Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Μπονσάι, του Αλεχάντρο Σάμπρα



                                    μπονσάι
         του Αλεχάντρο Σάμπρα (γεν. 1975-Σαντιάγκο-Χιλή)


Ο Αλεχάνδρο Σάμπρα είναι κριτικός λογοτεχνίας, εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας στο χιλιανό τύπο και διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ντιέγο Πορτάλες.
Το μπονσάι είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και γνώρισε εγκωμιαστική υποδοχή από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό.
Έχει δημοσιεύσει δυο ποιητικές συλλογές και το 2007 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, κατά έναν τρόπο συνέχεια του «Μπονσάι», με τον τίτλο «Η ιδιωτική ζωή των δέντρων».

    (από το planodion) :
  Πέδρο ντ Μιγκέλ (Pedro de Miguel): Μικροδιήγημα: Ατ λιλιπούτεια τέχνη  ­να φαι­νό­με­νο κα­θό­λου νέ­ο στ λο­γο­τε­χνί­α, τ ­πο­ο ­στό­σο φαί­νε­ται ν γί­νε­ται δη­μο­φι­λς κα­τ τν τε­λευ­τα­ο μι­σ α­ώ­να, ­π τν πέ­να δι­α­κε­κρι­μέ­νων συγ­γρα­φέ­ων μυ­θο­πλα­σί­ας τς Λα­τι­νι­κς ­με­ρι­κς ­πως ο Μπόρ­χες, Κορ­τά­σαρ, Γκαρ­σί­α Μάρ­κες, ­ρε­ό­λα, Ντε­νέ­βι κα Μον­τε­ρό­σο. Για­τ, ν κα τ μι­κρο­δι­ή­γη­μα δν ε­ναι ­γνω­στο σ κα­μί­α ­π τς σύγ­χρο­νες λο­γο­τε­χνί­ες —ρ­κε ν θυ­μη­θο­με τν πα­ρά­ξε­νη ­μορ­φι τν σύν­το­μων δι­η­γη­μά­των το Κάφ­κα τ ­νε­κτί­μη­το χι­ο­μορ τν δι­η­γη­μά­των το Σλά­βο­μιρ Μρό­ζεκ—, φαί­νε­ται ­τι κά­νει πι δυ­να­μι­κ τν μ­φά­νι­σή του στν λ­λη πλευ­ρ το ­τλαν­τι­κο, ­που ­πί­σης ­γι­νε προ­σπά­θεια ν θε­με­λι­ω­θε θε­ω­ρη­τι­κ κα ν δι­α­χω­ρι­στε ­π πα­ρό­μοι­α ε­δη. ­π τν ­σπα­νί­α δν λεί­πουν λαμ­πρ πα­ρα­δείγ­μα­τα συγ­γρα­φέ­ων πο καλ­λι­έρ­γη­σαν τ μι­κρο­δι­ή­γη­μα, ­πως Λου­ς Μα­τέ­ο Ντί­εθ, Μξ ­ουμπ, ν­τό­νιο Πε­ρέ­ι­ρα…, ­ν ε­ναι σπά­νια πε­ρί­πτω­ση συγ­γρα­φέ­ων πο δν ­χουν κα­τα­πια­στε μα­ζί του ­στω μι φο­ρά.
       Τ μι­κρο­δι­ή­γη­μα ­χει τς ρί­ζες του, ­πως κα ­λα τα ε­δη λο­γο­τε­χνί­ας, στς προ­φο­ρι­κς πα­ρα­δό­σεις, μ τ μορ­φ μύ­θων κα λ­λη­γο­ρι­ν κα ­πο­κτ ­πό­στα­ση κα­τ τ Με­σαί­ω­να μέ­σ τς δι­δα­κτι­κς λο­γο­τε­χνί­ας, ­ποί­α ν­τλε τ ­λι­κό της ­π θρύ­λους, α­νίγ­μα­τα κα πα­ρα­βο­λές. ­ρι­σμέ­νοι θε­ω­ρον ­τι τ μι­κρο­δι­ή­γη­μα ε­ναι μι κ­δο­χ το ­σι­α­τι­κο χα­ϊ­κο σ πε­ζ λό­γο, ­ν λ­λοι πι­στεύ­ουν ­τι προ­έρ­χε­ται ­π τν ­πι­τύμ­βια λο­γο­τε­χνί­α.




Ένα μυθιστόρημα μικρής φόρμας, ένα διήγημα μινιατούρα σε πέντε κεφάλαια, ένα βιβλιαράκι 100 σελίδων περίπου, που έχει μέσα του μια μυθιστορία συμπυκνωμένη σαν ένα ποίημα Χάικου, ή αν θέλετε ένα πελώριο δέντρο που το σμικρύνεις ίσα να χωράει στην παλάμη σου, μια τεχνική που θέλει γνώσεις, υπομονή, επιμονή, αγάπη, φαντασία και έρωτα, θα έλεγα, αφού μεγαλώνοντάς το  παραμερίζεις τα βάσανα της ζωής, τον ψυχικό πόνο του χωρισμού σου, μένεις με τον εαυτό σου και με σκοπό να μεταμορφώσεις, ως δια μαγείας, το προορισμένο σε μεγάλες διαστάσεις, μικρό μεν αλλά με την ίδια αξία και σπουδαιότητα έργο.

Ο Συγγραφέας με την πρώτη παράγραφο, μέσα σε οχτώ σειρές μας λεει την ιστορία: αρχίζοντας από το τέλος,  το κορίτσι πεθαίνει, το αγόρι μένει μόνο, αν και ήταν μόνο από τότε που χώρισαν και μαθαίνει το θάνατό της ένα ή ενάμιση χρόνο αργότερα.

«Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία».

Ο Σάμπρα γράφει την περίληψη μιας μυθιστορίας με αποδοχή στον αναγνώστη, να διαβάζει, να κρίνει ή να συγγράφει το έργο.

Ένας έρωτας δυο νέων, συμφοιτητών, που διεγείρονται σεξουαλικά διαβάζοντας λογοτεχνία που διεγείρονται μιλώντας «γυμνά» για περασμένα, λυπημένα και αποκαρδιωμένα, που ταυτίζονται με την αλήθεια της ψυχής τους, μέχρι που διαμορφώνονται  σε «μάζα». Όμως ένα ψέμα χαλάει τη «συνταγή της αλήθειας τους», είπαν ότι έχουν διαβάσει το «αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ διάβασαν μέχρι τη σελίδα 373, που λεει: «η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε». Και όπως λεει ο συγγραφέας  «Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να μποδίζεις κάτι, αλλά υπάρχουν αυταπάτες, κι αυτή η ιστορία που γίνεται σιγά σιγά μια ιστορία από αυταπάτες...» Έτσι ενδόμυχα ξέρουν ότι χωρίζουν, η φαντασίωσή τους ήταν  να τελειώσουν τον Προυστ. Χώρισαν και το βιβλίο έμεινε ανοιχτό στη σελίδα 373.


            Σελ: 18. Ο Χούλιο απέφευγε τις σοβαρές σχέσεις, κρυβόταν, όχι από τις γυναίκες, αλλά από τη σοβαρότητα, μια και ήξερε πως η σοβαρότητα είναι εξίσου αν όχι και πιο επικίνδυνη από τις γυναίκες.
            Σελ: 25. όταν ο Χούλιο ερωτεύτηκε την Εμίλια, κάθε χαρά και κάθε πόνος που είχαν προηγηθεί της χαράς και του πόνου που του πρόσφερε η Εμίλια μετατράπηκαν σε απλές απομιμήσεις της αληθινής χαράς και του αληθινού πόνου.
            Σελ: 28. ... στην ιστορία της Εμίλιας και του Χούλιο υπάρχουν περισσότερες αποσιωπήσεις παρά ψέματα, και λιγότερες αποσιωπήσεις παρά αλήθειες, αλήθειες απ’ αυτές που αποκαλούνται απόλυτες και συνήθως προξενούν αμηχανία.
            Σελ. 70. Υπάρχει ένας παλμός όταν γράφεις στο χαρτί, ο θόρυβος του μολυβιού. Μια παράξενη ισορροπία μεταξύ αγκώνα, παλάμης και μολυβιού.
            Σελ. 71. Και το να είσαι γέρος είναι μειονέκτημα. Γιατί οι γέροι είμαστε αδύναμοι κι έχουμε ανάγκη όχι μόνο τα εγκώμια των νέων, κατά βάθος έχουμε ανάγκη το αίμα τους.
            Σελ. 93. Το να φροντίζεις ένα μπονσάι είναι σαν να γράφεις, σκέφτεται ο Χούλιο. Το να γράφεις είναι σαν να φροντίζεις ένα μπονσάι, σκέφτεται ο Χούλιο.