Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Τίποτε δεν χάνεται της Cloe Mehdi γεν. 1992 Γαλλία. Εκδόσεις: ΠΟΛΙΣ

 

                   Τίποτε δεν χάνεται

             της Cloe Mehdi  γεν. 1992 Γαλλία.

                        Εκδόσεις: ΠΟΛΙΣ

 

Η νεαρή συγγραφέας Κλοέ Μεντί με το βιβλίο της «Τίποτα δεν χάνεται» τιμήθηκε με πολλά βραβεία (Prix Mystere de la critique 2017, Prix Dora Suarez 2017, Prix Etudiant du polar 2016, Prix Blues & Polar και Prix Mille et Une feuilles Noires).

Το έργο της έχει πλοκή νουάρ λογοτεχνίας, με αστυνόμους –μπάτσους- όπως τους χαρακτηρίζει. Μέσα από τα μάτια του ιδιοφυούς 11χρονου Ματιά που μεγαλώνει πληγωμένος από τις κακοτυχίες-δυστυχίες της οικογένειάς του, όπως η ψυχασθένεια του πατέρα του και η αυτοκτονία του. Κρεμάστηκε στο ψυχιατρείο όπου νοσηλευόταν. Η υπεροψία του μεγάλου ετεροθαλούς αδελφού του, ιατρός στο επάγγελμα, η περίεργη συμπεριφορά της αδελφής του Τζίνας και περισσότερο η εξαφάνιση της μητέρας του, η οποία δε δίστασε να αποδεχθεί την κηδεμονία του από 22χρονο νεαρό του οποίου το παρελθόν, ψυχικές διαταραχές και υποψίες για φόνο συμμαθήτριάς του δεν ήταν οι καταλληλότερες, φαινομενικά τουλάχιστον.

Η συγγραφέας είναι κριτική και καταγγελτική στην άγρια συμπεριφορά της αστυνομίας όταν συλλαμβάνει και σκοτώνει 15χρονο αγόρι –αραβικής καταγωγής- για μικροαπάτες. Ο φόνος αυτός ξεσηκώνει τους ομόφυλούς του καθώς και κάθε άνθρωπο που σηκώνει ανάστημα συμπαράστασης διαδηλώνοντας την αυθαιρεσία της εξουσίας. Ο φόνος αυτός είναι η απαρχή των κακουχιών της οικογένειας του Ματιά ακόμα πριν γεννηθεί ο ίδιος. Ας σημειώσω εδώ ότι η φονική πολλές φορές επίθεση των αστυνομικών σε πολίτες και μάλιστα νεαρούς δεν μας είναι άγνωστη και μας θυμίζει το φόνο του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον 37χρονο αστυνομικό Επαμεινώνδα Κορκονέα, το 2008.

Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Ματιά και ακολουθούν: ο Ζε που τον κηδεμονεύει, η ηλικιωμένη Γκαμπριέλ -αγαπημένη του Ζε- που έχει τάσεις αυτοκτονικές και μάλιστα η πρόσφατη απόπειρά της να κόψει τις φλέβες της. Στο περιβάλλον αυτό ο μικρός Ματιά κάνει πρόβα αυτοκτονίας, ατυχή ευτυχώς,  κόβοντας επιπόλαια τις φλέβες του. 

Ο Ματιά δεν μοιάζει με τα παιδιά της ηλικίας του, που παίζουν χαρούμενα, είναι μελαγχολικός, εσωστρεφής, ώριμος, στοχαστικός, σκεπτόμενος και σε πολλές περιπτώσεις σκωπτικός ή καλύτερα με χιούμορ.

Χαρακτήρας του έργου η «σιωπή», εφ’ όσον κανένα από τα πρόσωπα του έργου δεν εκφράζει τα συναισθήματά του και συνηθίζει να σωπαίνει. Ο Ματιά όμως ακούει και ερμηνεύει τη σιωπή και μας λέει «Η σιωπή ορμά και μας συντρίβει με τον άμορφο όγκο της. Οι ώμοι μου λυγίζουν κάτω από το βάρος της». 

Τα πρόσωπα του έργου ζουν κρυφά και σε απελπισία εφ’ όσον όλα έχουν σχέση φιλική ή συγγενική με τον δολοφονημένο 15χρονο ονόματι Σαϊντ Ζαϊντί.  Ο Σαϊντ δεν ξεχνιέται μια και σε τοίχους σπιτιών και σε φράχτες ζωγραφίζουν πάντα το σκίτσο του και η επιγραφή από κάτω «Δικαιοσύνη», παρότι η αστυνομία κάνει φιλότιμες προσπάθειες να το σβήνει.

Ο Ματιά σκέπτεται, αλλά και αποστηθίζει, αποσπάσματα φιλοσοφίας του Καμύ καθώς και ποιήματα των Ρεμπώ και Μπωντλέρ, που ο Ζε διαβάζει και απαγγέλλει καθημερινά. Επιπρόσθετα, παραμονεύει τα λόγια των μεγάλων και μαντεύει τις σιωπές τους. Θέλει να μάθει τα μυστικά της αληθινής ζωής, αυτά που δεν αποκαλύπτουν στα παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι οι ιστορίες της αληθινής ζωής δεν είναι φτιαγμένες για τις ψυχές μικρών παιδιών.

Στο βιβλίο αναφέρονται -με πλαγιογράμματα- οι χαρακτήρες του βιβλίου, τα αισθήματα τους και η οδύνη τους για την άδικη ζωή που τους βασανίζει.                

Η συγγραφέας μ’ αυτό το έργο της επισημαίνει τις συλλογικές δυστυχίες μέσα από την καταστροφική πορεία της ατομικής ζωής κακότυχων προσώπων και οικογενειών ιδιαίτερα αυτών που τυγχάνουν αλλοεθνείς και υμνεί την αγάπη, την πίστη στη φιλία, καθώς και την ηρωική, θα έλεγα, πράξη της μάνας για τη σωτηρία δυο κοριτσιών, της αδελφής του αδικοχαμένου Σαϊντ και της κόρης της.

Απεικονίζει επίσης τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων και ιδίως ατόμων ειδικής ψυχοσύνθεσης (θα έλεγα ψυχολογικός ρεαλισμός). Άποψη της συγγραφέα επίσης να αντιμετωπίζει καταγγελτικά την εξουσία τοποθετώντας τους ήρωές της ανάμεσα στα θύματα του κοινωνικού περιβάλλοντος.

 Το βιβλίο είναι ευανάγνωστο.  Όμως ο λόγος του μικρού Ματιά δεν με πείθει. Σε πολλές περιπτώσεις φιλολογικός, φιλοσοφικός, ψυχολογικός. Αν και γνωρίζει καλά το δικαίωμα κάποιου που δεν του αρέσει η Ζωή και οι αδικίες της να αυτοκτονεί, όπως οι πολλές απόπειρες -της συμπαθούς κατά τα άλλα στην ιστορία- Γκαμπριέλ. Είναι μαθητής δημοτικού ο Ματιά αλλά έχει την ευχέρεια να ακούει τον Ζε και να αποστηθίζει Ρεμπώ, Αραγκόν και άλλους ποιητές-φιλοσόφους.

Τέλος με πείθει ο Ματιά ως η φωνή της συλλογικής συνείδησης, αρχέτυπο  ανθρωπιάς, αγάπης και  φιλίας,

Αποσπάσματα:

** Έριχνα πέτρες στη λιμνούλα και μετρούσα τις φορές που αναπηδούσαν. Ήμουν ρεαλιστής. Έβαζα τον πήχη ψηλά.

            Στα πέντε, ο μπαμπάς θα γιατρευόταν.

            Στα έξι, θα επέστρεφε στο σπίτι για τα γενέθλιά μου

            Στα οχτώ, δεν θα ξαναρρώσταινε ποτέ.

Λίγο αργότερα το άλλαξα.

            Στα πέντε, δεν έχει πεθάνει στ’ αλήθεια.

            Δεν κατάφερα ποτέ να ξεπεράσω το τρία. Μπορεί βαθιά μέσα μου να μην ήθελα να γυρίσει. Μπορεί να έφταιγα εγώ που δεν γύριζε.

            Να  έφταιγα εγώ που κρεμάστηκε.

**Η Γκαμπριέλ δεν έχει εγκαταλείψει το σχέδιό της να φύγει. Νομίζω ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο μένει ακόμα είναι για να εξοικειωθεί σιγά σιγά ο Ζε με την ιδέα της απουσίας της. Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι, αλλά νομίζω ότι είμαι προετοιμασμένος. Μένει να δούμε πώς θα  συνέλθει ο Ζε μετά απ’ αυτό. Σιγά σιγά αποδέχεται το εύρος της αδυναμίας του. Όπως έλεγε η μητέρα μου, δεν φτάνει η αγάπη κάποιου για να σε κρατήσει στη ζωή.                    

Θα είμαι εδώ για κείνον όταν φύγει η Γκαμπριέλ.