Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Kάτι λίγα από τα πολλά.. του Γιάννη Ξανθούλη.

Τι ευχάριστο μαντάτο, θα μας επισκεφτεί; Αναφώνησα, ενώ ένα σμάρι αναγνωστριών κελάρυζε σαν το νερό στο ρυάκι ανθολογώντας κείμενα από το τελευταίο του βιβλίο.

Σκέφτηκα να κάνω αυτό που μπορούσα κι ήταν ένα μικρό «μενού» μέσα από τα πολλά που κατά καιρούς ο ίδιος μυθολογούσε και είπα δεν μπορεί κάτι θα τσιμπήσει. Το παραθέτω και σε σας ευχόμενη καλή όρεξη στις σκέψεις, στις αναπολήσεις, στα ταξίδια φαντασίας, καλωσορίζοντας τον καλεσμένο μας με τη γλώσσα που μαθαίνει τελευταία και λιπαίνει το μνημονικό του, όπως ο ίδιος ομολογεί...

Xοσ Γκελντιν. Γεμεκλεριμιζί ινσαλλαχ μπεγενίρσινιζ.



Τι να πρωτοπεί κανείς για να περιγράψει αυτήντην ακούραστη πνευματική μηχανή ή καλύτερα αυτό το καθαρόαιμο άλογο καταπληκτικής σβελτάδας γραφής και λόγου· λέγοντας καθαρόαιμος μήπως εννοούμε τον elit συγγραφέα; ή την αφρόκρεμα της ελληνικής λογοτεχνίας; Κάθε άλλο θα λέγαμε διαβάζοντάς τον, ίσα, ίσα που τον βρίσκουμε φλεγματικό στο χιούμορ, σαρκαστικό, ρεαλιστή, ειρωνικό, αθυρόστομο, συναισθηματικό, ερωτικό, ασίκη και ένα σωρό άλλα επίθετα που θα του πήγαιναν γάντι μια και έχουμε την ακτινογραφία του σε δεκάδες βιβλία εκατοντάδων σελίδων όπου μας κλείνει το μάτι, παραδεχόμενος ναι είμαι αυτός, κι αυτός, κι αυτός, κι αυτός. …

Τι κάνει αυτός ο μεγάλος παραμυθάς; «Μπιρντέν-μπιρέ» μας μαγεύει, μας τσιγκλίζει από τη νωχελική μας σιέστα του καυτού καλοκαιριού, από τη μάζωξη στη θαλπωρή του σπιτιού μας τις χειμωνιάτικες νύχτες, ξύνει πληγές ζωής, στιγμές που έχουμε περάσει και αποξεχνώντας τις πετάξαμε, όμως εκείνος μας τις φέρνει στο πιάτο και λεει:

* *
«ξέρετε εκεί το ’62 θάταν, γύρω στα 16 μας, θυμάστε εκεί στην πλατεία με συμμαθητές και συμμαθήτριες κατηφορίσαμε προς τον κεντρικό δρόμο εκεί που η πολιτεία μας τα χρόνια εκείνα είχε τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα καλά εστιατόρια, όπου έβρισκες πάντα ψάρι φρέσκο και σπεσιαλιτέ σουτζουκάκια με πικάντικους πολίτικους μεζέδες, ρετσίνα «Μαλαματίνα» και μπίρα ποτήρι. Στρωθήκαμε με πορτοκαλάδες, παγωτά και σοκολατίνες στο «Ελβετικό» σαν ένα πολύβουο χαρούμενο μελίσσι. Ανάψαμε οι πιο τολμηροί τσιγάρα, τράβηξαν κάνα δυο ρουφηξιές και οι μαθήτριες, έριξα και μια πονηρή ματιά στην υπέροχη Μαίρη που βολτάριζε τώρα με το χρυσοστολισμένο αντισυνταγματάρχη μπαμπά της και η ζωή συνεχιζόταν επαρχιακή, μεσημεριάτικη, εφηβική……
«το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα. 1984»


* *
Όμως η μηχανή του χρόνου μάς πάει ακόμα πιο παλιά φωνάζει: κοίταξε είσαι μόλις δέκα χρονώ και….


«Δεν ξέρω αν όλα τα παιδιά στα δέκα τους χρόνια έχουν τη στύση που είχαμε εγώ και ο δίδυμος αδελφός μου ο Φώτης. Είχαμε θάλεγα και λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό γιατί πολύ αργότερα όταν θα προσπαθούσα να θυμηθώ την αίσθηση εκείνης της εποχής, που κράτησε όσο η εποχή των ρομαντικών παγετώνων και των άλλων προσώπων της γης, τότε που τα μαμούθ ερωτεύονταν δεινοσαύρους ή άλλα, τέλος πάντων αξιέραστα τέρατα που δεν ξέρω να σας πω τα ονόματά τους, η αίσθηση λοιπόν αυτή, θα ήταν ίδια σαν όλες τις φορές που, κατόπιν, γέρος και ακόλαστος ή καθαγιασμένος ή στερημένος ή ερωτευμένος με τα φαντάσματά μου, θα αναρωτιόμουν πόσο διαφορετικά ήταν τότε απ’ το μετά και το τώρα….»
"πεθαμένο λικέρ. 1987."


* *

Τον είπαμε μάγο και δεν πέσαμε καθόλου έξω, ας αφήσουμε τον μικρό Ηλία να μας τα πει πρώτο χέρι:

«Σταμάτησε ν’ ανασάνει, να ηρεμήσει την καρδιά του, να κόψει την τρεμούλα που, απ’ τη ραχοκοκαλιά, έστελνε ριπές ρίγους στην κάτω σιαγόνα. Αφουγκράστηκε το τίποτα της νύχτας. Η νύχτα μονίμως αχνή, μονίμως ν’ αναδεικνύει τη σιωπή με τους φανταστικούς της ήχους.
Δεν ήταν κουτός ούτε κουβαλούσε τις συνηθισμένες φοβίες των παιδιών. Καμιά φορά καμάρωνε την αντοχή του στη μοναξιά. Σε λίγο η ορφάνια θα του γινόταν παράσημο, θα ψηνόταν στη ζωή, όπως τόσα και τόσα παλικαρόπουλα ορφανά της παγκόσμιας ιστορίας.

Του ήταν δύσκολο να καταλάβει πώς μπέρδεψε την κατεύθυνση, εκτός κι αν ηθελημένα είχε βρεθεί εκεί. «Δηλαδή εδώ. Δηλαδή πουθενά».
Νόμισε πως άκουσε τη φωνή να εξηγεί το ανεξήγητο και να ομολογεί πως Δε βρισκόταν πουθενά, κι ας έμοιαζαν όλα γνώριμα μες στη σιωπηλή κίτρινη ανησυχία της βεράντας. ΄Επειτα κάρφωσε το βλέμμα του στο σκοτεινό τζάμι της πόρτας που οδηγούσε στην κουζίνα. Και ήταν εκεί.
Ήταν εκεί και τον κοίταζε με τα γλυκά καστανά του μάτια να λάμπουν, όπως λάμπουν τα μάτια που είναι στολισμένα με δάκρυα, ακόμα κι όταν δεν κλαίνε. Το παιδί εκείνο, που η ανάσα του θάμπωνε το τ
ζάμι, επαναλάμβανε το όνομά του «Μεχμέτ». Και μιλούσε τη γλώσσα του πανικού. Δεν άκουγε ο Ηλίας τον ήχο των λέξεων μα ένιωθε ότι στο μυαλό του ανοίγονταν χάρτες γεμάτοι κόκκινες ενδείξεις, που τον ταξίδευαν προς το Βορά με ανατολικό έρεισμα…..»
''Τούρκος στον κήπο 2001''.


* *
Θυμάστε να είπαμε ότι αθυροστομεί; ή είναι η ιδέα μας;


Μόνο στο δωμάτιό του είχε μια γκραβούρα με φιγούρες γυναικών ξεβράκωτων, καπακωμένων από άγριους πολεμιστές ή θηρευτές κωλοτρυπίδων. Κατά τα άλλα, το μπροκάρ, τα βελούδα, τα χαλιά και τα κρόσσια ήταν τόσα, που άνετα θα έντυναν τουλάχιστον είκοσι πορνεία πολυτελείας. Χώρια τα πέντε τομάρια ζέμπρας και το ένα λιονταριού, με κεφάλι κατά τι μικρότερο από τη βάλανο του Εφραίμ!


Κι ακόμα…..

«έχεις μουνάκι κάθετο
παρθένο κι αδιάθετο»

''Θείος Τάκης. 2005.''


* *


Άραγε τον είπαμε στοχαστή; Μήπως ποιητή; Σημειώστε αυτή τη φράση:

Πόσος μόχθος χρειάζεται για να ενηλικιωθείς!!!!!

* *

Τον είπαμε ερωτικό δεν είναι; Ακούστε τον λοιπόν:

«Την τράβηξε βίαια, γεμίζοντας το λαιμό της φιλιά και δάκρυα. Του αρκούσε που ξανάβρισκε το δέρμα της, που ξυπνούσαν ο πόθος και τα μανιτάρια μια γλυκιάς απόγνωσης, που τα χέρια του ταξίδευσαν σε μυστικές κοιλότητες με σιγουριά ώριμου άντρα που οι χυμοί του ανάβλυζαν πρόθυμα από παντού, που κατάπινε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της, που ανάσαινε τη γαλακτερή ευωδιά του στήθους της…»



Αχ αυτή η μνήμη πόσο μας τρομάζει όταν ολοένα απομακρύνεται μέχρι που άκαρδα μας εγκαταλείπει… και να πώς άηχα ο ήρωάς του Ξανθούλη τα λεει σταράτα στους νεαρούς που φιλιούνται και γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τη μνημονική αρρώστια που μας υπονομεύει όσο περνούν τα χρόνια….

«Τους θαύμασε που δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι η μνήμη κατάφερνε ζηλευτά να εξαφανίζει πολλά απ’ αυτά που σ’ έκαναν να μετανιώνεις γιατί τα έζησες. Δεν ήξεραν πόσο προσωρινά ύπουλα παραμερίζονταν, για να επιστρέψουν κάποτε, ακολουθώντας το ρυθμό μιας πένθιμης μπάντας που θα έπαιζε οδυνηρά εμβατήρια ιδιωτικών Μεγάλων Παρασκευών»
''του φιδιού το γάλα .2007''


* *

Ταξιδευτής, ο περι ου ο λόγος, οδοιπορεί και μας παρασύρει σε μέρη που περάσαμε και δεν προσέξαμε, νοστιμιές που στερηθήκαμε, γιατί δεν εκτιμήσαμε ως οφείλαμε, οσμές και χρώματα. Ζηλέψαμε σώματα αχνιστά, τριζάτα από καθαριότητα, μαλάκωμα μυών, γαλήνεμα και κάθαρση ψυχής και σώματος, γιατί δεν τολμήσαμε το αιώνια κουκουλωμένο σώμα μας τσίτσιδο να εκθέσουμε σε Τούρκισσας χέρια.. Οδοιπορικό μαγικό, ταξίδι παραμυθένιο γεμάτο χρώματα, αρώματα, έρωτα, μαγεία, αλλά ας τον αφήσουμε να μας τα πει πρώτο χέρι…

Ας αρχίσουμε από το παραμύθι, τη μαγεία που λέγαμε.

«κι ένας στρογγυλός μεγάλος καθρέφτης, σαβανωμένος κι αυτός με τουλπάνι, που, όταν το άγγιξα, τα δάχτυλά μου γέμισαν σκόνη που μύριζε πούδρα με άρωμα δεντρολίβανου. Δεν δυσκολεύτηκα να λύσω έναν κόμπο που έμοιαζε κερωμένος απ’ το χρόνο. Το τουλπάνι άφησε ακάλυπτα τα τρία τέταρτα του καθρέφτη. Και, αν δεν πρόφταινα να κλείσω το στόμα με την παλάμη μου, σίγουρα οι κραυγές μου θα ακούγονταν στο σαλόνι, που τώρα ευτυχώς σειόταν από χειροκροτήματα. Στο βάθος του καθρέφτη, δυο κοριτσάκια με μακριά λευκά φορέματα και μαλλιά πλεγμένα με κορδέλες γελούσαν κοιτάζοντάς με κατάματα, με μάτια μεγάλα, στεφανωμένα από μαύρους κύκλους. Γέλιο χωρίς ήχο, γέλιο καταδίκη…΄Επειτα, σαν κάποιος αόρατος σε μένα να τα μάλωσε, τα κοριτσάκια σοβάρεψαν, ανοιγοκλείνοντας μόνο τα τεράστια μάτια τους- μάτια γεμάτα πίκρα για τον εγκλωβισμό τους στον καθρέφτη του διαδρόμου….»

Κάπου είπαμε ότι σαρκάζει ή καλύτερα έχει φλεγματικό χιούμορ, ας τον ακούσουμε:

«Ο Σελίμ γλύκαινε όταν επέστρεφε στις οικογενειακές του αναμνήσεις όπως αυτή του προπάππου του, που διετέλεσε πασάς στα χρόνια των τελευταίων ρωσο-τουρκικών πολέμων. Ο πατέρας μου τον θυμόταν σε ηλικία άνω των ενενήντα να σοκάρει τους συνομιλητές του λέγοντας πως απ’ την περιτομή, απ΄ το σουνέ του το έκανε ο εξειδικευμένος γιατρός, ο τζεράχ, έκοψε τόσο δέρμα, που έφτιαξε ένα παλτό και δυο ζευγάρια μπότες. – Φοβερή ιστορία, είπα χωρίς σχόλια… μ’ έτρωγε η περιέργεια να μάθω τι απέγιναν οι μπότες του προπάππου πασά, αλλά έκρινα πως δεν με έπαιρνε να ρωτήσω…»
''Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων. 2008.''


Τελειώνοντας ας ευχηθούμε Σαμπάχ σερι φλερ χαγίρ ολσούν) κύριε Ξανθούλη.

Ευγενία Μακαριάδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: