Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΜΙΛΗΣΕ, ΜΝΗΜΗ του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

                                          ΜΙΛΗΣΕ, ΜΝΗΜΗ
                του  Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ                                             
γεν.1899 Αγία Πετρούπολη, Ρωσία - απεβίωσε 1977  Μοντρέ- Ελβετίας.

 Μυθιστοριογράφος, ποιητής, συγγραφέας, ζωολόγος, εντομολόγος, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, αυτοβιογράφος, σεναριογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και κριτικός λογοτεχνίας.
Το 1919 έφυγε από τη Ρωσία. Σπούδασε για τέσσερα χρόνια ρωσική και γαλλική λογοτεχνία στο Τρίνιτι Κόλετζ του Καίμπριτζ και έζησε στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Ελβετία και στις ΗΠΑ απομονωμένος, γράφοντας πρωτότυπα πεζογραφήματα και μεταφράζοντας έργα του Πούσκιν. Έγραψε μυθιστορήματα, όπως «Λολίτα», «Το δώρο», «Απελπισία», «Άντα», «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ».
Αναζητούσε την αισθητική ευδαιμονία, έδειχνε τρυφερότητα για τα πράγματα που συνήθως οι άλλοι αδιαφορούσαν. Τα βιβλία του ήταν θρίλερ, αστυνομικά μυθιστορήματα, ρομαντικά μυθιστορήματα, κάτι ανάμεσα στην παρωδία και την κοινοτοπία.
Το σπίτι του στην Αγία Πετρούπολη λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.
                                    ….----….----….

Εξαιρετική η εισαγωγή του έργου από τον Μισέλ Φάις  (συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, δάσκαλος δημιουργικής γραφής, επιμελητής βιβλίων).

Λυρική και κινηματογραφική, θα’ λεγα,  η γραφή του Ναμπόκοφ. Μέσα σε δεκαπέντε κεφάλαια, αναμνήσεις ζωής τριάντα επτά χρόνων και χώρων. Θαυμάζεις τη γλώσσα που κυλάει ρυθμικά, τοποθετεί με επιτηδειότητα την κάθε λέξη, την κάθε φράση. Σφύζει από αισθήματα, γεγονότα ιστορικά, πολιτικά,  εικόνες μαγευτικές της φύσης, παντρεύει το παρελθόν με το παρόν και αντίστροφα, αναπολεί τα παιδικάτα του με λατρεία και τον κυριεύει ο τρόμος του τίποτα, της αβύσσου, όταν βλέπει οικογενειακές ταινίες που γυρίστηκαν λίγες βδομάδες πριν γεννηθεί. Κόσμος λοιπόν ίδιος και απαράλλαχτος χωρίς αυτόν, αλλά κι ο ίδιος κόσμος μετά απ’ αυτόν.
Γνήσια δίδυμα τα εκατέρωθεν σκοτάδια, κι όμως ο άνθρωπος, κατά κανόνα, αντικρίζει την προγενέθλια άβυσσο πιο ήρεμα απ’ ό,τι την άλλη, προς την οποία οδεύει.
Ο Ναμπόκοφ περνάει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στο μεγάλο τους κτήμα  λίγο έξω από την Πετρούπολη. Στην αριστοκρατική τάξη της Ρωσίας ανήκε η οικογένειά του και το 1919 διαφεύγουν στο Βερολίνο, λόγω της σοβιετικής επανάστασης. Σπουδάζει στο Κέμπριτζ λογοτεχνία και τον διακρίνει η αγάπη του για τη συλλογή πεταλούδων και μετέπειτα πάθος για την εντομολογία. Στο Βερολίνο σκοτώνουν τον πατέρα του Ρώσσοι εξτρεμιστές.
Στο Βερολίνο παντρεύεται  και το 1937 καταφεύγει με την οικογένειά του στο Παρίσι εξ αιτίας της Ναζιστικής τρομοκρατίας.
Μόλις ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος η οικογένεια Ναμπόκοφ καταφεύγει στις ΗΠΑ.
Έφυγε από τις ΗΠΑ για την Ελβετία, όπου έγραψε τα τελευταία του βιβλία και από εκεί πέρασε στην αθανασία.

Αναλαμπές στα παιδικάτα, όταν στρατηγός,  οικογενειακός τους φίλος, κλεισμένος στη στολή, που έτριζε ελαφρά, για να τον διασκεδάσει άπλωσε μια χούφτα σπίρτα στο ντιβάνι, πήρε δέκα τα έβαλε σε ίσια γραμμή το ένα μετά το άλλο και είπε «να η θάλασσα μπουνάτσα». Έσπρωξε μετά λίγο δυο δυο τα σπίρτα ώσπου στράβωσε η ευθεία και είπε «φουρτουνιασμένη θάλασσα». Ανακάτωσε τα σπίρτα να του δείξει κάτι άλλο, όμως τους διέκοψαν. Έτσι τα μαγικά σπίρτα είχαν χαθεί με το παιχνίδι και όπως λέει ο συγγραφέας:
 Το ν’ ακολουθεί τέτοιος θεματικούς σχηματισμούς μέσα στη ζωή του ανθρώπου, είναι ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου. 
Ανεξίτηλες οι παιδικές εντυπώσεις  για μια μαρμάρινη προτομή της Άρτεμης, για ένα κρυστάλλινο πασχαλινό αυγό, ο σιδηροδρομικός σταθμός, τα ξύλινα βαγόνια, οι ζωγραφιές της μάνας και το φιλί της για καληνύχτα, τα παραμύθια, οι εικονογραφημένες ιστορίες, τα ποδηλατοτρεχάματα, τα αυτοσχέδια παιχνίδια, οι περίπατοι στο δάσος του κτήματος, το κυνήγι της πεταλούδας, ο πρώτος έρωτας. Τα πρωινά παιγνιδίσματα κάτω από την κουβέρτα, το αρχοντόσπιτό τους, οι μόνιμοι πενήντα υπηρέτες τους, οι νταντάδες, οι οδηγοί της άμαξάς τους, οι γκουβερνάντες, οι δάσκαλοι  και οι δασκάλες στο σπίτι.

Διανθίσματα:
 Μεριμνούσε για το παρελθόν της με την ίδια αναθυμητική ζέση που τρέφω σήμερα εγώ για τη δική της εικόνα και το δικό μου παρελθόν. Κι έτσι κληρονόμησα κάτι σαν εξαίσιο ομοίωμα –το κάλλος της άυλης περιουσίας, του αναπόκτητου κτήματος.

..η παλιά διαφορά μου (από το 1917) με τη σοβιετική δικτατορία δεν έχει την παραμικρή σχέση με οιοδήποτε ζήτημα περιουσίας. Καταφρονώ τον εμιγκρέ που «μισεί τους Ρώσσους» επειδή του «έφαγαν» τα λεφτά και τη γη του. Η νοσταλγία που έθρεψα όλα αυτά τα χρόνια είναι μια υπερτροφική αίσθηση χαμένης παιδικότητας, όχι η λύπηση τραπεζογραμματίων. Τέλος: κρατώ για τον εαυτό μου το δικαίωμα να νοσταλγώ μια οικολογική κόγχη.

Σ’ ένα αγγλικό παραμύθι, που μου είχε διαβάσει μια φορά η μητέρα μου, ήταν ένα αγοράκι που σηκώθηκε από το κρεβάτι του και μπήκε σε μια ζωγραφιά και, καβάλα στο ξύλινο άλογό του πήρε το μονοπάτι που τραβούσε μέσα στα σιωπηρά δέντρα…..  με φαντάστηκα να σηκώνομαι, να σκαρφαλώνω ως τη ζωγραφιά  πάνω από το κρεβάτι μου, και να βουτάω στο στοιχειωμένο δάσος της οξιάς – δάσος που πράγματι γνώρισα όταν ήρθε η ώρα.
Ευτυχισμένος ο συγγραφέας που κατορθώνει να σώζει, μέσα στο λογοτέχνημα, ένα πραγματικό ερωτικό γράμμα που έλαβε στη νιότη του –ενσωματώνοντάς το στη φαντασία σαν καθαρή σφαίρα σφηνωμένη σε χαλαρή σάρκα- ασφαλές ανάμεσα σε κίβδηλες ζωές.

Εννοείται, βεβαίως, ότι ο ανταγωνισμός στα σκακιστικά προβλήματα δεν είναι μεταξύ των Λευκών και των Μαύρων παρά μεταξύ του συνθέτη και του υποθετικού λύτη (όπως ακριβώς το καλό μυθιστόρημα: η πραγματική σύγκρουση δεν είναι μεταξύ χαρακτήρων παρά μεταξύ συγγραφέα και εγκοσμίων)..
                                                        .-.-.