ., ο ποιητής Καρμάϊκλ, ο κύριος Ράμσεϋ και τα παιδιά του ο νεαρός πλέον Τζέιμς και η Καμ.
Έτοιμοι ο πατέρας και τα δυο του παιδιά για πηγαιμό στο Φάρο, με τιμονιέρη στη λέμβο τον Τζέιμς, που η μακροχρόνια απέχθειά του για τον πατέρα καλά κρατεί και σκέφτεται   ότι έτσι και πει μια κουβέντα παραπάνω, έτσι και πει κουβέντες καυστικές, ως συνήθως,  τότε θα πάρει ένα μαχαίρι να το μπήξει στην καρδιά αυτού του αυταρχικού πατέρα, που αναγκάζει τους άλλους να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν, που τους αφαιρεί το δικαίωμα να μιλήσουν..  όμως όχι  την καρδιά εκείνης, της μάνας, θα τρυπούσε...

Μια λέξη θετική από τον πατέρα στο γιο για την επιδεξιότητά του στην πλοήγηση με την άφιξή τους στο Φάρο...  και
Μια τελευταία πινελιά που δεν ήταν παρά μια γραμμή στο κέντρο του τελάρου, ολοκληρώθηκε ο πίνακας της Λίλυ.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

"Η μεταμόρφωση", του Φραντς Κάφκα





              Η Μεταμόρφωση

              Του Φραντς Κάφκα
              (Πράγα: 1883-1924)

Έργα του:
Η Δίκη,
Η Μεταμόρφωση,
Ο Πύργος,
Ο Αγνοούμενος,
Η Απόρριψη,
    κ.α.

Όσες φορές και να διαβάσει κανείς Κάφκα αξίζει, αξίζει και πάλι αξίζει γιατί πάντα κάτι καινούργιο εισπράττει στην καθημερινότητά του μέσα από την παραδοξότητα των έργων αυτού του σπουδαίου Τσέχου συγγραφέα.
Το παράδοξο –αλληγορικό- στην ιστορία της «μεταμόρφωσης» είναι ότι ο ήρωας Γκρέγκορ Σάμσα, μεταμορφώνεται σε πελώριο σκαθάρι.
Εντυπωσιάζεται ο αναγνώστης με τι συνάφεια, σαφήνεια,  φυσικότητα και χιούμορ, είναι γραμμένο το έργο, ώστε να μην τ’ αφήνει απ’ τα χέρια του, παρά να στέκεται αθέατος δίπλα στον ήρωα, να ανέχεται το άδικο, να  υφίστανται μέρα τη μέρα τα διαδραματιζόμενα εις βάρος τους, ανίκανοι εκ των πραγμάτων στα αδιέξοδα -σωματική ανικανότητα αλλά και ψυχική, όπως η δειλία-. Ένας άνισος αγώνας  εντόμου  έναντι ανθρώπων και μάλιστα συγγενών.
Ο Γκρέγκορ ένας νέος άντρας, πλασιέ υφασμάτων, δουλεύει ασταμάτητα ώστε να συντηρεί οικονομικά τη χρεοκοπημένη οικογένειά του, γονείς και νεαρή αδελφή. Ζουν όλη τη ζωούλα τους πολύ καλά, έχοντας ως δεδομένο τους μισθούς του, μέχρι που μεταμορφώνεται. Λυπούνται; Ντρέπονται μην το μάθει ο κόσμος; εκνευρίζεται ο αυταρχικός πατέρας αποδιώχνοντας τον.. ξουτ ξουτ έξωω.. θέλει – θέλουν να το πετάξουν και να απαλλαγούν  ρίχνουν το ανάθεμα στον ίδιο, που αν είναι ο Γκρέγκορ ο γιος, ο αδελφός, «θα είχε από καιρό καταλάβει πως οι άνθρωποι δεν είναι δυνατόν να συμβιώνουν με ένα τέτοιο θηρίο και θα είχε φύγει από μόνος του».
Η οικογένεια τον απομονώνει, στην αρχή κάτι του ρίχνει η αδελφή και τρωει... σιγά σιγά ούτε τροφή... το δωμάτιο εκκενώνεται από τα έπιπλα, πρέπει το έντομο να ‘χει χώρο... σιγά σιγά γεμίζει από πράγματα για να αδειάσει ένα άλλο δωμάτιο και να ενοικιαστεί. Το δωμάτιο του Γκρέγκορ γίνεται αποθήκη. Σιγά σιγά πληθαίνουν τα άχρηστα αντικείμενα. Το δωμάτιο του Γκρέγκορ γίνεται σκουπιδοτενεκές..
Όμως ο Γκρέγκορ αισθάνεται, κατανοεί, λυπάται, σκέφτεται σαν κανονικός άνθρωπος.
Οι οικονομικές ανάγκες κάνουν τους γονείς και την αδελφή να εργαστούν. Μεταμορφώνονται από αδύναμοι, χαλαροί και άνεργοι, σε ενεργούς πολίτες  ενδιαφέρονται για τη δουλειά τους, για την καινούργια τους ζωή και η άγουρη κόρη γίνεται μια δροσερή κοπέλα έτοιμη για γάμο. Ξεχνούν τον Γκρέγκορ. Ο Γκρέγκορ πεθαίνει από ασιτία ανακουφισμένοι  οι γονείς και η αδελφή του  κάνουν το σταυρό τους.
Ο Κάφκα μας λεει με δυο λόγια ότι όσο είναι κανείς παραγωγικός και τροφοδοτεί οικονομικά την οικογένεια – κοινωνία, είναι αποδεκτός.. αλλιώς στα τάρταρα..