Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

ΝΟΡΑ ΓΟΥΕΜΠΣΤΕΡ του Colm Toibin εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

                        ΝΟΡΑ ΓΟΥΕΜΠΣΤΕΡ
                            του Colm Toibin

                           εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Ο  Colm Toibin, γεννήθηκε το 1955,  στο Εννισκόρθι της Ιρλανδίας,
έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Μαν Μπούκερ, το 2004,  με το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο IMPAC-DUBLIN. Επίσης  είναι υποψήφιος, για τρίτη φορά, του βραβείου «Μπούκερ» για το βιβλίο του «Η Διαθήκη της Μαρίας».   
Επιπλέον το μυθιστόρημά του «Brooklyn» βραβεύτηκε με το βραβείο COSTA και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.
Έχει τιμηθεί τρεις φορές με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα. Τέλος, έχει διδάξει δημιουργική γραφή και συγκριτική γραμματολογία σε πανεπιστήμια όπως το Stanford, το Princeton και το Columbia University.
Το έργο του Τομπίν έχει μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες.

Βιβλία του:
-Χένρι Τζέιμς, ο Δάσκαλος
-Μητέρες και γιοι
-Μπρούκλιν
-Νότος
-Νόρα Γουέμπστερ,
   κ.α..

Το θέμα του βιβλίου είναι το πένθος και πώς βιώνει την απώλεια, σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας το Εννισκόρθι, τέλη της 10ετίας του ‘60, η Νόρα Γουέμπστερ, ετών σαράντα πέντε, σαν πέθανε ο αγαπημένος της σύζυγος και τώρα  έχει την φροντίδα τεσσάρων παιδιών,  δυο κοριτσιών που σπουδάζουν και δυο μικρότερων αγοριών το ένα σε εφηβική ηλικία, το άλλο μικρότερο.
 Η Νόρα μοχθεί να συμπληρώσει το κενό που άφησε ο Μορίς, ο σύζυγός της, που ήταν εκπαιδευτικός και πολύ αγαπητός στην πόλη τους. Καταπιέζεται έναντι του ασφυκτικού ενδιαφέροντος γειτόνων, γνωστών και συγγενών με συνεχείς επισκέψεις για  συλλυπητήρια, παραινέσεις και καθοδηγήσεις   για τη χήρα.
Ο Τομ Ο’ Κόνορ, γείτονας της λέει,  «δεν τους βαρέθηκες; Δεν είναι ώρα να κόψουνε τις επισκέψεις;». Ο Τομ  τελευταία έχει υιοθετήσει έναν τόνο εξουσιαστικό στο λόγο του και η Νόρα νιώθει ότι την μειώνει∙ σκέφτεται ότι αν ζούσε ο Μορίς ποτέ δεν θα της μιλούσε με αυτό τον τρόπο.
Εκείνο που επιζητεί είναι να την αφήσουν ήσυχη και προσπαθεί να οριοθετήσει τη ζωή τη δική της και της οικογένειάς της. Η κατάσταση των οικονομικών της είναι δυσχερής, αποφασίζει να πουλήσει το εξοχικό τους, αν και το αγαπούσαν όλοι. Στους γιους, που την κοιτούν με πλάγιο, απορημένο βλέμμα, βεβαιώνει ότι θα αγοράσει τροχόσπιτο για τις διακοπές τους. Ξεκινάει δουλειά γραφείου, στην ίδια επιχείρηση που δούλευε πριν παντρευτεί και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη.
Κρύβει τα δάκρυα του πένθους κάπου βαθιά μέσα της και τιθασεύει τις παρορμητικές του ιδιότητες. Σκέφτηκε πολλές φορές να μετοικίσει  στην πρωτεύουσα, πιστεύοντας ότι θα ξεφύγει του συντηρητικού κλοιού της επαρχίας, όμως μένει και παίρνει την τύχη του εαυτού της και της οικογένειάς της στα χέρια της. Παλεύει ξεπερνώντας τις κακολογίες των συντοπιτών της, όταν βάφει σ’ άλλο χρώμα τα μαλλιά της με χτένισμα νεανικό. Αναζητεί τη γαλήνη, αναζητεί ανάσα ψυχής και τη βρίσκει στη μουσική, στους ήχους του Μπετόβεν∙ έχει το χάρισμα της καλλίφωνης και με τη βοήθεια μιας  πιανίστριας γίνεται  μέλος χορωδίας. Καταφέρνει να δαμάσει όσο γίνεται την φρικτή απώλεια του Μορίς.  Κοινωνικοποιείται, σφίγγει τα δόντια στα δύσκολα, όταν ο έφηβος γιος τραυλίζει και τον γράφει εσώκλειστο σε σχολείο με λογοθεραπευτή.  Γίνεται μέλος του συνδικαλιστικού κινήματος στην εταιρία που εργάζεται. Καταφέρνει με τις οικονομίες της να αγοράσει τροχόσπιτο για τις διακοπές τους, να ανακαινίσει το σπίτι, αντικαθιστώντας το παλιό τζάκι, να βάψει τοίχους, να αγοράσει πικάπ και δίσκους, δίνοντας έτσι  μια φρεσκάδα ανανέωσης σε βλέμματα και ψυχές.
Η ηρωίδα του βιβλίου μιλάει με σιωπές∙ την αφουγκραζόμαστε, ακούμε τον εσωτερικό της μονόλογο, τον επιτήδειο χειρισμό της ώστε να απαλύνει τους θρήνους της ψυχής της και της ψυχής των παιδιών της.
Ο Τομπίν διαλαλεί στο βιβλίο του  τη γυναίκα, που το κενό της δυναμικότητας του άντρα που έχασε, την ενδυνάμωσε∙  τη γυναίκα που ο πόνος της γίνεται δημιουργία, που πρωτεύει η υγεία των ανήλικων παιδιών της, που η λογική υπερισχύει της δυστυχίας, που το δάκρυ γίνεται μουσική, τραγούδι, χαμόγελο στην απεραντοσύνη της θάλασσας.

 Ο συγγραφέας μας περιγράφει τη ζωή της 10ετίας του ’60, στο Εννισκόρθι,  όπου γεννήθηκε. Η ζωή του είναι σχεδόν ίδια με την περιγραφή στο βιβλίο.  Ο ίδιος έχασε τον πατέρα σου σε ηλικία 12 χρόνων και εκδήλωσε βραδυγλωσία όταν εκείνος αρρώστησε…

Το εξαιρετικό επίμετρο και η μετάφραση είναι της Αθηνάς Δημητριάδου.

Σελ. 43. Έβλεπε τον εαυτό της στο σπίτι στο Κους, προσπαθούσε να φέρει ξανά την εικόνα των παιδιών μια μέρα του καλοκαιριού, να μαζεύουν από το σκοινί μαγιό και πετσέτες  και να κατεβαίνουν στην παραλία, ή την ίδια και τον Μόρις να γυρίζουν σπίτι από τα μονοπάτια, μέσα στο σούρουπο, … να μπαίνουν σ’ ένα σπίτι ζωντανό από τις φωνές των παιδιών.. τώρα όλα αυτά είχαν τελειώσει, δεν θα ξαναγύριζαν. Το σπίτι ήταν άδειο.
Σελ. 108. Κατά τα φαινόμενα ήταν ο μόνος γιατρός εκεί μέσα. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα από πόνο ή θάνατο, τον θυμόταν να της μιλάει σαν να υπονοούσε ότι του έτρωγε τον πολύτιμο χρόνο του. Ένιωθε μέσα της βαθύ και ζωντανό μίσος γι’ αυτόν, και η αίσθηση την γέμιζε με μια παράξενη ευχαρίστηση, έτσι όπως συνέχιζε την πορεία της και άρχιζε η βροχή.
Σελ. 179. Ξανάρθε πάλι στο μυαλό της ο θάνατός του….. όμως ο Μόρις βρισκόταν ήδη πολύ μακριά…. Ίσως να τους ένιωθε μόνο σαν αόριστες παρουσίες, όλους εκείνους που είχε αγαπήσει, όμως η αγάπη ελάχιστη σημασία είχε τότε, ακριβώς όπως τώρα η καταχνιά, που ήταν σαν να έλεγε ότι η γραμμή ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί ελάχιστη σημασία είχε.
Σελ. 388. Η σκέψη του τι θα μπορούσε να κάνει με τα κάτω δωμάτια δεν την άφηνε να κλείσει μάτι. Έπρεπε να θυμίζει στον εαυτό της ότι τώρα πια ήταν ελεύθερη, ότι δεν υπήρχε Μόρις που θα λογάριαζε τα έξοδα και θα κατέβασε μούτρα αν του αναστάτωνες την καθημερινότητά του. Ήταν ελεύθερη…. Η σκέψη αυτή ότι μπορούσε να κάνει ό,τι της άρεσε, την έκανε να νιώθει λίγο ένοχη.

                      

Δεν υπάρχουν σχόλια: