Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Πατρική κληρονομιά του Φίλιπ Ροθ γεν. 1933 Νιούαρκ, Τζέρσεϊ Η.Π.Α.

Πατρική κληρονομιά
                      του Φίλιπ Ροθ
              γεν. 1933 Νιούαρκ, Τζέρσεϊ Η.Π.Α.

                                                                          εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

Φίλιπ Ροθ: συγγραφέας, καθηγητής Πανεπιστημίου, σεναριογράφος, συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας, κ.α.

Βιβλία του:
-Αντίο Κολόμπους (διηγήματα). Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο Η.Π.Α.
-Ζούγκερμαν Δεσμώτης (τριλογία και επίλογος).
-Το σύνδρομο Πορτνόι.
-Αγανάκτηση.
-Φεύγει το φάντασμα.
-Το θέατρο του Σάμπαθ.  2ο Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο Η.Π.Α.
-Αμερικανικό ειδύλλιο.  Βραβείο Πούλιτζερ.

Τιμήθηκε: με το Εθνικό Παράσημο Τεχνών, με την υψηλότερη διάκριση της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, με το Man Booker International Prize κ.α..

                                                          --..—

Ένα βιβλίο όπου η φωτογραφία στο εξώφυλλό του απεικονίζει τον 36εξάχρονο πατέρα Χέρμαν Ροθ, των εννιάχρονο γιο του Σάντι Ροθ, και τον τετράχρονο Φίλιπ Ροθ, συγγραφέα και αφηγητή της αληθινής αυτής ιστορίας-αυτοβιογραφίας. Χρονικό ιστορικών γεγονότων της οικογένειας και μνήμες που περιστρέφονται στη σκέψη σαν κινηματογραφική ταινία και την παρακολουθείς νοσταλγικά  με γέλιο, αγανάκτηση, δάκρυ,  ανείπωτα συναισθήματα πόνου για την απώλεια αγαπημένου προσώπου και μάλιστα γονιού.
Στο βιβλίο έχουμε το χρονικό βαριάς αρρώστιας και θανάτου του πατέρα ετών 86  γιατί όπως λέει ο συγγραφέας «ο αριθμός ογδόντα έξι επανερχόταν διαρκώς σαν πένθιμη καμπάνα…. Παραδεχόμουν πως καταλάβαινα πια ότι δεν μπορείς να έχεις πατέρα για πάντα».
Διαβάζοντας δεν κρίνεις τα έντονα συγκινησιακά συναισθήματα του συγγραφέα λογοτεχνικά, γιατί η πένα του δεν σ’ αφήνει παρά να τα νιώθεις δικά σου.
Άραγε τι μπορεί να κάνει, να δώσει να ανταποδώσει καλύτερα ένας γιος στον πατέρα, που τον ξέρει χρόνια γερό, όμορφο, ζωηρό, κεφάτο, εργατικό, ερωτικό, πεισματάρη, δοτικό στην οικογένεια, στους φίλους, όταν ο καρκίνος στον εγκέφαλο τον συρρικνώνει, τον μεταμορφώνει αλύπητα σε έναν αξιολύπητο γέροντα, έναν γέροντα που θυμίζει ελάχιστα τον εύρωστο άντρα που ήταν και τώρα μόνο  στις φωτογραφίες και στη μνήμη του παιδιού του θα υπάρχει και όπως μας λέει ο αφηγητής: .. «τον είδα καθισμένο σαν άδειο σακί στην άκρη του καναπέ».  
Ανταπόδοση λοιπόν, για τα λίγα χρόνια που του απομένουν, με στοργή, αφοσίωση κοντά του, κοντά του στα νοσοκομεία, στους γιατρούς, στους φίλους, στους περιπάτους, στήριγμα στο παραπάτημά του, παρηγοριά όταν έκλαψε που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και αποπάτησε και βρόμισε με σκατά  τα ρούχα του και  ολόγυρα το μπάνιο. Δύναμη να τον ξεσκατίζεις, να τον πλένεις, και ο αφηγητής να επισημαίνει: «άπαξ και παρακάμψεις την αηδία και αγνοήσεις την αναγούλα και υπερπηδήσεις όλες εκείνες τις φοβίες που έχουν γιγαντωθεί σαν ταμπού, ανακαλύπτεις ένα ολόκληρο απόθεμα ζωής  που μπορείς να αγαπήσεις». Να βγάζει τη μασέλα του γιατί δεν μπορεί να στηριχτεί σωστά από το πεσμένο, από πάρεση, μισό του μούτρο, και ο αφηγητής να λέει: «παίρνοντας στο χέρι μου τη μασέλα του, έτσι όπως ήταν, με τα σάλια να στάζουν, και βάζοντάς τη στην τσέπη μου, είχα υπερπηδήσει, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, το χάσμα της σωματικής αποξένωσης που, πολύ φυσιολογικά, είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας από τότε που έπαψα να είμαι παιδί».
Και ο λόγος του πατέρα «Να μην ξεχνάς τίποτα» ως η καταληκτική πρόταση του βιβλίου συνάμα και οι ενοχές του συγγραφέα καθότι έγραφε το βιβλίο αυτό ενόσω ο πατέρας του άρρωστος και ετοιμοθάνατος, ας δούμε πως το εκφράζει ο ίδιος ο αφηγητής μετά που ονειρεύτηκε τον πεθαμένο πατέρα του: «..συνειδητοποίησα πως υπονοούσε αυτό εδώ το βιβλίο, το οποίο εγώ, σε απόλυτη εναρμόνιση με την απρέπεια του επαγγέλματός μου, έγραφα όσο εκείνος πέθαινε. Το όνειρό μου έλεγε πως, αν όχι στα βιβλία ή στη ζωή μου, πάντως σίγουρα στα όνειρά μου, θα έμενα για πάντα ο μικρός του γιος με τη συνείδηση του μικρού γιου, όπως ακριβώς κι εκείνος θα παρέμενε εκεί για πάντα όχι απλώς ως πατέρας μου αλλά ως πατέρας, κριτής σε ό,τι κι αν κάνω.
Να μην ξεχνάς τίποτα».

Σελ:106: .. η παρόρμηση να απεμπολήσω τα  κληρονομικά μου δικαιώματα και πώς  ήταν δυνατό αυτό το πράγμα να είχε καταπνίξει τόσο εύκολα τις προσδοκίες που με τόση καθυστέρηση ανακάλυπτα τώρα πως ‘δικαιούνταν’ να έχει ένα γιος; Αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο: να αρνούμαι , δηλαδή, ένα επιτρέψω στη συμβατικότητα να υπαγορεύσει  τη συμπεριφορά μου, για να ανακαλύψω εν συνεχεία, κι αφού έχω ακολουθήσει τον δικό μου δρόμο, πως τα θεμελιώδη αισθήματά μου είναι καμιά φορά πιο συμβατικά από τις αντιλήψεις μου περί απαράβατων ηθικών επιταγών».

Σελ. 131: όχι πως δεν είχα καταλάβει ότι η σχέση μου μαζί του ήταν περίπλοκη και βαθιά - εκείνο που δεν ήξερα όμως ήταν πόσο βαθύ μπορεί να είναι το βάθος.

Σελ. 233: … όσο καιρό ήμουν στο νοσοκομείο… προσευχόμουν κατ’ ευθείαν σ’ αυτόν «μην πεθάνεις πριν ξαναβρώ τις δυνάμεις μου. Μην πεθάνεις πριν να είμαι στη θέση να τα κάνω όλα σωστά. Μην πεθάνεις όσο είμαι ανήμπορος».
                                                       …---…





Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

ΓΚΙΑΚ του Δημοσθένη Παπαμάρκου

                                                        ΓΚΙΑΚ
                του Δημοσθένη Παπαμάρκου γεν. 1983 Μαλεσσίνα Λοκρίδας
                                         εκδ. Αντίποδες
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία μόλις 15 χρονών ενώ το δεύτερο κυκλοφόρησε από τον Κέδρο όταν ήταν ακόμη μαθητής λυκείου.
Μλυθιστορήματά του:                                                                                                                                                   
Η αδελφότητα του Πυριτίου (Αρμός 1998),
Ο Τέταρτος Ιππότης (Κέδρος 2001),
ΜεταΠοίηση- συλλογή διηγημάτων (Κέδρος 2012).
Υποψηφιότητες: Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας.
Είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Είχα πολλά χρόνια να πιάσω στα χέρια μου βιβλίο σε ρέουσα ντοπιολαλιά, είχα διαβάσει παλιά τα πολύ καλά βιβλία, των Σωτήρη Δημητρίου (Θεσπρωτία) «Να ακούω καλά τ’ όνομά σου»,  και «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού (Κυνουρία).
Τώρα ο Παπαμάρκος, με την ζωντανή αρβανίτικη διάλεκτο της Λοκρίδας μας μεταφέρει πίσω στην εποχή του πολέμου (1919-1922) της Mικρασιατικής εκστρατείας, την καταστροφική ήττα του Ελληνικού στρατού και το οριστικό αντίο της Μεγάλης Ιδέας. Έχουμε, την μεταβολή της Ελλάδας σε ένα νέο κράτος που περιορίζεται στα κατά συνθήκη σύνορα και που δέχεται τεράστιο πλήθος μικρασιατικών προσφύγων.
Το βιβλίο περιέχει εννέα διηγήματα που όλα συνδέονται με τις άγριες μάχες των αρβανιτών της Λοκρίδας εναντίον των τούρκων στον Μικρασιατικό πόλεμο. Οι αγριότητες του πολέμου, τα φρικαλέα εγκλήματα, οι έρωτες, οι φιλίες, η πίστη, η μπέσα, η αντεκδίκηση, τα ήθη και έθιμα μιας αρβανίτικης κοινωνίας, το χιούμορ, η ομοφυλοφιλία, και ακόμα η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, γοητεύουν τον αναγνώστη.
Τις ιστορίες αφηγούνται οι στρατιώτες - ήρωες του βιβλίου όπου τα ίχνη του άγριου αιμοσταγούς πολέμου, κατέστρεψαν τις ζωές τους, ενώ ματώνουν ψυχικά τον σημερινό αναγνώστη.
Γκιάκ,  μας εξηγεί στην 8η σελίδα, σημαίνει το αίμα, ο δεσμός συγγένειας που προκύπτει από κοινή καταγωγή, συγγένεια εξ αίματος, συγγενής εξ αίματος (αντιθ. εξ αγχιστείας), φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης, εκδίκηση, αντεκδίκηση, και φυλή.
Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε, εδέ τ’ ροβίτ γκα σκίνεζιτ 
«Θα σου κόψω τις κοτσίδες και θα τις πετάξω στα σκίνα». Ο τίτλος είναι παρμένος από τραγούδι ερωτικό όπως επεξηγεί με τη Σημείωση σελ. 121 ο συγγραφέας.
Ο Τάκης ιστορεί τα γεγονότα του φόνου της πολυαγαπημένης του αδελφής, της Σύρμω, που τον μεγάλωσε σα μάνα και την αγαπούσε πιότερο από τη μάνα του, στον μέλλοντα πεθερό του, τον Αντώνη, πριν ζητήσει το χέρι της θυγατέρας του, γιατί εννοεί ότι καλό θα είναι να τα ξέρει από πρώτο χέρι αυτά που συνέβησαν τότε που ήταν στον πόλεμο και όχι μόνο, και μετά  ας πάρει την απόφαση να του δώσει  ή όχι την κόρη του.
Γκιάκ:  Ίσον αντεκδίκηση σ’ αυτό το διήγημα.
Σελ. 20: Άσε με μου λέει, κι ορκίζομαι να σ’ το πληρώσω για ένα. Τα λεφτά χαλούνε στα χέρια, τα σπίτια γίνονται χώμα, του είπα, πο γκιάκου, γκιάκου βέτετ νιε βίτρα, αλλά το αίμα, το αίμα μένει για πάντα.
Σελ. 21: Μ’ όσα γίνανε μετά, ούτε που πια θυμόντανε ποιος είχε σκοτωθεί πού. Αγνοούμενος στους αγνοούμενους. Φύλλο στο δάσος.
Τα μπουκουμπάρδια
Διηγείται ο μεγάλος στο νεαρό παλικάρι τη λίμα που είχε σαν παιδί για μπουκουμπάρδια, και τον συμβουλεύει να μαζεύει τα μικρά, τα μαύρα, που είναι γλυκύτερα από τα μεγάλα σύκα∙  και συνεχίζει να του λέει πώς όταν ήταν στον στρατό και τους πήγαν σε ένα αρχαίο θέατρο και ο λοχαγός τους ξεναγούσε αυτός πήγε παραπέρα βρήκε μια συκιά κι έκανε τσιμπούσι τα συκαλάκια, όμως του βγήκε ξινό όταν τον δάγκωσε μια δεντρογαλιά….
Η αλλαγή της εποχής, λοιπόν,  από τα σύκα ή τα μούρα ή τα τζίτζιφα που μαζεύαμε μικροί μέχρι να μας πιάσει τσίρλα και τώρα τα περιφρονούμε…. Η φτώχεια του τότε, η φτώχεια του σήμερα.
 Σελ. 23. Όταν ήμασταν μικροί εμείς, όλο αυτά κυνηγάγαμε. Άμα είχε καμιά συκιά αδέσποτη, τη γυρνούσαμε γύρω γύρω όλο το καλοκαίρι πότε θα γινώσουνε τα σύκα να πάμε να κόψουμε πρώτοι. Γινόταν χαμός. Μην κοιτάς τώρα που τα ‘χετε όλα πλούσια τα ελέη. Τότες δεν ήταν όπως τώρα. που λες θέλω να φάω γλυκό και πας και παίρνεις μια πάστα. Εμείς αυτά είχαμε για γλυκό. Και δεν τα ‘βρισκες κιόλας. Άμα είχες συκιά τη φύλαες, γιατί μετά δεν είχε. Τώρα φορτωμένα είναι και τ’ αφήνουνε και σαπίζουνε…
Ο αρραβώνας
Τιμωρία, Νέμεση το Γκιάκ σ’ αυτό το διήγημα. Ήθη και έθιμα δεκαετιών πριν και μετά τον Μικρασιατικό πόλεμο και βεντέτες προς απόδοση δικαιοσύνης σύμφωνα με τους άγραφους παραδοσιακούς κανόνες της.
Ο Γιαννάκης ιστορεί στον ιερέα του χωριού του, την αγάπη που ‘χε στο φίλο του τον Βασίλη και το ξάφνιασμά του σαν του είπε ότι αρνείται να πάει για εκπαίδευση σε στρατιωτική μονάδα και μετά για Μικρασία. Κι’ όλα αυτά για ένα κοκόρι, γιατί ο θείος της αρραβωνιαστικιάς του τον είπε κλέφτη ότι δήθεν έκλεψε έναν κόκορα και έγινε ρεζίλι στο χωριό.  Έτσι εκείνος αποφάσισε να βγει στο κλαρί ληστής. Δηλαδή και λιποτάκτης και ληστής. Έτσι, που με λόγια δεν κατάφερε ο Γιαννάκης να τον μεταπείσει, ο Βασίλης πήρε τα βουνά. Όταν γύρισε από τον πόλεμο ο Γιαννάκης βρήκε τον πατέρα του βαριά άρρωστο, τον αδελφό του κυνηγημένο από τη χωροφυλακή και τον αγαπημένο φίλο του, τον Βασίλη, σκοτωμένο. Τα ‘βαλε σε τάξη τα γεγονότα ρωτώντας όλες τις πλευρές ο Γιαννάκης, μέχρι που αποφάσισε να πάρει το δίκιο στα χέρια του, και συνάμα να αποκαταστήσει την τιμή της Τούλας, αρραβωνιαστικιάς του σκοτωμένου Βασίλη, με γάμο, επειδή ο Βασίλης την είχε χαλάσει και θα έμενε γεροντοκόρη, κάτι που ο μακαρίτης δεν θα ανεχόταν επειδή πολύ την αγαπούσε..
Σελ. 34. Και να σου ‘κλιεψε,   για έναν κόκορα κάνεις έτσ’;  Τόσα και τόσα έχω κάνει κι εγώ κι εσύ. Θυμάσαι που παλιά ούτε γυναίκα δε μας δίνανε άμα δεν κλιέβαμε, και τώρα κάνεις ολόκληρο σαματά για το τίποτες;
Σελ. 46. Την κόρη σ’ δεν τη σεβάστηκες κι άφησες και τη χάλασε ο Βασίλης, για να μάθεις το λημέρι τ’. Κι έτσι που ‘ναι χαλασμένη κι αυτήνα την καταράστηκες να μείνει μοναχή γεροντοκόρη. Ο Βασίλης όμως την αγάπαγε πολύ……..  ξέρω όμως ότι θα στενοχωριόταν τώρα άμα το ‘ξερε που θα μαραζώσει ανύπαντρη.
Ταραραρούρα
Προαιώνια μέχρι τις μέρες μας, πολύ περισσότερο σε χωριά, τα φυλακτά, γητιές, μαγέματα,, ξορκισμοί, δαιμονολογίες, φυλακτάρια αποδίωξης κακών πνευμάτων, φίλτρα, ματόχαντρα, βασκανίες, αστρομαντείες, και χιλιάδες άλλα, για το καλό, κακό κι ανάποδο των ανθρώπων. Έτσι και στο διήγημα αυτό ο αφηγητής παραστατικά μας εκφράζει τον τρόμο του, όταν ξεκίνησε σούρουπο τον έπιασε νύχτα, έχασε το δρόμο και κάποιος παράξενος θόρυβος, νόμισε πως ήταν σκυλί μετά όμως άκουγε καθαρά μια φωνή να λέει ξανά και ξανά ταρατούρα, ταρατούρα, ταρατούρα, γέλια περίεργα, μια φάτσα σα σκυλί, με δόντια μεγάλα.
Σελ. 51. Σηκώνω τη γκλίτσα και χτυπάω κατά κει που άκουσα τη φωνή….. Μαύρος και στη φάτσα σαν το σκυλί, με κάτι κέρατα γελαδινά. Και γέλαε και φαινόντουσαν τα δόντια του..
Σελ. 53….στο Μικρασιατικό. Εγώ το’ χα δέσει κόμπο ότι θα πεθάνω, γιατί λένε ότι η τελευταία κουβέντα που σου λέει ο βροκόλακας είναι πάντα αλήθεια, κι έτσι δε μ’ ένοιαζε. Είπα να φυλαχτώ δεν μπορώ, άμα είναι ας πεθάνω στα πόδια μ’ . Κι έτσι ήμανε παντού ο πρώτος και μ’ είχανε για παλικάρι… έχασα την πίστη μ’  κείθε πέρα. Μπορεί κι αυτό. ‘Εκαμα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι αθρώποι.

Παραλογή
Ένα ποίημα ένα τραγούδι, θα έλεγα όπως οι παραλογές του τραγουδιού «του νεκρού αδελφού, ή «ο ερωτόκριτος» του Βιτζέντζου Κορνάρου.
Σελ. 55. Ο χάρος λογοκούρνιαζε κι όλο τα ξεσκαλούσε/  γι’ αυτό δεν κράταγαν ποτέ στη γης τους πεθαμένους/  μονάχα τους φανέρωναν το κάθε τρεις και λίγο.
Σελ. 57. Κοιτάζει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανέναν δεν εθώρει/  κοιτάει και μες στο χάραγμα, μέσα στο βύσσιο ρέμα/ και βλέπει κόρη νιούτσικη, μια πέρδικα μικρούλα/ που ‘χε σκουτιά κατάμαυρα, μαντίλα σαν την πίσσα/ και απίθωνε και γέμιζε από την κρύγια βρύση.

Ήρθε ο καιρός να φύγουμε
Στο διήγημα αυτό ένας μεγάλος, άτυχος και  ανεκπλήρωτος, έρωτας που η φωτιά του πολέμου το ’19, στη Σμύρνη, τον έκαψε και βρέθηκαν δυο νέοι λαβωμένοι και χαμένοι∙   όμως η αγάπη τους έμεινε ζωντανή μέχρι θανάτου.  Το διήγημα μας θυμίζει την εισροή στην Ελλάδα των προσφύγων της Σμύρνης και πως για μια μερίδα του λαού μας ήταν ανεπιθύμητοι. Ας παραδεχτούμε ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα..
Όταν η χήρα Ανθή έβαλε στην τσέπη του πεθαμένου Κυριάκου ένα πακέτο τσιγάρα την ώρα της κηδείας του, ο Γούσιας, ανεψιός του νεκρού, άρχισε να διηγείται στο φίλο του ότι η Ανθή δεν είναι του σογιού τους, αλλά ήταν αρραβωνιασμένη με τον θείο, όταν εκείνος ήταν στρατιώτης στο Μικρασιατικό πόλεμο.
Σαν σήκωσαν το τάγμα από Σμύρνη για φευγιό, υποσχέθηκε στην Ανθή ότι θα νικήσουν τους Τούρκους και θα γυρίσει να την πάρει. Εκείνη του έδωσε ένα πακέτο τούρκικα τσιγάρα, τα Τουρμάκ, που τόσο του άρεσαν, ώστε καπνίζοντας να την θυμάται. Έδωσε το λόγο του και στον αδελφό της πως με το τέλος του πολέμου θα αρραβωνιάζονταν και μάλιστα στο τελευταίο ραβασάκι που της έστειλε έγραψε, «φεύγουμε με τα καράβια. Θα γυρίσω πάλι. Άμα πάρεις το γράμμα μου, να ξέρεις θα σε περιμένω».
 Ήταν νοικοκύρης παντρεμένος πλέον στο χωριό ο μακαρίτης θείος Κυριακούλης, συνέχισε ο ανεψιός, όταν ήλθαν στο χωριό πρόσφυγες από Σμύρνη και τρέξαν οι ντόπιοι να τους διώξουν απ’ τον τόπο τους όπως τους μήνυσε ο Πρόεδρος του χωριού, για να μην τους πάρουν τα χωράφια.. Όμως ο θείος έγινε πυρ και μανία φωνάζοντας: «τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάμε σαν τα πατσαβούρια» Τους τραβάγανε τους πρόσφυγες και τους βρίζανε, όταν σαν δαρμένο παιδί τον πλησίασε ένα κορίσι και ψιθύρισε το όνομά του. Ήταν η Ανθή. Τα  έλεγε ο θειος μου κι έκλαιγε σα μικρό παιδί. Πρώτη φορά τον είδα να κλαίει. Και έλεγε με τιμώρησε ο Θεός Γούσια γιατί ο άντρας δεν κάνει να δίνει λόγο δυο φορές για το ίδιο πράμα.
Σελ. 72. Μια μέρα το χειμώνα του εικοσιτέσσερο, έκοβα πασσάλια για το φράχτη, θυμάμαι, κι έρχεται η Ρίνα, γκαστρωμένη στον Γιάννη, και μου λέει ήρθανε πρόσφυγες στο χωριό κι είπε ο πρόεδρος να μαζευτείτε οι άντρες όσοι μπορείτε να πάτε να τους διώξετε, γιατί άμα ‘ρθούνε δώθε θα μας πάρουνε τα κτήματα. Τ’ ακούω κι εγώ,    και γίνομαι πυρ. Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε, ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις; Τόσο αγριεμένο δεν τον είχα ξαναδεί τον Κυριάκο. Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι ανθρώποι με κουστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσα μας τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια.

Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί
Ιστορούν οι γεροντότεροι τα κατορθώματά τους στον πόλεμο και μάλιστα ο ένας παππούς, ο μπάρμπα Κώτσος, νέος τότε κι αυτά μικρά τον άκουγαν με περίσσιο ενδιαφέρον, γιατί πάντα είχε κάτι να τους φιλέψει , κάνα μαντολάτο, καμιά νάσκο. Ο παππούς του Γιωργάκη, του αφηγητή, στο πεζικό, ο μπάρμπα Κώτσος στο ιππικό. Όλα τα ιστορήματα του μπάρμπα Κώτσου, που καυχιόταν μάλιστα γι’ αυτά είχαν αγριάδα και μαύρο χιούμορ. Ήξερε λέει πολύ καλό σημάδι τόσο., που ενώ κοιμόντουσαν σ’ ένα χωριό κοντά στη Σμύρνη, πρωί αχάραγα τους ξυπνάει ο χότζας με την πρωινή προσευχή και όλο δυνάμωνε τη φωνή του και δεν έλεγε να σταματήσει. Οπότε πιάνει το όπλο του ρίχνει μια και τον σκότωσε.
Σελ. 78: Αλλά δώσ’ του ο πούστης κι όλο και δυνάμωνε «Ιμπί-αλά-μπιμπί-αλά-μπιμπί». Έτσι είσαι; λέω. Όπως ήμουν ξαπλωτός, γυρνάω, πιάνω το όπλο και μπαμ του ρίχνω μία. Και τον βλέπεις Γιωργάκη, πάρ’  τον κάτω σαν πουλάκι. Έτσι ε, δίχως να σηκωθώ, καλά, ήμουνα σκοπευτής από τους πρώτους.

Γυάλινο μάτι
Ερωτευμένος άντρας ιστορεί, σε γυναίκα που λόγω «ιερής» δουλειάς ξέρει και σέβεται μυστικά, τον συγχωριανό του που  αγάπησε στον πόλεμο της Μικρασίας.
Στο ζενίθ οι αγριότητες κάποιων ελλήνων, προς το παρόν, νικητών, ιδιαίτερα του φίλου του αφηγητή της ιστορίας του Θύμιου Ούνη, εναντίον κάποιων άμαχων τούρκων που του έμπαιναν στο ρουθούνι.  Ο Θύμιος γίνεται ο άγγελος προστάτης του, του σώζει τη ζωή, τον πηγαίνει σε μπαρ, τον πηγαίνει στα, χαμάμ, στα καφέ-αμάν,  όπου όταν άκουσε τον τούρκο μπουφετζή ότι θα φτύσει στους καφέδες των σκατοελλήνων, βάζει το πιστόλι στα αχαμνά του και διατάζει τον μπουφετζή να γλύψει το πιστόλι, εκείνος τρέμοντας το κάνει και εκλιπαρεί για τη ζωή του. Στο τέλος φεύγοντας τον πυροβολεί ξυστά στο κεφάλι.
Στο χαμάμ που τον πήγε, συνεχίζει ο αφηγητής, μίλησε στα τούρκικα με τους χαμαμτζήδες, και τότε ένας απ’ αυτούς έσκυψε κι άρχισε να του τρίβει το πέος στη συνέχεια του έκανε τσιμπούκι. Ο Θύμιος έπιασε τρυφερά το χέρι του φίλου του, του έκλεισε το μάτι, και εκείνος αν και πίστευε πως άντρας με άντρα δεν γίνεται, εντούτοις του άρεσε όλη η σκηνή και περισσότερο ο φίλος του ο Θύμιος που ‘ταν γεροδεμένος και όμορφος σαν άγαλμα. Ένας δυνατός έρωτας του αφηγητή με τον Θύμιο και ένα πάθος του Θύμιου γι αυτόν ήταν η αρχή μιας δυνατής σχέσης κάτω από την καυτή ανάσα του πολέμου, μέχρι που ο αφηγητής έχασε το μάτι του και γύρισε πίσω στην πατρίδα. Εκεί η αγωνία του αφηγητή μεγάλη μέχρι να γυρίσει ζωντανός από τον πόλεμο ο Θύμιος. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα ποθούσε, στην πατρίδα αυτός ο έρωτας είναι  ανάποδος, αφορισμένος, ασυγχώρητος, τόσο που ο Θύμιος παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια και πού και πού και σπάνια σπλαχνιζόταν τον παραμορφωμένο και  ερωτόπληκτο φίλο και του χάριζε στιγμές έρωτα, που τόσο  ποθούσε.
Σελ. 84: Γέλαε κι ήταν όμορφος, έτσ’ αψηλός και δεμένος, με το μουστάκι το ξανθό, παχύ, σαν ένα στάρι στ’ απάν αχείλι.
Σελ. 96:  Τι τα θες. Σ’ τα’ και πάλι ανακούφιση δεν έλαβα. Ας’ τα. Έκτοτες άλλη χαρά δε μετάλαβα. Άιντε καμιά φορά που βρισκόμαστε κείθε  έξω στο λόγγο και κάνουμε τη δουλειά, αλλά δεν ειν’ σαν πρώτα. Τον βλέπω που πια δε μ’ αγαπάει σαν τα πριν. Από λύπησ’  με γαμάει. Μπορεί π’ ασκήμυνα,                                             μπορεί να βαρέθηκε κιόλας. Ούτε που ξέρω……….
Που να φύγω- δεν μπορώ , γιατί και στο καφενείο που τον βλέπω και τα λέμε είναι για μένα παρηγοριά μεγάλη για να συνεχίσω  τη ζωή. Αλλά αναγκάζομαι να ξεφτιλίζομαι κάθε τρεις και λίγο και να ‘ρχομαι δω σε σένα, για να μη μου βγάλουν τ’ όνομα ότι δε μ’ αρέσουν οι γυναίκες.

