Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Τα δέκα σκαλοπάτια

Τα δέκα σκαλοπάτια

Τράβηξε την κουρτίνα του παραθύρου. Είδε τις κουμαριές στον απέναντι λόφο να γέρνουν κάπως, να πετούν το χιόνι απ’ τα φύλλα τους και να ανασηκώνονται. Ακουγόταν θόρυβος ντουλαπιών που ανοιγοκλείνουν.  Ένας ηλικιωμένος άντρας με μπαστούνι προχωράει στο δρόμο∙  μπροστά από το σπίτι σταματάει, ρίχνει μια ματιά ψηλά στο παράθυρο, χαιρετάει σηκώνοντας όρθιο το μπαστούνι και συνεχίζει το δρόμο του. Ο Κώστας τον έχει ξαναδεί, ο τύπος χαιρετάει και συνεχίζει το περπάτημα χωρίς να περιμένει ανταποδοτικό χαιρετισμό.
            Ο Κώστας, πλασιέ ηλεκτρικών συσκευών,  πάτησε πρόσφατα τα πενήντα, έχει αραιά γκρίζα μαλλιά και μάτια σκούρα καστανά. Στο μέτωπό του βαθιές οριζόντιες ρυτίδες και δυο κάθετες από τη μύτη και πάνω, σαν ένα προσχέδιο σκακιού. Ανάβει τσιγάρο. Ακούγεται η φωνή της Άννας, της γυναίκας του, που ξυπνάει την δεκάχρονη κόρη τους για το σχολείο. Σούρσιμο βαλίτσας από την κρεβατοκάμαρα στο διάδρομο. Σούρσιμο δεύτερης βαλίτσας από την κρεβατοκάμαρα στο διάδρομο. Η φωνή της Άννας, αν θέλει να πιει καφέ πριν φύγει. Ίδιος  τόνος φωνής, όπως ο χθεσινοβραδινός που του είπε να χωρίσουνε.  Όχι ότι υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος παρά μόνο ότι θέλει να συνεχίσει τη ζωή της μόνη. Μόνη χωρίς αυτόν.
            Κοιτάζει ψηλά στο λόφο, ανάμεσα σε ρουμάνι ξεχωρίζει ένα εκκλησάκι. Μια φορά είχε  πάει ποδαρόδρομο μέχρις εκεί. Έπιασε δυνατός αέρας,  καταιγίδα, αστραπόβροντο. Χώθηκε στο εκκλησάκι να προφυλαχτεί, όμως αγωνιούσε για το παιδί και τη γυναίκα του. Έσπρωξε την πόρτα να βγει, κατακλύστηκε από τα ορμητικά νερά, τον παρέσυρε χείμαρρος, πιάστηκε από θάμνο κουμαριάς∙  η έγνοια για τις αγαπημένες  του δεν άφησε κανένα φόβο να τον κυριεύσει και δεν έδωσε σημασία στις πάμπολλες  εκδορές σ’ όλο του το σώμα. 
            Ο ηλικιωμένος με το μπαστούνι γυρίζει από το περπάτημα με γυρτούς ώμους και σκυφτό κεφάλι. Ο Κώστας ρίχνει ματιές στις βαλίτσες. Δεν θυμάται πόσες βαλίτσες έχει αλλάξει χρόνια τώρα. Μια βαλίτσα γέμιζε η Άννα όταν αυτός έφευγε ταξίδι, μια την άδειαζε όταν επέστρεφε. Τώρα γέμισε δυο βαλίτσες για την αποχώρησή  του. Για πάντα.  
            Είχαν νοικιάσει το σπίτι τους έξω από την πόλη, χτισμένο σε σειρά σπιτιών στις υπώρειες δασωμένων λόφων. Ένα φιατάκι η Άννα, ένα όπελ στέισον βάγκον εκείνος. Τα Σάββατα μαζί με την Άννα στο σούπερ μάρκετ γέμιζαν με ψώνια το όπελ και μετά το μεγάλο τους ψυγείο. Πήγαιναν πού και πού κινηματογράφο σε κατάλληλες ταινίες μαζί με την κόρη τους. Διασκέδαζαν βλέποντας διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα στην σαράντα δυο ιντσών τηλεόρασή τους και συχνά συνόδευαν την κόρη τους  σε παιδικά πάρτι. Ήταν πάντα τυπικοί στις κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμοι,  βαφτίσια,  κηδείες. Έκαναν και δυο ταξίδια στο εξωτερικό. Πήγαν στο Παρίσι, είδαν τον Πύργο του Άϊφελ και επισκέφτηκαν την Ντίσνεϊ Λαντ. Πήγαν και στη Βενετία γαμήλιο ταξίδι, όταν το θύμιζε στην Άννα, του ‘λεγε πως εκεί πέρα η Αδριατική βρομούσε. Εκείνος πάντως δεν το ‘χε πάρει μυρουδιά.
            Ο Κώστας έβαλε τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο και προχώρησε κουνώντας κεφάλι και χέρια στην αραιή ομίχλη. Ο δρόμος ήταν άδειος και μακρύς, έπαιρνε γρήγορες βαθιές ανάσες, άνοιγε το στόμα και κατάπινε τους υδρατμούς, σαν πουλί. Συνέχισε με βαριά μεγάλα βήματα.  Παρατηρούσε ένα ένα τα σπίτια, τους κήπους, τις εισόδους, τα χρώματα των τοίχων, τα διάφορα σε σχήμα και χρώμα γραμματοκούτια. Κλότσησε  στην άκρη έναν κάδο, φισκαρισμένο από σκουπίδια∙ διάβασε: Μόνο χαρτόνια και χαρτιά -όχι σκουπίδια. Προχωρούσε∙ τα σκυλιά των σπιτιών έτρεχαν στις εξώπορτες και τον γάβγιζαν. Τα κοίταζε στα μάτια. Μερικά γρύλιζαν, άλλα συνέχιζαν το γάβγισμα λυσσαλέα. Τα πλησίασε, γούρλωσε μάτια, έτριξε δόντια  και άρχισε να γαβγίζει να γαβγίζει∙  τα σκυλιά οπισθοχώρησαν και κείνος συνέχισε να βαδίζει γαβγίζοντας. Γύρισε μετά από ώρα με γυρτούς ώμους και το κεφάλι σκυφτό. Το φιατάκι της Άννας έλειπε. Έσπρωξε την εξώπορτα, ήταν κλειδωμένη.
             Μπήκε στο αυτοκίνητο, πήρε χαρτομάντιλα σκούπιζε νευρικά το μουσκεμένο του κεφάλι. Έβαλε μπρος για Αθήνα. Στο κέντρο, κατέλυσε σ’ ένα ξενοδοχείο. Προσπάθησε να κοιμηθεί, ο θόρυβος δεν τον άφησε. Βγήκε έξω.
            Η θορυβώδης πόλη με αυτοκίνητα, μηχανές, μηχανάκια, ασθενοφόρα, αστυνομικά, πυροσβεστικά, φωνές, κόσμος πολύς και αδιάφορος, όλα αυτά μέσα στην κανονικότητα της κάθε μέρας. Κάποιοι τον σπρώχνουν, συνεχίζουν βιαστικοί∙  άλλοι ζητιανεύουν του λένε ότι χρειάζεται να εγχειριστούν γιατί έχουν καρκίνο, λεφτά δεν έχουν. Έδωσε πέντε ευρώ σ’ έναν, στους άλλους κουνούσε τους ώμους.
             Γκρίζα ατμόσφαιρα βρεγμένοι δρόμοι, μια μυρουδιά γλίτσας καυσαερίου. Περπάτησε στο Σύνταγμα. Κατέβηκε την Ερμού, αφηρημένες ματιές στα μαγαζιά, αφηρημένες ματιές στον κόσμο. Διέσχισε την Κεραμικού. Παρατήρησε τα παλιά αθηναϊκά παρακμασμένα σπίτια. Τώρα όλα μπουρδέλα.  Άναψε τσιγάρο, χάζεψε άντρες διαφόρων ηλικιών και  φυλών, με τα χέρια στις τσέπες να κοιτάζουν ολόγυρα και μετά να μπαίνουν μέσα  στα σπίτια  δρασκελώντας τα σκαλιά.
            Ανέβηκε την Αθηνάς, μπήκε στη λαχαναγορά. Οσμές ψαριών, κρεάτων, λιπαρές βρομιές. Σφάγια στάζουν αίμα. Ματωμένες γουρουνοκεφαλές με μήλο στο στόμα και κλαδάκια μυρτιάς ανάμεσα στ’ αυτιά. Τα βήματά του βουλιάζουν στη γλίτσα του παλιού μωσαϊκού, παρακεί λαχανικά, μια μανάβισσα με πλούσιο στήθος ραντίζει τα σπανάκια. Φωνές πωλητών σαν βουητό ενοχλητικών ζουζουνιών. Σκύβει το κεφάλι στο στήθος, αναπνέει, εκπνέει, σούφρωσε το στόμα, ζάρωσε η μύτη, ανέβηκε ψηλά το πηγούνι, αποπνέει  σαπίλα. Γουργουρίζουν τ’ άντερά του, ρεύεται, κλάνει ελεύθερα, όλα γίνονται ένα στο βουητό του χώρου. 
