Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Ο φύλακας στη σίκαλη.

Ο φύλακας στη σίκαλη.
νουβέλα (1951)

του J.D. Salinger (1.1.1919 - 27.1.2010, Ν.Υόρκη).

έργα του:
-Εννέα Ιστορίες.
-Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί
Σίμορ, συστατικά στοιχεία.
-Φραν και Ζούι.

Ξανά το διάβασα, είχα να το πιάσω στα χέρια μου χρόνια. ξανά συγκινήθηκα, ξανά θυμήθηκα ό,τι είμαι κι εγώ, ίσως και συ, που το διαβάζεις, ένα κομμάτι του Χόλντεν Κόλφιλντ ήρωα του βιβλίου. Ένα κομμάτι χωμένο κάπου στο «πάλαι ποτέ», που όταν το ξεθάβεις αφουγκράζεσαι την ψυχή σου, την αλήθεια σου πριν την συγκάλυψή της από την υποκριτική, «κάλπικη» όπως την εκφράζει ο ήρωας, χειραγώγηση ενός κόσμου που τον διέπουν κανόνες δήθεν κοινωνικοί, δήθεν ευνοϊκοί που βοηθούν για το συμφέρον του μέλλοντός σου, ενώ παράλληλα σου κλέβουν, σου σπαθίζουν την «παιδικότητα» της εφηβείας σου.

Έτσι, ο 16χρονος πιτσιρικάς ξεσπάει αφηγούμενος τα συμβάντα του σχολείου «Πένσυ», που φοιτά, και είναι το τέταρτο σχολείο που τον αποβάλλει, τον εξοστρακίζει καλύτερα, ως ανεπιθύμητο εξ αιτίας της αμέλειας-αδιαφορίας του στα μαθήματα, έπεφτε σε τέσσερα κάτω από τη βάση, εκτός των «αγγλικών» που εκεί έχει εξαιρετική κλίση. Εξ’ άλλου ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι είναι πολύ δύσκολο, γονείς και δάσκαλοι να τον τιθασεύσουν γιατί όλα αυτά που του «σερβίρουν» είναι «κάλπικα, ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα» και προσπαθεί χρόνια τώρα με νύχια και δόντια να βρει τρόπο να το σκάσει και μάλλον θα το κάνει τώρα αμέσως, ε όχι δεν θα περιμένει να τον διώξουν με την σφραγιστική τους άδεια την Τετάρτη, δηλαδή σε τρεις μέρες, δεν το αντέχει.


Όμως, ας τον ακούσουμε στη χειμαρρώδη, εξομολογητική του διάθεση αφού σε μας απευθύνεται, τους φανταστικούς του ακροατές, κι ας ξεχάσουμε τις επικρίσεις, τις στείρες κριτικές, σε ένα παιδί, σε οποιοδήποτε παιδί που η ιδιαιτερότητά του, η διαφορετικότητά του, αν θέλετε, ωθεί «εμάς» το κατεστημένο στον εξοστρακισμό του ή αν θέλετε στην ενηλικίωση πριν την ώρα του.

Ας κολλήσουμε τη μούρη μας στο τζάμι του εσωτερικού κόσμου ενός γνήσιου, άκακου, νεαρού ανθρώπου και με τη δίψα ενός πεισματάρη ερευνητή ας ακούσουμε με περισσή αγάπη τι είναι αυτό που κάνει το πλείστο των μαθητών να βαριούνται, να αδιαφορούν ή να πέφτουν με τα μούτρα σαν «φυτά», μπορεί από καταναγκασμό, μπορεί από εγωτισμό, μπορεί (για να μην αδικώ κανένα) από φιλομάθεια (και πάλι όχι σ’ όλα). Τέλος, ας μην τραβηχτούμε από το «τζάμι», γιατί τη «χυλόπιτα» της εκπαίδευσης του συντηρητισμού, ατομισμού και αν θέλετε της εξουσιαστικής επιβολής μαθήσεως την έχουμε φαει και συνηθίσει.

-το σχολείο του «ακαδημαϊκού τύπου» που πάνε μόνο πλουσιόπαιδα και είναι κλεφταράδες, μας το λεει στα ίσια «όσο πιο ακριβό σχολείο είναι (και τα ρέστα*) τόσο πιο πολλούς κλεφταράδες έχει, δεν κάνω πλάκα».

(*και τα ρέστα: το εκφράζει πολύ συχνά στην κουβέντα γιατί βαριέται του πλεονασμούς, τα πολλά λόγια.)

-το σκάει, φεύγει, σιχαίνεται τους αποχαιρετισμούς δεν τον νοιάζει αν είναι λυπημένος ή κακός αποχαιρετισμός, εκείνο που ξέρει είναι ότι φεύγει και κοιτάζοντας από το κεφαλόσκαλο τον κωλοδιάδρομο του σχολείου του έκλαψε αλλά λιγάκι και φώναξε μέχρι εκεί που τον έπαιρνε «όνειρα γλυκά μάπες». Αχ αυτό το «φευγιό», που μοιάζει με τους κακούς ανέμους του Αίολου.. ξεκινάμε με προορισμό, ξεκινάμε γι αυτήν την ουτοπική ελευθερία και «πλαφ» ανοίγει το σακούλι και οι μοβόροι άνεμοι μας στέλνουν «τσιφ» πίσω ολοταχώς έτσι για να μην ξεχνάμε πως είμαστε κομμάτι αυτού του κόσμου που μας γέννησε και μπορεί, όπως και ο ήρωάς μας, να αναπολούμε ανθρώπους που συναντήσαμε στο ταξίδι της ζωής, βρώμικους, κλέφτες, υποκριτές, πονηρούς, εγωιστές, συμπονετικούς, φιλικούς και κάπου εκόντες-άκοντες να ξανακολλάμε το κομμάτι αποκεί που βίαια σε στιγμές παρορμητικές ή επαναστατικές ξεκολλήσαμε.

-Μας περιγράφει τον εαυτό του τη στιγμή που πάει στο σπίτι του ασθενή γέρο Σπένσερ, του καθηγητή ιστορίας, που δεν έμενε μέσα στο σχολείο, να τον αποχαιρετήσει.
«το πήρα μονοκοπανιά ίσαμε τον κεντρικό δρόμο κι έπειτα στάθηκα μισό λεφτό να πάρω ανάσα. Δεν έχω καθόλου καλή αναπνοή, άμα θέλετε να ξέρετε. Πρώτα πρώτα, είμαι μανιώδης καπνιστής-δηλαδή ήμουνα. Με ζορίσανε και το ‘κοψα. Ένα άλλο πράμα, είναι που ψήλωσα κάπου δεκαεφτά πόντους τούτη τη χρονιά. Γιαυτό κόντεψα να πάθω φυματίωση και με φέρανε δωπέρα, για όλα τούτα τα τσεκάπ του διαόλου και τα ρέστα. Κατά τα άλλα είμαι σίδερο.»

-και να τι λεει ο ίδιος σαν του λένε: η ζωή είναι παιχνίδι αγόρι μου, και το παίζουμε σύμφωνα με τους κανόνες. –Άκου παιχνίδι. Παιχνίδι είν’ ο κώλος μου. Άμα βρεθείς απ’ τη μεριά που είναι όλοι οι εξυπνάκηδες, τότε εντάξει, είναι παιχνίδι το παραδέχουμαι. Άμα είσαι όμως από την άλλη μεριά, που δεν υπάρχει ούτε μισός, τότε τι σόι παιχνίδι λέγεται αυτό; Τίποτα. Μόνο παιχνίδι δεν είναι.-

-σιχαίνεται αν και στο τέλος θα λυπάται αναπολώντας, και τα ρέστα, τον συμμαθητή του τον Άκλεϋ, που ‘χει μπιμπίκια όχι μόνο στο κούτελο όπως οι πιο πολλοί αλλά και στα μάγουλα, και παντού. Αυτός δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μπουκάρει στο χώρο του να ξύνει τα βρωμόνυχά του μ’ ένα σπίρτο συνεχώς και να νομίζει ότι είναι παστρικός όταν ποτέ δεν πλένει τα δόντια του που ‘χει φυτρώσει χορτάρι κει μέσα και τ’ αφτιά του πιγκωμένα στη βρώμα, όμως τα νύχια τα καθαρίζει όλη την ώρα... άσε που του τη δίνει εκείνη η μονότονη φωνή του να λεει για μια πιτσιρίκα που υποτίθεται πως είχε σεξ μαζί της πέρσι το καλοκαίρι μες στη μπουικ του ξαδέλφου του. Του το ‘χει πει τουλάχιστον καμιά κατοσταριά φορές και κάθε φορά αλλιώτικα. Φυσικά όλα αυτά αέρας κοπανιστός.

-αμ εκείνος ο γέρο-Στράντλεητερ, αυτός ο πλούσιος, ο ωραίος συμμαθητής που είχε ραντεβού εκείνη τη μέρα, που κυκλοφορούσε γυμνός που ξυριζόταν με ένα σκουριασμένο ξυραφάκι φίσκα στη βρώμα και δεν έλεγε να το πετάξει, κατά τα άλλα έκανε τον καθαρό. Ε’ λοιπόν αυτός του ζήτησε να του κάνει τη χάρη να γράψει γι αυτόν μια έκθεση για τ’ αγγλικά και θέμα την περιγραφή ενός δωματίου. Θα του έγραφε την έκθεση αλλά όχι την περιγραφή του δωματίου αλλά την περιγραφή ενός αριστερού γαντιού του μπέηζμπωλ που πάνω ήταν γραμμένα ποιήματα ακόμα και στα δάχτυλα, ακόμα και στη φούχτα. Το φορούσε ο αγαπημένος του αδελφός ο Άλι, ήταν αριστερόχειρας. Δυο χρόνια μικρότερος ο Άλι, αλλά πολύ έξυπνος, πενήντα φορές πιο έξυπνος από τον ίδιο, όπως ομολογεί, όμως ο αδελφός πέθανε από λευχαιμία και κείνη την καταραμένη μέρα κοιμήθηκε στο γκαράζ και για να ξεθυμάνει έσπασε όλα τα κωλοπαράθυρα με τη μπουνιά του, όμως το χέρι του έγινε κομμάτια και τον πονάει πού και πού -

Νευρίασε ο γέρο-Στράντλεητερ για την έκθεση ακούς εκεί να γράψει για ένα κωλόγαντο, ήθελε περιγραφή δωματίου. νευρίασε ο Χόλντεν και έσκισε την έκθεση. Όμως το χειρότερο ήταν ότι ο γέρο-Στράντλεητερ είχε βγει ραντεβού με ένα κορίτσι που ‘χε γνωρίσει ο Χόλντεν το καλοκαίρι και το είχε ερωτευτεί, έτσι πλατωνικά. τώρα έχει μπροστά αυτόν τον μπήχτη οπότε ψοφάει να του πει για το ραντεβού, για το κορίτσι, για το τι συνέβη, όμως εκείνος σημασία ο μπάσταρδος μπρος στην αγωνία του. Τα νεύρα και των δυο τεντωμένα του Στράντλεητερ που φούμαρε μες το δωμάτιο ο Χόλντεν, ενώ απαγορεύεται από τη σχολή και του Χόλντεν για το κορίτσι που αγαπά και πιθανόν να το μαγάρισε ο Στράντλεητερ, μέχρι που γίνεται καυγάς και ο γεροδεμένος Στράντλεητερ, ρίχνει κάτω με μπουνιές τον Χόλντεν και ενώ αιμορραγεί στη μύτη δε σταματά να προκαλεί βρίζοντας. τον έλεγε ξανά και ξανά «μάπα» και κείνος κόρωνε, γιατί «κανενός μάπα δεν του αρέσει να τονε λες μάπα» όπως ο ίδιος μας επεξηγεί.

Λατρεύει την όμορφη, μικρή του αδελφή, τη Φοίβη, είναι τόσο έξυπνη που τον πεθαίνει, όπως λεει. Ε’ λοιπόν πριν φύγει κάπου μακριά απ’ όλους και απ’ όλα, με σκοπό να μείνει κοντά σε μια καλύβα, κοντά σε μια θάλασσα, με τη γυναίκα που θα αγαπά, πρέπει να τη δει. δεν ξέρεις τι γίνεται μπορεί και να πεθάνει να μην τη δει; να μην τη χαιρετίσει; Έτσι πηγαίνει κρυφά τη νύχτα στο σπίτι του και την ξυπνάει να κουβεντιάσουνε, να χαιρετηθούνε, να αγκαλιαστούνε, που τόσο αγαπιούνται. Φεύγει πάλι κλεφτά όπως μπήκε και την επομένη της δίνει ραντεβού κοντά στο μουσείο τέχνης. Εκείνη με μια βαλίτσα στο χέρι θέλει να φύγει μαζί του. Εκείνος τα χάνει απίστευτο αυτό που συμβαίνει, αυτός μπορεί να φύγει με ώτοστοπ προς τα δυτικά, εκείνη όμως....

Νομίζω ότι εκεί που γκρεμίζεται ο κόσμος στα πόδια του είναι αυτό το ανέλπιστο που δεν μπορεί να διαχειριστεί, η μικρή Φοίβη να τον ακολουθήσει; πού, πώς, εκεί γίνεται θηρίο η αδελφούλα πρέπει να γυρίσει σπίτι.

Σαν τον ρωτάει η Φοίβη τη δουλειά θα κάνει, "μήπως δικηγόρος σαν τον μπαμπά;"

Εκείνος της θυμίζει ένα τραγούδι που λεει «όταν πιάνεις κάποιον πού ‘ρχεται μεσ’ απ’ τη σίκαλη;» Η Φοίβη τον διορθώνει όχι δεν λεει έτσι, λεει «όταν ανταμώνεις κάποιον που ‘ρχεται μεσ’ απ’ τη σίκαλη» είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς.

«τέλος πάντων έτσι το φαντάζομαι της απαντάει, να παίζουνε τα πιτσιρίκια σ’ ενα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα, χιλιάδες πιτσιρίκια και δεν είναι κανένας εκεί –θέλω να πω κανένας μεγάλος- εκτός από μένα. Και γω στέκομαι φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε να πέσουνε στο γκρεμό- θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. ΘΑ ‘ΜΑΙ ΜΟΝΆΧΑ Ο ΦΥΛΑΚΑς ΣΤΗ ΣΊΚΑΛΗ, ΝΑ ΠΙΑΝΩ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ, ΚΑΙ ΤΑ ΡΕΣΤΑ......

Στο κάτω κάτω αυτό είναι δουλειά γιατί εκεί και τα μαλώματα είναι άδολα και ο θυμός ξεθυμαίνει με παιχνίδια, με τρεχαλητά, με φωνές, με φιλίες χωρίς τάξεις, και στο τέλος γιατί εκεί «*είσαι φύλακας στο καραούλι της πρακτικής αγάπης»* (*Σωτήρης Δημητρίου)

Ο Σαλιντζερ κάλυψε μια ολόκληρη νέα ήπειρο, της οποίας εξακολουθούμε να είμαστε κάτοικοι.* (*Βαγγέλης Ραπτόπουλος.

-Οι σελίδες 207,208, 209 μέχρι τη σελίδα.... μα τι γράφω.... όλες οι σελίδες είναι μια και μια τρυφερές, αληθινές, στοργικές, φιλικές, άδολες όπως οι παιδικές ψυχές. Τελικά είναι ένα βιβλίο αξέχαστο και θαυμάζω-ζηλεύω, αν θέλετε τους συγγραφείς που με ένα βιβλίο τους βάζουν μια μεγάλη σφραγίδα κατ’ ευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη, όπως ο Σάλιντζερ.

-Υπέροχη η μεταφραστική δουλειά της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη!

Ευγενία Μακαριάδη.

2 σχόλια:

Γιώργος Βλάχος-Dino είπε...

Εγώ πάντως περιμένω τα δικά σου αφηγήματα... Ολόκληρα! Όχι μόνο μεζέδες

Ευγενία (Τζένη) Μακαριάδη είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.