Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ του Ocean Vuong (γεν. 14.10.1988, Χο Τσι Μιν, Βιετνάμ)

 ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ του Ocean Vuong (γεν. 14.10.1988, Χο Τσι Μιν, Βιετνάμ)

 

Ο Ocean Vuong είναι Βιετναμέζικος Αμερικανός ποιητής, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος.

Ο Vuong είναι αποδέκτης της υποτροφίας Ruth Lilly / Sargent Rosenberg του 2014 από το Poetry Foundation, ένα βραβείο Whiting 2016 και το T.S. Βραβείο Eliot για την ποίησή του. 

Εκπαίδευση: Glastonbury High SchoolΚολέγιο του ΜπρούκλινΠανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης

Βραβεία: American Book Award

Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Τμήμα Λογοτεχνίας.

 

Ο Ocean Vuong είναι μια σπάνια περίπτωση συγγραφέα. Το 2017 του απονέμεται το κορυφαίο βραβείο T.S. Eliot για την ποιητική του συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου. Το 2018, πριν κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, πάνω από 15 εφημερίδες και site το είχαν συμπεριλάβει στα πλέον αναμενόμενα βιβλία της χρονιάς. Μόλις κυκλοφόρησε έγινε best seller και μπήκε στη λίστα των New York Times. Αναδείχτηκε το καλύτερο βιβλίο του 2019 για: ΤΙΜΕ, New Yorker, Washington Post, The Guardian, New York Public Library, The Wall Street Journal Magazine, Vanity Fair, Esquire, GQ, Entertainment Weekly, The San Francisco Chronicle κ.ά.

Στα δύο του χρόνια, η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Βιετνάμ και να μείνει για οκτώ μήνες σε έναν καταυλισμό προσφύγων στις Φιλιππίνες πριν μεταναστεύσει στην Αμερική. Είναι ο πρώτος στην οικογένειά του που έμαθε να διαβάζει σε ηλικία 11 ετών και 18 χρόνια αργότερα (2017) έλαβε το βραβείο T.S. Eliot.

***                                    ***                          ***                ***               

Ένα βιβλίο πλέον των 300 σελίδων που το διαβάζεις μέσα σε μια μέρα. συνειρμική αφήγηση. Επιστολική πεζογραφία, μια κι ο αποστολέας αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας του έργου μάς προϊδεάζει να διαβάζουμε γραμμή-γραμμή αυτά που γράφει στη μητέρα του. Βιογραφικό, δραματικό όσο αισιόδοξο, ερωτικό, σκληρό κοινωνιολογικό, πολιτικοκοινωνικό, αντιπολεμικό, αντι-φυλετικό, φιλο-ομοφυλοφιλικό έργο σε διστοπικές περιοχές και γειτονιές, έργο λυρικό, ποιητικό, θρηνητικό, ύμνος στην αγάπη, στην στοργή, στον έρωτα. Ο νεαρός συγγραφέας κρατάει  ανοιχτή την καρδιά του κάνοντας τη δική μας να πάλλεται στους ρυθμούς που η γραφή του επιδιώκει.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ο συγγραφέας και πρωταγωνιστής του έργου, κινεί το ενδιαφέρον, την ευαισθησία, την τρυφεράδα, τον θυμό, τον φόβο κι αυτό το απαγορευμένο το περιθωριοποιημένο που σε πολλές περιπτώσεις αποφεύγουμε ή αδιαφορούμε να γίνεται οικείο, να δίνει μαθήματα ανθρωπιάς, αληθινής αγάπης, θαυμασμού για τα ζώα, τις πεταλούδες, τα φυτά κ.α. Ξέρετε; μας λέει, για τα βουβάλια που πέφτουν κατά σωρούς στον γκρεμό. αυτοκτονούν λοιπόν τα βουβάλια.  Πετυχαίνει όλα τα προαναφερόμενα όχι τόσο με το θέμα του έργου, όσο με τη λογοτεχνική γλώσσα που ρέει αργά και ήσυχα στο μυαλό, στην αλήθεια στον θρήνο μας για ξένο θάνατο, για ξένες αγάπες, για την έκπληξή μας στην σκληρότητα του έρωτα πλημμυρισμένου από στοργή κι αγάπη, όταν ο σύντροφος μαλάσσει με το στόμα του για να ζεστάνει τα κρύα και βρόμικα δάχτυλα των ποδιών αγαπημένου, τον έρωτα αυτόν που ο παράδεισος δήθεν εξοστράκισε και βασιζόμενοι σ’ αυτό αφορίζουμε -ναι αφορίζουμε- όταν τελικά όλα αυτά δεν είναι για τους πρωταγωνιστές και μόνο του έργου, αλλά για τον άνθρωπο τον κάθε άνθρωπο. Τον κάθε άνθρωπο ιθαγενή, γηγενή, αλλογενή, ταξικοποιημένο, άνεργο, πεινασμένο θήραμα εκμεταλλευτών και ναρκοδηλητηριάσεων. Τα ανθρώπινα αυτά όντα που κινούνται ανάμεσά μας αόρατα, γιατί ούτε το όνομά τους, ούτε την καταγωγή, ούτε τη γλώσσα, ούτε το φύλο τους αποδεχόμαστε. Έχουμε, λοιπόν, μια αυτοβιογραφία, μια τραγική οικογενειακή ιστορία Βιετναμέζων κυνηγημένων από τα πυρά ανελέητων πολεμοχαρών.

