Σάββατο 25 Απριλίου 2009

"Ελευθερία"

Mια φορά στην εποχή της μπατσιάς ήτανε η Ελευθερία, μαύρη στο χρώμα, λεπτή, μικρόσωμη, με μάτια φωτεινά σε ρετσινάτο χρώμα, γλυκά σαν μέλι.

Δεξιά και αριστερά της πλάτης τα φτερωτά της κόκαλα ήταν παραμορφωμένα, δεν ήταν πλατιά και χωμένα στο κρέας, αλλά διογκωμένα και γυρισμένα προς τα έξω και πάνω, τόσο έντονα, που φαίνονταν σαν μικροί λοφίσκοι σε λάθος τόπο.

Της φορούσαν χοντρά ρούχα για να καλύψουν τα εκτρωματικά εξογκώματα, εκείνη όμως τά’βγαζε και έμενε γυμνή ουρλιάζοντας πως την πονούσαν.
Το μόνο που άντεχε, χωρίς πόνους στην πλάτη, ήταν ένα λεπτό, υφαντό, μαύρο φουστάνι, που βρέθηκε σε μια παλιά κασέλα κι αυτό δεν το’ βγάζε ποτέ από πάνω της.

«Καμπουρίτσα» ήταν το παρατσούκλι της, αλλά ποτέ δε γυρνούσε το κεφάλι σαν την καλούσαν με το παρατσούκλι, μόνο με το «Ελευθερία» καταδεχόταν να σου απαντήσει. Το λάτρευε το όνομά της κι αλίμονο σε όποιον δεν το σεβόταν.

Από τα μικρά της χρόνια, ένιωσε να τη διαπερνά το βλέμμα το περίεργο, το κακεντρεχές, θα έλεγα, των άλλων και το βλέμμα εκείνο των δικών της το γεμάτο ντροπή για το τερατώδες δημιούργημά τους. Κρυβόταν, λοιπόν, στα πιο σκοτεινά μέρη και μόνο τα μάτια της φωσφορίζοντα τη μαρτυρούσαν σαν τα’ κλεινε όμως γινόταν αόρατη, ένα με το σκοτάδι.

Πολύ γρήγορα έμαθε να μη βρίσκεται σε κοινή θέα, ούτε μπροστά στους δικούς της ανθρώπους που με το παραμικρό την έβριζαν και την μπάτσιζαν.

Την μπάτσιζαν γιατί της άρεσαν τα λεμόνια και τα’τρωγε λαίμαργα. της φώναζαν βρίζοντας «στροβόξυλο, παλιοκαμπούρα, δε βλέπεις τα χάλια σου, μού θες και ξινά, θα ασπρίσει μωρή η παρθενιά σου και τότε είναι που θα μας μείνεις αμανάτι». «Δηλαδή αν δεν τρώω λεμόνια, θα’χω παρθενιά και θα με παντρευτούν;» απορώντας ρωτούσε. Η απάντηση ήταν πάντα ένας δυνατός μπάτσος, που ο πόνος την πήγαινε στην πατρίδα των αναστεναγμών, στην πατρίδα των πεταμένων.

Ήταν ευκίνητη, ευλύγιστη, κατάφερνε να κάνει ακροβατικά και να ανοίγει με δύναμη τα πόδια παράλληλα με το πάτωμα, σαν τις μπαλαρίνες όμως κι αυτή η ικανότητά της ήταν λόγος για μπάτσους, γιατί αυτά επιτρέπονταν σε θεατρίνες, χορεύτριες και πουτάνες και όχι σε ένα παρθένο θηλυκό, ως ελόγου της, που είθισται να ξεφορτώνονται με ένα γάμο.

Την μπάτσιζαν γιατί αρνιόταν να κάνει τη δούλα στους άλλους, «ή όλοι μαζί τις δουλειές ή τίποτα» φώναζε., μέχρι που την πέταξαν στο υπόγειο, να μην την βλέπουν, να μην ακούγονται οι στριγκλιές της στη γειτονιά, να μη ρεζιλεύονται, γενικά να μην την βλέπει κανείς και το καλλίτερο να μην τους βλέπει εκείνη.

Η ζωή της είναι η νύχτα, το σκοτάδι. Η Ελευθερία κινείται ελεύθερα, χωρίς κανείς να τη βλέπει, χωρίς κανέναν περιορισμό. Πετάει, είναι ευμετάβλητη, γίνεται διάβολος και άγγελος, κολυμπάει στα μαύρα κύματα του χρόνου, χτυπιέται στην ανεμοτάραξη της φτιαχτής ζωής.


-Τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..

Μεσάνυχτα, καθισμένη ανακούρκουδα σε μια σκοτεινή γωνιά της Τοσίτσα θαυμάζει τις ζωγραφιές του Σωτήρη στην άσφαλτο, στους τοίχους, στα σώματα, κάτι φράγκα μαζεύει για να πάρει τα χάπια του.

Ο Σωτήρης έχει φύγει από το σπίτι του πολλά χρόνια τώρα.
Ήταν φοιτητής στο πολυτεχνείο της Αθήνας, είχαν μαζευτεί όλοι σε μια γκαρσονιέρα που νοίκιαζε, σε μια παλιά πολυκατοικία στα Εξάρχεια, στην οδό Σολωμού, γιόρταζαν τα γενέθλιά του, τα είκοσί του χρόνια. Η φίλη του, η Άσπα, έφερε ποτά, γλυκά και ένα μικρό κουτί με χάπια, ‘’για να τη βρούνε’’ όπως είπε. Γελούσαν μέχρις δακρύων, φώναζαν, χόρευαν, δεν καταλάβαινε, δε θυμόταν. Ξύπνησε στο κρατητήριο τους έπιασαν για χρήση ναρκωτικών. Η ΄Ασπα δεν ξύπνησε ποτέ.

Οι γονείς του ήρθαν οργισμένοι από το νησί, τον έφτυσαν, είπαν στους αστυνομικούς ότι δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτόν τον αλήτη, έχουν ένα καλό όνομα στον τόπο τους και δε θα το κηλιδώσουν με τίποτα, γιατί έχουν κορίτσια για παντρειά. Την ίδια μέρα πήγαν σε συμβολαιογράφο για τα σχετικά περί αποκηρύξεως τέκνου.

«Είμαι αφορισμένος Ελευθερία μου, όπως καταλαβαίνεις, αυτό μας βόλεψε όλους, τους γονείς μου για να παντρέψουν τις κόρες τους πιο εύκολα, γιατί η προίκα τους θα αυξάνονταν από το δικό μου μερίδιο, επίσης θα λιγόστευαν τα έξοδά τους από το να τρέφουν ένα φοιτητή με όλα τα συμπαρομαρτούντα, στέγη, βιβλία, συγγράμματα και τόσα άλλα.. βόλεψε κι εμένα να μην έχω υποχρέωση για το γαμημένο, «σε γέννησα, σε μεγάλωσα, σε σπούδασα.»
‘Ίσως τα κατάφερνα να τελειώσω τη σχολή, όμως, το καθίκι, ο Χρήστου ο καθηγητής με έκοβε συνέχεια, έμαθα ότι τά’ πιανε, όμως εγώ ήμουν ταπί, που να τα’βρω.

Ο τότε φίλος μου και συμφοιτητής μου, ο Κλήμης, τα κατάφερε και το πέρασε το μάθημα του Χρήστου, όταν τον ρώτησα που βρήκε τα λεφτά, μου’ πε ότι η κόρη του Χρήστου μεσολάβησε. Να σου πω πώς Ελευθερία; Να σου πω; Λοιπόν, η Λουκία Χρήστου, του καθηγητή ντε, σπούδαζε στη Γαλλία κοινωνιολογία. Εκεί έμενε στο σπίτι μιας φίλης της που ήταν αρραβωνιασμένη με έναν επιμελητή του Πανεπιστημίου τον Κάρολο Μπενουά. Απ’ αυτούς έμαθε πολύ καλά το πρακτικό μέρος της κοινωνιολογίας.. «Τι δηλαδή Ελευθερίτσα;» Να αυτό εμείς εδώ το λέμε παρτούζα. Ο Κλήμης τα κατάφερε. Η Χρήστου είναι παντρεμένη με τον Μπενουά σήμερα, ναι ακριβώς της φίλης της τον αρραβωνιαστικό κι αυτός έχει έδρα σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο όμως το βίτσιο, βίτσιο. Θέλεις δίπλωμα; Τότε λεφτά, πολλά λεφτά. Δεν έχεις λεφτά; Τότε παρτούζα. Διάλεξε και πάρε. Ο Κλήμης έχει δίπλωμα, δουλειά, λεφτά είναι ένας ευυπόληπτος πολίτης, επιστήμων μάλιστα, ενώ εγώ εδώ στο πεζοδρόμιο, εξαρτημένος, ρεμάλι γι αυτούς τους καθωσπρέπει.

Είμαι γι αυτούς λοιπόν ένα ρεμάλι, εσύ τι λες Ελευθερία; Εσύ τις λες τι είμαι;
«Είσαι όμορφος, ζωγραφίζεις ωραία, οι ζωγραφιές σου μιλάνε, είσαι κοντά μου, είσαι αλήθεια κι αυτή πονάει, είσαι ζωή κι αυτή λαβώνει, χρειάζεσαι ασπίδα και θα σου φτιάξω μια, θα δεις θα σου φτιάξω μια, δε θ’αφήσω να σε φάνε. Αυτός που μας πλησιάζει ποιος είναι; Τι θέλει;

«Μη μιλάς Ελευθερία, κρύψου μη σε δει.» Η Ελευθερία έκλεισε τα μάτια, έγινε ένα με το σκοτάδι, ο ξένος έφυγε.

’’Ελευθερία μου αυτός μου δίνει εκείνο που λες ότι θα μου φτιάξεις, χα, χα, αυτός είναι μπάτσος μαζεύει λεφτά, πολλά λεφτά, αυτός στηρίζει την ύπαρξή του στα λεφτά, στα βρώμικα λεφτά, αλλά τι λέω, τα λεφτά ήταν είναι και θα είναι πάντα βρώμικα, φονικά, εγκληματικά, αλήτικα.. Ω! Ελευθερία.... σ’ αγαπώ, όχι δε θα σκοτώσω τον μπάτσο τον χρειάζομαι, γιατί φοβάμαι το τίποτα, γιατί γενικά φοβάμαι, πονάω, δεν κάνω καμιά κίνηση από το τρέμουλο, ενώ τώρα αυτός ξέρει, μ’ έχει στο χέρι. Αυτός ξέρει, αν ζωγραφίζω, αν περπατάω, αν μιλάω το οφείλω στα μικρά πακετάκια που μου πουλάει. Αυτός ξέρει, πόσο αδύναμος και χέστης είμαι. Ο μπάτσος ξέρει καλά Ελευθερίτσα μου, ξέρει πολύ καλά.

Τι είπες; δουλειά; πού να τη βρεις τη δουλειά Ελευθερία μου, πού να τη βρεις να φανταστείς ότι δεν εύρισκα πουθενά δουλειά, γιατί είχα τατουάζ στο μάγουλο δεν έβγαινε βλέπεις με διαλυτικά και άλλα τέτοια που προσπάθησα κι εγώ το’βγαλα με το μαχαίρι, όμως πάλι σιχαίνονταν την ουλή μου και με απέρριπταν, ως μη ευπαρουσίαστο. Τι είπες; να πατάξουμε τους παγαπόντες; Ποιους όλους; Τι; Όλους που μετράνε την εμφάνιση σύμφωνα με τα γούστα της μόδας; χα-χα-χα.. έχεις πλάκα Ελευθερία, δηλαδή τι θα κάνω; Κάθε μέρα θα σκοτώνω ανθρώπους; Να γίνω φονιάς; Αυτό μου λες; Εντάξει το παλεύει κανείς, το πολεμάει, ναι με τα χάπια, εγώ τουλάχιστον, με τι άλλο;

Τι είπες; να τους σκοτώνουμε κάθε μέρα; χα, χα, πλάκα έχεις Ελευθερία. Δεν ξέρεις ότι το απαγορεύει η θρησκεία μας; οι παπάδες μας; «ου φονεύσεις» Ελευθερία μου, «ου φονεύσεις».

Τι είπες; Να τα βάλουμε με τους παπάδες; Γιατί έχουμε πολλούς λόγους; Δηλαδή; Γιατί ψάλλανε την πεθαμένη Φρειδερίκη, που ξέρανε καλά ότι είχε γίνει ινδουίστρια – γκουρού και τα τοιαύτα; Έχεις πλάκα Ελευθερία, έχεις πλάκα. Τι είπες; να σκοτώσουμε τους παπάδες; Την πίστη μας; Τι είπες; επειδή δεν ψέλνουν τους αυτόχειρες και τα αβάφτιστα μωρά; και λοιπόν σωστό δεν είναι; Σκοτώνουν το δημιούργημα του Θεού; Με ποιο δικαίωμα; Α! τώρα μάλιστα γιατί ψάλλανε τον πλούσιο έμπορο, που αυτοκτόνησε. Ε’ τι να σου πω Ελευθερίτσα μου; Τι να σου πω; τον λυπηθήκανε. Πάντως να ξέρεις πως εγώ χωρίς μπάτσο και παπά δεν μπορώ να ζήσω. Ο μπάτσος και ο παπάς είναι η παράδοσή μας, ο τόπος μας, από τη γέννησή μας μέχρι συνοδεία στο ικρίωμα άμα λάχει. Άμα λάχει Ελευθερία μου.

Να το ξέρεις δεν μπορώ χωρίς παπά, χωρίς τους γλυκούς ήχους της καμπάνας, χωρίς τον παπά-Χρήστο τον κωδωνοκρούστη και το γέρο-Μουεζίνη δεν αντέχω να πεθάνω χωρίς να’χω εξομολογηθεί, χωρίς νά’χω κοινωνήσει, τους έχω ανάγκη, ίσως από αγάπη, αδυναμία, φόβο δεν ξέρω.

Ξέρω όμως τον παπά Χρήστο του αϊ Γιώργη, το γέρο Μουεζίνη του τζαμιού απέναντι από την εκκλησιά μας. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να σκέφτομαι τον παπά-Χρήστο να χτυπάει με μανία την καμπάνα της εκκλησιάς μας όσο πιο δυνατά μπορούσε, ενώ ο γέρο –Μουεζίνης καλούσε τους πιστούς φωνάζοντας, - εσεντουλάχ ι ιλλαχί ιλ αλάχ εσσεντουλάχ ι ιλλαχί ιλ ρεσούλ αλάχ , αλάχ ου εκμπέρ»

Και ένα πρωινό που ο παπά Χρήστος αρρώστησε, ο γέρο μουεζίνης μια χτυπούσε την καμπάνα της εκκλησιάς μας, μια ανέβαινε στο μιναρέ και φώναζε με όση δύναμη είχε «αλάχ ουεκμπέρ-αλάχ ουεκμπέρ Αλάχ ου εκμπέρ- εσεντουλάχ ι ιλλαχί ιλ αλάχ εσσεντουλάχ ι ιλλαχί ιλ ρεσούλ αλάχ , αλάχ ου εκμπέρ».

Δεν αντέχεται η ζωή χωρίς τον παπά μου Ελευθερίτσα μου.

Ο παπά Χρήστος οστεώδης, με άσπρα μαλλιά και γένια, κοιμόταν στα σκαλιά της εκκλησιάς του αϊ Γιώργη στο νησί απέναντι από το Τζαμί. Χρόνια πολλά έκανε τον παπά, τον καντηλανάφτη, τον κωδωνοκρούστη, μεγάλη η χάρη του άγιου, ποτέ του δεν πήρε ούτε μια δραχμή. Χτυπούσε μ’ όλη του τη δύναμη την καμπάνα, τόσο δυνατά που η φωνή του μουεζίνη ίσα που ακούγονταν
«αλάχ ουεκμπέρ-αλάχ ουεκμπέρ Αλάχ ου εκμπέρ» Γέρασε όμως, άχρηστος για την εκκλησιά μας.

Η εκκλησιά μας, τώρα, έχει νέο παπά και νέο κορίτσι για τις δουλειές του ναού κι όσο για την καμπάνα χτυπάει αυτόματα, είναι ηλεκτρονική και εύηχη.

Πέθανε και ο μουεζίνης, ο φίλος και ανταγωνιστής του τώρα τίποτα Ελευθερία μου, απολύτως τίποτα.

-Τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..
Η γριούλα ξεψυχάει στο πεζοδρόμιο της μεγάλης τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά, μόλις την πάτησε το ειδικό αυτοκίνητο της αστυνομίας, μόλις την πάτησε μια «αύρα». Είναι μικρόσωμη, καχεκτική. Μα δε φαινόταν άνθρωπος μάλλον για σακούλα σκουπιδιών την πέρασαν. Η γριούλα πεθαίνει γιατί κάτι παιδιά φώναζαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..

-τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..
Τα φωσφορίζοντα μάτια μαζεύουν οχτακόσια τόσα εκατομμύρια οστεωμένα ανάπηρα παιδιά, μαύρα, άσπρα, κίτρινα, με μάτια μεγαλύτερα του σώματός τους. Παιδιά πεθαμένα από πολεμοποιούς ταγούχους, πεθαμένα από πεινητικές αρρώστιες, από ναρκωτισμούς.

Τα φωσφορίζοντα μάτια μαζεύουν ζωντανούς-νεκρούς, ομοφυλόφιλους, επιληπτικούς, άντρες τιμωρημένους με κόψιμο των όρχεών τους, γυναίκες με αφαίρεση των ωοθηκών και της κλειτορίδας τους.
-τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..

Γη άγονη, διψασμένη, καμένη γη, μαύρη, σπαρμένη από απανθρακωμένους στρατιώτες-παιδιά, γη πνιγηρή, νοσηρή, σε πυκνό σύννεφο σκόνης τυλιγμένη από αναθυμιάσεις μπαρουτίλας, από βρώμα ουρανίου, πλουτωνίου γη μας τόπος γέννησης και γενιααάς μας, ξεφώνισε και ξεφωνίζει η Ελευθερία.

Όμως κανείς δεν άκουγε, κανείς δεν ακούει. Κούφωμα ανθρωποειδών λάλων με την πολυθρόνα στον κώλο, αποχαυνωμένοι από άνεση τεχνολογίας, πλουτηρή σκέψη, χωρίς οσμή, χωρίς γεύση, χωρίς όραση. Αισθήσεις που λειτουργούν μόνο για τη χρυσή ουρά του βασιλιά και των βαστάζων του. Αισθήσεις που λειτουργούν για τους μηρούς και τα βιζούνια νεανίδων. Αισθήσεις που λειτουργούν για τα πανάκριβα φουστάνια γυναικών ονομαστών του πλούτου. Ονομαστών πελατών πανάκριβων ραφτάδων-προσκυνητών της εκάστοτε θεάς της μόδας, της θεάς της έπαρσης και αλαζονείας.

Στο υπόγειο της Ελευθερίας κοιμάται ο παπά-Χρήστος, παρέα με το γέρο-μουεζίνη.

Στο υπόγειο της Ελευθερίας βρήκε μια γωνιά για ύπνο ο Σωτήρης, ο ζωγράφος.

Οχτακόσια τόσα εκατομμύρια σκελετωμένα παιδάκια στο υπόγειο της Ελευθερίας και μια γριούλα που τη σκότωσαν γιατί άκουγε φωνές ‘ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ’

Μπρούτζινο άγαλμα-πεσμένο καταγής, σκεπασμένο με μαύρο υφαντό ύφασμα, μέσα σε μια υπόγεια αποθήκη λεμονιών, λίγο παραπέρα φτερά κομματισμένα, πελώρια, αγγελικά.

Ήταν λεει δημιούργημα ενός παλιού γλύπτη και ήταν να στηθεί στην πλατεία της πόλης για προσκύνημα στις εθνικές επετείους, ήταν το άγαλμα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Όμως δεν άρεσε, γιατί η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ έγερνε από το βάρος των φτερών της προς τα εμπρός κι έδειχνε καμπούρα. Ο γλύπτης έτσι την ήθελε αδύνατη, μαύρη, κυφωτική από το βάρος της δουλείας. Δεν άρεσε, πετάχτηκε σπασμένη στο υπόγειο.

Άλλοι είπαν ότι δεν ήταν άγαλμα μα ένα μικρό κορίτσι, που πέθανε, κλεισμένο από γεννησιμιού του στο υπόγειο, γιατί ήταν τέρας δε βλεπόταν, και όσο έζησε-έζησε τρώγοντας σάπια λεμόνια.

Υπήρχαν κι ανθρώπινοι σκελετοί εκεί κάτω, η μπόχα έκανε τη γειτονιά να φωνάξει την αστυνομία, να καθαρίσει τη βρωμιά.

-τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ..
Μάνες ξεχτένιστες όρμησαν έξω. Το ούρλιασμα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, η μπόχα των νεκρών παιδιών τους ήταν το κάλεσμα. Έκαναν ένα κύκλο κι έκλεισαν τη γη που τις γέννησε και γέννησαν κι ορκίστηκαν στο όνομα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ πως κανένας ποτέ δε θα τον σπάσει. Ο κύκλος μεγάλωσε από τους πατεράδες, τις αδελφές, τις γυναίκες, τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Ο κύκλος μεγαλώνει, θεριεύει, γιατί η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ουρλιάζει. Σκοτώνει την αταραξία, την απάθεια, γιατί της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ η ωμοπλάτη σκίζεται αιώνες τώρα για να βγάλει φτερά.. ίσως πετάξει μια μέρα..

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

ΟΙ ΝΕΕΣ ΛΙΜΟΥΖΙΝΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ

Τύψεις φαίνεται ότι διακατείχαν μέχρι πρότινος πολλούς βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου επειδή τα ακριβά δίλιτρα αυτοκίνητά τους ρύπαιναν την ατμόσφαιρα.
Μαζεύτηκαν λοιπόν μια νύχτα στην βουλή και ψήφισαν ένα νόμο που τους επιτρέπει να αντικαθιστούν τα αυτοκίνητά τους και με υβριδικά οχήματα ανεξαρτήτως κυβικών και μάρκας. Και φυσικά άδραξαν την ευκαιρία… κλπ..

***

Τζένη μου, πολύ καλό το σχόλιο που μου έστειλες. Δεν με ξένισε, ωστόσο καθόλου. Αντικαθιστώντας με ευκολία τους ‘Κλαζομένιους’ με τους (περισσότερους) από τους ‘βολευτές’ μας -όπως τους αποκαλούσε ο Καραμανλής με την ιδιότυπη προφορά του- θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τη λακωνική ρήση: «Έξεστι τοις βουλευταίς ασχημονείν»… Και ‘αισχυμονείν’ το δίχως άλλο.
Αποφάσισαν, λέει, παμψηφεί την αντικατάσταση των βουλευτικών του αυτοκινήτων με άλλα που έχουν υβριδικό κινητήρα υψηλού κυβισμού και πολυτελούς κατασκευής; Πάρτο συμβολικά, επειδή μάλλον θα θέλουν να επισημάνουν, σε όσους δεν το κατάλαβαν, ότι η εν γένει πολιτεία τους συνιστά τον ορισμό της Ύβρεως.
Ύβρις στα δημόσια πράγματα δεν είναι, όμως, μόνο η αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά, αλλά και η προκλητική υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών (βλέπε δικαιολογίες κτήσης των αυτοκινήτων). Ωστόσο, λόγω της αποδεδειγμένα περιορισμένης νοημοσύνης των υβριστών, διαφεύγει της προσοχής τους, ότι η ύβρις (1) είναι το πρώτο σκέλος ενός αδιάσπαστου τριπτύχου. Νομοτελειακά ενεργοποιήθηκαν και τα άλλα δυο αναπόσπαστα σκέλη: η νέμεσις(2) και η τήσις(3). Δυστυχώς, όμως για το σύνολο των υβριστών (ή υβριδιστών, αν θέλεις) δεν θα λειτουργήσουν με τους όρους της κάθαρσης, σύμφωνα με τις επιταγές μιας αρχαίας τραγωδίας. Οι υβριστές αυτοί δεν θα αναγκαστούν να υποστούν την ατιμωτική έκθεσή τους εις τον ‘ύβρεως λίθον’. Και τούτο, επειδή δεν υποτιμούν άδικα την νοημοσύνη των πολιτών-ψηφοφόρων, αφού κάποιους θα τους ξαναψηφίσουν, ή θα ψηφίσουν νέους επίδοξους υβριστές της νοημοσύνης τους(*).

(1) ύβρις [ανάμεσα στα άλλα]: αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά, καθώς και περιφρόνηση των νόμων της ηθικής, του ‘δεόντως πράττειν’. «υβρις τόδ' εστί, κρείσσω δαιμόνων ειναι θέλειν», Ευρ.)·
(2) νέμεσις: α) νομοτελειακή απονομή δίκαιης τιμωρίας για αξιόποινη πράξη, ποινή. β) η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη. Αλλά: «νέμεσις δέ μοι εξ ανθρώπων ἔσσεται», Ομήρου Οδ.)·
(3) τίσις: ανταπόδοση, εκδίκηση «τίσιν δίδωμί τινος»= τιμωρούμαι για κάτι που έχω κάνει.

Φιλιά
Γιώργος Βλάχος.

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Χάδι-ξόρκισμα του πόνου της μάνας του Βασίλη Κουφωλιά.

Μάνα νοερά το χέρι μου χαϊδεύει την κυρτή, από το βάρος του θανάτου, πλάτη σου.

Στον ποταμό των δακρύων σου πλεει και το δικό μου.

Αγιασμένα τα χώματα της Λ' Ακουιλα, βαμμένα άλικα θα λάμψουν με το φως της γης και ανεξίτηλα.

Η ομορφιά, δε χάνεται, σμιλεύει, γλυκαίνει με αγάπη αιμοστατική το μάτωμα της καρδιάς.

Είθε η θλίψη μου, η σκέψη μου, να' ναι παρηγορητική στο πένθος σου.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

MANEKEN

Μέρος πρώτο.

Γύρισα από τη δουλειά άρρωστη, πονόλαιμος, βήχας, τα συνηθισμένα συμπτώματα ίωσης, που με επισκέπτονται τουλάχιστον ανά δυο μήνες κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Είχα τηλεφωνήσει, εντωμεταξύ, της μάνας μου για την αρρώστια και με το που μπήκα με πήρε η μυρωδιά της κρεατόσουπας. Ήρθες Αναστασία μου, κάνε ένα ζεστό μπάνιο, έχω ανάψει το θερμοσίφωνο από ώρα, έλα μετά να φας ζεστή-ζεστή τη σούπα και κουκουλώσου στο κρεβάτι μόλις ιδρώσεις θα σου περάσει. Θα σου βάλω στο στήθος μια πετσέτα ποτισμένη με τσικουδιά να δεις για πότε θα σταματήσει ο βήχας, φώναξε η μάνα μου, ενώ ο πατέρας μου πρόσθεσε, εγώ θα στύψω δυο πορτοκάλια να πιεις, πριν φας, είναι το καλλίτερο φάρμακο για τη γρίππη.

Αυτοί οι γονείς μου είναι να τους χαίρεσαι, τριάντα χρόνια μαζί, αγαπημένοι, στοργικοί, προστατευτικοί σε μένα. Δάσκαλοι και οι δυο και τα τελευταία τρία χρόνια συνταξιούχοι, ξοδεύουν τη μισή μέρα στο να ψωνίζουν τρόφιμα να μαγειρεύουν ό,τι πιο νόστιμο μπορεί κανείς να φανταστεί έτσι έχουμε καθημερινά ένα στρωμένο τραπέζι μ’ όλα τα καλά και οπωσδήποτε το κόκκινο κρασάκι, που κάνει καλό σε μένα, γιατί δήθεν είμαι αναιμική. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν στα δέκα μου χρόνια και τώρα είμαι είκοσι πέντε, εγώ βέβαια γκρινιάζω ότι όλα αυτά παχαίνουν, όμως με παίρνει η μυρωδιά και δεν αντιστέκομαι στη νοστιμάδα των κεφτέδων, του στιφάδου, του φρικασέ, των ντολμάδων και τόσων άλλων, που έχω φτάσει τα εξήντα πέντε κιλά και το ύψος μου δεν ξεπερνάει το ένα πενήντα πέντε. όταν παραπονιέμαι στη μάνα ότι είμαστε όλοι παχουλοί, εκείνη σίγουρη για την ωραία εικόνα της οικογένειάς μας επιμένει ότι είμαστε όπως πρέπει και μάλιστα γεροί όμως εμένα το πάχος που έχει συσσωρευτεί στα κωλομέρια μου με ενοχλεί και παρ’ όλο που κάνω γυμναστική δυο, τρεις φορές την εβδομάδα δε λέει να φύγει. Η μάνα μου βέβαια επιμένει και επαναλαμβάνει, γυναίκα χωρίς πιασίματα παιδί μου δεν είναι γυναίκα και είσαι μια χαρά, έτσι είναι το σχήμα του γυναικείου σώματος, σαν αχλάδι, εγώ όμως δεν είμαι σαν αχλάδι, μάλλον προς αχλάδα φέρνω. Είναι η δεύτερη μέρα που βρίσκομαι στο κρεβάτι κι έχω μάθει απέξω κι ανακατωτά όλα τα προγράμματα της πρωινής ζώνης των καναλιών· αυτό το μανεκέν, η Μπέλλα, θεέ και κύριε τι πλάσμα, ψηλόλιγνη, όμορφη, παθαίνω ταράκουλο να την κοιτάζω, δεν σκιάζομαι που οι γονείς μου την ψέγουν για τα ελληνικά της, άκου να λέει στις μιάμιση, άκου της συνεχής πορείας, εγώ εκείνο που βλέπω είναι μια καλλονή, μια σαγηνευτική γυναίκα, που όπως λέει τα χρωστάει όλα στις ασκήσεις γυμναστικής όπως αναφέρονται στο πρώτο της βιβλίο, «γυμναστική ίσον ομορφιά», επίσης στο δεύτερό της βιβλίο με συνταγές μαγειρικής «πως να μην παχύνετε ποτέ», όμως τα υλικά που βάζει κάπως παράξενα για τις συνήθειες της μάνας μου, που είναι φανατική της ελληνικής κουζίνας, άκου φιστικέλαιο, ακου γάλα καρύδας, άκου μάνγκο, άκου ένα κουταλάκι ρας ελ χανούθ και νουόκ-μαμ, μαζί με κλωνάρι σιτρονέλας, τα ακούει η μάνα μου και βγάζει σπυράκια. Τι ωραία θα ήταν κάποιος να μου τα μαγείρευε όλα αυτά, όμως το τρίτο της βιβλίο με τον τίτλο «πως να κατακτήσετε ένα πλούσιο και διάσημο άντρα», είναι αυτό που σίγουρα μόλις γίνω καλά θα πάω να το αγοράσω, η αλήθεια είναι ότι το πλούσιος και διάσημος καθόλου δεν με συγκινεί, απλά να μάθω τον τρόπο βρε παιδί πώς να κατακτήσω έναν άντρα, είκοσι πέντε έγινα κι ακόμα ούτε με κατάκτησαν ούτε κατάκτησα... τελείωσε η εκπομπή όμως η μορφή αυτής της ομορφογυναίκας κόλλησε στα μάτια μου, μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Ο διευθυντής μου, μου έδωσε μια πρόσκληση για την πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ, θα πάω οπωσδήποτε λατρεύω τους ηθοποιούς που παίζουν σ’ αυτό το έργο, δε θα το χάσω με τίποτα.

Έφτασε η μέρα και πήγα μισή ώρα νωρίτερα, όλος ο γνωστός κόσμος του θεάτρου, της τηλεόρασης και της πολιτικής ήταν εκεί, όμως σάστισα όταν είδα και την Μπέλλα, θεέ μου αυτή ήταν ακόμα πιο όμορφη απ’ ό,τι φαινόταν στο γυαλί.

Χτύπησε το δεύτερο κουδούνι, όταν με ευχαρίστηση διαπίστωσα ότι η Μπέλλα καθόταν ακριβώς δίπλα μου σκέφτηκα μήπως βρω την ευκαιρία να ανταλλάξω δυο κουβέντες μαζί της, θα μου’ δινε μεγάλη χαρά.

Ήμουνα προσηλωμένη και με διέτρεχε ρίγος συγκίνησης στην τραγική εκείνη σκηνή που ο μικρός αδελφός γρονθοκοπεί τον μεγάλο που είναι μεθυσμένος και πέφτει κλαίγοντας κάτω στα πόδια του απελπισμένου τους πατέρα, όταν ένας ενοχλητικός θόρυβος στ’ αυτιά μου και μια μυρωδιά ξινίλας με αηδίασε, συνάμα με εκνεύρισε γιατί διέκοπτε την προσοχή μου στο καλλίτερο μέρος του έργου γύρισα το κεφάλι θυμωμένη στο πλάι και αυτό που είδα με τάραξε, το μανεκέν είχε γείρει το κεφάλι στον ώμο της και κοιμόταν του καλού καιρού, ο θόρυβος ήταν το ρουθουνητό της, η αηδιαστική μυρωδιά ερχόταν από το μισάνοιχτο στόμα της με το κάτω χείλος κρεμασμένο σχεδόν στο πηγούνι, μια ελεεινή φιγούρα, που με τσάτισε ακόμα πιο πολύ όταν στο τέλος του έργου ξύπνησε και χειροκροτούσε επιδεικτικά, φωνάζοντας ‘’μπράβο’’.

Έφυγα απογοητευμένη από το θέατρο δεν ευχαριστήθηκα την παράσταση, παρηγορήθηκα με τη σκέψη να πάω να ξαναδώ το έργο με την ησυχία μου όμως έτριψα τα χέρια μου από ικανοποίηση που δεν ξοδεύτηκα να αγοράσω τα βιβλία αυτής της ασήμαντης και ήσσονος γυναίκας, όπως πολύ σωστά θα έλεγαν και οι γονείς μου.


Μέρος δεύτερο.

Γύρισα κουρασμένη από το studio έκανα απανωτά γυρίσματα, που θα μεταδοθούν τηλεοπτικά την μεθεπόμενη βδομάδα ήμουνα εκεί από το πρωί και έχει πάει η ώρα έξι τ’ απόγευμα και ίσα που προλαβαίνω να κάνω μπάνιο, να μακιγιαριστώ και να φύγω έχω στο μυαλό να κάνω τόσα πράγματα και ιδιαίτερα να γράψω άλλο ένα βιβλίο, αυτό θα με ικανοποιούσε απ’ όλα πιο πολύ.

Ήπια ένα χυμό, έφαγα μια σαλάτα και κείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο ήταν η μητέρα μου από τη Ν. Υόρκη μιλήσαμε για λίγα λεπτά, μια και πάντα με βρίσκει βιαστική και πολυάσχολη, της υποσχέθηκα ότι μετά το τέλος της σεζόν θα πάω να τους δω. Με ρώτησε πώς πάω με τη γλώσσα κι ενθουσιάστηκε που της είπα ότι γράφω βιβλία και δεν κρύβομαι να λέω ότι η κάθε μου μέρα είναι σπουδή στα ελληνικά αφού μεγάλωσα και σπούδασα στην Ν. Υόρκη από ΄Ελληνες γονείς, που πήγαν στην Αμερική τη δεκαετία του ’60, όμως τα καλοκαίρια επισκεπτόμουν την Ελλάδα και λάτρεψα τα νησιά της, το φως της και τους ανθρώπους της. Οπότε ήρθα και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα και καθόλου δεν το έχω μετανιώσει.

Σήμερα έδειχνα τουλάχιστον επί είκοσι λεπτά ασκήσεις γυμναστικής τόσο απλές που ακόμα κι ένα μικρό παιδί μπορεί να τις κάνει κι αν κανείς διαθέσει τουλάχιστον δέκα πέντε λεπτά την ημέρα είναι σίγουρο ότι θα καταναλώσει τις παραπανίσιες θερμίδες.

Στη συνέχεια πρότεινα διαιτολόγιο πλούσιο σε βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία για σωστή διατροφή έδωσα και πολλές συμβουλές για την επιδερμίδα του προσώπου γυναικών και αντρών επιμένοντας στην καθημερινή ενυδάτωση, καθώς και στην αντηλιακή της προστασία, χειμώνα καλοκαίρι.

Μετά πασαρέλα για φωτογράφηση και video σε ρούχα υψηλής ραπτικής, για σώματα υψηλής αισθητικής, όπως διαφημίζει το περιοδικό μόδας που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες λικνιζόμουν όπως ακριβώς μου ζητούσε ο φωτογράφος και ο μόδιστρος, έπρεπε να εκπέμπω αισθησιασμό και σαγήνη. Έμειναν όλοι ευχαριστημένοι καθώς κι εγώ από την αμοιβή.

Είμαι έτοιμη κάπνισα ένα τσιγάρο, με ξεκουράζει το άτιμο, μάλιστα τώρα τελευταία το’χω παρακάνει τελειώνει το πακέτο μέχρι το μεσημέρι και πολλές φορές και μισό από το δεύτερο.. θα δούμε τι μπορώ να κάνω και γι’ αυτό. Μου λείπει ύπνος, δυο μέρες τώρα μια με τα γυρίσματα, μια με την πασαρέλα και τις διαφημίσεις, δεν έχω κοιμηθεί. Τελευταία ματιά στον καθρέφτη και δρόμο για το θέατρο, ο πρωταγωνιστής του έργου, είναι θαυμαστής μου και μου πρότεινε μετά την πρεμιέρα να φάμε μαζί, δεν αρνήθηκα, αν και πολύ θα ήθελα να γυρίσω νωρίς στο σπίτι, να κοιμηθώ. Με το τσιγάρο στο στόμα έφυγα βιαστική για το θέατρο.

Πολλοί γνωστοί και άγνωστοι με χαιρετούσαν με κολακευτικά λόγια και σχεδόν σε όλων τα μάτια έβλεπα θαυμασμό για την καλλιγραμμία του σώματός μου κι εγώ σκεφτόμουν τι άνετα μπορεί κανείς να γίνει καλλίσωμος διαβάζοντας τα βιβλία μου.

Κάθισα στη θέση μου και σχεδόν από την πρώτη σκηνή ένιωσα να χαλαρώνω από την κούραση της μέρας. δίπλα μου ένα κορίτσι με κοιτούσε με θαυμασμό κι εγώ της χαμογέλασα. Με ξύπνησαν τα χειροκροτήματα του κόσμου ένιωσα ένα φαρμακερό βλέμμα από το κορίτσι δίπλα μου, ίσως ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω της και ενοχλήθηκε δεν ξέρω, λυπήθηκα γι αυτό, όμως χειροκρότησα με θέρμη τον Κωστή, όπως έκαναν όλοι, πρέπει να ήταν σπουδαίος στο ρόλο του.

Ευτυχώς ξεκουράστηκα θα είμαι στο ραντεβού σε καλή φόρμα και ότι ήθελε προκύψει....

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

όνειρο!!!! χμμμ χίμαιρα...

Φαντάστηκα λέει τα τανκς άροτρα, τα όπλα αξίνες, τους στρατιώτες Οικοδόμους, Αγρότες, τις μάχες Πανηγύρια και Γιορτές, τα στρατόπεδα Κατασκηνώσεις! τις χειροβομβίδες, τις σφαίρες, τις οβίδες, Βεγγαλικά! Τα ναρκοπέδια Εύφορα Χωράφια! Τα ναρκωτικά Ζαχαρωτά! Τις φυλακές Νοσοκομεία, Ξενοδοχεία! Τους αστυνόμους, τους παπάδες, τους δικαστές Θεατρίνους στη σκηνή! Τους ανθρώπους Εραστές της Φύσης της Ζωής. Ζωή χωρίς βία, μπαρούτι, με Τραγούδι, με Έρωτα, με δουλειά, όχι δουλεία.
Φαντάσου πόρτες ανοιχτές, καρδιές ξεκλείδωτες!!
Αντέχεις τόση χαρά, τόση ελευθερία, τόση ευτυχία;
Ουτοπία μου φωνάζουν, αφήστε με ουρλιάζω στο όνειρο , ευτυχώς δεν το απαγόρεψαν ακόμα....

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Kάτι λίγα από τα πολλά.. του Γιάννη Ξανθούλη.

Τι ευχάριστο μαντάτο, θα μας επισκεφτεί; Αναφώνησα, ενώ ένα σμάρι αναγνωστριών κελάρυζε σαν το νερό στο ρυάκι ανθολογώντας κείμενα από το τελευταίο του βιβλίο.

Σκέφτηκα να κάνω αυτό που μπορούσα κι ήταν ένα μικρό «μενού» μέσα από τα πολλά που κατά καιρούς ο ίδιος μυθολογούσε και είπα δεν μπορεί κάτι θα τσιμπήσει. Το παραθέτω και σε σας ευχόμενη καλή όρεξη στις σκέψεις, στις αναπολήσεις, στα ταξίδια φαντασίας, καλωσορίζοντας τον καλεσμένο μας με τη γλώσσα που μαθαίνει τελευταία και λιπαίνει το μνημονικό του, όπως ο ίδιος ομολογεί...

Xοσ Γκελντιν. Γεμεκλεριμιζί ινσαλλαχ μπεγενίρσινιζ.



Τι να πρωτοπεί κανείς για να περιγράψει αυτήντην ακούραστη πνευματική μηχανή ή καλύτερα αυτό το καθαρόαιμο άλογο καταπληκτικής σβελτάδας γραφής και λόγου· λέγοντας καθαρόαιμος μήπως εννοούμε τον elit συγγραφέα; ή την αφρόκρεμα της ελληνικής λογοτεχνίας; Κάθε άλλο θα λέγαμε διαβάζοντάς τον, ίσα, ίσα που τον βρίσκουμε φλεγματικό στο χιούμορ, σαρκαστικό, ρεαλιστή, ειρωνικό, αθυρόστομο, συναισθηματικό, ερωτικό, ασίκη και ένα σωρό άλλα επίθετα που θα του πήγαιναν γάντι μια και έχουμε την ακτινογραφία του σε δεκάδες βιβλία εκατοντάδων σελίδων όπου μας κλείνει το μάτι, παραδεχόμενος ναι είμαι αυτός, κι αυτός, κι αυτός, κι αυτός. …

Τι κάνει αυτός ο μεγάλος παραμυθάς; «Μπιρντέν-μπιρέ» μας μαγεύει, μας τσιγκλίζει από τη νωχελική μας σιέστα του καυτού καλοκαιριού, από τη μάζωξη στη θαλπωρή του σπιτιού μας τις χειμωνιάτικες νύχτες, ξύνει πληγές ζωής, στιγμές που έχουμε περάσει και αποξεχνώντας τις πετάξαμε, όμως εκείνος μας τις φέρνει στο πιάτο και λεει:

* *
«ξέρετε εκεί το ’62 θάταν, γύρω στα 16 μας, θυμάστε εκεί στην πλατεία με συμμαθητές και συμμαθήτριες κατηφορίσαμε προς τον κεντρικό δρόμο εκεί που η πολιτεία μας τα χρόνια εκείνα είχε τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα καλά εστιατόρια, όπου έβρισκες πάντα ψάρι φρέσκο και σπεσιαλιτέ σουτζουκάκια με πικάντικους πολίτικους μεζέδες, ρετσίνα «Μαλαματίνα» και μπίρα ποτήρι. Στρωθήκαμε με πορτοκαλάδες, παγωτά και σοκολατίνες στο «Ελβετικό» σαν ένα πολύβουο χαρούμενο μελίσσι. Ανάψαμε οι πιο τολμηροί τσιγάρα, τράβηξαν κάνα δυο ρουφηξιές και οι μαθήτριες, έριξα και μια πονηρή ματιά στην υπέροχη Μαίρη που βολτάριζε τώρα με το χρυσοστολισμένο αντισυνταγματάρχη μπαμπά της και η ζωή συνεχιζόταν επαρχιακή, μεσημεριάτικη, εφηβική……
«το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα. 1984»


* *
Όμως η μηχανή του χρόνου μάς πάει ακόμα πιο παλιά φωνάζει: κοίταξε είσαι μόλις δέκα χρονώ και….


«Δεν ξέρω αν όλα τα παιδιά στα δέκα τους χρόνια έχουν τη στύση που είχαμε εγώ και ο δίδυμος αδελφός μου ο Φώτης. Είχαμε θάλεγα και λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό γιατί πολύ αργότερα όταν θα προσπαθούσα να θυμηθώ την αίσθηση εκείνης της εποχής, που κράτησε όσο η εποχή των ρομαντικών παγετώνων και των άλλων προσώπων της γης, τότε που τα μαμούθ ερωτεύονταν δεινοσαύρους ή άλλα, τέλος πάντων αξιέραστα τέρατα που δεν ξέρω να σας πω τα ονόματά τους, η αίσθηση λοιπόν αυτή, θα ήταν ίδια σαν όλες τις φορές που, κατόπιν, γέρος και ακόλαστος ή καθαγιασμένος ή στερημένος ή ερωτευμένος με τα φαντάσματά μου, θα αναρωτιόμουν πόσο διαφορετικά ήταν τότε απ’ το μετά και το τώρα….»
"πεθαμένο λικέρ. 1987."


* *

Τον είπαμε μάγο και δεν πέσαμε καθόλου έξω, ας αφήσουμε τον μικρό Ηλία να μας τα πει πρώτο χέρι:

«Σταμάτησε ν’ ανασάνει, να ηρεμήσει την καρδιά του, να κόψει την τρεμούλα που, απ’ τη ραχοκοκαλιά, έστελνε ριπές ρίγους στην κάτω σιαγόνα. Αφουγκράστηκε το τίποτα της νύχτας. Η νύχτα μονίμως αχνή, μονίμως ν’ αναδεικνύει τη σιωπή με τους φανταστικούς της ήχους.
Δεν ήταν κουτός ούτε κουβαλούσε τις συνηθισμένες φοβίες των παιδιών. Καμιά φορά καμάρωνε την αντοχή του στη μοναξιά. Σε λίγο η ορφάνια θα του γινόταν παράσημο, θα ψηνόταν στη ζωή, όπως τόσα και τόσα παλικαρόπουλα ορφανά της παγκόσμιας ιστορίας.

Του ήταν δύσκολο να καταλάβει πώς μπέρδεψε την κατεύθυνση, εκτός κι αν ηθελημένα είχε βρεθεί εκεί. «Δηλαδή εδώ. Δηλαδή πουθενά».
Νόμισε πως άκουσε τη φωνή να εξηγεί το ανεξήγητο και να ομολογεί πως Δε βρισκόταν πουθενά, κι ας έμοιαζαν όλα γνώριμα μες στη σιωπηλή κίτρινη ανησυχία της βεράντας. ΄Επειτα κάρφωσε το βλέμμα του στο σκοτεινό τζάμι της πόρτας που οδηγούσε στην κουζίνα. Και ήταν εκεί.
Ήταν εκεί και τον κοίταζε με τα γλυκά καστανά του μάτια να λάμπουν, όπως λάμπουν τα μάτια που είναι στολισμένα με δάκρυα, ακόμα κι όταν δεν κλαίνε. Το παιδί εκείνο, που η ανάσα του θάμπωνε το τ
ζάμι, επαναλάμβανε το όνομά του «Μεχμέτ». Και μιλούσε τη γλώσσα του πανικού. Δεν άκουγε ο Ηλίας τον ήχο των λέξεων μα ένιωθε ότι στο μυαλό του ανοίγονταν χάρτες γεμάτοι κόκκινες ενδείξεις, που τον ταξίδευαν προς το Βορά με ανατολικό έρεισμα…..»
''Τούρκος στον κήπο 2001''.


* *
Θυμάστε να είπαμε ότι αθυροστομεί; ή είναι η ιδέα μας;


Μόνο στο δωμάτιό του είχε μια γκραβούρα με φιγούρες γυναικών ξεβράκωτων, καπακωμένων από άγριους πολεμιστές ή θηρευτές κωλοτρυπίδων. Κατά τα άλλα, το μπροκάρ, τα βελούδα, τα χαλιά και τα κρόσσια ήταν τόσα, που άνετα θα έντυναν τουλάχιστον είκοσι πορνεία πολυτελείας. Χώρια τα πέντε τομάρια ζέμπρας και το ένα λιονταριού, με κεφάλι κατά τι μικρότερο από τη βάλανο του Εφραίμ!


Κι ακόμα…..

«έχεις μουνάκι κάθετο
παρθένο κι αδιάθετο»

''Θείος Τάκης. 2005.''


* *


Άραγε τον είπαμε στοχαστή; Μήπως ποιητή; Σημειώστε αυτή τη φράση:

Πόσος μόχθος χρειάζεται για να ενηλικιωθείς!!!!!

* *

Τον είπαμε ερωτικό δεν είναι; Ακούστε τον λοιπόν:

«Την τράβηξε βίαια, γεμίζοντας το λαιμό της φιλιά και δάκρυα. Του αρκούσε που ξανάβρισκε το δέρμα της, που ξυπνούσαν ο πόθος και τα μανιτάρια μια γλυκιάς απόγνωσης, που τα χέρια του ταξίδευσαν σε μυστικές κοιλότητες με σιγουριά ώριμου άντρα που οι χυμοί του ανάβλυζαν πρόθυμα από παντού, που κατάπινε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της, που ανάσαινε τη γαλακτερή ευωδιά του στήθους της…»



Αχ αυτή η μνήμη πόσο μας τρομάζει όταν ολοένα απομακρύνεται μέχρι που άκαρδα μας εγκαταλείπει… και να πώς άηχα ο ήρωάς του Ξανθούλη τα λεει σταράτα στους νεαρούς που φιλιούνται και γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τη μνημονική αρρώστια που μας υπονομεύει όσο περνούν τα χρόνια….

«Τους θαύμασε που δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι η μνήμη κατάφερνε ζηλευτά να εξαφανίζει πολλά απ’ αυτά που σ’ έκαναν να μετανιώνεις γιατί τα έζησες. Δεν ήξεραν πόσο προσωρινά ύπουλα παραμερίζονταν, για να επιστρέψουν κάποτε, ακολουθώντας το ρυθμό μιας πένθιμης μπάντας που θα έπαιζε οδυνηρά εμβατήρια ιδιωτικών Μεγάλων Παρασκευών»
''του φιδιού το γάλα .2007''


* *

Ταξιδευτής, ο περι ου ο λόγος, οδοιπορεί και μας παρασύρει σε μέρη που περάσαμε και δεν προσέξαμε, νοστιμιές που στερηθήκαμε, γιατί δεν εκτιμήσαμε ως οφείλαμε, οσμές και χρώματα. Ζηλέψαμε σώματα αχνιστά, τριζάτα από καθαριότητα, μαλάκωμα μυών, γαλήνεμα και κάθαρση ψυχής και σώματος, γιατί δεν τολμήσαμε το αιώνια κουκουλωμένο σώμα μας τσίτσιδο να εκθέσουμε σε Τούρκισσας χέρια.. Οδοιπορικό μαγικό, ταξίδι παραμυθένιο γεμάτο χρώματα, αρώματα, έρωτα, μαγεία, αλλά ας τον αφήσουμε να μας τα πει πρώτο χέρι…

Ας αρχίσουμε από το παραμύθι, τη μαγεία που λέγαμε.

«κι ένας στρογγυλός μεγάλος καθρέφτης, σαβανωμένος κι αυτός με τουλπάνι, που, όταν το άγγιξα, τα δάχτυλά μου γέμισαν σκόνη που μύριζε πούδρα με άρωμα δεντρολίβανου. Δεν δυσκολεύτηκα να λύσω έναν κόμπο που έμοιαζε κερωμένος απ’ το χρόνο. Το τουλπάνι άφησε ακάλυπτα τα τρία τέταρτα του καθρέφτη. Και, αν δεν πρόφταινα να κλείσω το στόμα με την παλάμη μου, σίγουρα οι κραυγές μου θα ακούγονταν στο σαλόνι, που τώρα ευτυχώς σειόταν από χειροκροτήματα. Στο βάθος του καθρέφτη, δυο κοριτσάκια με μακριά λευκά φορέματα και μαλλιά πλεγμένα με κορδέλες γελούσαν κοιτάζοντάς με κατάματα, με μάτια μεγάλα, στεφανωμένα από μαύρους κύκλους. Γέλιο χωρίς ήχο, γέλιο καταδίκη…΄Επειτα, σαν κάποιος αόρατος σε μένα να τα μάλωσε, τα κοριτσάκια σοβάρεψαν, ανοιγοκλείνοντας μόνο τα τεράστια μάτια τους- μάτια γεμάτα πίκρα για τον εγκλωβισμό τους στον καθρέφτη του διαδρόμου….»

Κάπου είπαμε ότι σαρκάζει ή καλύτερα έχει φλεγματικό χιούμορ, ας τον ακούσουμε:

«Ο Σελίμ γλύκαινε όταν επέστρεφε στις οικογενειακές του αναμνήσεις όπως αυτή του προπάππου του, που διετέλεσε πασάς στα χρόνια των τελευταίων ρωσο-τουρκικών πολέμων. Ο πατέρας μου τον θυμόταν σε ηλικία άνω των ενενήντα να σοκάρει τους συνομιλητές του λέγοντας πως απ’ την περιτομή, απ΄ το σουνέ του το έκανε ο εξειδικευμένος γιατρός, ο τζεράχ, έκοψε τόσο δέρμα, που έφτιαξε ένα παλτό και δυο ζευγάρια μπότες. – Φοβερή ιστορία, είπα χωρίς σχόλια… μ’ έτρωγε η περιέργεια να μάθω τι απέγιναν οι μπότες του προπάππου πασά, αλλά έκρινα πως δεν με έπαιρνε να ρωτήσω…»
''Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων. 2008.''


Τελειώνοντας ας ευχηθούμε Σαμπάχ σερι φλερ χαγίρ ολσούν) κύριε Ξανθούλη.

Ευγενία Μακαριάδη.