Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

"ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ". εκδόσεις Εστία.



                     
των:
                                   
                                Βενέζη Ηλία (1903-1973)
                               Καραγάτση Μ.(1908-1960)
                              Μυριβήλη Στράτη(1890-1969)
                             Τερζάκη Άγγελου (1907-1978)


Τέσσερις μεγάλοι του πνεύματος, εποχής του ’30, κατόπιν  παρότρυνσης του νεώτερού τους συγγραφέα επίσης (αστυνομικών μυθιστορημάτων) Γιάννη Μαρή (1916-1979), πειραματίστηκαν στην εκ περιτροπής συγγραφή μιας μυθιστορίας∙ παρότι στην αρχή είχαν τις αμφιβολίες τους, πείστηκαν τελικά κι ευτυχώς γιατί το πείραμα πέτυχε.

Ένα παιχνίδι, μια μοιρασιά γραφίδας από χέρι σε χέρι με ανατροπές και μυστήρια που δεν μπορούν να προβλεφτούν.

Γραφές με το στίγμα του κάθε συγγραφέα. Ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης. Ο λεξιλογικός τους πλούτος, η αχαλίνωτη φαντασία που σε δοκιμάζει στο ασύλληπτο, η παγιδευτική διάθεσή τους, όταν ο ένας δίνει τη «σκυτάλη – γραφίδα» στον άλλο και τελικά η νίκη ισάξια δοσμένη στους τέσσερις.

Ερωτική ιστορία, που αρχίζει προπολεμικά μ’ ένα απεχθές έγκλημα τιμής, με ραδιουργίες, προδοσίες, μίση και δωσιλογισμούς με τα στρατεύματα κατοχής κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Συνεχίζεται το  έργο με τη μεταπολεμική Αθήνα τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, τα πάθη, τα μίση, οι μικρότητες και οι γενναιοψυχίες των ηρώων και ηρωίδων της μυθιστορίας.


Σ’ ένα μπαρ μια πανέμορφη χορεύτρια, με το χαϊδευτικό όνομα Νενέλα, τριγυρισμένη από θαυμαστές έπιναν και συζητούσαν, μέχρι που μπήκε ένας ωραίος άντρας με τη σύζυγό του∙  ένας της παρέας που τον γνώριζε έκανε τις συστάσεις λέγοντας  ότι είναι  Ιταλός φίλος, άλλοτε λοχαγός των Βερσαλλιέρων επί κατοχής και του χρωστά τη ζωή του. Όταν ο άντρας έσκυψε να χαιρετήσει τη Νενέλα εκείνη σηκώθηκε και του έδωσε ένα γερό χαστούκι που ακούστηκε σ’ όλη την αίθουσα..

Ο ανεμόμυλος της «Περιβόλας» στην Αίγινα,  στιγματισμένος από απαίσιο έγκλημα τιμής, όταν ο ηλικιωμένος άντρας βρήκε τη νεαρή του σύζυγο σε ερωτική συνεύρεση με τον επίσης νεαρό ανεψιό του. Η παραφορά δε φαινόταν στο ατάραχο πρόσωπο του άντρα μέχρι που σήκωσε τον ανεψιό στα σιδερένια μπράτσα και τον πέταξε μέσα στην καζάνα όπου έβραζε το σαπουνόλαδο με την καυστική ποτάσα, του σαπουνάδικου που διατηρούσε. Το δε κορίτσι τραβώντας το στ’ αγκάθια μισόγυμνο και ξυπόλητο το πήγε στον ανεμόμυλο και εκεί το ‘δεσε  στερεά στην φτερωτή του. «..Αυτή δε μιλούσε. Έτριζαν πάντα τα δόντια της και το φεγγάρι γιόμιζε τ’ ανοιχτά μάτια και το βασανισμένο πρόσωπο. Ο αγέρας τίναζε δεξιά-ζερβά τα μαλλιά σαν μαύρη ξεσκισμένη σημαία.»

Μια μυστική δύναμη κάνει την καλλιτέχνιδα Νενέλα να σβήσει μια για πάντα το σκωπτικό της παρανόμι και να υιοθετήσει το πραγματικό της που είναι Ελισάβετ. Συνάμα αποπλέει στ’ ανοιχτά τον Σαρωνικό για να επισκεφτεί για πρώτη φορά το νησί. Στο νησί ψάχνει αχνάρια δικά της, αχνάρια άλλων ζωών αίτιο της δικής της ζωής.

Στον ανεμόμυλο  της «Περιβόλας» η αρχή του νήματος, όπου η σαπισμένη από την πολυκαιρία φτερωτή του κρέμεται  παράλυτη.

Εκεί στο ναό της Αφαίας θα συναντηθεί με τον Ιταλό λοχαγό, τον μεγάλο της και ανεκπλήρωτο έρωτα. Εκεί θα λυθεί η παρεξήγηση μιας προδοσίας που ποτέ δεν έγινε απ’ αυτόν.  Εκεί μέσα από τις κολόνες κοιταγμένο, χαμηλά, το πέλαγο, χρυσό απ’ το φως, ταξιδεύει την αιωνιότητά του και εκεί ακριβώς θα λάμψει η αλήθεια μιας αγάπης, που ποτέ δεν τέλειωσε.

(σελ. 16) .. τη ζωή αυτή βέβαια την είχε διαλέξει η ίδια, δεν παντρεύτηκε για να μείνει αφοσιωμένη στην τέχνη της, να μην υποχρεωθεί σε παραχωρήσεις, συμβιβασμούς που η απόλυτη και παράφορη ψυχή της τους αντιπαθούσε..

(σελ. 37)... μανιακούς που εξόρμησαν για να υποδουλώσουν τον κόσμο με τη φωτιά και με το έγκλημα...

(σελ. 38) ... οι πόλεμοι, βλέπετε, είναι ένα φριχτό γεγονός έξω από τη θέλησή μας. Και μια φορά που θα γίνει, κινείται μέσα σε μια δική του νομοτέλεια, μέσα σε μια δική του λογική που είναι έξω από κάθε λογική, μέσα σε μια δική του δικαιοσύνη που είναι η άρνηση της κάθε δικαιοσύνης.  Αν μπορούσαμε σαν άτομα να σώσουμε την ανθρωπιά μας μέσα σ’ αυτή ζούγκλα, νομίζω πως αυτό θα ‘ναι μια ανακούφιση για την ψυχή του ανθρώπου που πάσχει...

(σελ.197)..  η ζωή της κομψής και περήφανης αυτής γυναίκας στάθηκε ως τα τώρα ένα ανιαρό κομπολόι από μέρες ίδιες κι ανάλλαγες, ήσυχες και μονότονα ευτυχισμένες, αν μπορεί να ονομαστεί ευτυχία αυτή η ανιαρή σιγουριά για μια οργανωμένη κι αδιατάρακτη ζωή, που φαινόταν πως τίποτα εξαιρετικό δεν μπορούσε να ταράξει την κουραστική της γαλήνη.












Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

"ΑΛΑΖΟΝΑΣ"






Διαβάζοντας διάφορα εφήμερα έντυπα,  ο απλός αναγνώστης διαβλέπει την ψυχογραφία του γράφοντος και κρίνει τον χαρακτήρα του· πολλές φορές θαυμάζει τους στοχασμούς του και άλλες τόσες και περισσότερες τον ξενίζει η κομπορρημοσύνη των λόγων του καθώς και η αλαζονεία των επιτευγμάτων ή περγαμηνών του, αν υπάρχουν.

Μου έρχεται στο μυαλό η ρήση του Βολτέρου (Voltaire 1694-1778) «Η βεβαιότητα είναι δυσάρεστη, αλλά η σιγουριά είναι παράλογη».

Ας μου επιτραπεί να προσθέσω τα λόγια του Ευαγγελιστή Ματθαίου (γ’9) «Υπέρ σεαυτού μη φράσης εγκώμια».

Ας ξεχάσουμε, λοιπόν, όλοι και περισσότερο αυτοί που δημοσιογραφούν, αυτό που λαϊκίζοντας λένε:  «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»

Σημειώσεις (σημαντικές):

Δεν θα σε εμπλουτίσει αυτό που θα εκμαιεύσεις από τα βιβλία- είναι αυτό που τα βιβλία θα εκμαιεύσουν από σένα που θα αλλάξει τελικά τη ζωή σου. Τα βιβλία απλά σε βοηθούν να δεις αυτό που ήδη βρίσκεται μέσα σου. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (470-399).

Αν αφήναμε μόνο τους ιδιοφυείς να ασχολούνται με τη λογοτεχνία, πιθανόν να ζούσαμε σ’ ένα πληκτικό κόσμο. ΣΕΣΙΛ ΙΓΓΛΕΣΗ-ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ. (Ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης).

                                                            Ευγενία Μακαριάδη.


Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Έκθεση φωτογραφίας του Λευτέρη Μαϊρόπουλου.

                                                                         

Μια πρόσκληση, ένα παραστατικό ταξίδι.. μια μουσική..

Γεμάτη η αίθουσα κόσμος πολύς μιας πόλης που ψηλώνει αδιάκοπα στεριωμένη σε  καλλιτεχνήματα και πνευματικές δημιουργίες. Μιας πόλης που πηγαίνει κόντρα στην ευτέλεια και στη βαρβαρότητα των καιρών μας.

Προχωρούσα ανάμεσα στον κόσμο παρατηρώντας συνάμα στιγμές ζωής απομονωμένες και κορνιζαρισμένες.

Φωτογραφίες σε ένα σύνολο πέντε ενοτήτων: "Οι ασπρόμαυρες αναμνήσεις" στην πρώτη, "Πυρκαγιά στο Διόνυσο" στη δεύτερη, "Πρόσωπα" στην τρίτη, "Διάφορα" στην τέταρτη και "Μεταμορφώσεις" στην πέμπτη.

Σιμά σ' ένα μοβ-κίτρινο λουλούδι με τα φυλλαράκια του εκστασιασμένα στο φλερτ μιας χρυσαλλίδας. Άραγε τρύγησε το μέλι, αναρωτήθηκα.

Μια διαβολική μορφή ρόπτρου -knock - knock on the hell's door.

Μια θεσπέσια ινδή χορεύτρια,  να βροντούν στα  αυτιά μου τα δεκάδες πολύχρωμα βραχιόλια που στολίζουν τα γυμνά της μπράτσα,  σε μια  θεαματική χορευτική φιγούρα όπου λυγίζει το όμορφο κεφάλι στο πλάι ενώ το δεξί χέρι πίσω από το κεφάλι τραβά σαγηνευτικά το αριστερό, γυμνό της πέλμα...

Το όμορφο πρόσωπο μιας νέας Ινδής γυναίκας χαμογελάει πλατιά σε μια πανδαισία χρωμάτων μελαψού δέρματος, μελένιων ματιών, κατακόκκινων χειλιών, αστραφτερών δοντιών και μιας μαντίλας που μπλαβίζει στο δεξί προφίλ της.

Δέντρα εξομοιωμένα σε λυγερό γυναικείο κορμί (Κάρμεν).
Δέντρα εξομοιωμένα σε νυκτόβια πουλιά (Κουκουβάγια).
Δέντρα εξομοιωμένα σε μορφές αντρίκιες.

Ροδοπέταλα σ' άσπρο κόκκινο πετούν στο διάστημα..

Ένας άνθρωπος με καταρρακωμένη αξιοπρέπεια, ένας άντρας επαίτης.

Μια μικρούλα περουβιανή να τρωει παγωτό, ίσως για πρώτη φορά, με τα μάτια ορθάνοιχτα και  παραξενιασμένα στο φακό. Με τη ματιά ενός αίλουρου που απαγορεύει την οποιαδήποτε κίνηση που ενοχλεί  αυτή τη  μοναδική, λαχταριστή ευτυχία μιας γεύσης, μιας τροφής που σπανίζει.

Ταξίδεψα σε απεικονίσεις χρωματιστών και μαυρόασπρων φωτογραφιών όπου αιχμαλωτίζουν στιγμές ζωής, στιγμές αλήθειας κι εγώ τις συνέλαβα έτσι... σαν παραμύθι...

Η Διονυσιακή κομπανία συνόδεψε την εκδήλωση με παλιά και νέα τραγούδια, όπου μαζί τους τραγουδούσαν και οι παρευρισκόμενοι. Η βραδιά τέλειωσε με τραγούδια του Χατζή, κι εγώ σιγομουρμουρίζοντας τον τελευταίο στίχο..  σας τον αφιερώνω.
 «κι ό,τι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε/ από ψηλά αν το κοιτάξεις/ θα σου φανεί τόσο ασήμαντο/ που στιγμή θα το ξεχάσεις»

Την έκθεση φωτογραφίας του συμπολίτη μας κ. Λευτέρη Μαϊρόπουλου, εγκαινίασε ο Δήμαρχος Διονύσου κ. Ιωάννης Καλαφατέλης το Σάββατο 3/11/12, στον πολιτιστικό χώρο της Δημοτικής Κοινότητας Διονύσου.

Με τα θερμά μου συγχαρητήρια στον εκθέτη κ. Λ. Μαϊρόπουλο.

Ευγενία (Τζένη) Μακαριάδη.



   

"ΑΓΑΠΗ"






                    Ταινία σε σκηνοθεσία του Μίκαελ Χάνεκε
                    Πρωταγωνιστούν:
                    ο  Λουϊ Τρεντινιάν (ετών 82)!!! και
                    η Εμανουέλ Ριβά (ετών 85)!!!.

     Τι ταινία Θεέ μου! Τι ηθοποιϊα, τι σκηνοθεσία, χίλια θαυμαστικά και δε φτάνουν. Μια «αγάπη» μακροχρόνιας συμπόρευσης βασισμένη στον έρωτα, στην τρυφερότητα, στο σεβασμό, στην αξιοπρέπεια μιας αστικής, θάλεγα, ζωής και μετά η αθέλητη φθορά, η κατάντια, τα πάνω κάτω μιας ήσυχης ζωής και το τέλος ένας θάνατος, ως συμβαίνει, στον καθένα χωριστά. Όμως στην περίπτωση του ηλικιωμένου ζευγαριού ο θάνατος «αδύναμος» πέφτει στα χέρια εκείνα που ακόμα μπορούν να εξυπηρετούν και να αυτοεξυπηρετούνται... «ετσιθελικά» τα χέρια παίρνουν τη ζωή τους και την οδηγούν όπως εκείνα χρόνια τώρα ήξεραν – ήθελαν- θέλουν λίγο πριν την κατάρρευση...

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Η πέτρα της υπομονής, του ΑΤΙΚ ΡΑΧΙΜΙ (γεν.το 1962, Καμπούλ)



               
                     
                            

                              Βραβείο Goncourt 2008.
                       
                                (Εκδόσεις: Ψυχογιός).


Μύθος: ένας λίθος "Σενγκέ Σαμπούρ" - σύμβολο της περσικής μυθολογίας.

Μια πέτρα μαγική, μια μεγάλη, μαύρη, στρογγυλή πέτρα που κάθεσαι σιμά της και εξομολογείσαι τα ανομολόγητα.  Αυτά που κανένας δεν θέλει, δεν αντέχει, δεν έχει μάθει να αφουγκράζεται, αφού ουδέποτε άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να εκφράσει τις ενδόμυχες σκέψεις του, τα αισθήματά του, τον ψυχικό του κόσμο σ' έναν κόσμο του "απαγορεύεται".

Έτσι  παρεκκλίνοντας, κατά παράβαση, τους θρησκευτικούς,  κοινωνικούς ή ηθικούς νόμους, τοποθετείς την "πέτρα" μπροστά σου, της ανοίγεις την καρδιά σου και όλα σου τα βάσανα θρυμματίζονται μαζί με την πέτρα που εκρήγνυται.

Ένα φτωχόσπιτο στα σύνορα του Αφγανιστάν, που σείεται από φόβο και τρόμο μπρος σε επικείμενη κατάρρευσή του εξ αιτίας εμφύλιου πολέμου των "εσείς και εμείς" για την εξουσία.  Ένας πόλεμος των "ταλιμπάν", σε ένα κράτος μουλάδων.

Μέσα στο σπίτι μια νεαρή γυναίκα πηγαινοέρχεται μια προσέχοντας τις μικρές της κόρες, μια μπαίνοντας σ' άλλο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της, προστατεύοντας έτσι τα παιδιά να μη δουν τον πατέρα τους, που ψυχορραγεί χτυπημένος στον αυχένα από μια σφαίρα.

Το δωμάτιο άδειο σχεδόν, κουρτίνες στα δυο παράθυρα με σχέδια αποδημητικών πουλιών. Μια χαντζάρα στον τοίχο και από κάτω μια φωτογραφία ενός τριαντάχρονου, περίπου, μυστακοφόρου άντρα που έχει όψη κοροϊδευτική σ' αυτόν που τον κοιτάζει. Ο ίδιος άντρας κείτεται σ' ένα στρώμα κατάχαμα, με ανάσα επιθανάτιου ρόγχου, το ύφος του δεν απέχει πολύ από τη φωτογραφία.

Η γυναίκα προσέχει να μην αδειάζει το μπουκάλι με το ζαχαρωμένο-αλμυρό νερό που στάζει στο ανοιχτό του στόμα και να βάζει με προσοχή Μια-δυο σταγόνες κολλύριο στα ανοιχτά, ακίνητα στο ταβάνι καρφωμένα μάτια του Μια-δυο σταγόνες και πάλι και πάλι. Πηγαινοέρχεται λαχταρισμένη, υποταγμένη στις εντολές του μουλά. Διαβάζει από το ανοιχτό κοράνι τα ενενήντα εννιά ονόματα του Θεού.  Κλαιει επαναλαμβάνοντας ένα από τα ονόματα Αλ Καχάρ (ο Ευεργέτης), συνεχίζει κλαίγοντας να επαναλαμβάνει τα ονόματα του Θεού κι' άλλο, κι άλλο.. παραπονιέται που εκείνη υποφέρει και πονάει, ενώ εκείνος στέκεται εκεί ακίνητος χωρίς πόνο, χωρίς λέξη.

Κάποτε πηγαίνει τα παιδιά σε μια θεια της και μένει μόνη να περιποιείται τον ήρωα πολέμου άντρα της που πνέει τα λοίσθια.

Του μιλάει ανοιχτά όπως ποτέ δεν διανοήθηκε να κάνει δέκα χρόνια παντρεμένη μαζί του. Του μιλάει κάτω από ανατριχιαστικούς ήχους εκρήξεων, πυροβολισμών, ουρλιαχτών, σ' ένα δωμάτιο μιας ρημαγμένης πόλης, που βουλιάζει στον τρόμο του πολέμου ανάμεσα στις φατρίες.

Ναι τα λεει όλα έξω από τα δόντια, δεν υπάρχει κανένας φόβος εκείνος τώρα ληθαργεί. Είναι ένα βήμα από το θάνατο και γίνεται η μαγική πέτρα της, ο λίθος "Σενγκέ Σαμπούρ".

΄Ετσι, κατηγορεί τα αδέλφια του που πολύ θα ‘θελαν να 'χε πεθάνει για να 'χουν το ελεύθερο να την γαμήσουν. Ναι το ξέρε, το 'βλεπε στο βλέμμα τους, κάποιος απ' αυτούς θα το ‘κανε, κάποιος απ’ αυτούς θα την παντρεύονταν. Όλοι τον εγκατέλειψαν, ούτε σκουπίδι νάταν, ακόμα κι  η μάνα του αυτόν τον ήρωα που τραυματίστηκε για τη Τζιχάντ,. Αυτή, η μάνα του που ήθελε να του δώσει άλλη γυναίκα και να πετάξει την ίδια γιατί δεν έκανε αμέσως παιδί. Και μια στείρα απλά την πετάς και μετά δεν την θέλει κανείς ούτε η δική της οικογένεια. Έτσι απλά η στείρα είναι μια άχρηστη γυναίκα, οπότε ή εξαφανίζεται ή γίνεται πόρνη.

Μπαινοβγαίνει, ψάλλει το επόμενο όνομα Θεού, μπορεί το δέκατο, μπορεί το εικοστό, βάζει Μια-δυο σταγόνες κολλύριο στο κάθε μάτι, εκεί αυτά απλανή καρφωμένα στο ταβάνι. Ανασαίνει ίδια με το ρυθμό του ρόγχου του. Καθαρίζει το σωληνάκι, το βάζει στο στόμα του, γεμίζει το μπουκάλι με ζαχαρωμένο νερό. Αλλάζει το βρώμικο σεντόνι, τον πλένει, χώνει τα χέρια στα πυκνά του γένια, τον φιλάει στο στόμα, τον χαϊδεύει, του πλένει το φύλο, το μυρίζει, τίποτα καμιά μυρουδιά, όλα τίποτα...

Τον βρίζει  για την εγκατάλειψη, για τον έρωτα που ποτέ ο καργ... δεν την ικανοποίησε, αν και  εκείνη χαιρόταν που αυτός ένιωθε καλά, γιατί απλά είχε εκσπερματίσει.

Τον βρίζει γιατί η πρώτη νύχτα έρωτα έγινε μετά τρία χρόνια γάμου, επειδή ο "ήρωας" πολεμούσε. Βωμολοχεί γιατί η τελετή έγινε με την ίδια νύφη και  πλάι της η φωτογραφία του γαμπρού, αφού ο ίδιος πολεμούσε.. Η πρώτη νύχτα γάμου με το άντρα να φουσκώνει από ικανοποίηση και περηφάνια σαν διάνος για το πολύ αίμα, το ωραίο αίμα της νύφης τεκμήριο παρθενίας, αν και το αίμα ήταν προϊόν εμμηνορρυσίας. Πάντως ήταν παρθένα, ο ήρωας πολέμου να μην ανησυχεί.

Τον βρίζει γιατί για το ίδιο αίμα την έδειρε άγρια, όταν μια νύχτα μες τον ύπνο της τής έκανε έρωτα και διαπίστωσε ότι είχε περίοδο.. γιατί απλά εκείνο το αίμα ήταν αλλιώτικο, ήταν σιχαμερό..

Τον πλένει, τον χαϊδεύει, τον φιλάει, τον βρίζει, φιλάει το στόμα του,  φιλάει το φύλο του, κάνει τον έρωτα που πάντα ονειρευόταν, επιτέλους τελειώνει πάνω του κραυγάζοντας από ηδονή για πρώτη φορά..

Ψάλλει το όνομα του προφήτη έχει ακόμα καιρό για να φτάσει στο ενενηκοστό ένατο όνομά του.

Είναι η ώρα να πει μπροστά στην πέτρα της αυτό το μυστικό που εφιαλτικά την κυνηγά στον ύπνο της, στα όνειρά της.

Ναι τα παιδιά δεν είναι δικά του, γιατί αυτός ήταν στείρος. Τα παιδιά είναι ενός άλλου, εκείνου που έδινε φυλακτά κατά της στειρότητας και το αστείο είναι ότι με τη μάνα του πήγαινε και η τελευταία συνέχιζε να πηγαίνει κι  άλλες στείρες για να τεκνοποιήσουν...

Έχει γυρίσει την πλάτη στον άντρα, έχει ανοίξει διάπλατα τα χέρια, την έχει συνεπάρει η αποκάλυψη, όταν τα χέρια του την γραπώνουν. Εκείνη φωνάζει για το θαύμα που έγινε, και ότι τα μυστικά της τον ζωντάνεψαν... φωνάζει το τελευταίο όνομα του Προφήτη Αλ-Σαμπούρ, σ' ευχαριστώ αλ-Σαμπούρ και αγκαλιάζει τα πόδια του άντρα. Εκείνος τη σηκώνει ψηλά, την κολλάει στον τοίχο εκεί που είναι η χαντζάρα, την παίρνει στα χέρια της τη χώνει στο στήθος του, ενώ εκείνος την σέρνει κάτω, τη γραπώνει και της στρίβει το λαρύγγι.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

"Ο Κύκλωπας"

Αποσπάσματα από τη νουβέλα μου με τον παραπάνω τίτλο.



Ήμουνα οκτώ ή δέκα χρονώ, φαίνεται πως το μυαλό μου δε δούλευε σαν των άλλων παιδιών. Λέγανε πως η κουζουλάδα είναι  το χαρακτηριστικό μου. «Σαλό, κρεμανταλά, μονόμματο» όλα αυτά με ονομάτιζαν εκτός του ονόματός μου που ήταν Λάσκος το μικρό και Κωστορίζος το παράνομα. Τα μάτια μου τάχα γερά, μα μ’έλεγαν μονόμματο, γιατί το χρώμα τους ήταν παράταιρο. Το δεξί είχε της θάλασσας το χρώμα και το ζερβό της ελιάς, του κάρβουνου.

Κάποτε η μάνα μου, μου ’χε πει  ότι ο γιατρός των ματιών της είπε πως και τ’ άλλο είναι μπλε, όπως και το δεξί, αλλά το κρύβει ένα σπίλωμα.

Οι χωριανοί μου δεν πίστευαν ότι βλέπω και με τα δυο μου μάτια, νόμιζαν το ζερβό στραβό και τα παιδιά με φώναζαν «κύκλωπα».

                                               
***
Τα κρασιά, οι λαμαρίνες με τα ψητά, οι ζυμωμένες κουλούρες, που με τρόπο έφερναν οι γυναίκες στις κάμαρες και τα ’βαζαν πάνω στα σιδερένια κρεβάτια, μου ’σπαγαν τα ρουθούνια. Η κοιλιά μου γουργούριζε, πεινούσα πολύ, όμως με τράβηξαν κάποιοι και με πήγαν στο μεγάλο δωμάτιο, που ’ταν η πεθαμένη μάνα μου. Ντυμένη με ένα καφέ ταφταδένιο φουστάνι, που το γιακαδάκι του ήταν δαντελένιο, άσπρο, πλεγμένο στο βελονάκι από τα χέρια της. Της είχαν λουλούδια στα μαλλιά και φύλλα κόκκινου τριαντάφυλλου στο στόμα.
Το κασόνι το ’χαν στολίσει με νεκροσέντονο άσπρο, με χειροποίητη δαντέλα μια πιθαμή φαρδιά, έργο της γιαγιάς μου, της Αερόπης, που την έπλεκε χρόνια τώρα για την αφεντιά της, αλλά την πρόλαβε η μάνα μου. Όλο το χωριό θαύμαζε τη δαντέλα κι η γιαγιά μου κουνούσε το κεφάλι της, μπορεί από σεμνή περηφάνια, μπορεί από πόνο για το χαμό της κόρης της.

Μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν τσιριχτά, χωρίς δάκρυα και φώναζαν «κρίμα, χίλιες φορές κρίμα, στα νιάτα της, στα σπουδάματά της, στην ομορφιά της...»

Μ’ έβαλαν να στέκομαι ακριβώς δίπλα στο νεκροσέντουκο και να τηρώ τη μάνα μου, που ’ταν πανιασμένη κι έφερνε το χρώμα του ίκτερου.
Μου ‘ριχναν και καμιά στην πλάτη να ισιώσω την καμπούρα μου.
Μα ’γω διπλωνόμουνα, γιατί έτσι και ισιωνόμουνα θα χτύπαγα το κεφάλι μου στο ταβανοσάνιδο. Μ’ έντυσαν μ’ άσπρο πουκάμισο, μπαμπακερό, με μακριά μανίκια, όπου στο ένα είχαν περάσει μια μαύρη, φαρδιά κορδέλα. Το μαύρο κοντοβράκι έφτανε μέχρι τα γόνατά μου. Ήμουνα καλτσωμένος με χοντρές, γκρίζες κάλτσες, που ‘φταναν επίσης μέχρι τα γόνατα. Τα άσπρα μου μοκασίνια ήταν νούμερο σαράντα.

Η κοιλιά μου γουργούριζε συνέχεια, δε μου ‘δωσαν μπουκιά από το πρωί, λόγω της πεθαμένης και περίμενα πώς και πώς να την παν στο ταφειό και να γυρίσουμε για το φαγοπότι. Εν τω μεταξύ οι λαμαρίνες, για το νεκρογεύμα, ερχόντουσαν η μια μετά την άλλη. Οι φρεσκοψημένες κουλούρες μου φέρνανε λιγοθυμιά και το καφέ φουστάνι της μάνας μού καθρέφτιζε τα μάτια, με στράβωνε, με πόναγε και ο πόνος προχώρησε μέχρι τ’ άδειό μου στομάχι, το λάβωσε και μ’ έριξε κατάχαμα παρασέρνοντας τ’ αναμμένο κερί και το νεκροσέντουκο με τη πεθαμένη κάτω.

Ευγενία Μακαριάδη.
                                ....----....

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, του ΣΕΛΙΝ.



                       ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
                                      Μυθιστόρημα

                       του Σελίν,  -κατά κόσμον Λουί-Φερντινάν Ωγκύστ-
                               Γάλλος συγγραφέας (1894-1961)

Οι σημειώσεις,  η μετάφραση και το επίμετρο  της Σεσιλ Ιγγλέση Μαργέλλου είναι αξιοσημείωτα!


Ένα βιβλίο που σπάει κόκαλα.
Μοντέρνα γραφή.
Παίζει σταθερά -επί ξυρού ακμής-
Ανατρέπει τα πάνω κάτω για την εποχή του.
Φοβερή ελευθερία. Καμιά αναστολή.
Βουτάει στα βαθιά νερά, χωρίς μάσκα.
Ανατόμος. Τεμαχίζει σάρκες αφήνει σκελετό.
Μαυρο-ασπρες εικόνες. Θυμίζουν ταινία Παζολίνι.
Κάνει κύκλους.
Άγριες εικόνες, ποιητικές εικόνες.

Σε λαβύρινθο ανιχνεύοντας ΑΥΤΟ: Cą a débuté comme ça.


Το μυθιστόρημα εκδίδεται το 1932 και ενώ έχει τεράστια  εκδοτική επιτυχία, είναι η πέτρα του σκανδάλου για την ωμότητα της γλώσσας, τις υποβολιμαίες  ανθρώπινες σκέψεις, τη γυμνή αλήθεια που πονάει, ένα ανελέητο γρονθοκόπημα στο στομάχι εχόντων ανθρώπινη συμπεριφορά και πολιτική συνείδηση.

Σε πρώτο πρόσωπο η αφήγηση του ήρωα της μυθιστορίας, με το όνομα Φερδινάνδος Μπαρνταμού, (ταυτίζεται σε αντίστιξη με τον ίδιο τον συγγραφέα), που ταξιδεύει στη ζωή αντάμα με ένα φίλο, τον Ροβινσώνα, το alter ego του.

Ταξίδι μιας εκδιωγμένης ζωής στην άκρη της νύχτας δίπλα στη χώρα των νεκρών.

Εικοσάχρονα παιδιά που τρέχουν με κείνη την πατριωτική περηφάνια στον πόλεμο και στην περίπτωση του Μπαρνταμού στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που όπως εύστοχα ονοματίζει δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τεράστια παγκόσμια κοροϊδία, που εκμηδενίζει τον άνθρωπο, θα συμπλήρωνα..

Παρακολουθούμε τον ήρωα του βιβλίου στον πόλεμο όπου γνωρίζεται με τον συμπολεμιστή του Ροβινσώνα, έναν τύπο τυχοδιωκτικό, που μέχρι τέλους παίζει ένα επικίνδυνο ρόλο στις ζωές τους.

Στη συνέχεια βλέπουμε τον εγκλεισμό του σε στρατιωτικό άσυλο. Μετά να μεταβαίνει σε γαλλική αποικία της Αφρικής. Το ταξίδι του στη Ν. Υόρκη και την επιστροφή του στη Γαλλία όπου εργάζεται ως γιατρός σε άσυλο φρενοβλαβών.

Διάβασα το βιβλίο χωρίς βιασύνη, εξοργίστηκα και εξεγέρθηκα ταυτισμένη με τους στρατιώτες μέσα στη βρώμα, στην απανθρωπιά, στις σφαγές του πολέμου, ψυχοπόνεσα τον τρόμο του επαπειλούμενου θανάτου του ήρωα και υπερασπίστηκα τις ενέργειές του να ξεφύγει από τα δόντια του μακελάρη της ζωής νέων ανθρώπων.

Τελικά το βιβλίο δεν ταξινομείται: Nαι είναι αντιπολεμικό, Nαι είναι κοινωνικό, Nαι είναι ερωτικό, Nαι είναι ψυχογράφημα χαρακτήρων,  Nαι είναι ένα ύμνος στον ανεξέλεγκτα αιμοβόρο ανθρώπινο κανιβαλισμό, Nαι σε καταθλίβει,  Nαι  ευφυολογεί, Nαι χαμογελά στην αγνή αγάπη μιας πόρνης αν και την εγκαταλείπει ο ήρωάς μας. Ναι χαμογελά στον μικρό, αθώο  Μπεμπέρ που ο ήρωάς μας γιατροπορεύει χωρίς ελπίδα σωτηρίας.  Άλλο ένα μεγάλο χαμόγελο στον Αλσίντ χαμένος και χωμένος στην αφρικανική ζούγκλα για χρόνια, με γλίσχρο μισθό, για τη ζωή μιας ανάπηρης ανεψούλας που την είχε βάλει στις καλόγριες στο Μπορντώ.

Ένα μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα, ένα μυθιστόρημα σημερινό, διαχρονικό, μια γραφή φρέσκια, δυνατή, σε γλώσσα καθομιλουμένη.

Ανθολογώ παραθέτοντας, ό,τι μπορούσα, μέσα σε χιλιάδες λέξεις και φράσεις που αποτυπώνουν, επαναστατικά, τις μύχιες σκέψεις του συγγραφέα να σκιαγραφεί εξατομικεύοντας την παγκόσμια υποκρισία που ξεφτιλίζει τις μικρές ζωές μας.

-σελ. 101: Η ηρωική ποίηση κυριεύει αμαχητί αυτούς που δεν πολεμάνε κι ακόμα περισσότερο αυτούς που ο πόλεμος κάνει ζάπλουτους. Είναι επόμενο.

-σελ. 461. Όταν διασχίζαμε αντάμα πολυσύχναστους δρόμους, οι άνθρωποι στρέφονταν για να συμπονέσουν τον τυφλό. Κι αν νιώθουν οίκτο οι άνθρωποι για τους τυφλούς και τους ανάπηρους, κι αν έχουν απόθεμα αγάπης! Το 'χα αισθανθεί κάμποσες φορές έντονα τ' απόθεμα αγάπης. Υπάρχει μπόλικο από δαύτο. Δεν μπορείς να πεις τ' αντίθετο. Μόνο που 'ναι κρίμα να παραμένουν τέτοια γομάρια με τόσο απόθεμα αγάπη οι άνθρωποι. Δεν τους βγαίνει αυτό είναι όλο. Εντός τους είναι και εντός τους μένει, δεν τους χρησιμεύει σε τίποτα. Ψοφάν εντός τους από αγάπη..

-σελ. 446. Πρέπει να βιαστείς, δεν πρέπει να χάσεις το τρένο του θανάτου σου. Την αρρώστια, τη μιζέρια που σκορπάει τις ώρες....
Δεν θα προλάβεις, να τις λες! Χώρια ο πόλεμος, πάντα έτοιμος κι αυτός, μες στην εγκληματική ανθρώπινη ανία, ν' ανέβει απ' το υπόγειο όπου είναι κλεισμένοι οι φτωχοί. Σκοτώνουμε άραγε αρκετούς φτωχούς; δεν είναι  βέβαιο..  τίθεται το ερώτημα. Μήπως θα 'πρεπε να σφάξουμε όσους δεν καταλαβαίνουν; και να γεννηθούν κι άλλοι, καινούργιοι φτωχοί, και ούτω καθεξής, ώσπου να 'ρθουν κάποιοι που θα το πιάσουν το παραμύθι, όλο το παραμύθι..

-σελ.469. έχουν έναν κάποιο τρόπο να μιλάν οι αριστοκράτες...... σε φοβίζουν οι φράσεις τους, έστω κι ανώδυνες. Φοβάσαι μη γλιστρήσεις πάνω τους και μόνο απαντώντας τους. Ακόμα κι όταν παίρνουν τόνο μάγκικο για να τραγουδήσουν τα τραγούδια των φτωχών, έτσι, για να κάνουν κέφι, την κρατάν αυτή την αριστοκρατική προφορά που σε κάνει να δυσπιστείς  και ν' αηδιάζεις, μια προφορά που 'χει πάντα σαν ένα μικρό μαστίγιο μέσα της, σαν αυτό που πάντα χρειάζεται όταν μιλάς στους υπηρέτες....

-σελ. 582. ...να γεμίσω το κεφάλι μου με μία και μόνη ιδέα, μια σκέψη υπέροχη όμως, πολύ πιο ισχυρή απ' το θάνατο, κι ότι θα μπορούσα με μόνη την ιδέα μου να χύσω παντού, από ηδονή, ανεμελιά και θάρρος. Ένας χυσιάρης ήρωας. Από θάρρος θα 'χα μπόλικο εγώ. Θα μου ξεχείλαγε  μάλιστα από παντού το θάρρος, κι η ζωή η ίδια δεν θα 'ταν πια τίποτε άλλο από μια ολάκερη ιδέα θάρρους που θα 'σπρωχνε τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα, απ' τη Γη ως τον Ουρανό. Και επί τη ευκαιρία, θα 'χαμε επιπλέον τόση αγάπη, που ο Θάνατος θα 'μενε κλεισμένος μέσα της, αντάμα με την τρυφερότητα, και θα 'ταν τόσο καλά εντός της, τόσο θαλπερά, που θα το φχαριστιόταν επιτέλους ο μπαγάσας και θα τον γλεντούσε εντέλει τον έρωτα κι αυτός, όπως όλοι. Να τι θα 'ταν ωραίο!


Σημείωση: Για τον Σελίν έχουν γραφτεί πολλά, ήταν φανατικός αντισημίτης, καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία από τη χώρα του, φυλακίστηκε...

Γράφει ο Δημήτρης Παλάζης: ο Σελίν παρασύρθηκε από την συνομωσιολογική προπαγάνδα του φασισμού της εποχής. Μια από τις πάμπολλες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει στον καθένα μας κάποιες φορές με τη σημαντική βέβαια διαφορά ότι δεν συντασσόμαστε μ' ένα φασιστικό κίνημα, όπως έκανε ο Σελίν. ΄Αλλωστε, άλλες εποχές τότε, άλλες τώρα. Μοιάζουν, αλλά είναι διαφορετικές.

Ευγενία Μακαριάδη.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Αυτοί που ζουν μόνο Αυγούστους.


  του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗ.

 Χθες με επισκέφθηκε για συνέντευξη ένας Γάλλος δημοσιογράφος ονόματι Marc Pennec, ο οποίος εργάζεται στην εφημερίδα Ouest France.

Μιλήσαμε περί κρίσης, περί φύσης αλλά και για το ζουμί του πετεινού.
Όσην ώρα συζητούσαμε για την μοναδική αλήθεια που είναι η οικονομία της φύσης και για το τεράστιο ψέμα, δηλαδή το σύστημα που φτιάξαμε και εντός του ζούμε, σκεφτόμουν όλα αυτά που γίνονται αυτές τις μέρες με την κυβέρνηση να ψάχνει από πού θα κόψει χρήμα.
Σκεφτόμουν την κατάντια των επιστημών και των “επιστημόνων”. Να τρώνε τη ζωή και τα νιάτα τους μέσα στα πανεπιστήμια για να μην μπορούν κατόπιν να μοιράσουν δυο γαϊδάρων άχυρα, που έλεγε και η γιαγιά μου, η τελειόφοιτη δευτέρας τάξης δημοτικού.
Αφού το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι φτιαχτό και πλαστό, ό,τι κι αν κάνεις, με ό,τι κι αν ασχοληθείς, ούτε νόημα έχει, ούτε άκρη πρόκειται να βγει ποτέ. Φτιάχνεις τον έναν δείκτη και χαλάνε άλλοι δέκα. Άσε την υποκρισία και την κοροϊδία του εαυτού σου και της “επιστήμης” σου. Αφήνεις, λες, ανέγγιχτες τις συντάξεις και τους μισθούς, αλλά κόβεις από την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια κι έτσι αναγκάζεις τους πολίτες να πληρώνουν από τον μισθό ή την σύνταξή τους για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους αυτές τις πρωτογενείς, οπότε είναι σαν να τους έκοψες το εισόδημα. Υποκρισία μέγιστη. Διότι είναι εξ ορισμού υποκριτικό το να λες πως ασχολείσαι σοβαρά για να φτιάξεις την οικονομία του χρήματος.
Το σύστημα είναι δεδομένο, πεπερασμένο και τελειωμένο. Έχει φτάσει στο ζενίθ της όποιας ανάπτυξής του. Και τώρα δεν γίνεται τίποτε άλλο από το να μηχανεύονται οι παγκόσμιοι τοκογλύφοι και οι πολυεθνικές κόλπα για να ρουφήξουν το αίμα όσων ξεγελούσαν με ψίχουλα τόσα χρόνια για να τους έχουν γρανάζια την κυκλοφορία του χρήματος προς τα πάνω. Τώρα πλέον δεν τους χρειάζονται και τους πετούν στην άκρη σαν άψυχα τσουβάλια. Επίσης, για να απομυζήσουν και τις τελευταίες πλουτοπαραγωγικές πηγές και να τις θέσουν κι αυτές στην υπηρεσία της “ανάπτυξης” που τόσα χρόνια πρεσβεύουν και η οποία έφερε αυτή την άθλια κατάσταση.
Κι αναρωτιόμουν. Είναι τόσο γελοίοι ή έχουν υποστεί τέτοια πλύση εγκεφάλου όλοι αυτοί οι επιστήμονες που έχουν σπουδάσει σ’ αυτά τα κατευθυνόμενης εκπαίδευσης πανεπιστημιακά ιδρύματα ανά τον κόσμο; Είναι δυνατόν να μη βλέπουν ότι ασχολούνται με ένα ψέμα; Είναι δυνατόν να μη βλέπουν ότι ό,τι υποστήριζαν ως ανάπτυξη τόσα χρόνια, δεν ήταν παρά η ασφαλής οδός προς την εξαθλίωση και την καταστροφή; Είναι δυνατόν να πιστεύουν ακόμα ότι μπορεί να υπάρξει συνεχής και αυξανόμενη ανάπτυξη ενός πλαστού συστήματος που προσπαθεί να επιβιώσει πάνω σε έναν πεπερασμένο πλανήτη; Δεν βλέπουν ότι όλο αυτό εντός του οποίου αναλώνουν τη ζωή τους, είναι ένα καρκίνωμα επί της γης;
Τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα αλλά τελείως θολά για όποιον δέχτηκε να γίνει υποχείριο του καπιταλισμού. Από τα τελευταία γρανάζια εργαζόμενους καταναλωτές έως τους κορυφαίους, οι οποίοι υπέστησαν λοβοτομή αποκτώντας πανεπιστημιακή εκπαίδευση στα ονομαστά ιδρύματα του καθεστώτος. Γι αυτό επιλέγονται να κυβερνούν τις χώρες και τον πλανήτη. Για να μην αλλάξει η ρότα που βαδίζει ολοταχώς προς το ολοκαύτωμα.
Όποιος είναι απεξαρτημένος κατά μεγάλο ποσοστό από το σύστημα, όποιος αρνείται ή σνομπάρει την χειραγωγούμενη εκπαίδευση, όποιος νιώθει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι και όχι όπως τον κατασκευάζει και του τον δίνει το σύστημα, όποιος αντιλαμβάνεται πως η ζωή είναι έξω από όλο αυτό το άθλιο ψεύδος του δήθεν χρηματοοικονομικού πλούτου, βλέπει πεντακάθαρα την απλή λύση, την ευημερία, την μοναδικότητα της ζωής αλλά και την γελοιότητα όλων αυτών που δίνουν, λένε, μάχες για να μας αναπτύξουν και να μας οδηγήσουν με ασφάλεια στην έξοδο από την κρίση. Δυστυχισμένοι θα πεθάνουν έχοντας ζήσει μόνο Αυγούστους.
  

Πόσο χρήμα κοστίζει η δροσιά;

Μόλις έρθει ένας καύσωνας ή ένας δριμύς χιονιά τον χειμώνα, τότε ο σύγχρονος άνθρωπος θυμάται πως εκτός από εργαζόμενος – άνεργος – καταναλωτής, είναι και βιολογικό ον.
Βλέπει πως είναι ανήμπορος και όμηρος των φυσικών φαινομένων, όσα λεφτά και να χει.
Κι αν γίνει και κάνας σεισμός, τότε σαν τα μυρμήγκια τρέχουν όλοι να βγουν από τις φωλίτσες τους. Βλέπουν πως ούτε η τεχνολογία τους λειτουργεί, ούτε μπορεί να τους σώσει.
Αυτές τις μέρες με τις υψηλές θερμοκρασίες τα σύγχρονα αυτά όντα που έχουν από καιρό απαρνηθεί τη φύση (τους), τρέχουν πανικόβλητα στις ακρογιαλιές και ψάχνουν δέντρα για να βάλουν από κάτω το κορμί τους, πολλές φορές και το όχημά τους.
Κι άλλη κουβέντα στο στόμα τους δεν έχουν από την κάψα, από το καμίνι, από τη λάβα των τσιμέντων. Ακόμα και τα εμετικά ΜΜΕ ξέχασαν την σωτηρία της χώρας και ασχολούνται με το καμίνι της, κάνοντας προβλέψεις και εικασίες για την δροσιά που θα ρθει από Τρίτη και μετά.
Όλα παραλύουν μπροστά στη δύναμη της φύσης. Όσα λεφτά κι αν έχει η χώρα, όσο πλούσιοι σε χρήμα κι αν είναι οι πολίτες της.
Κι αντί αυτό να τους κάνει να αναρωτηθούν για τη στραβή ζωή και να αλλάξουν ρότα, περιμένουν πότε θα περάσει το κακό για να ασχοληθούνν ξανά με την παραγωγή χρηματικού πλούτου, συνεχίζοντας να δίνουν ως αντίτιμο τη ζωή τους και να καταστρέφουν τη φύση, που θα τους το αντιγυρίσει με πιότερη σκληρότητα στο μέλλον.
Κι ολοένα και πιο αδύναμοι όπως εξελίσσονται οι άνθρωποι ως οργανισμοί ζώντες εντός κλιματιζόμενων κλουβιών και τρεφόμενοι μεταλλαγμένα σκουπίδια, δεν έχουν καμιά ελπίδα επιβίωσης κόντρα στα φυσικά φαινόμενα.
Την δημοσιεύω εδώ διότι δείχνει πολύ καθαρά ότι το προσωπικό φορμάτ το έχουν κάνει εδώ και χρόνια, και το κάνουν και τώρα, διάφοροι ανά την Ελλάδα άνθρωποι, οι οποίοι κόντρα στο ρεύμα του καταναλωτισμού βιώνουν όσο γίνεται πιο ελεύθεροι από τα δεσμά αυτού του άθλιου χρηματοοικονομικού συστήματος την ζωή τους.

Γιάννης Μακριδάκης.

Αφιερωμένο στην Ελλάδα που ξεπουλάει

Καθόμουν σήμερα στην παραλία, στα Μαγεμένα, λίγο μετά την ανατολή κι αγνάτευα όλη την πανέμορφη δυτική ακτογραμμή του νησιού μας. Από τον Μάναγρο και την Σιδηρούντα, μέχρι τον κάβο των Μεστών. Κι από πάνω απλωνόταν ήρεμη και γοητευτική ολόκληρη η ορεινή ραχοκοκαλιά αυτού του εξαιρετικού τόπου.  Από το Πελινναίο το δίκορφο και το Όρος, μέχρι τις χαμηλότερες κορφές των αλλεπάλληλων λόφων της νότιας μεριάς. Συμπλήρωναν την μαγική εικόνα.
Αγνάντευα την  πατρίδα μας σήμερα το χάραμα και το μάτι μου δεν μπορούσε να την χορτάσει. Πώς να την αντέξει ο σύγχρονος άνθρωπος τόσην ομορφιά, σκεφτόμουν. Ιδίως όταν από τα μικράτα του η κοινωνία και τα σχολειά τού έχουν παραφουσκώσει τον εγκέφαλο με φούμαρα και ευτελή ιδανικά.
Θυμήθηκα το συγκινητικό γράμμα που απέστειλε η Γερμανίδα δημοσιογράφος –μου διαφεύγει το όνομά της- το οποίο ανέγνωσε ο Γιώργος ο Χαλάτσης μεγαλοφώνως στο καφενείο της Σιδηρούντας πριν δυο Κυριακές, κατά τη διάρκεια της λαϊκής συνέλευσης για το θέμα των Βιομηχανικών ΑΠΕ. Έγραφε λοιπόν η κυρία, που έρχεται μονίμως διακοπές επί είκοσι χρόνια στην Βολισσό, ότι δεν έχει δει πιον όμορφο τόπο στα μάτια της από το νησί μας, από την δυτική του μεριά για την ακρίβεια και από τα βουνά και τις ακρογιαλιές του, κι έκλεινε την επιστολή της με μια απίστευτη έκκληση: «Προστατέψτε τον τόπο σας, παρακαλώ».
Κι ενώ οι ξένοι άνθρωποι μας παρακαλούν να κρατήσουμε την ψυχή μας αμόλυντη, κάποιοι από μας, αμετανόητοι, συνεχίζουν να μην βλέπουν καν την ομορφιά. Ίσως δεν είναι ικανοί, γι αυτό βλέπουν μόνο ξερά βουνά και βράχια, κι αυτό είναι δυστυχία μέγιστη. Συνεχίζουν να κλείνουν τα μάτια και την ψυχή τους μπρος στο μεγαλείο αυτού του τόπου. Συνεχίζουν να πρεσβεύουν σχέδια αλαζονικά για έργα μη αναστρέψιμης καταστροφής, λες και μετά από αυτούς το νησί θα σβήσει. Λες και δεν υπάρξουν επόμενοι κάτοικοι πάνω του, λες και η ομορφιά του τόπου δημιουργήθηκε χτες, για να την εκποιήσουν οι ίδιοι, να την εκπορνεύσουν με σκοπό το χρήμα και μια κάποια «ανάπτυξη». Κι ύστερα τέλος.
Και το παράλογο είναι πως αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι τεκνοποιούν. Φέρνουν στον κόσμο και στον τόπο μας παιδιά, που θα μεγαλώσουν αλλά θα έχουν στερηθεί το δικαίωμα να αγναντέψουν τούτη δω την ομορφιά αυτού του υπέροχου τόπου. Θα τους το έχουν στερήσει οι ίδιοι οι γονείς τους αυτό το δικαίωμα στο κάλλος και στη φύση την ανέγγιχτη.
Διότι, φίλες και φίλοι συμπατριώτες, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν έχουμε το δικαίωμα να τα αγγίξουμε. Δεν νομιμοποιούμαστε για κανέναν απολύτως λόγο να απλώσουμε βέβηλο χέρι πάνω τους. Διότι είμαστε πολύ μικροί, πολύ προσωρινοί, τιποτένιοι για την ακρίβεια, εμπρός στο μεγαλείο και την αιώνια παρουσία τους.
Τα βουνά μας φίλες και φίλοι, όπως και τις ακρογιαλιές μας δεν έχουμε δικαίωμα να τα ξεπουλήσουμε και να τα καταστρέψουμε για οποιουδήποτε ύψους χρηματικό όφελος, πόσω μάλλον για ψυχία που προτείνει ο αποικιοκράτης Ισπανός της πολυεθνικής.
Εκεί λοιπόν στα Μαγεμένα, πρωί Ιουλίου του ’12, με το πρώτο φως της μέρας, μη μπορώντας να χορτάσει η ψυχή μου Χίο, ένιωσα άξαφνα παράξενα. Ένιωσα τόσο τυχερός που ζω σ’ αυτή την ιστορική περίοδο και μπόρεσα να μεταλάβω έστω και τόση από την ομορφιά του νησιού, και τόσο άτυχος συνάμα, που μου έλαχε να ανήκω σε μια γενιά που, κατά πως δείχνουν τα πράγματα, δεν μπόρεσε ακόμη να φανεί αντάξια αυτού του απαράμιλλου κάλους που της έλαχε να την περιβάλλει.
Στο νου μου έγινε αμέσως ένα μοντάζ και μπήκαν στις βουνοκορφές οι απαίσιοι γιγαντιαίοι πυλώνες με τις φτερωτές, τα καλώδια και τις λάμπες τους, πληγώθηκαν αμέσως τα βουνά με εκσκαφές και τσιμέντα, είδα τον υπέροχο τόπο μας βιασμένο από ξένους «επενδυτές» αποικιοκράτες, τους οποίους αφήσαμε να προβούν στο ανόσιο έργο τους, άλλοι με την αδιαφορία μας κι άλλοι με την στρεβλή μας άποψη περί ανάπτυξης και ιδανικών της ζωής.
Σε λίγο άρχισε μια μπουλντόζα να δουλεύει εκεί, στο λιμανάκι των Λημνιών, για τα έργα της μικρής μαρίνας που έχουν ξεκινήσει, και το μουγκρητό της με τρόμαξε. Συνήλθα κάπως από τις σκέψεις μου, μα αντί να προσγειωθεί ο νους μου στην πραγματικότητα, έκανε αμέσως τον  παραλληλισμό με τις άλλες μπουλντόζες, τις πολλές και τις τεράστιες, του «επενδυτή», που θα κάνουν απόβαση μαζί με γερανούς, με νταλίκες ατελείωτες και θα αρχίσουν να πληγώνουν το κορμί αυτού του μοναδικού τόπου .

Γιάννης Μακριδάκης.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012


                                                  "Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ"
                                                  του ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙΟΣΑ
                                                         (γεν. το 1936 στην Αρεκίπα του Περού)
                                                      Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2010.

                                                 
έργα του:
             -Η πόλη και τα σκυλιά,
             -Μια ιστορία για τον Μάυτα,
             -Η γιορτή του τράγου,
             -Το πράσινο σπίτι,
             -Το παλιοκόριτσο,
                       κ.α.


              Ας διαβάσουμε αυτό το βιβλίο, έχοντας στο νου μας ότι κάποτε στον Αμαζόνιο ζούσαν δέκα εκατομμύρια Ινδιάνων όμως μετά την άφιξη των Ευρωπαίων εξερευνητών για χρυσό, απέμειναν ένα εκατομμύριο και σήμερα διακόσιες πενήντα χιλιάδες· αριθμός που ταχύτατα μικραίνει, γιατί όσο το δάσος πεθαίνει πεθαίνουν και οι κάτοικοί του. Το δάσος Αμαζονίου κινδυνεύει. Η κυβέρνηση της Βραζιλίας δίνει άδειες για καταστροφή του δάσους. Τα δέντρα κόβονται για να χτιστούν εργοστάσια και πόλεις. Το δάσος απειλείται από την παράνομη υλοτομία, τελευταίος μεγάλος πνεύμονας του πλανήτη. Οι ελάχιστες φυλές που απόμειναν δεν έχουν έρθει σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμανε τον αφανισμό τους είτε από ασθένειες, είτε από αλλοίωση της κοινωνικής τους ζωής· έτσι διαρκώς μετακινούνται στο δάσος όλο και πιο βαθιά, καθώς αυτό καταστρέφεται..


              Ο συγγραφέας-αφηγητής στο βιβλίο, μας οδηγεί στη ζούγκλα της Αμαζονίας όπου ζουν διάσπαρτες φυλές ινδιάνων και ιδιαίτερα της φυλής Ματσιγκένγκα. Μας αφηγείται το "αίτιο" που τον έκανε να γράψει το μυθιστόρημα όπου το δόμησε έξυπνα σε δυο επίπεδα· στο ένα είναι ο ίδιος ο αφηγητής, (κεφάλαια με ζυγό αριθμό), και στο άλλο ο ιστορητής-ιθαγενής, (κεφάλαια με μονό αριθμό).

               Ο περουβιανός αφηγητής έφτασε το 1981 στη Φλωρεντία για να μελετήσει το έργο του ποιητή Δάντη (1265-1321), επισκεπτόμενος το αναστηλωμένο σπίτι του, καθώς και τον Φλωρεντινό πολιτικό στοχαστή Μακιαβέλι (1469-1527), όταν σ' ένα στενό της Σάντα Μαργκερίτα ξαφνιάστηκε παρατηρώντας σε μια βιτρίνα διάφορα είδη και φωτογραφίες ιθαγενών από την περουβιανή ζούγκλα. Μια από τις φωτογραφίες που τον αιφνιδίασε ήταν μια ομάδα αντρών και γυναικών που κάθονταν κυκλικά στη γη και είχαν το βλέμμα καρφωμένο στο κέντρο του κύκλου, όπου τους μιλούσε ένας άντρας ιθαγενής. Ήταν ένας ιστορητής.

              Η φωτογραφία τον γυρίζει πίσω στα φοιτητικά του χρόνια το 1958, τότε που έκανε φίλο τον εβραίο συμφοιτητή του Σαούλ Σουράτα και για δυο χρόνια σπούδαζαν φιλολογία. Μετά ο Σαούλ μεταπήδησε στο τμήμα εθνολογίας. Για την εργασία του στο πανεπιστήμιο, με ειδίκευση στους πολιτισμούς της Αμαζονίας, πήρε υποτροφία για τη Γαλλία, την οποία αρνήθηκε.

              Στα χρόνια που ακολούθησαν οι φίλοι χάθηκαν και κείνο που μετά από χρόνια έμαθε ο αφηγητής ήταν ότι ο Σαούλ έφυγε, μαζί με τον πατέρα του, από τη Λίμα για το Ισραήλ.

              Ο Σαούλ ήταν άσχημος στην όψη, όμως καλόκαρδος και αγνός στη σκέψη. Το παρατσούκλι του ήταν "μασκοφόρος", γιατί μια κατακόκκινη, σαν μπρούσκο κρασί, ελιά του σκέπαζε όλη τη δεξιά μεριά του προσώπου του· ήταν ένα οιδηματικό, κόκκινο  εξόγκωμα ταιριαστό με τα ίσια, σαν ταβανόβουρτσες, κόκκινα μαλλιά του. Είχε πάει αρκετές φορές στη ζούγκλα και γυρνούσε γοητευμένος και μαγεμένος από τους ανθρώπους του απάτητου δάσους. 

              Ο αφηγητής σε επίσκεψη στο σπίτι του Σαούλ τον παρακολουθούσε έκπληκτος να του διηγείται τη ζωή των ιθαγενών της φυλής Ματσιγκένγκα, έχοντας στον ώμο τον αγαπημένο του παπαγάλο.

               Ο αφηγητής μάς λεει ότι το 1958 πήρε μέρος σε μια αποστολή για την Αμαζονία, μέσω του Θερινού Ινστιτούτου Γλωσσολογίας, όπου γνώρισε για μια βδομάδα τη ζούγκλα της· η φωτογραφία του ξύπνησε πλήθος λεπτομερειών σαν ταξίδευε με ένα μικρό υδροπλάνο πάνω από μικρά χωριά διαφόρων φυλών. Παρατηρούσε τη δύναμη και τη μοναξιά της Φύσης, τα πανύψηλα δέντρα, τις λίμνες, τα ποτάμια, τις πρωτόγονες πιρόγες, έναν κόσμο παρθένο από ανθρώπους, έναν ζωικό και φυτικό παράδεισο.

              Γιατί έκανε στον αφηγητή τόση μεγάλη εντύπωση η φωτογραφία με τον Ιστορητή-αγορητή;

              Γιατί μαγεύονταν τόσο πολύ οι ιθαγενείς από τον "Ιστορητή" που κατά καιρούς επισκέπτονταν το χωριό τους και μαζεύονταν, εσπευσμένα, μικροί μεγάλοι να τον ακούσουν, να του μιλήσουν, να τον ρωτήσουν, να γελάσουν, να μάθουν και να στοχαστούν, τα όσα τους διηγούνταν, μέχρι να ξαναέρθει; Γιατί ενώ μπορεί κανείς να τους χαρακτηρίσει ως εξωστρεφείς, εντούτοις τηρούν, μια παράξενα αποδεκτή σε μας, μυστικοπάθεια για τον Ιστορητή τους;

              Ας θυμηθούμε ένα ποίημα, το έπος του Γκιλγκαμές πιο παλιό-τουλάχιστον τετρακόσια χρόνια-  και από τα ομηρικά έπη,  που έλεγε για έναν βασιλιά, μπορεί παραμυθένιο, που ανέπτυξε φιλία με έναν ημιάγριο άνθρωπο· την οδύνη του μετά το θάνατο του φίλου του και τέλος το όνειρό του για αθανασία..

              Είναι το αρχαιότερο λογοτεχνικό έργο που ανάγεται σήμερα στην Ασσυροβαβυλωνιακή φιλολογία.

              Στη συνέχεια ας θυμηθούμε τον δικό μας Όμηρο.. Αυτοί λοιπόν οι πρώτοι στον κόσμο "Ιστορητές", οι παραμυθάδες -θα 'λεγα- που κάθονται σιμά στην παραστιά, και συ δε νοιάζεσαι παρότι το κρύο πιρουνιάζει, γιατί με τα ατέλειωτα μιλήματα έχουν καταφέρει να σε ανασύρουν σε δρόμους ονειροφαντασίας, αυτοσυγκέντρωσης, γνώσης και στοχασμού· ας μου επιτραπεί, τέλος, να πω ότι το παραμύθι ήταν το στήριγμα για το πρώτο βήμα της φιλοσοφίας.

              Ας θυμηθούμε επίσης τον Καζαντζάκη στο "Φτωχούλη του Θεού"  είχε λεει ο άγιος  το χάρισμα να μιλάει στα ζώα κι αυτά να τον υπακούουν....  ένα άλλο θέμα που θίγει είναι πως όλα  τα ζώντα πλάσματα άνθρωπος-ζώα-φυτά περιλαμβανομένου και του Θεού εγκλωβίζουν ενέργεια. Έτσι δηλώνεται ότι το θείο δεν είναι η μόνη δύναμη δημιουργίας, δεν αποτελεί το σύνολο και την τελική αιτία των γεγονότων, αλλά υπάρχουν και δυνάμεις που οδηγούνται στην αυτοέκφρασή τους...

              Ο ανατροπέας-αφηγητής, μας παρουσιάζει σε τρία από τα οχτώ κεφάλαια του βιβλίου τα ατέλειωτα και επαναλαμβανόμενα λόγια ενός ιστορητή-έκπληξη ήρωά του,  που μπορεί να κουράσουν τον γραμματιζούμενο αναγνώστη, αμάθητο όμως στη γλώσσα της Φύσης, στη φιλοσοφία, αν θέλετε, του ανιμισμού.

               Απανθίσματα:

               Σελ. 25: αυτό που γίνεται στον Αμαζόνιο είναι έγκλημα, τους διώχνουν απ τη γη τους εδώ κι αιώνες, τους σπρώχνουν κάθε φορά πιο μέσα, πιο μέσα.

               Σελ. 46: Ξαφνικά βρέξανε βέλη, σαϊτες, πέτρες. Ξαφνικά μεγάλες φωτιές κάψανε τα σπίτια τους. Πριν αρχίσουνε να πολεμάνε, οι εχθροί είχανε κόψει κιόλας πολλά κεφάλια, είχανε κλέψει κιόλας πολλές γυναίκες..

              Σελ. 89: Οι φυλές της Αμαζονίας* θα μπορούσαν να εκσυγχρονιστούν και παράλληλα να διατηρήσουν την ουσία της παράδοσης και των εθίμων τους μέσα στο πολιτισμικό μωσαϊκό που θα αποτελούσε το μελλοντικό περουβιανό πολιτισμό. Πιστεύαμε στ' αλήθεια πως ο σοσιαλισμός θα εγγυόταν την ακεραιότητα των μαγικο-θρησκευτκών πολιτισμών μας; Μήπως δεν υπήρχαν ήδη αρκετές αποδείξεις ότι η βιομηχανική ανάπτυξη, είτε κομουνιστική είτε καπιταλιστική, μοιραία σήμαινε την ισοπέδωσή τους;

              Σελ.96.. τρυπώνουν στις φυλές για να τις καταστρέψουν από μέσα, σαν το σαράκι. Στο πνεύμα τους, στα πιστεύω τους, στο υποσυνείδητό τους, στις ρίζες του τρόπου ζωής τους. Οι άλλοι τους στερούν το ζωτικό τους χώρο και τους εκμεταλλεύονται, ή τους σπρώχνουν πιο βαθιά στην ενδοχώρα. Στη χειρότερη περίπτωση, τους σκοτώνουν σωματικά. Οι γλωσσολόγοι σου είναι πιο εκλεπτυσμένοι, θέλουν να τους σκοτώσουν με άλλον τρόπο. Μεταφράζοντας τη Βίβλο στη γλώσσα των Ματσιγκένγκα, αν είναι δυνατόν!


              *Αμαζονία: Βραζιλία, Βολιβία, Περού, Εκουαδόρ, Κολομβία και Βενεζουέλα.


               Σημείωση: αξίζει να διαβάσει κανείς δυνατά τη σελίδα 202.