Ας πω λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου. Ο νεαρός Ocean  γράφει τη βιογραφία του με εντιμότητα με αλήθειες -μπορεί και επινοήσεις- βασίζεται στην απώλεια, στην αγάπη για ανθρώπους και ζώα. Απευθυνόμενος στην αγράμματη μητέρα του, άραγε αν ήξερε να διαβάζει θα της έγραφε αυτό το γράμμα; αλλά και η μητέρα του θα έμπαινε στο νόημα της ψυχοσωτήριας εξομολόγησής του;  

 Η μητέρα του η Ρόουζ, εξ αιτίας του πολέμου στο Βιετνάμ, μετά την εγκατάστασή της στις ΗΠΑ, δεν έμαθε αγγλικά, παρά ελάχιστα ίσα να συνεννοείται. Η οικογένεια του συγγραφέα, η μητέρα του Ροουζ και η γιαγιά του Λαν, αναγκάστηκαν να φύγουν από το Βιετνάμ, το λευκό δέρμα της Ρόουζ πρόδιδε παιδί μεικτού γάμου, κάτι που δεν ήταν αποδεκτό στην πατρίδα και τοπική κοινωνία. Ο πόλεμος και η εγκατάλειψη από τον σύζυγό και πατέρα του Όσιαν αφήνει ανεξίτηλα ίχνη στην ψυχή της και πολλές φορές κακοποιεί τον μικρό Όσιαν. Η μητέρα της, η Λαν, είναι σχιζοφρενής όμως με συγκροτημένες ιδέες πολλες φορές για την αποφυγή  κακοτοπιάς. Στα έντεκα του χρόνια μαθαίνει να διαβάζει. Παίρνει εύκολα τα γράμματα. Ζει σε φτωχική συνοικία, στο Χαρτφορντ του Κονέκτικατ, ζει ως μη λευκός, νιώθει την απόρριψη και το μπούλινγκ από τα μικράτα του και στην εφηβεία του -ανακαλύπτοντας ίσως την ομοφυλοφιλία του- ερωτεύεται και αγαπά λευκό αμερικανό. Μετακομίζει στη Ν. Υόρκη και σπουδάζει αγγλική λογοτεχνία.

Απανθίσματα:

*Προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη ζωή-ακόμα κι όταν ξέρουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση το σώμα ν’ αντέξει. Θρέφουμε τη ζωή, της προσφέρουμε ανακούφιση, την μπανιάρουμε, της χορηγούμε φάρμακα, τη χαϊδεύουμε, της τραγουδάμε ακόμα. Επιτελούμε τις βασικές αυτές λειτουργίες, όχι επειδή είμαστε γενναίοι και αλτρουιστές, αλλά επειδή, σαν την ανάσα, αυτή είναι η πιο κεφαλαιώδης πράξη για το είδος μας: να διατηρούμε το σώμα ώσπου η ζωή να το αφήσει πίσω.

*Εδώ, καλά είναι να βρεις ένα δολάριο μαγγωμένο στη σχάρα του υπόνομου, καλά είναι όταν στη μαμά σου φτάνουν τα λεφτά για να νοικιάσει μια ταινία στα γενέθλιά σου και, αφού παραγγείλει και μια πίτσα πέντε δολαρίων από του Easy Frank, να μπήξει οκτώ κεράκια στο λειωμένο τυρί και το πεπερόνι. Καλά είναι όταν ξέρεις ότι έπεσαν πυροβολισμοί και ο αδελφός σου ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που γύρισν σπίτι, ήταν ήδη δίπλα σου με τα μούτρα χωμένα σε μια γαβάθα μακαρόνια με τυρί.

 ***


 

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

"ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΑ" της Ευγενίας Μακαριάδη, εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ

 


«Το ράγισμα», το τρίτο βιβλίο της Ευγενίας  Μακαριάδη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν, μας εξέπληξε ευχάριστα. Με πυκνή, ελλειπτική γραφή και γλώσσα ανάγλυφη περιπλέει το χώρο και το χρόνο των ηρώων της, προκαλώντας συναισθηματική αναστάσωση, χωρίς μελοδραματισμούς.

Αφήγηση που ισορροπεί ανάμεσα στο θέμα και τη γλώσσα, μέσω της ενάργειας των περιγραφών και των κινηματογραφικών της εικόνων, αναδεικνύει τον έρωτα, το πάθος και το θάνατο ως κύριο συστατικό ζωής.

Οι άνδρες κυρίως αφηγητές ή πρωταγωνιστές της, δεν φοβούνται να αποδελτιώσουν το παρελθόν τους, εκκινώντας από το ώριμο παρόν τους, εφοδιασμένοι με τα  σοφά και περίτεχνα ραγίσματα των βιωμάτων τους. Συνήθως οι ήρωες θυμούνται αυτοθεραπευόμενοι, βρίσκουν την απωλεσθείσα ταυτότητά τους, ή επαναλαμβάνουν λυτρωτικές συμπεριφορές όψιμα. Τολμούν να κοιτάξουν κατάματα αυτοκτονίες, δολοφονίες, ματαιώσεις, απώλειες, λάθη, χωρίς ενσταλάγματα ενοχής ή τιμωρίας. Ανήλικα παιδιά προσπερνούν το αμετάκλητο του θανάτου και συνεχίζουν τροπαιοφόρα τη ζωή τους.

Μικρές ατιμίες και μεγάλα σφάλματα χρεώνονται στους πρωταίτιους και οι αποδέκτες τους συνεχίζουν τη ζωή τους. Η ερωμένη ενός εβραίου στο  β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αφηγείται όσα θυμάται από την τάφρο που άνοιξε και έκρυψε μέσα τον αγαπημένο της.  Γιος τολμά να μιλήσει για την αλκοολική μάνα του. Γυναίκα σπρώχνει μαλακά προς το θάνατο τον άρρωστο και άτολμο εραστή της. Ο Θάνατος με τη μορφή του γιού και τη βοήθεια της γυναίκας του, δολοφονεί την ανελέητη μάνα του. Ιστορίες απενοχοποιημένης σκληρότητας και άφατης ευαισθησίας βγάζουν με γενναιότητα τη γλώσσα στο αποτρόπαιο.

Εντύπωση επίσης κάνουν σ’ αυτό το βιβλίο της Μακαριάδη, όπως και στο προηγούμενο, η σύμπλευση ρεαλιστικού και παράλογου στοιχείου. Έχουμε διηγήματα τοπιογραφικά του άστεως με ακριβή προσανατολισμό του χώρου και της ανθρωπογεωγραφίας και διηγήματα όπου κυριαρχεί το όνειρο και το παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Το οικοτροφείο των καλογραιών στα περίχωρα της Αττικής, ο σιδηροδρομικός σταθμός στα Κιούρκα, το δάσος Χαϊδαρίου, τα Εξάρχεια, είναι απολύτως αναγνωρίσιμοι τόποι, όπως και η ταραχή του ονείρου ηλικιωμένης αθλήτριας  με  νεαρά ποντίκια να μεταγγίζουν το αίμα τους σε υπέργηρους, ή η συνομιλία των πρωταγωνιστών με ζώα αληθινά ή ψεύτικα ως το alter ego του εαυτού τους.

Το οδοιπορικό εν τέλει της Μακαριάδη έχει σταθμούς αξιέραστους, τέτοιους που μέσα από την πληγή και το θραύσμα οδηγούμαστε στην ενσυνείδητη ίαση και την κατάματη ενατένιση της ζωής.

Καράμπελα Αρετή