Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Ορατή σαν αόρατη, της Ζυράννας Ζατέλη, εκδόσεις Καστανιώτη

 Ορατή σαν αόρατη, της Ζυράννα Ζατέλη,

            Εκδόσεις Καστανιώτη


Η Ζυράννα Ζατέλη γεννήθηκε το 1951 στον Σοχό Θεσσαλονίκης. Σπούδασε θέατρο και εργάστηκε ως ηθοποιός, καθώς και στο ραδιόφωνο, μα τα εγκατέλειψε αρκετά γρήγορα -η πραγματική της κλίση ήταν και είναι το γράψιμο και ασχολείται πλέον αποκλειστικά μ' αυτό. Έχει εκδώσει ως τώρα τα βιβλία:
- "Περσινή αρραβωνιαστικιά", συλλογή εννέα διηγημάτων, εκδ. Σιγαρέτα 1984· Καστανιώτης, 1994
- "Στην ερημιά με χάρι", συλλογή τριάντα ενός διηγημάτων, εκδ. Σιγαρέτα 1986· Καστανιώτη, 1994
- "Και με το φως του λύκου επανέρχονται", μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες, εκδ. Καστανιώτη, 1993
- "Ο θάνατος ήρθε τελευταίος", μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 2001, πρώτο βιβλίο της τριλογίας "Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους".
- "Το πάθος χιλιάδες φορές", μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 2009, δεύτερο βιβλίο της τριλογίας "Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους".
Το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Το μυθιστόρημά της "Και με το φως του λύκου επανέρχονται" μεταφράστηκε στα γερμανικά, ολλανδικά, λιθουανικά, ιταλικά, γαλλικά.
Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί και δημοσιευθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά.

**********-------------------------------****************

Αόρατη σαν ορατή, σαν όνειρο που τσιμπιόμαστε μες στον ύπνο μας αν είμαστε ξύπνιοι-ορατοί, ή τριγυρίζουμε σαν σκιές αόρατοι στο φανταστικό σύμπαν της Ζατέλη.  Η συγγραφέας κρύβει σ’ ένα μεγάλο σεντούκι αγάπες, έρωτες, ποιήματα, τραγούδια, μαγεία, τέρατα, ζώα, φυτά, συγγραφείς, από παλιά τόσο παλιά που δεν χρειάζεται να ξέρουμε πότε, μόνο να γευτούμε τη λάμψη του νέου ή το αρχαιότερο συναρπαστικό με το χρώμα τεχνοτροπίας παλαίωσης. Η Λεύκα, η ονειροπόλα, η χωριατοπούλα που μεγαλώνει με παροιμίες, παραμύθια που εισπράττει από σιωπές, διαλέκτους, αγαπημένους, συγγενείς, φίλους, ξένους, ζώα, βουνά, δάση, λουλούδια, κρωγμούς, κελαδήματα, από τον παιδικό έρωτα μέχρι τον ανεκπλήρωτο της ενηλικίωσης. Η Λεύκα που άνοιξε πελώρια φτερά θέλοντας να ζήσει μόνη με χαρτιά και μολύβια, σε τόπους γνωστούς και άγνωστους· το κορίτσι που ένιωσε την αλήθεια μες στο παραμύθι, τον μύθο, τα πρόσωπα, τα μάτια, τις εκφράσεις τους που αμίλητα έβγαζαν δυνατή φωνή και η περιπατήτρια συγγραφέας κατέγραφε καταγράφει και θα καταγράφει εσαεί, και με ησυχία του χρόνου, του χρόνου που εκείνη ξέρει να κοντρολάρει και κοντρολάρει αποδεδειγμένα, γιατί η μελέτη σκέψης ή ψυχής, αν θέλετε, δεν είναι δοκίμιο επιστημόνων και χημείας, αλλά το χάδι στο κεφαλάκι ενός παιδιού που κοιμάται με τραγούδι ή παραμύθι. Κάπου εκεί βρίσκει κανείς τη Ζατέλη, να ανοίγει την αυλαία και  αργά αργά να παρουσιάζει θεατρικά την αληθινή ζωή, τη φανταστική ζωή, την κάθε ζωή πλασμάτων ζωντανών ή νεκρών. Γιατί όπως λέει και το βιβλίο της «…και δεν θα πρέπει να διαφωνούν πολλοί πως όταν σκέφτεσαι με ζήλο κάτι, όλο αυτί και μάτι, σου διαφεύγει πριν απ’ όλα ότι σκέφτεσαι, ακόμα και το τι μπορεί να σκέφτεσαι, καταγίνεσαι εκεί πέρα με ό,τι είναι δίχως σχεδόν να ευθύνεσαι· περίπου όπως στον ύπνο με τα όνειρα».

Ένα βιβλίο με εφτά ιστορίες, ιστορίες που ταυτοποιούν τη συγγραφέα, ιστορίες που θυμίζουν τα πρόσωπά μας όπως ακριβώς αποτυπώνονται στο έργο, ιστορίες παλιές και νέες στεφανώνονται μυστικά και η συγγραφέας τις φανερώνει με τον λόγο, τη γλώσσα, ως μαθητεία γραφής.

Πρωταγωνιστεί η Λεύκα την ακολουθούμε από τα παιδικάτα της στο χωριό μέχρι που φθάνει -εδώ κοντά μας- στην Αθήνα (εδώ μπορούμε να βάλουμε ημερομηνίες, μας τις  μαρτυρούν οι εικόνες). Τα πρώτα της βήματα στη δουλειά στη γραφή, στην παρατήρηση, στην αλήθεια, στη φαντασία, στο όνειρο, στην επινόηση, το ψέμα κι όλα να τοποθετούνται ανάκατα στο σεντούκι· όπως  μια κουκουβάγια· παρότι όμορφη είναι πρόδρομος θανάτου και η πιτσιρικαρία του χωριού ανδρώνεται με το να τα βάζει μαζί της· παλεύει με το φόβο νύχτα σε στοιχειωμένο σπίτι όπου κικκαβίζει το πουλί σκορπώντας τρόμο. Χιούμορ, γέλιο και συγκίνηση ένα πέπλο που απλώνει γενναιόδωρα η συγγραφέας σ’ όλο της το έργο.

Απανθίσματα:

*…..Μια κόλαση σαν να λέμε, ένας παραδαρμός. Κι όσο κι αν ήξερε από το παρελθόν πως είναι αναγκαία αυτή η κόλαση κι οφείλει να την διαβεί ολόκληρη, σπιθαμή προς σπιθαμή για να γίνουν μετά τα πράγματα πιο εύκολα, να σου δοθούν περίπου, έβλεπε από μέρα σε μέρα-καινούργιο αυτό- πως γίνονταν και πιο δύσκολα· ένα καράβι για ξεκίνημα που δεν ξεκινούσε. Και πόσο ακόμα να περιμένει να αποδημήσει ένας άνθρωπος για να λάβει το λάκτισμα, την ευλογία! Πως αντέχω και δεν απελπίζομαι; αναρωτιόταν στα τετράδιά της, την ώρα που μέσα της βαθειά εφτά φορές είχε αλλάξει δέρμα απ’ την απελπισία. Κι εκεί ήταν το ζήτημα οι φοβερότερες στιγμές και σκέψεις, οι πιο ανείπωτες, δύνανται άραγε να γραφούν σ’ ένα χαρτί ή μήτε στον αιώνα τον άπαντα; Δύναται να «κρυφτεί» η ίδια μέσα σ’ αυτά που έγραφε ή μόνο να κρυφτεί απ’ αυτά; κι αν δεν υπήρχε διαφορά;


 

 

   

Δεν υπάρχουν σχόλια: