Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Η Αστυνομία της μνήμης, της Γιόκο Ογκάουα. Εκδόσεις Πατάκη

                  Η Αστυνομία της μνήμης

                       της Γιόκο Ογκάουα

                         εκδόσεις Πατάκη

 

Η Γιόκο Ογκάουα γεννήθηκε το 1962 στην Οκογιάμα της Ιαπωνίας και ζει σήμερα στο Χιόγκο. Έχει τιμηθεί με όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία της Ιαπωνίας.

Έργα της: Το Άρωμα πάγου, το Ξενοδοχείο Ίρις, ο  Παράμεσος,  κ.α..

 

 

 

Το βιβλίο «Η αστυνομία της μνήμης» με συντάραξε και με καταγοήτευσε. Είναι ευκολοδιάβαστο, αλληγορικό και από εκείνα τα βιβλία που ενώ οι ήρωές του ζουν σε τόπο δυστοπικό και σε συνθήκες φρίκης, εντούτοις τα διαβάζεις με ευχαρίστηση και συγκίνηση. Το τέλος του βιβλίου είναι θλιβερό αν και δίνει μια κάποια ανάσα αισιοδοξίας. Δεν μισείς κανέναν από τους ήρωες παρά μόνο το σύστημα εκείνο που επιδιώκει με άτιμα μέσα να σε εξαφανίσει καταστρέφοντας τη μνήμη σου. Ας θυμηθούμε ότι από τη 10ετία του ’40 μας χτύπησε το καμπανάκι ο Τζορτζ Όργουελ με το βιβλίο 1984 και η ρήση του «Big Brother is watching you» δυστυχώς μας στοιχειώνει μέχρι σήμερα.

Η συγγραφέας χωρίς περιττές περιγραφές μας δίνει το στίγμα της διαχρονικής αξίας. Έτσι έχουν τα πράγματα και ίσως χειρότερα στο μέλλον εφ’ όσον τα αποδεχόμαστε και συνηθίζουμε να ζούμε σε απάνθρωπες καταστάσεις. Σε εκείνο που δίνει έμφαση η Ογκάουα δεν είναι κάτι άλλο παρά η μνήμη, μισητή αντίπαλος της απολυταρχίας, της τυραννίας, του φασισμού και του αυταρχισμού της εξουσίας.

Με συναισθήματα στοργής, φιλίας, ανθρωπιάς, αγάπης και έρωτα η συγγραφέας προκαλεί δίνοντας τη σκυτάλη στον αναγνώστη να σκεφτεί ότι ίσως είναι αυτός ένας από τους ήρωές της, μια και δεν αναφέρει ονόματα ούτε και τον τόπο που εξελίσσεται η ιστορία. Ας υποθέσουμε κάπου στην Ιαπωνία, χώρα της συγγραφέα-αφηγήτριας.

Η συγγραφέας εγκιβωτίζει μυθιστόρημα μέσα στην ιστορία της, το ίδιο τρομακτικό όσο και η ζωή των ηρώων της ιστορίας, κατοίκων ενός δυστοπικού νησιού εγκλωβισμένου στο δολοφονικό μάτι της εξουσίας. Οι κάτοικοι κάτω από το φόβο της σύλληψης και εξαφάνισής τους συνηθίζουν να ζουν ομοιότυπα την καθημερινότητα τους μες στη δυστυχία και την ένδεια.

Στο νησί μέρα τη μέρα εξαφανίζονται, καταστρέφονται από τους κατοίκους-κατόπιν εντολής των κυβερνητικών αρχών- διάφορα πράγματα, όπως λουλούδια, πουλιά, ημερολόγια ακόμα και μυθιστορήματα, που μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ξεχνιούνται από τους κατοίκους, δεχόμενοι a priori το δίκιο της εξαφάνισης. Έτσι περνάνε στη λήθη πράγματα που κανείς δεν πρέπει και δεν θέλει να  θυμάται, εκτός κάποιων ιδεαλιστών, που κρύβονται σε καταφύγια και κρύβουν αντικείμενα για να γλιτώσουν απ’ τη λήθη.

 

Η αφηγήτρια, μυθιστοριογράφος σε μικρή ηλικία έχασε τη μητέρα της που ήταν γλύπτρια και από τους πρώτους ανθρώπους που εξαφάνισε η αστυνομία της μνήμης. Ακολούθησε ο πατέρας της που ήταν ορνιθολόγος. Τώρα ζει μόνη και έχει φιλία με τον γέρο που ήταν φίλος της οικογένειας πριν ακόμη εκείνη γεννηθεί. Ο γέρος ζει μόνος σε ένα εγκαταλειμμένο καράβι· ήταν καπετάνιος μέχρι που εξαφάνισαν τα φέριμποτ. Η ηρωίδα έχει πολύ καλές σχέσεις με τον Ρ., που είναι ο επιμελητής των μυθιστορημάτων της και αρνητής της εξαφάνισης πραγμάτων στη λήθη. Αποφασίζει να τον κρύψει σπίτι της, σε ένα μικρό δωμάτιο που αιωρείται ανάμεσα στο ισόγειο και το υπόγειο.

 

Η Ογκάουα πραγματεύεται τη μνήμη, τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τη φιλία, την ανθρωπιά, τη γενναιότητα, την ελευθερία που η εξουσία υπονομεύει.

 

Απανθίσματα:

 

·       Θυμάμαι ότι είχα ακούσει μια φράση πριν από πολλά χρόνια: «Οι άνθρωποι που αρχίζουν να καίνε βιβλία καταλήγουν να καίνε ανθρώπους»

 ******

·       "Πρώτιστο καθήκον μας εδώ είναι να φροντίζουμε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στη διαδικασία και οι άχρηστες αναμνήσεις να εξαφανίζονται γρήγορα κι εύκολα. Είμαι σίγουρος  ότι θα συμφωνήσεις πως δεν έχει νόημα να τις κρατάμε. Όταν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σου μολυνθεί  από γάγγραινα, το κόβεις όσο πιο σύντομα μπορείς. Αν δεν κάνεις τίποτα, στο τέλος θα χάσεις ολόκληρο το πόδι. Η θεμελιώδης αρχή είναι η ίδια. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν μπορείς να πιάσεις ή να δεις τις αναμνήσεις, δεν μπορείς να μπεις στις καρδιές όπου φυλάσσονται. Ο καθένας από μας τις κρατάει κρυφές. Έτσι, μια και ο αντίπαλός μας είναι αόρατος αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε τη διαίσθησή μας. Είναι εξαιρετικά λεπτή δουλειά. Προκειμένου να αποκαλύψουμε αυτά τα αόρατα μυστικά, να τα αναλύσουμε, να τα ξεσκαρτάρουμε και να τα ξεφορτωθούμε, πρέπει να δουλεύουμε μυστικά, να προστατευόμαστε. Νομίζω ότι με καταλαβαίνεις».

 

 

 

 

 

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

ΛΑΝΝΥ του Max Porter Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

 

 

ΛΑΝΝΥ  του Max Porter

                                      Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

 

Ο Μαξ Πόρτερ γεννήθηκε το 1981 στο High Wycombe της Αγγλίας

Βιβλία του:

Grief is the Thing with Feathers (2015)

Lanny (2019)

The Death of Francis Bacon 2021

Βραβεία:  Διεθνές Βραβείο Dylan Thomas.

Βραβείο The Sunday Times/PFD Young Writer of the Year,

και βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο The Guardian First Book Award και το Βραβείο Goldsmiths. 

 

Διαβάζοντας το βιβλίο σκέφτηκα ότι διαβάζω βιβλίο με παραμυθητικά, υπερφυσικά και παγανιστικά στοιχεία. Διατρέχοντάς το βρήκα λαογραφικά στοιχεία, οικολογικά στοιχεία, λόγο ποιητικό, θεατρικό, δραματικό, στοιχεία νουάρ, κοινωνικοπολιτικά στοιχεία, μαγικό ρεαλισμό, παραμύθι και κάθαρση, φαντασία και πραγματικότητα, Ζωή και θάνατο. Παιδικότητα, εφηβεία, ενηλικίωση και ό,τι τέλος πάντων τα έργα μυθοπλασίας πραγματεύονται. Εν συντομία ο νεαρός συγγραφέας μας αρπάζει με τη θραυσματική του γραφή να απολαύσουμε λογοτεχνικό έργο με πρωτοτυπία στη γραφή. Λέξεις που πετούν, ξεφεύγουν από τη γλώσσα, την καρδιά, τους τοίχους των σπιτιών, των δρόμων και αιωρούνται ανάλαφρα σαν αιθέρας μέχρι να ξεχαστούν στα έγκατα της γης η να ακουστούν ως προσευχή στο πνεύμα το καλό ή το κακό. Άραγε ο κάθε άνθρωπος, το κάθε πλάσμα δεν είναι δεμένο με τη γη που τον γέννησε και ιδιαίτερα εκείνο το πλάσμα που δεν σταματά να είναι κοντά στη φύση; Εκείνο που δεν την ξεχνά και στροβιλίζεται, ονειρεύεται ουρανούς, δάση, χώμα. Κι αυτό το πλάσμα είναι συνήθως παιδί. Το κάθε παιδί λίγο πριν το ρουφήξουν άσφαλτοι, τσιμέντα, πολυώροφα ή γυάλινα κτίρια. Ποιο παιδί δεν άγγιξε, δεν μίλησε, δεν αγκάλιασε, δεν μύρισε, έκοψε ή κοιμήθηκε κάτω στο χώμα και στον ίσκιο ενός δέντρου. Ποιο δεν κρύφτηκε στην κουφάλα του. ποιο δεν φαντάστηκε ότι στις ρίζες του κρύβονται ότι πολυτιμότερο και αγαπημένο υπάρχει. Ποιο δεν πασαλείφθηκε με χώμα σ’ όλο το σώμα, ποιο δεν το γεύτηκε, ποιο δεν βούτηξε στη λάσπη της γης γελώντας και παίζοντας πιτσιλίσματα με τα νερά της. Ποιο πεινασμένο και χαμένο δεν χόρτασε απ’ τους καρπούς της σκορπισμένους σε κρυφά δασωμένα μονοπάτια, κάπου στο κυνηγητό και στο κρυφτό. Εκεί στην παιδική ηλικία. Εκεί που οι μεγάλοι στερούνται και πολλές φορές εποφθαλμιούν τη θέση της.

Ο θάνατος του παλιού, η ζωή, η εσαεί αναγέννηση και ανάσταση της Φύσης.

 

Ο μικρός Λάννυ είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. Ζει με τους γονείς του, δυο χρόνια τώρα, σε ένα χωριουδάκι λίγο πιο έξω από το Λονδίνο.  Εκείνο που χαρακτηρίζει το παιδί είναι η αγάπη του στη φύση αλλά και στον –εξωθρησκευτικό όμως λατρευτικό αόρατο άγαλμα του χωριού- τον γέρο Άκανθο, που τον καλύπτουν κισσοί και βρύα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Ο γέρο-Άκανθος προϋπήρχε ήταν ο ιδιοκτήτης μπορούμε να πούμε του χωριού πριν ακόμα εμφανιστούν οι άνθρωποι, είναι ορατός στα όνειρα, στα λόγια και στα γραπτά των κατοίκων. Είναι ο θεός φύλακας  του χωριού. Στα μάτια των χωρικών ο μικρός Λάννυ είναι το παράξενο αλαφροΐσκιωτο παιδί. Η μητέρα του Λάννυ, η Τζόλυ,  είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και ηθοποιός. Άφησε το θέατρο για την ανατροφή του Λάννυ, όμως συγγράφει και μάλιστα πετυχημένα στο είδος  της αστυνομικής λογοτεχνίας. Είναι ευαίσθητη μαμά και τον ανατρέφει με ενσυνειδητότητα ή αν θέλετε, ανοιχτό μυαλό, κάτι που λείπει στην μικρή κοινωνία του χωριού, οπότε συνεχώς και αδιαλείπτως τα κουτσομπολιά εξαπλώνονται σαν νέφος και θαμπώνουν την ορθή σκέψη των περισσοτέρων χωρικών. Ο πατέρας του Λάνυ, ο Ρόμπερτ, ένας σύγχρονος αστός που η συμπεριφορά του δείχνει εγωκεντρισμό, ενοχλείται από τα περίεργα φερσίματα του παιδιού του και θίγεται από τα λόγια και τις κακογλωσσιές των συγχωριανών του. Φίλος του Λάνυ ο ηλικιωμένος ζωγράφος Πιτ, ο οποίος κατόπιν θερμής παράκλησης της Τζόλυ, δέχεται να μάθει ζωγραφική στον Λάνυ, χωρίς αμοιβή. Είναι ένας σύγχρονος άντρας, διάσημος από την τέχνη του, ομοφυλοφιλικός, ταπεινός και ηθικός. Δάσκαλος και μαθητής δένονται με βαθιά φιλικά αισθήματα. Επίσης αισθήματα φιλίας και εμπιστοσύνης αναπτύσσονται με την Τζόλυ και αργότερα με τον Ρόμπερτ -παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του με τον ζωγράφο. Ο Πιτ του Μαξ Πόρτερ, μου θυμίζει τον Πιτ του Ντίκενς στο «Μεγάλες προσδοκίες» Ο «περίεργος Λάννυ» που στιγμές στιγμές φαινόταν στα μάτια του Πιτ δαιμονισμένος, ιδίως όταν ο μικρός σχεδιάζοντας σκιές μουρμούρισε: «είμαστε μικρές αλαζονικές λάμψεις σε ένα μεγάλο εξαίσιο σχέδιο». Ο Ρόμπερτ σκέφτεται πως το παιδί είναι παράξενο όταν το βρήκε μες στη νύχτα να μιλά στη ρίζα δέντρου και να  λέει ότι συζητά με ένα κορίτσι που είναι κρυμμένο στο δέντρο εκατοντάδες χρόνια, φευγάτη από γονείς που της φέρονταν άσκημα (ας θυμηθούμε εδώ την Αλίκη του Λιούις Κάρολ). Και ήρθε σε δύσκολη θέση, σκεπτόμενος ότι το παιδί είναι ηλίθιο όταν του είπε: «Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται περισσότερη υπομονή, μια ιδέα ή μια ελπίδα»;

Ο μικρός Λάννυ χάθηκε. Δεν βρίσκεται πουθενά, η Τζόλυ όσο πλησιάζει το δείλι αναστατώνεται, χτυπάει πόρτες, ρωτάει γείτονες, ξεσηκώνει όλο το χωριό. Ειδοποιούν την αστυνομία. Χάθηκε ο Λάννυ. Τα κακόβουλα λόγια πετούν σαν σαϊτες και πληγώνουν αθώους και μάλιστα τους γονείς που άφηναν ελεύθερο το παιδί να τριγυρνά στο χωριό και στο δάσος και το χειρότερο να κάνει παρέα με τον γέρο ζωγράφο, τον ομοφυλόφιλο γέρο ζωγράφο.

Κεντρικός χαρακτήρας του έργου επίσης είναι ο γέρο-Άκανθος, ο οποίος καθαγνίζει και επαναφέρει «εις την ευθείαν οδόν», το τέλος του έργου  -δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν-.

Απανθίσματα:

* Αυτό που είναι γκροτέσκο. Τερέζα, είναι η αδιανόητη ταχύτητα αυτού του πράγματος, πόσο γρήγορα ένα αγνοούμενο παιδί μετατρέπεται σε ακμάζουσα βιομηχανία. Πόσο καλά εξασκημένοι είμαστε πιά;  

* Τι θα γινόταν αν έλεγε κανείς αυτό που πραγματικά νιώθει;

* Σκέφτομαι καθαρά. Είμαι σε θέση να το γνωρίζω τώρα αυτό, για όλους μας. Κανείς μας δεν νιώθει στ’ αλήθεια τίποτα για τους άλλους. Όλα είναι προσποίηση.

* Αυτοί οι αρρωστημένοι άνθρωποι φαίνεται ότι έφυγαν, μάλλον ακολούθησαν κάποια άλλη, ολοκαίνουργια τραγωδία κάπου αλλού. Κυνηγοί συμφορών.