Νόκερ
Μεταναστεύουν οι νέοι της Ελλάδας την δεκαετία του ’50 για τον επιούσιο, για να σώσουν την πολυμελή οικογένεια και το όνειρο να γίνουν πλούσιοι, έτσι και ο αφηγητής μας από οικογένεια με πέντε παιδιά και δυο κορίτσια, όπως λέει, μετά το στρατό το ’51 έφυγε για κάνα δυο χρονάκια να μαζέψει κάνα φράγκο,  και να γυρίσει στην πατρίδα,  όμως όλοι έτσι σκέφτονται στην αρχή και μετά τους καταπίνει η ξενιτιά.  Στην Αμερική που πήγε δεν ήξερε κανέναν, μοναχά του ‘παν πως στο Σικάγο ήταν ένας Αργύρης από το χωριό τους, είχε πολλά χρόνια εκεί κι είχε κάνει καλό βραχιόλι,  και σκέφτηκε να πάει εκεί, να τον βοηθήσει στην αρχή μέχρι να σταθεί στα πόδια του. Όμως ο Αργύρης άγριος στην όψη σαν λυσσασμένο σκυλί, όχι μόνο αδιαφόρησε αλλά του ‘πε να φύγει και να τον αφήσει ήσυχο. Λόγο στο λόγο ο αφηγητής έμαθε πως ο Αργύρης είχε αρραβωνιαστεί τη μάνα του. Το θεώρησε ψέμα και ντροπή αυτόν τον λόγο για τη δική του μάνα, όμως ο Αργύρης δεν σήκωνε κουβέντα αμφισβήτησης στα λόγια του και με άγριες διαθέσεις τον άρπαξε από το λαιμό και κόντευε να τον πνίξει, μεσολάβησε ο καφετζής και κάπως ηρέμησαν τα πνεύματα. ήταν έτοιμος να φύγει τρομοκρατημένος από τη βίαιη συμπεριφορά όταν εκείνος του είπε με τραχιά φωνή να καθίσει. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς , γιατί όχι μόνο η συμπεριφορά του τον φόβισε αλλά και η μυρουδιά που ανέδινε και  ήταν σαν των χασάπηδων τον απωθούσε.
Ύστερα αφηγείται ο Αργύρης ότι είχε τιμηθεί με παράσημο, γιατί όχι μόνο πολέμησε στη Μικρασία, αλλά και στη Ρωσία και στους πρώτους πολέμους με τους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Τον είχαν για «κίλερ» γιατί ήταν αμέτρητοι οι εχθροί που ‘χε σκοτώσει. Όμως όταν γύρισε στην πατρίδα και τον ρώτησαν οι συγχωριανοί για τον πόλεμο και κείνος τους είπε την αλήθεια όλοι τον είχαν για σφαγέα ανθρώπων ακόμη και ο πατέρας του κι αυτός αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Τώρα η δουλειά του είναι «νόκερ» και είναι ο καλύτερος, γιατί κανείς δεν σφάζει τόσο εύκολα και ακαριαία γουρούνια και μοσχάρια.
Ο αφηγητής μας σκέφτηκε πως σίγουρα στην Αμερική πήγε για να κρύψει τη μυρουδιά του και όχι για χαϊρι δικό του.
Σελ. 114:  Εγώ ήμανε άμαθος, μου λέει ο Αργύρης, δέκα χρόνια πόλιεμο, είχα ξεχάσει καλά καλά πώς μιλάνε με τον κόσμο. Κι έτσ’ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό και κάθισα και τους τα είπα όλα. Με το νι και με το σίγμα….. πόσους είχα σκοτώσει, πως είναι αλλιώς με την ξιφολόγχη κι αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς ο λαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού….. πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος, πώς ακόμα και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα και δουν το μαχαίρι, ακόμα ακόμα και για τον Τούρκο τους είπα, που σαν τον σκότωσα έσκυψα και του’ φαγα τη μύτη, γιατί μ’ είχε βαρέσει με μπαμπεσιά, και για το κορίτσ’ που ‘χα χαλάσει μπροστά στον πατέρα τ’ προτού τους πυροβολήσω και τους δυο…..
Σελ. 117:  Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κι αυτή που έκανα στον πόλεμο, απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι έιν’  έτσ’ στ’  αυτιά πιο ωραίο.


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

ΝΟΡΑ ΓΟΥΕΜΠΣΤΕΡ του Colm Toibin εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

                        ΝΟΡΑ ΓΟΥΕΜΠΣΤΕΡ
                            του Colm Toibin

                           εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Ο  Colm Toibin, γεννήθηκε το 1955,  στο Εννισκόρθι της Ιρλανδίας,
έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Μαν Μπούκερ, το 2004,  με το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο IMPAC-DUBLIN. Επίσης  είναι υποψήφιος, για τρίτη φορά, του βραβείου «Μπούκερ» για το βιβλίο του «Η Διαθήκη της Μαρίας».   
Επιπλέον το μυθιστόρημά του «Brooklyn» βραβεύτηκε με το βραβείο COSTA και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.
Έχει τιμηθεί τρεις φορές με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα. Τέλος, έχει διδάξει δημιουργική γραφή και συγκριτική γραμματολογία σε πανεπιστήμια όπως το Stanford, το Princeton και το Columbia University.
Το έργο του Τομπίν έχει μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες.

Βιβλία του:
-Χένρι Τζέιμς, ο Δάσκαλος
-Μητέρες και γιοι
-Μπρούκλιν
-Νότος
-Νόρα Γουέμπστερ,
   κ.α..

Το θέμα του βιβλίου είναι το πένθος και πώς βιώνει την απώλεια, σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας το Εννισκόρθι, τέλη της 10ετίας του ‘60, η Νόρα Γουέμπστερ, ετών σαράντα πέντε, σαν πέθανε ο αγαπημένος της σύζυγος και τώρα  έχει την φροντίδα τεσσάρων παιδιών,  δυο κοριτσιών που σπουδάζουν και δυο μικρότερων αγοριών το ένα σε εφηβική ηλικία, το άλλο μικρότερο.
 Η Νόρα μοχθεί να συμπληρώσει το κενό που άφησε ο Μορίς, ο σύζυγός της, που ήταν εκπαιδευτικός και πολύ αγαπητός στην πόλη τους. Καταπιέζεται έναντι του ασφυκτικού ενδιαφέροντος γειτόνων, γνωστών και συγγενών με συνεχείς επισκέψεις για  συλλυπητήρια, παραινέσεις και καθοδηγήσεις   για τη χήρα.
Ο Τομ Ο’ Κόνορ, γείτονας της λέει,  «δεν τους βαρέθηκες; Δεν είναι ώρα να κόψουνε τις επισκέψεις;». Ο Τομ  τελευταία έχει υιοθετήσει έναν τόνο εξουσιαστικό στο λόγο του και η Νόρα νιώθει ότι την μειώνει∙ σκέφτεται ότι αν ζούσε ο Μορίς ποτέ δεν θα της μιλούσε με αυτό τον τρόπο.
Εκείνο που επιζητεί είναι να την αφήσουν ήσυχη και προσπαθεί να οριοθετήσει τη ζωή τη δική της και της οικογένειάς της. Η κατάσταση των οικονομικών της είναι δυσχερής, αποφασίζει να πουλήσει το εξοχικό τους, αν και το αγαπούσαν όλοι. Στους γιους, που την κοιτούν με πλάγιο, απορημένο βλέμμα, βεβαιώνει ότι θα αγοράσει τροχόσπιτο για τις διακοπές τους. Ξεκινάει δουλειά γραφείου, στην ίδια επιχείρηση που δούλευε πριν παντρευτεί και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη.
Κρύβει τα δάκρυα του πένθους κάπου βαθιά μέσα της και τιθασεύει τις παρορμητικές του ιδιότητες. Σκέφτηκε πολλές φορές να μετοικίσει  στην πρωτεύουσα, πιστεύοντας ότι θα ξεφύγει του συντηρητικού κλοιού της επαρχίας, όμως μένει και παίρνει την τύχη του εαυτού της και της οικογένειάς της στα χέρια της. Παλεύει ξεπερνώντας τις κακολογίες των συντοπιτών της, όταν βάφει σ’ άλλο χρώμα τα μαλλιά της με χτένισμα νεανικό. Αναζητεί τη γαλήνη, αναζητεί ανάσα ψυχής και τη βρίσκει στη μουσική, στους ήχους του Μπετόβεν∙ έχει το χάρισμα της καλλίφωνης και με τη βοήθεια μιας  πιανίστριας γίνεται  μέλος χορωδίας. Καταφέρνει να δαμάσει όσο γίνεται την φρικτή απώλεια του Μορίς.  Κοινωνικοποιείται, σφίγγει τα δόντια στα δύσκολα, όταν ο έφηβος γιος τραυλίζει και τον γράφει εσώκλειστο σε σχολείο με λογοθεραπευτή.  Γίνεται μέλος του συνδικαλιστικού κινήματος στην εταιρία που εργάζεται. Καταφέρνει με τις οικονομίες της να αγοράσει τροχόσπιτο για τις διακοπές τους, να ανακαινίσει το σπίτι, αντικαθιστώντας το παλιό τζάκι, να βάψει τοίχους, να αγοράσει πικάπ και δίσκους, δίνοντας έτσι  μια φρεσκάδα ανανέωσης σε βλέμματα και ψυχές.
Η ηρωίδα του βιβλίου μιλάει με σιωπές∙ την αφουγκραζόμαστε, ακούμε τον εσωτερικό της μονόλογο, τον επιτήδειο χειρισμό της ώστε να απαλύνει τους θρήνους της ψυχής της και της ψυχής των παιδιών της.
Ο Τομπίν διαλαλεί στο βιβλίο του  τη γυναίκα, που το κενό της δυναμικότητας του άντρα που έχασε, την ενδυνάμωσε∙  τη γυναίκα που ο πόνος της γίνεται δημιουργία, που πρωτεύει η υγεία των ανήλικων παιδιών της, που η λογική υπερισχύει της δυστυχίας, που το δάκρυ γίνεται μουσική, τραγούδι, χαμόγελο στην απεραντοσύνη της θάλασσας.

 Ο συγγραφέας μας περιγράφει τη ζωή της 10ετίας του ’60, στο Εννισκόρθι,  όπου γεννήθηκε. Η ζωή του είναι σχεδόν ίδια με την περιγραφή στο βιβλίο.  Ο ίδιος έχασε τον πατέρα σου σε ηλικία 12 χρόνων και εκδήλωσε βραδυγλωσία όταν εκείνος αρρώστησε…

Το εξαιρετικό επίμετρο και η μετάφραση είναι της Αθηνάς Δημητριάδου.

Σελ. 43. Έβλεπε τον εαυτό της στο σπίτι στο Κους, προσπαθούσε να φέρει ξανά την εικόνα των παιδιών μια μέρα του καλοκαιριού, να μαζεύουν από το σκοινί μαγιό και πετσέτες  και να κατεβαίνουν στην παραλία, ή την ίδια και τον Μόρις να γυρίζουν σπίτι από τα μονοπάτια, μέσα στο σούρουπο, … να μπαίνουν σ’ ένα σπίτι ζωντανό από τις φωνές των παιδιών.. τώρα όλα αυτά είχαν τελειώσει, δεν θα ξαναγύριζαν. Το σπίτι ήταν άδειο.
Σελ. 108. Κατά τα φαινόμενα ήταν ο μόνος γιατρός εκεί μέσα. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα από πόνο ή θάνατο, τον θυμόταν να της μιλάει σαν να υπονοούσε ότι του έτρωγε τον πολύτιμο χρόνο του. Ένιωθε μέσα της βαθύ και ζωντανό μίσος γι’ αυτόν, και η αίσθηση την γέμιζε με μια παράξενη ευχαρίστηση, έτσι όπως συνέχιζε την πορεία της και άρχιζε η βροχή.
Σελ. 179. Ξανάρθε πάλι στο μυαλό της ο θάνατός του….. όμως ο Μόρις βρισκόταν ήδη πολύ μακριά…. Ίσως να τους ένιωθε μόνο σαν αόριστες παρουσίες, όλους εκείνους που είχε αγαπήσει, όμως η αγάπη ελάχιστη σημασία είχε τότε, ακριβώς όπως τώρα η καταχνιά, που ήταν σαν να έλεγε ότι η γραμμή ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί ελάχιστη σημασία είχε.
Σελ. 388. Η σκέψη του τι θα μπορούσε να κάνει με τα κάτω δωμάτια δεν την άφηνε να κλείσει μάτι. Έπρεπε να θυμίζει στον εαυτό της ότι τώρα πια ήταν ελεύθερη, ότι δεν υπήρχε Μόρις που θα λογάριαζε τα έξοδα και θα κατέβασε μούτρα αν του αναστάτωνες την καθημερινότητά του. Ήταν ελεύθερη…. Η σκέψη αυτή ότι μπορούσε να κάνει ό,τι της άρεσε, την έκανε να νιώθει λίγο ένοχη.

                      

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Τα δέκα σκαλοπάτια

Τα δέκα σκαλοπάτια

Τράβηξε την κουρτίνα του παραθύρου. Είδε τις κουμαριές στον απέναντι λόφο να γέρνουν κάπως, να πετούν το χιόνι απ’ τα φύλλα τους και να ανασηκώνονται. Ακουγόταν θόρυβος ντουλαπιών που ανοιγοκλείνουν.  Ένας ηλικιωμένος άντρας με μπαστούνι προχωράει στο δρόμο∙  μπροστά από το σπίτι σταματάει, ρίχνει μια ματιά ψηλά στο παράθυρο, χαιρετάει σηκώνοντας όρθιο το μπαστούνι και συνεχίζει το δρόμο του. Ο Κώστας τον έχει ξαναδεί, ο τύπος χαιρετάει και συνεχίζει το περπάτημα χωρίς να περιμένει ανταποδοτικό χαιρετισμό.
            Ο Κώστας, πλασιέ ηλεκτρικών συσκευών,  πάτησε πρόσφατα τα πενήντα, έχει αραιά γκρίζα μαλλιά και μάτια σκούρα καστανά. Στο μέτωπό του βαθιές οριζόντιες ρυτίδες και δυο κάθετες από τη μύτη και πάνω, σαν ένα προσχέδιο σκακιού. Ανάβει τσιγάρο. Ακούγεται η φωνή της Άννας, της γυναίκας του, που ξυπνάει την δεκάχρονη κόρη τους για το σχολείο. Σούρσιμο βαλίτσας από την κρεβατοκάμαρα στο διάδρομο. Σούρσιμο δεύτερης βαλίτσας από την κρεβατοκάμαρα στο διάδρομο. Η φωνή της Άννας, αν θέλει να πιει καφέ πριν φύγει. Ίδιος  τόνος φωνής, όπως ο χθεσινοβραδινός που του είπε να χωρίσουνε.  Όχι ότι υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος παρά μόνο ότι θέλει να συνεχίσει τη ζωή της μόνη. Μόνη χωρίς αυτόν.
            Κοιτάζει ψηλά στο λόφο, ανάμεσα σε ρουμάνι ξεχωρίζει ένα εκκλησάκι. Μια φορά είχε  πάει ποδαρόδρομο μέχρις εκεί. Έπιασε δυνατός αέρας,  καταιγίδα, αστραπόβροντο. Χώθηκε στο εκκλησάκι να προφυλαχτεί, όμως αγωνιούσε για το παιδί και τη γυναίκα του. Έσπρωξε την πόρτα να βγει, κατακλύστηκε από τα ορμητικά νερά, τον παρέσυρε χείμαρρος, πιάστηκε από θάμνο κουμαριάς∙  η έγνοια για τις αγαπημένες  του δεν άφησε κανένα φόβο να τον κυριεύσει και δεν έδωσε σημασία στις πάμπολλες  εκδορές σ’ όλο του το σώμα. 
            Ο ηλικιωμένος με το μπαστούνι γυρίζει από το περπάτημα με γυρτούς ώμους και σκυφτό κεφάλι. Ο Κώστας ρίχνει ματιές στις βαλίτσες. Δεν θυμάται πόσες βαλίτσες έχει αλλάξει χρόνια τώρα. Μια βαλίτσα γέμιζε η Άννα όταν αυτός έφευγε ταξίδι, μια την άδειαζε όταν επέστρεφε. Τώρα γέμισε δυο βαλίτσες για την αποχώρησή  του. Για πάντα.  
            Είχαν νοικιάσει το σπίτι τους έξω από την πόλη, χτισμένο σε σειρά σπιτιών στις υπώρειες δασωμένων λόφων. Ένα φιατάκι η Άννα, ένα όπελ στέισον βάγκον εκείνος. Τα Σάββατα μαζί με την Άννα στο σούπερ μάρκετ γέμιζαν με ψώνια το όπελ και μετά το μεγάλο τους ψυγείο. Πήγαιναν πού και πού κινηματογράφο σε κατάλληλες ταινίες μαζί με την κόρη τους. Διασκέδαζαν βλέποντας διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα στην σαράντα δυο ιντσών τηλεόρασή τους και συχνά συνόδευαν την κόρη τους  σε παιδικά πάρτι. Ήταν πάντα τυπικοί στις κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμοι,  βαφτίσια,  κηδείες. Έκαναν και δυο ταξίδια στο εξωτερικό. Πήγαν στο Παρίσι, είδαν τον Πύργο του Άϊφελ και επισκέφτηκαν την Ντίσνεϊ Λαντ. Πήγαν και στη Βενετία γαμήλιο ταξίδι, όταν το θύμιζε στην Άννα, του ‘λεγε πως εκεί πέρα η Αδριατική βρομούσε. Εκείνος πάντως δεν το ‘χε πάρει μυρουδιά.
            Ο Κώστας έβαλε τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο και προχώρησε κουνώντας κεφάλι και χέρια στην αραιή ομίχλη. Ο δρόμος ήταν άδειος και μακρύς, έπαιρνε γρήγορες βαθιές ανάσες, άνοιγε το στόμα και κατάπινε τους υδρατμούς, σαν πουλί. Συνέχισε με βαριά μεγάλα βήματα.  Παρατηρούσε ένα ένα τα σπίτια, τους κήπους, τις εισόδους, τα χρώματα των τοίχων, τα διάφορα σε σχήμα και χρώμα γραμματοκούτια. Κλότσησε  στην άκρη έναν κάδο, φισκαρισμένο από σκουπίδια∙ διάβασε: Μόνο χαρτόνια και χαρτιά -όχι σκουπίδια. Προχωρούσε∙ τα σκυλιά των σπιτιών έτρεχαν στις εξώπορτες και τον γάβγιζαν. Τα κοίταζε στα μάτια. Μερικά γρύλιζαν, άλλα συνέχιζαν το γάβγισμα λυσσαλέα. Τα πλησίασε, γούρλωσε μάτια, έτριξε δόντια  και άρχισε να γαβγίζει να γαβγίζει∙  τα σκυλιά οπισθοχώρησαν και κείνος συνέχισε να βαδίζει γαβγίζοντας. Γύρισε μετά από ώρα με γυρτούς ώμους και το κεφάλι σκυφτό. Το φιατάκι της Άννας έλειπε. Έσπρωξε την εξώπορτα, ήταν κλειδωμένη.
             Μπήκε στο αυτοκίνητο, πήρε χαρτομάντιλα σκούπιζε νευρικά το μουσκεμένο του κεφάλι. Έβαλε μπρος για Αθήνα. Στο κέντρο, κατέλυσε σ’ ένα ξενοδοχείο. Προσπάθησε να κοιμηθεί, ο θόρυβος δεν τον άφησε. Βγήκε έξω.
            Η θορυβώδης πόλη με αυτοκίνητα, μηχανές, μηχανάκια, ασθενοφόρα, αστυνομικά, πυροσβεστικά, φωνές, κόσμος πολύς και αδιάφορος, όλα αυτά μέσα στην κανονικότητα της κάθε μέρας. Κάποιοι τον σπρώχνουν, συνεχίζουν βιαστικοί∙  άλλοι ζητιανεύουν του λένε ότι χρειάζεται να εγχειριστούν γιατί έχουν καρκίνο, λεφτά δεν έχουν. Έδωσε πέντε ευρώ σ’ έναν, στους άλλους κουνούσε τους ώμους.
             Γκρίζα ατμόσφαιρα βρεγμένοι δρόμοι, μια μυρουδιά γλίτσας καυσαερίου. Περπάτησε στο Σύνταγμα. Κατέβηκε την Ερμού, αφηρημένες ματιές στα μαγαζιά, αφηρημένες ματιές στον κόσμο. Διέσχισε την Κεραμικού. Παρατήρησε τα παλιά αθηναϊκά παρακμασμένα σπίτια. Τώρα όλα μπουρδέλα.  Άναψε τσιγάρο, χάζεψε άντρες διαφόρων ηλικιών και  φυλών, με τα χέρια στις τσέπες να κοιτάζουν ολόγυρα και μετά να μπαίνουν μέσα  στα σπίτια  δρασκελώντας τα σκαλιά.
            Ανέβηκε την Αθηνάς, μπήκε στη λαχαναγορά. Οσμές ψαριών, κρεάτων, λιπαρές βρομιές. Σφάγια στάζουν αίμα. Ματωμένες γουρουνοκεφαλές με μήλο στο στόμα και κλαδάκια μυρτιάς ανάμεσα στ’ αυτιά. Τα βήματά του βουλιάζουν στη γλίτσα του παλιού μωσαϊκού, παρακεί λαχανικά, μια μανάβισσα με πλούσιο στήθος ραντίζει τα σπανάκια. Φωνές πωλητών σαν βουητό ενοχλητικών ζουζουνιών. Σκύβει το κεφάλι στο στήθος, αναπνέει, εκπνέει, σούφρωσε το στόμα, ζάρωσε η μύτη, ανέβηκε ψηλά το πηγούνι, αποπνέει  σαπίλα. Γουργουρίζουν τ’ άντερά του, ρεύεται, κλάνει ελεύθερα, όλα γίνονται ένα στο βουητό του χώρου. 
            Σπρώχνει τις αχνισμένες γυάλινες πόρτες. Φίσκα το  μαγειρείο από εργάτες συνήθως, που δουλεύουν εκεί τριγύρω: Πειραιώς, Αθηνάς, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αιόλου. Έτριψε τα μάτια του∙  οι γλόμποι έριχναν ένα αδύναμο φως και η καπνίλα από τα τσιγάρα παλινδρομούσε να βρει διέξοδο. Μυρουδιές ανάκατες φαγητών και ανθρώπων∙  με την ανάστροφη του δεξιού του χεριού πίεσε τη μύτη του, οι πιο δυνατές σκόρδου και καμένου λαδιού. Δεν ξεχωρίζει πρόσωπα όλα βυθισμένα σε μιαν αχλύ που παίρνει διάφορα χρώματα από πρόσωπα, ρούχα, καπνούς, ατμούς. Δυνατές φωνές, δεν ξεχωρίζεις κουβέντες. Δυνατότερες των γκαρσονιών που φωνάζουν τις παραγγελίες και ενημερώνουν τους πελάτες επαναλαμβάνοντας, «φασόλια γίγαντες τέλοος. Γαλέος σκορδαλιά, τέλος. Κρεατόσουπα τρεις μερίδεες».
            Κάθισε στο τραπέζι με δυο άλλους, όπως του υπέδειξε το γκαρσόνι, ένα αμούστακο αδύνατο παιδί με μαλλιά άφρο και αραιό μούσι. Οι δυο άντρες ρουφάνε με βουλιμία την κρεατόσουπά τους.  Ό ένας παχύς, σταράτος, αξύριστος, γύρω στα σαράντα. Ο άλλος μεγαλύτερος, μαυριδερός, με κανονικό βάρος πολλά μαλλιά και γένια. Και οι δυο φοράνε ίδιες φόρμες βρόμικες, που αναδίνουν λαδίλα.  Μιλάνε λίγο μεταξύ τους. Έχουν το νου τους στη σούπα. Δεν έχει παραγγείλει. Ψάχνει στρέφοντας το κεφάλι δεξιά αριστερά.
«Τι ψάχνεις κύριος;» Είπε ο παχύς.
«Τιμοκατάλογο», είπε.
« Ό,τι έχει στη βιτρίνα παράγγειλέ το στα γρήγορα γιατί σε λίγο θα ‘χουν αδειάσει χύτρες και ταψιά. Ερχόμαστε εδώ για την κρεατόσουπα, δεν τσιγκουνεύονται το κρέας βάζουν  ένα μεγάλο κομμάτι μέσα. Χορταίνεις».
«Και  οπωσδήποτε με ένα φισκαρισμένο κατρούτσο, να πούμε», είπε με μια γκριμάτσα γέλιου, ο μαυριδερός.  
Ρουφούσε με ευχαρίστηση τη σούπα. Το φισκαρισμένο κατρούτσο άδειασε με μιας μοιρασμένο στα τρία. Και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο και πέμπτο κατρούτσο και κουβέντες του κρασιού συγκεχυμένες, μοιρασμένες στα τρία.
«Εμείς δουλεύουμε εδώ πιο κάτω στην αποθήκη του Κωστόπουλου, του λαδέμπορα  Οχτώ και πολλές φορές δέκα ώρες την ημέρα χαμαλίκι». Είπε ο παχύς.
«Ταξιδεύω. Είμαι. Πλασιέ. Είπε ο Κώστας, αδειάζοντας το κρασοπότηρο. «Χώρισα. Με χώρισε», είπε από μέσα του.
«Ο Κωστόπουλος σου πίνει το αίμα για ένα ευρώ. Σηκώνουμε τα βαρέλια με λάδι στην πλάτη, τ’ ανεβάζουμε πάνω στο δρόμο και τα φορτώνουμε στο φορτηγό. Δέκα πελώρια σκαλοπάτια ανέβα κατέβα με τα βαρέλια στην πλάτη. Δέκα σκαλοπάτια. Ο Κωστόπουλος σου πίνει το αίμα μέρα τη μέρα,  ώρα την ώρα». Είπε ο παχύς, κοιτάζοντας τον συνάδελφό του.
Ακούμπησε το κεφάλι του στην αριστερή του γροθιά∙  με το τρεμάμενο δεξί το κρασοπότηρο, κολλημένο στο στόμα, και τα μάτια κλειστά∙  πού και πού ροχάλιζε, παραμιλούσε με λόξιγκες, χασμουρητά και μισόλογα: “ανεβαίνω τα δέκα σκαλιά, γυρίζω το μεγάλο κλειδί, μπαίνω στο σπίτι μου,  κάθομαι στον καναπέ, βλέπω τηλεόραση, κοιμάμαι. Κάθομαι στον καναπέ βλέπω τηλεόραση... κοιμάμαι.. κοιμάμαι”.
Οι ομοτραπεζοί του δεν τον προσέχουν∙ μιλούν μεταξύ τους. «Ο Κωστόπουλος προχθές έδιωξε τον Κωστή  γιατί του γλίστρησε το βαρέλι κάτω. Ευτυχώς δεν έσπασε και έπεσε στο πλάι. Πίσω ακολουθούσα εγώ φορτωμένος. Θα είχα σκοτωθεί να πούμε», είπε ο μαυριδερός.
Μισάνοιξε τα μάτια, όταν το κεφάλι έπεσε βαρύ στο στήθος, χασμουρήθηκε παρατεταμένα και με μεθυσμένη φωνή:  Άντε εβίβα. Μικρέ  ένα κατρούτσο.
 «Τον έδιωξε ο Κωστόπουλος τον Κωστή μετά είκοσι χρόνια Είκοσι ολόκληρα χρόνια του πήδαγε και τη γυναίκα. Tον φουκαρά τον Κωστή. Νυχτώνει; Ή εγώ δε βλέπω καλά; Τελευταία δε βλέπω καλά, τα μάτια μου πρήζονται, να πούμε», είπε και έτριβε τα μάτια του ο μαυριδερός.  «Πήδαγε τη γυναίκα του Κωστή. Μάλιστα του πήδαγε τη γυναίκα».
Συνέχισαν την κουβέντα οι ομοτράπεζοί του και αδιαφορούσαν για τα μεθυσμένα μουρμουρίσματα του Κώστα., «άντεε εεεβίβα. Πάντως η σούπα ήταν καληή. Πάντως μου έρχεται αναγούλα. Πάντως είχε μέσα μια κατσαρίδα. Έφαγα την κατσαρίδα. Άντε εεβίβαα. Μ’ αρέσει το κρασί ρε παιδιά». Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι κι ακούμπησε το κεφάλι του. Ακουγόταν βαριά η αναπνοή του.
«Κάθε βράδυ κλειδώνεται στην αποθήκη. Μετράει μετράει μετράει. Λεφτά μετράει. Ατέλειωτα λεφτά. Ο λαδέμπορας», είπε ο παχύς, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. Το κεφάλι του κουνούσε και ο μαυριδερός.
«Μικρεέ φέρε κρασιί∙ φέρεε μπουκάλιαα. Είμαι ο άντρας του σπιτιού. Προστάτης της οικογένειαας.. Φέρτε κρασί ρεε»,  παραληρεί ο Κώστας μα κανείς δεν του δίνει σημασία.
Μεσάνυχτα και  οι τρεις με ένα μπουκάλι κρασί στο στόμα πίνουν καθισμένοι ανακούρκουδα στο πεζοδρόμιο της Σοφοκλέους. Ο Κώστας με  το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια. Ακούγεται το ραχαλητό του∙  πού και πού τραντάζεται μισανοίγει τα μάτια και πέφτει σε λήθαργο.

            Μεσημέριασε, παιδί τώρα, και τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί με άλλα παιδιά ανάμεσα σε χωράφια και λόχμες, τα τζιτζίκια στα ντουζένια τους, στα ρυάκια τρέχει ακόμα το νερό του χειμώνα, μερικές πάπιες τσαλαβουτούν στα νερά και στις γύρω λάσπες, τις κυνηγάει, τις τρομάζει, εκείνες πετούν κρώζοντας, το παιδί γελάει. Πιάστηκε από κλαδί γέρικης ελιάς. Κάνει κούνια. Πηδάει κάτω∙ τρέχει. Τα παιδιά χάθηκαν. Είναι μόνος. Φοβάται. Τρέχει. Τρέχει. Πεινάει κι η μάνα ψήνει πίτα. Στην αυλή όλοι μαζεμένοι γύρω από τον ξυλόφουρνο, ο καθένας με απλωμένο χέρι∙  η μάνα, κομματιάζει την πίτα Η πίτα αχνίζει. Βραδιάζει  είναι στο κρεβάτι του.  Η μάνα τον σκεπάζει με την καρό κουβέρτα μέχρι το λαιμό. Τον παίρνει ένας γλυκός ύπνος.
            Αχνοσκόταδο τρέχει από δρόμο σε δρομάκι, από πλατεία σε πλατεία, από πάρκιν σε πάρκιν να βρει τ’ αυτοκίνητό του. Πολλές φορές κουρασμένος από τη δουλειά κι αφηρημένος ξεχνάει πού το έχει παρκάρει. Ξεχωρίζει το άσπρο όπελ, καταμεσής στον πελώριο άδειο δρόμο, που τον βαραίνει η σιωπή. Πατάει το γκάζι επιστροφή στο σπίτι∙ πόσο χαίρεται όταν ξεχωρίζει την κεραία της Ε.Ρ.Τ. εκεί στον Άγιο Στέφανο, μέσα σε μισή ώρα θα φτάσει στο σπίτι. Επιτέλους τελείωσε  άλλο ένα  κουραστικό ταξίδι. Δεν έχει καλή ορατότητα. Ανοίγει τα μεγάλα φώτα δεν κάνουν τίποτα στην ομιχλώδη  λεωφόρο. Με αργό οδήγημα συνεχίζει. Φτάνει. Χαρούμενος σφυρίζει. Ήχος κούφιος. Η γκαραζόπορτα ανοίγει αυτόματα χωρίς θόρυβο. Μπαίνει αργά με τ’ αυτοκίνητο.  Βγαίνει με την άβαρη βαλίτσα στο χέρι. Η γκαραζόπορτα κλείνει αυτόματα χωρίς θόρυβο.  Διασχίζει τον κήπο φτάνει κοντά στην είσοδο του σπιτιού, τα άσπρα σκαλοπάτια περιτριγυρισμένα από αραιή ομίχλη λαμπυρίζουν. Ένα σκαλοπάτι,  δυο, τρία, τέσσερα. ... φτάνει στο ένατο. Τώρα στο δέκατο. Είναι σκοτεινά, η γυναίκα του ξέχασε να ανάψει το έξω φως, πολλές φορές το ξεχνάει.  Προσπαθεί να βάλει το μεγάλο κλειδί στην πόρτα, δεν τα καταφέρνει∙. Έσπρωξε απαλά, η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει στον διάδρομο, ακούγονται πνιχτές φωνές, τρέχει στο σαλόνι κάποιος χτυπάει τη γυναίκα του, το παιδί του. Αρπάζει από το τραπέζι το βαρύ κρυστάλλινο τασάκι το πετάει με δύναμη στον εισβολέα, τον πετυχαίνει στο κεφάλι και τον ρίχνει κάτω αναίσθητο.  Αγκαλιάζει σφιχτά την γυναίκα του, το παιδί του. Τις έσωσε.
Απέξω από την υπόγεια αποθήκη λαδιών της οδού Σοφοκλέους, είναι μαζεμένος κόσμος∙ δυο τρεις αστυφύλακες  δεν αφήνουν τον κόσμο να πλησιάσει την είσοδο. Μέσα στην πελώρια αποθήκη και δεξιά  από το πρώτο σκαλοπάτι σ’ ένα διαμορφωμένο, με πλεξιγκλάς, σε χώρο  γραφείου είναι αστυνομικοί με στολές και μερικοί άλλοι με κουστούμια. Νεκρός πάνω στο γραφείο βρίσκεται, με σπασμένο το κεφάλι στα δυο, ο λαδέμπορος Κωστόπουλος. Πάνω σε μια ξεφτισμένη δερμάτινη πολυθρόνα κάθεται με τα ρούχα και τα χέρια καταματωμένα ο Κώστας σε μισολιπόθυμη κατάσταση. Ψελλίζει χωρίς σταματημό, «Τις έσω..σα.. τις έσωσα.. Ναι τον σκό..τω..σα.  Ναι εγώ τον σσσκότωσα,  εισέβαλε στο σπίτι  μου με σκοπό να σκοτώσει τη γγυναίκα μου, το ππαιδί μου. Ναι τον σκό..τω..σα. Ναι εγώ τον σκότ..».

 Ένας αστυνομικός του βάζει τσιγάρο στο στόμα.                                                                                                             ...................

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΜΙΛΗΣΕ, ΜΝΗΜΗ του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

                                          ΜΙΛΗΣΕ, ΜΝΗΜΗ
                του  Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ                                             
γεν.1899 Αγία Πετρούπολη, Ρωσία - απεβίωσε 1977  Μοντρέ- Ελβετίας.

 Μυθιστοριογράφος, ποιητής, συγγραφέας, ζωολόγος, εντομολόγος, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, αυτοβιογράφος, σεναριογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και κριτικός λογοτεχνίας.
Το 1919 έφυγε από τη Ρωσία. Σπούδασε για τέσσερα χρόνια ρωσική και γαλλική λογοτεχνία στο Τρίνιτι Κόλετζ του Καίμπριτζ και έζησε στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Ελβετία και στις ΗΠΑ απομονωμένος, γράφοντας πρωτότυπα πεζογραφήματα και μεταφράζοντας έργα του Πούσκιν. Έγραψε μυθιστορήματα, όπως «Λολίτα», «Το δώρο», «Απελπισία», «Άντα», «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ».
Αναζητούσε την αισθητική ευδαιμονία, έδειχνε τρυφερότητα για τα πράγματα που συνήθως οι άλλοι αδιαφορούσαν. Τα βιβλία του ήταν θρίλερ, αστυνομικά μυθιστορήματα, ρομαντικά μυθιστορήματα, κάτι ανάμεσα στην παρωδία και την κοινοτοπία.
Το σπίτι του στην Αγία Πετρούπολη λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.
                                    ….----….----….

Εξαιρετική η εισαγωγή του έργου από τον Μισέλ Φάις  (συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, δάσκαλος δημιουργικής γραφής, επιμελητής βιβλίων).

Λυρική και κινηματογραφική, θα’ λεγα,  η γραφή του Ναμπόκοφ. Μέσα σε δεκαπέντε κεφάλαια, αναμνήσεις ζωής τριάντα επτά χρόνων και χώρων. Θαυμάζεις τη γλώσσα που κυλάει ρυθμικά, τοποθετεί με επιτηδειότητα την κάθε λέξη, την κάθε φράση. Σφύζει από αισθήματα, γεγονότα ιστορικά, πολιτικά,  εικόνες μαγευτικές της φύσης, παντρεύει το παρελθόν με το παρόν και αντίστροφα, αναπολεί τα παιδικάτα του με λατρεία και τον κυριεύει ο τρόμος του τίποτα, της αβύσσου, όταν βλέπει οικογενειακές ταινίες που γυρίστηκαν λίγες βδομάδες πριν γεννηθεί. Κόσμος λοιπόν ίδιος και απαράλλαχτος χωρίς αυτόν, αλλά κι ο ίδιος κόσμος μετά απ’ αυτόν.
Γνήσια δίδυμα τα εκατέρωθεν σκοτάδια, κι όμως ο άνθρωπος, κατά κανόνα, αντικρίζει την προγενέθλια άβυσσο πιο ήρεμα απ’ ό,τι την άλλη, προς την οποία οδεύει.
Ο Ναμπόκοφ περνάει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στο μεγάλο τους κτήμα  λίγο έξω από την Πετρούπολη. Στην αριστοκρατική τάξη της Ρωσίας ανήκε η οικογένειά του και το 1919 διαφεύγουν στο Βερολίνο, λόγω της σοβιετικής επανάστασης. Σπουδάζει στο Κέμπριτζ λογοτεχνία και τον διακρίνει η αγάπη του για τη συλλογή πεταλούδων και μετέπειτα πάθος για την εντομολογία. Στο Βερολίνο σκοτώνουν τον πατέρα του Ρώσσοι εξτρεμιστές.
Στο Βερολίνο παντρεύεται  και το 1937 καταφεύγει με την οικογένειά του στο Παρίσι εξ αιτίας της Ναζιστικής τρομοκρατίας.
Μόλις ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος η οικογένεια Ναμπόκοφ καταφεύγει στις ΗΠΑ.
Έφυγε από τις ΗΠΑ για την Ελβετία, όπου έγραψε τα τελευταία του βιβλία και από εκεί πέρασε στην αθανασία.

Αναλαμπές στα παιδικάτα, όταν στρατηγός,  οικογενειακός τους φίλος, κλεισμένος στη στολή, που έτριζε ελαφρά, για να τον διασκεδάσει άπλωσε μια χούφτα σπίρτα στο ντιβάνι, πήρε δέκα τα έβαλε σε ίσια γραμμή το ένα μετά το άλλο και είπε «να η θάλασσα μπουνάτσα». Έσπρωξε μετά λίγο δυο δυο τα σπίρτα ώσπου στράβωσε η ευθεία και είπε «φουρτουνιασμένη θάλασσα». Ανακάτωσε τα σπίρτα να του δείξει κάτι άλλο, όμως τους διέκοψαν. Έτσι τα μαγικά σπίρτα είχαν χαθεί με το παιχνίδι και όπως λέει ο συγγραφέας:
 Το ν’ ακολουθεί τέτοιος θεματικούς σχηματισμούς μέσα στη ζωή του ανθρώπου, είναι ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου. 
Ανεξίτηλες οι παιδικές εντυπώσεις  για μια μαρμάρινη προτομή της Άρτεμης, για ένα κρυστάλλινο πασχαλινό αυγό, ο σιδηροδρομικός σταθμός, τα ξύλινα βαγόνια, οι ζωγραφιές της μάνας και το φιλί της για καληνύχτα, τα παραμύθια, οι εικονογραφημένες ιστορίες, τα ποδηλατοτρεχάματα, τα αυτοσχέδια παιχνίδια, οι περίπατοι στο δάσος του κτήματος, το κυνήγι της πεταλούδας, ο πρώτος έρωτας. Τα πρωινά παιγνιδίσματα κάτω από την κουβέρτα, το αρχοντόσπιτό τους, οι μόνιμοι πενήντα υπηρέτες τους, οι νταντάδες, οι οδηγοί της άμαξάς τους, οι γκουβερνάντες, οι δάσκαλοι  και οι δασκάλες στο σπίτι.

Διανθίσματα:
 Μεριμνούσε για το παρελθόν της με την ίδια αναθυμητική ζέση που τρέφω σήμερα εγώ για τη δική της εικόνα και το δικό μου παρελθόν. Κι έτσι κληρονόμησα κάτι σαν εξαίσιο ομοίωμα –το κάλλος της άυλης περιουσίας, του αναπόκτητου κτήματος.

..η παλιά διαφορά μου (από το 1917) με τη σοβιετική δικτατορία δεν έχει την παραμικρή σχέση με οιοδήποτε ζήτημα περιουσίας. Καταφρονώ τον εμιγκρέ που «μισεί τους Ρώσσους» επειδή του «έφαγαν» τα λεφτά και τη γη του. Η νοσταλγία που έθρεψα όλα αυτά τα χρόνια είναι μια υπερτροφική αίσθηση χαμένης παιδικότητας, όχι η λύπηση τραπεζογραμματίων. Τέλος: κρατώ για τον εαυτό μου το δικαίωμα να νοσταλγώ μια οικολογική κόγχη.

Σ’ ένα αγγλικό παραμύθι, που μου είχε διαβάσει μια φορά η μητέρα μου, ήταν ένα αγοράκι που σηκώθηκε από το κρεβάτι του και μπήκε σε μια ζωγραφιά και, καβάλα στο ξύλινο άλογό του πήρε το μονοπάτι που τραβούσε μέσα στα σιωπηρά δέντρα…..  με φαντάστηκα να σηκώνομαι, να σκαρφαλώνω ως τη ζωγραφιά  πάνω από το κρεβάτι μου, και να βουτάω στο στοιχειωμένο δάσος της οξιάς – δάσος που πράγματι γνώρισα όταν ήρθε η ώρα.
Ευτυχισμένος ο συγγραφέας που κατορθώνει να σώζει, μέσα στο λογοτέχνημα, ένα πραγματικό ερωτικό γράμμα που έλαβε στη νιότη του –ενσωματώνοντάς το στη φαντασία σαν καθαρή σφαίρα σφηνωμένη σε χαλαρή σάρκα- ασφαλές ανάμεσα σε κίβδηλες ζωές.

Εννοείται, βεβαίως, ότι ο ανταγωνισμός στα σκακιστικά προβλήματα δεν είναι μεταξύ των Λευκών και των Μαύρων παρά μεταξύ του συνθέτη και του υποθετικού λύτη (όπως ακριβώς το καλό μυθιστόρημα: η πραγματική σύγκρουση δεν είναι μεταξύ χαρακτήρων παρά μεταξύ συγγραφέα και εγκοσμίων)..
                                                        .-.-.