            Σπρώχνει τις αχνισμένες γυάλινες πόρτες. Φίσκα το  μαγειρείο από εργάτες συνήθως, που δουλεύουν εκεί τριγύρω: Πειραιώς, Αθηνάς, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αιόλου. Έτριψε τα μάτια του∙  οι γλόμποι έριχναν ένα αδύναμο φως και η καπνίλα από τα τσιγάρα παλινδρομούσε να βρει διέξοδο. Μυρουδιές ανάκατες φαγητών και ανθρώπων∙  με την ανάστροφη του δεξιού του χεριού πίεσε τη μύτη του, οι πιο δυνατές σκόρδου και καμένου λαδιού. Δεν ξεχωρίζει πρόσωπα όλα βυθισμένα σε μιαν αχλύ που παίρνει διάφορα χρώματα από πρόσωπα, ρούχα, καπνούς, ατμούς. Δυνατές φωνές, δεν ξεχωρίζεις κουβέντες. Δυνατότερες των γκαρσονιών που φωνάζουν τις παραγγελίες και ενημερώνουν τους πελάτες επαναλαμβάνοντας, «φασόλια γίγαντες τέλοος. Γαλέος σκορδαλιά, τέλος. Κρεατόσουπα τρεις μερίδεες».
            Κάθισε στο τραπέζι με δυο άλλους, όπως του υπέδειξε το γκαρσόνι, ένα αμούστακο αδύνατο παιδί με μαλλιά άφρο και αραιό μούσι. Οι δυο άντρες ρουφάνε με βουλιμία την κρεατόσουπά τους.  Ό ένας παχύς, σταράτος, αξύριστος, γύρω στα σαράντα. Ο άλλος μεγαλύτερος, μαυριδερός, με κανονικό βάρος πολλά μαλλιά και γένια. Και οι δυο φοράνε ίδιες φόρμες βρόμικες, που αναδίνουν λαδίλα.  Μιλάνε λίγο μεταξύ τους. Έχουν το νου τους στη σούπα. Δεν έχει παραγγείλει. Ψάχνει στρέφοντας το κεφάλι δεξιά αριστερά.
«Τι ψάχνεις κύριος;» Είπε ο παχύς.
«Τιμοκατάλογο», είπε.
« Ό,τι έχει στη βιτρίνα παράγγειλέ το στα γρήγορα γιατί σε λίγο θα ‘χουν αδειάσει χύτρες και ταψιά. Ερχόμαστε εδώ για την κρεατόσουπα, δεν τσιγκουνεύονται το κρέας βάζουν  ένα μεγάλο κομμάτι μέσα. Χορταίνεις».
«Και  οπωσδήποτε με ένα φισκαρισμένο κατρούτσο, να πούμε», είπε με μια γκριμάτσα γέλιου, ο μαυριδερός.  
Ρουφούσε με ευχαρίστηση τη σούπα. Το φισκαρισμένο κατρούτσο άδειασε με μιας μοιρασμένο στα τρία. Και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο και πέμπτο κατρούτσο και κουβέντες του κρασιού συγκεχυμένες, μοιρασμένες στα τρία.
«Εμείς δουλεύουμε εδώ πιο κάτω στην αποθήκη του Κωστόπουλου, του λαδέμπορα  Οχτώ και πολλές φορές δέκα ώρες την ημέρα χαμαλίκι». Είπε ο παχύς.
«Ταξιδεύω. Είμαι. Πλασιέ. Είπε ο Κώστας, αδειάζοντας το κρασοπότηρο. «Χώρισα. Με χώρισε», είπε από μέσα του.
«Ο Κωστόπουλος σου πίνει το αίμα για ένα ευρώ. Σηκώνουμε τα βαρέλια με λάδι στην πλάτη, τ’ ανεβάζουμε πάνω στο δρόμο και τα φορτώνουμε στο φορτηγό. Δέκα πελώρια σκαλοπάτια ανέβα κατέβα με τα βαρέλια στην πλάτη. Δέκα σκαλοπάτια. Ο Κωστόπουλος σου πίνει το αίμα μέρα τη μέρα,  ώρα την ώρα». Είπε ο παχύς, κοιτάζοντας τον συνάδελφό του.
Ακούμπησε το κεφάλι του στην αριστερή του γροθιά∙  με το τρεμάμενο δεξί το κρασοπότηρο, κολλημένο στο στόμα, και τα μάτια κλειστά∙  πού και πού ροχάλιζε, παραμιλούσε με λόξιγκες, χασμουρητά και μισόλογα: “ανεβαίνω τα δέκα σκαλιά, γυρίζω το μεγάλο κλειδί, μπαίνω στο σπίτι μου,  κάθομαι στον καναπέ, βλέπω τηλεόραση, κοιμάμαι. Κάθομαι στον καναπέ βλέπω τηλεόραση... κοιμάμαι.. κοιμάμαι”.
Οι ομοτραπεζοί του δεν τον προσέχουν∙ μιλούν μεταξύ τους. «Ο Κωστόπουλος προχθές έδιωξε τον Κωστή  γιατί του γλίστρησε το βαρέλι κάτω. Ευτυχώς δεν έσπασε και έπεσε στο πλάι. Πίσω ακολουθούσα εγώ φορτωμένος. Θα είχα σκοτωθεί να πούμε», είπε ο μαυριδερός.
Μισάνοιξε τα μάτια, όταν το κεφάλι έπεσε βαρύ στο στήθος, χασμουρήθηκε παρατεταμένα και με μεθυσμένη φωνή:  Άντε εβίβα. Μικρέ  ένα κατρούτσο.
 «Τον έδιωξε ο Κωστόπουλος τον Κωστή μετά είκοσι χρόνια Είκοσι ολόκληρα χρόνια του πήδαγε και τη γυναίκα. Tον φουκαρά τον Κωστή. Νυχτώνει; Ή εγώ δε βλέπω καλά; Τελευταία δε βλέπω καλά, τα μάτια μου πρήζονται, να πούμε», είπε και έτριβε τα μάτια του ο μαυριδερός.  «Πήδαγε τη γυναίκα του Κωστή. Μάλιστα του πήδαγε τη γυναίκα».
Συνέχισαν την κουβέντα οι ομοτράπεζοί του και αδιαφορούσαν για τα μεθυσμένα μουρμουρίσματα του Κώστα., «άντεε εεεβίβα. Πάντως η σούπα ήταν καληή. Πάντως μου έρχεται αναγούλα. Πάντως είχε μέσα μια κατσαρίδα. Έφαγα την κατσαρίδα. Άντε εεβίβαα. Μ’ αρέσει το κρασί ρε παιδιά». Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι κι ακούμπησε το κεφάλι του. Ακουγόταν βαριά η αναπνοή του.
«Κάθε βράδυ κλειδώνεται στην αποθήκη. Μετράει μετράει μετράει. Λεφτά μετράει. Ατέλειωτα λεφτά. Ο λαδέμπορας», είπε ο παχύς, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. Το κεφάλι του κουνούσε και ο μαυριδερός.
«Μικρεέ φέρε κρασιί∙ φέρεε μπουκάλιαα. Είμαι ο άντρας του σπιτιού. Προστάτης της οικογένειαας.. Φέρτε κρασί ρεε»,  παραληρεί ο Κώστας μα κανείς δεν του δίνει σημασία.
Μεσάνυχτα και  οι τρεις με ένα μπουκάλι κρασί στο στόμα πίνουν καθισμένοι ανακούρκουδα στο πεζοδρόμιο της Σοφοκλέους. Ο Κώστας με  το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια. Ακούγεται το ραχαλητό του∙  πού και πού τραντάζεται μισανοίγει τα μάτια και πέφτει σε λήθαργο.

            Μεσημέριασε, παιδί τώρα, και τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί με άλλα παιδιά ανάμεσα σε χωράφια και λόχμες, τα τζιτζίκια στα ντουζένια τους, στα ρυάκια τρέχει ακόμα το νερό του χειμώνα, μερικές πάπιες τσαλαβουτούν στα νερά και στις γύρω λάσπες, τις κυνηγάει, τις τρομάζει, εκείνες πετούν κρώζοντας, το παιδί γελάει. Πιάστηκε από κλαδί γέρικης ελιάς. Κάνει κούνια. Πηδάει κάτω∙ τρέχει. Τα παιδιά χάθηκαν. Είναι μόνος. Φοβάται. Τρέχει. Τρέχει. Πεινάει κι η μάνα ψήνει πίτα. Στην αυλή όλοι μαζεμένοι γύρω από τον ξυλόφουρνο, ο καθένας με απλωμένο χέρι∙  η μάνα, κομματιάζει την πίτα Η πίτα αχνίζει. Βραδιάζει  είναι στο κρεβάτι του.  Η μάνα τον σκεπάζει με την καρό κουβέρτα μέχρι το λαιμό. Τον παίρνει ένας γλυκός ύπνος.
