Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ της Ιωάννας Καρυστιάνη

 

                                 ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

                              της Ιωάννας Καρυστιάνη

Η λογοτέχνις – σεναριογράφος  Ιωάννα Καρυστιάνη, γεννήθηκε το 1952 στα Χανιά.

Έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος δύο φορές (1998 και 2007), και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (2000). 

Υποψήφια: Βραβείου Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου καλύτερου σεναρίου.

Παράλληλα με την λογοτεχνική της δραστηριότητα έχει γράψει το σενάριο της ταινίας Νύφες και τη σεναριακή προσαρμογή του μυθιστορήματος της Μικρά Αγγλία, τα οποία έχουν γυριστεί για τον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη.

Εργογραφία:

 Μυθιστορήματα

Μικρά Αγγλία 

Ο Άγιος της μοναξιάς (2003)

Σουέλ (2006, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2007)

Τα σακιά (2010, Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού Διαβάζω 2011)

Το φαράγγι (2015)

Διηγήματα

Η κυρία Κατάκη (1995)

Καιρός σκεπτικός (2011)

 

Ένα μυθιστόρημα μνήμης, αναφοράς σε αληθινά γεγονότα που μας τα παρουσιάζουν σαν μια είδηση αστραπιαία της καθημερινότητας, την οποία πολύ γρήγορα αποθηκεύουν τα κιτάπια, ξεχνιούνται αποθηκευμένα με σαθρά επιχειρήματα και γελοίες εξηγήσεις. Με λίγα λόγια ξεχνιούνται, δεν μας βάζουν σε σκέψεις ή προβληματισμό, «συνηθισμένοι» σε πολέμους που γίνονται κάθε λεπτό μπροστά στα μάτια μας και δεν τα βλέπουμε, γιατί το βλήμα δεν ισοπέδωσε ακόμα το σπίτι μας, το σπίτι παραδίπλα δεν μας αφορά, ανήκει σε αλλόφυλο χώρο. Όμως ο πρωταγωνιστής του έργου Μιχάλης Τσιούλης τα έχει κλειδώσει πολύ καλά στη σκέψη του με ευπάθεια που στις μέρες μας σπανίζει γιατί περιθωριοποιεί και στιγματίζει εκείνον που σκέπτεται και προβληματίζεται για όλα εκείνα που ξεχνιούνται παγκόσμια, κοινωνικά, ιδίως τα ανεξίτηλα τραύματα της «Σαγράδα Φαμίλια.» Ο ήρωας του βιβλίου, επιλέγει να βάλει σε τάξη τη μνήμη, τώρα στα πενήντα τρία του χρόνια, διαχωρίζει ό,τι πιο καλό έχει γραφεί στο μνημονικό του, για τον ίδιο, την οικογένεια, το συγγενικό περιβάλλον, τις ερωτικές του ώρες, τις αδιάφορες ώρες μπορώ να πω, χωρίς εκείνη που μόλις δυο φορές συνάντησε και μάλιστα από μακριά και την ψάχνει ακόμα. Η παρουσία της έχει πάρει το μεγαλύτερο μέρος του μνημονικού του, καθώς και η μηχανολογία των αεροπλάνων.

    Η συγγραφέας μέσα από τη ματιά του Μιχάλη Τσιούλη, ψυχογραφία του Μιχάλη Τσιούλη, θα έλεγα,  μας οδοιπορεί σε ιστορικά, μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά μονοπάτια και μας υπενθυμίζει όλα εκείνα που οι επικρατέστερες-εξουσιαστικές δυνάμεις τα περνούν στα Ψιλά Γράμματα.

Αφήγηση ρέουσα, η γλώσσα, οι εικονοποιητικές περιγραφές, η ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, η εναλλαγή της τριτοπρόσωπης σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, είναι καθόλα εξαιρετική γραφή, γνωστή εξ άλλου της επιτήδειας συγγραφέα.

Η μελαγχολία του θέματος, μέσα από τη ματιά του Μιχάλη Τσιούλη, μερώνει με το χιούμορ της Καρυστιάνη. Στο έργο προσέχει κανείς την ιερότητα της χλωρίδας-πανίδας που συνεχώς ξεκληρίζεται, την μηδαμινότητα της ανθρώπινης κενοδοξίας, τον ψόγο σε κάθε τι και στον καθένα για το παρουσιαστικό του και τον τρόπο που ζει, καταγγελία στους πολέμους και στην υπεροπλία των ισχυρών του κόσμου μας και τρυφερότητα έναντι της στοργής, της αγάπης, της ανιδιοτέλειας και μιας ενοχής που συνήθως οι ευαίσθητοι  πενθούντες φέρουν ως αίτιοι μιας άκαιρης στιγμής.

Μέσα από το διάβα της ζωής του Μιχάλη, γνωρίζουμε τις συμπεριφορές της οικογένειάς του, τους συγγενείς και ιδιαίτερα τους τόπους που γεννήθηκαν-μεγάλωσαν και εκεί που ζουν και πεθαίνουν.

Με ευχαρίστηση ο Μιχάλης πήρε τον ανοϊκό και άρρωστο βαριά πατέρα του για ένα μικρό ταξίδι με τ’ αυτοκίνητό του, σε μέρη της Αττικής που ποθούσε ο άρρωστος. Φορές φορές ο άρρωστος πετάει κουβέντες άλλοτε αιχμηρές, άλλοτε τρυφερές, ερωτικές. Κουβέντες που περνούν ανώδυνα στ’ αυτιά του Μιχάλη, όπως η ερώτηση κάθε γονιού που τρέμει μην τυχόν υπάρχει κάτι στραβό (όπως η διαφορετικότητα) στο αρσενικό της οικογένειας και μάλιστα όταν ο γιός γεροντοπαλίκαρο πενηνταρίζει, χωρίς να έχει συνοδευτεί ποτέ από γυναίκα. «Είσαι πούστης γιέ μου;» Αυτό είπε ο γέροντας-πατέρας και έτσι ακριβώς αρχίζει η Καρυστιάνη την αφήγησή της. Ο Γιος ανοίγεται μιλάει στον πατέρα όπως δεν έκανε ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όμως τι ήταν εκείνο που είπε ή ποια στιγμή το είπε και ο πατέρας ήταν ήδη παγωμένος; Τι έφταιξε; Μήπως επειδή εξομολογήθηκε ότι είναι πιστός στον πλατωνικό του έρωτα για ένα κορίτσι με γκρίζο σκουφί και πορτοκαλιά φούντα, που το πέταξε στον αέρα φωνάζοντας Ε-λευ-θε- ρία στα γεγονότα του Πολυτεχνείου; Το ίδιο σκουφί, το ίδιο κορίτσι είχε δει να ψέλνει στη χορωδία κατά την ακολουθία του Επιταφίου. Το ίδιο μελαχρινό χαριτωμένο και ηρωικό μουτράκι.

Ο Μιχάλης που λάτρευε τα αεροπλάνα και μαθήτευσε ώστε να γνωρίζει καλύτερα κι απ’ τον καθένα πιλότο και μηχανικό τις τεχνικές λεπτομέρειες του κάθε εξαρτήματος, τον κορμό, τις πτέρυγες, τα πηδάλια, την έλικα, τους κινητήρες, το σύστημα τροχών και άλλα ατέλειωτα σχετικά με τον μηχανολογικό εξοπλισμό τους. Πετούσαν τα αεροπλάνα και τα θαύμαζε, αλλά μπορεί ποτέ να μην ανυψώθηκε μαζί τους, στα όνειρά του όμως πετούσε καθημερινά και σε καιρούς πολέμου το όνειρό του τον ανέβαζε στους ουρανούς κι εκείνος πετούσε τις βόμβες στη θάλασσα να μη βλάψουν καμιά ζωή. Κάτι τέτοια περί ονείρων έλεγε στην ψυχολόγο, που μα τι άλλο παρά για αλαφροΐσκιωτο τον περνούσε.

Τα ερωτικά περνούσαν σαν γοργοπόδαρο θήραμα. Εκείνος επέμενε στην αναζήτηση του γκρίζου με πορτοκαλί φούντα σκουφάτου κεφαλιού. Στην οικογένεια ήταν περισσευούμενος, γιατί δεν θα ανέβαζε σε υψηλότερο σκαλί το όνομά της, όπως ο θείος Φώντας που έπεσε στον εμφύλιο. Ο δάσκαλος πατέρας ασκεί επιρροή στα παιδιά του και ιδίως επισημάνσεις στην αδυναμία, ατολμία του Μιχάλη για κάτι ανώτερο, το ανώτερο για την υπερηφάνεια της οικογένειας. Αντίθετα ο μεγάλος αδελφός, ο Κίμωνας, διπλωμάτης, συγγραφέας και με θέσεις κλειδιά στο κυβερνητικό επιτελείο, ήταν εκείνο, που επιζητούσε ο δάσκαλος Πολυχρόνης, πατέρας-χειραγωγός των παιδιών του.

          Ο Μιχάλης ζούσε μόνος, ζούσε αθόρυβα, μιλούσε τόσο όσο να μην ενοχλείται κανείς. Ζούσε σαν μη θεατός στον κόσμο, γιατί δεν υπήρχε κανένα κενό να χωρέσει. Η αξιοπρέπειά του τον άφησε πολλές φορές νηστικό, ούτε από τους γονείς να ζητήσει κάτι μικρό, οι άδειες τσέπες του ήταν γεμάτες αξιοπρέπεια.

Αποξενωμένος από αδελφό. Ο αδελφός ζει στα ξένα, είναι αδιάφορος, απόμακρος και ξένος. Φιλόδοξος, σπουδαγμένος, με θέσεις κλειδιά στο δημόσιου και με ακόμα υψηλότερες βλέψεις. Το αδελφικό ενδιαφέρον έστω και μικρό, είναι κάπου χωμένο στη σκέψη του Μιχάλη, γιατί ο Κίμων μεσολαβεί να του βρει δουλειά. Έτσι ο Μιχάλης μπήκε με μέσον στην ΕΑΒ ως μηχανικός.

Όμως το καλάμι που καβαλάει κανείς, σπάει πολύ εύκολα και βλέπουμε τον μεγάλο αδελφό στο τέλος, με νευρασθένεια και ψυχολογικά προβλήματα, ατημέλητο και απογοητευμένο, να κρατάει το χέρι τον Μιχάλη, μπροστά στον φρεσκοσκαμμένο τάφο του πατέρα τους.

Η συγγραφέας διατρέχει ιστορικά γεγονότα από 1972 έως 2005 και ανατρέχει επίσης  στο παρελθόν όπως στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στον Εμφύλιο. Εστιάζει τη ματιά της σε κάτι συνηθισμένο και φαινομενικά αδιάφορο οικογενειακό-συγγενικό και φιλικό περιβάλλον, σε νοήματα υψηλά, ανθρώπινα, ευγενικά.

 

Απανθίσματα:

Μπορεί να το θέλει η ημέρα, με το που ξημέρωσε η Μεγάλη Παρασκευή, Ταμιευτήριον Πένθους, στα δυο πρωινά καφεδάκια με παξιμάδι στο μπαλκόνι, ο γέρος είχε πιάσει αμέσως δουλειά, πώς η μακαρίτισσα απέτυχε να καλοπαντρέψει τα παιδιά της και να αποστρατευτεί από την έγνοιά τους παρασημοφορημένη, πώς τη γονάτιζε και η παραμικρή αναφορά στον αδικοσκοτωμένο στα δεκαεννιά του Φώντα, πως το σπίτι άντεξε πεντέξι μήνες μετά το θάνατό της, ύστερα ξεψύχησε κι αυτό, πως ως δάσκαλος διόρθωσε τη λέξη γεράματα σε κωλογεράματα, αφού δεν είναι ωραίο που οι άνθρωποι αχρηστεύονται σε κοινή θέα.

 

 

Τζένη Μακαριάδη