            Αχνοσκόταδο τρέχει από δρόμο σε δρομάκι, από πλατεία σε πλατεία, από πάρκιν σε πάρκιν να βρει τ’ αυτοκίνητό του. Πολλές φορές κουρασμένος από τη δουλειά κι αφηρημένος ξεχνάει πού το έχει παρκάρει. Ξεχωρίζει το άσπρο όπελ, καταμεσής στον πελώριο άδειο δρόμο, που τον βαραίνει η σιωπή. Πατάει το γκάζι επιστροφή στο σπίτι∙ πόσο χαίρεται όταν ξεχωρίζει την κεραία της Ε.Ρ.Τ. εκεί στον Άγιο Στέφανο, μέσα σε μισή ώρα θα φτάσει στο σπίτι. Επιτέλους τελείωσε  άλλο ένα  κουραστικό ταξίδι. Δεν έχει καλή ορατότητα. Ανοίγει τα μεγάλα φώτα δεν κάνουν τίποτα στην ομιχλώδη  λεωφόρο. Με αργό οδήγημα συνεχίζει. Φτάνει. Χαρούμενος σφυρίζει. Ήχος κούφιος. Η γκαραζόπορτα ανοίγει αυτόματα χωρίς θόρυβο. Μπαίνει αργά με τ’ αυτοκίνητο.  Βγαίνει με την άβαρη βαλίτσα στο χέρι. Η γκαραζόπορτα κλείνει αυτόματα χωρίς θόρυβο.  Διασχίζει τον κήπο φτάνει κοντά στην είσοδο του σπιτιού, τα άσπρα σκαλοπάτια περιτριγυρισμένα από αραιή ομίχλη λαμπυρίζουν. Ένα σκαλοπάτι,  δυο, τρία, τέσσερα. ... φτάνει στο ένατο. Τώρα στο δέκατο. Είναι σκοτεινά, η γυναίκα του ξέχασε να ανάψει το έξω φως, πολλές φορές το ξεχνάει.  Προσπαθεί να βάλει το μεγάλο κλειδί στην πόρτα, δεν τα καταφέρνει∙. Έσπρωξε απαλά, η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει στον διάδρομο, ακούγονται πνιχτές φωνές, τρέχει στο σαλόνι κάποιος χτυπάει τη γυναίκα του, το παιδί του. Αρπάζει από το τραπέζι το βαρύ κρυστάλλινο τασάκι το πετάει με δύναμη στον εισβολέα, τον πετυχαίνει στο κεφάλι και τον ρίχνει κάτω αναίσθητο.  Αγκαλιάζει σφιχτά την γυναίκα του, το παιδί του. Τις έσωσε.
Απέξω από την υπόγεια αποθήκη λαδιών της οδού Σοφοκλέους, είναι μαζεμένος κόσμος∙ δυο τρεις αστυφύλακες  δεν αφήνουν τον κόσμο να πλησιάσει την είσοδο. Μέσα στην πελώρια αποθήκη και δεξιά  από το πρώτο σκαλοπάτι σ’ ένα διαμορφωμένο, με πλεξιγκλάς, σε χώρο  γραφείου είναι αστυνομικοί με στολές και μερικοί άλλοι με κουστούμια. Νεκρός πάνω στο γραφείο βρίσκεται, με σπασμένο το κεφάλι στα δυο, ο λαδέμπορος Κωστόπουλος. Πάνω σε μια ξεφτισμένη δερμάτινη πολυθρόνα κάθεται με τα ρούχα και τα χέρια καταματωμένα ο Κώστας σε μισολιπόθυμη κατάσταση. Ψελλίζει χωρίς σταματημό, «Τις έσω..σα.. τις έσωσα.. Ναι τον σκό..τω..σα.  Ναι εγώ τον σσσκότωσα,  εισέβαλε στο σπίτι  μου με σκοπό να σκοτώσει τη γγυναίκα μου, το ππαιδί μου. Ναι τον σκό..τω..σα. Ναι εγώ τον σκότ..».

 Ένας αστυνομικός του βάζει τσιγάρο στο στόμα.                                                                                                             ...................

Δεν υπάρχουν σχόλια: